< Return to Video

Sandbox

  • 0:15 - 0:35
    Κώστας Βάρναλης
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
  • 0:39 - 0:42
    Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
  • 0:42 - 0:44
    Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
  • 0:44 - 0:47
    (ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
    καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
  • 0:47 - 0:48
    νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
  • 0:48 - 0:51
    ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
    ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
  • 0:51 - 0:54
    ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
    καὶ τὴ θολὴ ματιά),
  • 0:54 - 0:59
    οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
    σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
  • 0:59 - 1:03
    μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
    τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
  • 1:03 - 1:07
    Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
    κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
  • 1:07 - 1:09
    ρουχαλίζανε ρυθμικά.
  • 1:09 - 1:12
    Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
    οὐρανὸ
  • 1:12 - 1:16
    καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
    γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
  • 1:16 - 1:21
    Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
    τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
  • 1:21 - 1:25
    καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
    ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
  • 1:25 - 1:29
    ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
    καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
  • 1:29 - 1:33
    του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
    που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
  • 1:37 - 1:41
    Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
    γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
  • 1:41 - 1:44
    λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
    τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
  • 1:44 - 1:48
    µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
    τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
  • 1:50 - 1:54
    Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
    τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
  • 1:54 - 1:58
    περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
    θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
  • 1:59 - 2:02
    Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
    ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
  • 2:03 - 2:06
    Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
    ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
  • 2:06 - 2:08
    µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
  • 2:09 - 2:15
    Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
    µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
  • 2:16 - 2:20
    Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
    σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
  • 2:20 - 2:24
    Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
    θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
  • 2:25 - 2:30
    Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
    τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
  • 2:30 - 2:33
    και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
    τα δυο τσουκάλια
  • 2:33 - 2:37
    (τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
    σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
  • 2:37 - 2:41
    λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
    κι ἀφτά, μουρμούρισε:
  • 2:42 - 2:46
    «Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
    ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
  • 2:46 - 2:50
    Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
    νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
  • 2:52 - 2:55
    Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
    μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
  • 2:55 - 2:58
    και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
    συναμεταξύ τους.
  • 2:58 - 3:02
    Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
    ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
  • 3:02 - 3:05
    το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
    μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
  • 3:05 - 3:07
    Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
  • 3:07 - 3:11
    μπροστά στο Νόμο
    τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
  • 3:11 - 3:13
    Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
  • 3:14 - 3:17
    Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
    καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
  • 3:17 - 3:22
    τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
    ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
  • 3:23 - 3:25
    Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
    κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
  • 3:25 - 3:29
    πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
    ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
  • 3:29 - 3:32
    και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
    τὴ δύναμη τοὺς,
  • 3:32 - 3:36
    τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
    φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
  • 3:36 - 3:39
    πού τον κατηγόρησαν
    οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
  • 3:40 - 3:43
    'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
    έκανε: χμ.
  • 3:44 - 3:47
    Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
    (σύµφωνα με το Νόμο),
  • 3:47 - 3:52
    ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
    κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
  • 3:52 - 3:53
    και δεν απάντησε τίποτα.
  • 3:54 - 3:58
    Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
    ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
  • 3:59 - 4:04
    Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
    πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
  • 4:04 - 4:09
    κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
    και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
  • 4:09 - 4:11
    Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
  • 4:12 - 4:15
    «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
  • 4:15 - 4:18
    «Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
  • 4:18 - 4:22
    να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
    στο Τεμπελχανιὀ.
  • 4:22 - 4:26
    Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
    κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
  • 4:26 - 4:28
    Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
  • 4:28 - 4:31
    (χωρίς να με βλέπετε
    και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
  • 4:31 - 4:34
    ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
    τις ὡραίες µελόπιτες,
  • 4:34 - 4:38
    που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
    στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
  • 4:38 - 4:39
    τον γιό τῆς Παρθένας.
  • 4:40 - 4:44
    Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
    και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
  • 4:44 - 4:47
    παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
  • 4:49 - 4:54
    Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
    με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
  • 4:54 - 4:55
    γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
  • 4:55 - 4:58
    σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
    του Σωκράτη.
  • 4:58 - 5:02
    Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
    Και κείνος σε λίγο:
  • 5:02 - 5:05
    «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
    καθώς φαίνεται, κρίση,
  • 5:05 - 5:08
    ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
    ὁλωνώνε σας».
  • 5:09 - 5:13
    Πωπώ! τί γένηκε τότες!
    Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
  • 5:13 - 5:16
    Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
    ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
  • 5:16 - 5:20
    κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
    μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
  • 5:20 - 5:22
    για να τον ξεσχίσουνε
    κι όλοι φωνάζανε µαζί,
  • 5:22 - 5:24
    ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
  • 5:24 - 5:29
    ᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
    τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
  • 5:29 - 5:32
    Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
    νοικοκυρέοι ανθρώποι
  • 5:32 - 5:35
    και χασοµερίσαν όλη µέρα
    γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
  • 5:36 - 5:40
    Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
    μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
  • 5:40 - 5:42
    Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
  • 5:42 - 5:46
    το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
    µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
  • 5:46 - 5:52
    Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
    κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
  • 5:53 - 5:57
    Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
    δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
  • 5:57 - 6:00
    τόνε καταδικάσαν αφτοί,
    με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
  • 6:00 - 6:03
    (πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
    να πιει το φαρμάκι.
  • 6:04 - 6:08
    Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
    απὸ κέφι και δύναμη.
  • 6:08 - 6:12
    Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
    οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
  • 6:12 - 6:15
    στους καβγάδες και στον πόλεμο,
    στάθηκε στέρεα στο βήμα
  • 6:15 - 6:19
    και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
    τους είπε σιγά σιγά τούτα,
  • 6:19 - 6:21
    ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
  • 6:23 - 6:27
    Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
    φίλοι και µαθητάδες,
  • 6:27 - 6:31
    όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
    µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
  • 6:31 - 6:34
    πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
    ο Νόμος είτανε δίκαιος
  • 6:34 - 6:38
    κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
    Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
  • 6:39 - 6:43
    και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
    που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
  • 6:44 - 7:07
    Το πώς γενήκανε τα πράματα
  • 7:18 - 7:31
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
  • 7:31 - 7:34
    ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
  • 7:36 - 7:38
    Έξι σωστές ωρούλες
    και δεν άκουσα τίποτα!
  • 7:39 - 7:41
    Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
  • 7:42 - 7:44
    Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
  • 7:44 - 7:47
    δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
    τ’ αυτιά του με κερί
  • 7:47 - 7:49
    και να δεθεί στο κατάρτι
    για να μην ακούσει
  • 7:49 - 7:50
    το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
  • 7:51 - 7:55
    Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
    ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
  • 7:55 - 7:58
    μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
    σ’ όλη του τη ζωή.
  • 7:59 - 8:04
    Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
    πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
  • 8:04 - 8:07
    Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
    και φανταχτερό σας πλήθος.
  • 8:08 - 8:10
    Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
  • 8:10 - 8:13
    και με δικάζανε πεθαμένον
    πεντακόσοι Πλούτωνες.
  • 8:14 - 8:16
    Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
  • 8:16 - 8:19
    Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
  • 8:20 - 8:24
    Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
    το πατριωτικό μου φιλότιμο.
  • 8:25 - 8:27
    Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
  • 8:27 - 8:30
    Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
    τούτ’ η Τριάδα
  • 8:30 - 8:32
    (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
  • 8:32 - 8:36
    εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
    κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
  • 8:36 - 8:40
    Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
    γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
  • 8:40 - 8:45
    Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
    σε μια χώρα ξωτική,
  • 8:45 - 8:48
    που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
    τηνε ζύγωσε ποτές,
  • 8:48 - 8:50
    γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
  • 8:50 - 8:54
    Εκείθες ματαγύριζε πάντα
    γιομάτο βουητά και θάμπη
  • 8:54 - 8:55
    και πόνους αβάσταγους.
  • 8:56 - 8:59
    Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
  • 8:59 - 9:03
    Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
    παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
  • 9:03 - 9:07
    που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
    Στραβώνεται για πάντα!
  • 9:08 - 9:12
    Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
    φέρνεται σαν τα μουλάρια
  • 9:12 - 9:14
    που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
    σ’ ολόρθο γκρεμόν
  • 9:14 - 9:16
    ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
  • 9:17 - 9:20
    Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
  • 9:20 - 9:23
    και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
    πέρ’ από τη μύτη μου.
  • 9:23 - 9:26
    Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
    να κοιτάζω τη μύτη μου!
  • 9:26 - 9:32
    Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
    της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
  • 9:32 - 9:37
    Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
    χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
  • 9:37 - 9:41
    Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
    περασμένα, μελλούμενα,
  • 9:42 - 9:45
    και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
    ω άντρες Αθηναίοι!
  • 9:45 - 9:48
    Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
  • 9:48 - 9:51
    εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
    και να την καταλάβει.
  • 9:52 - 9:55
    Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
    πως υπάρχει,
  • 9:55 - 9:58
    κι ας με πειράζαν όλοι
    πως ήτανε πλατσουκωτή
  • 9:58 - 10:00
    σαν της μαϊμούς και του τράγου.
  • 10:00 - 10:04
    Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
    γιατί όλες αυτές τις ώρες
  • 10:04 - 10:07
    μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
  • 10:08 - 10:12
    Βέβαια τα παραλέω.
    Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
  • 10:12 - 10:16
    Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
    καμιά βρισιά των κατηγόρων
  • 10:16 - 10:18
    ή καμιά βλαστήμια δική σας.
  • 10:18 - 10:22
    Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
    απάντησες που μου ερχόντανε.
  • 10:22 - 10:25
    Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
    κείνη τη στιγμή·
  • 10:25 - 10:28
    ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
  • 10:28 - 10:32
    Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
    μια και καλή στο τέλος,
  • 10:32 - 10:36
    καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
    κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
  • 10:36 - 10:40
    σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
    να βγει στην αυλή προς νερού του.
  • 10:40 - 10:44
    Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
    ξέχασα τί θα σας έλεγα
  • 10:44 - 10:46
    και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
  • 10:48 - 10:51
    Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
    η θανατική σας απόφαση.
  • 10:52 - 10:55
    Την ήξερ’ από τα πριν,
    γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
  • 10:55 - 10:56
    στον ξεπεσμό του καιρού μας.
  • 10:57 - 11:00
    Μα και να μην την ήξερα,
    δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
  • 11:01 - 11:05
    Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
    σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
  • 11:05 - 11:08
    Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
    να βάλετε κοτζάμ τελάλη
  • 11:08 - 11:10
    να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
  • 11:10 - 11:13
    Μα και να μη νυστάζατε,
    πάλε θα με θανατώνατε.
  • 11:14 - 11:15
    Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
  • 11:15 - 11:19
    Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
    σπουδαία προσώπατα!
  • 11:19 - 11:24
    Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
    ήλιοι της Δημοκρατίας!…
  • 11:25 - 11:28
    Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
  • 11:29 - 11:32
    Κουρελής, κακοσούσουμος,
    γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
  • 11:32 - 11:37
    σωστός κοπρίτης
    κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
  • 11:37 - 11:40
    Πού να κρυφτώ!
    Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
  • 11:40 - 11:42
    Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
  • 11:42 - 11:45
    θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
    τον εαυτό μου
  • 11:45 - 11:47
    και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
  • 11:47 - 11:51
    και θα τα θεωρούσα και τα δυο
    μεγάλη μου τιμή.
  • 11:52 - 11:56
    Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
    την όψη τους και το ντύσιμό τους
  • 11:56 - 11:57
    σ’ ομορφιά και πλούτο!
  • 11:58 - 12:01
    Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
    το θάνατο μου;
  • 12:01 - 12:03
    Για το καλό της πολιτείας!
  • 12:03 - 12:06
    Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
    κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
  • 12:07 - 12:08
    Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
  • 12:08 - 12:11
    θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
    στη δημοπρασία·
  • 12:11 - 12:15
    μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
    για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
  • 12:15 - 12:20
    (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
    να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
  • 12:20 - 12:23
    για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
    από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
  • 12:24 - 12:27
    Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
    με το δικό μου πέσιμο
  • 12:27 - 12:31
    να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
    την Αρετή, που τρεκλίζει.
  • 12:31 - 12:35
    Του λαού μπροστάρηδες,
    αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
  • 12:35 - 12:38
    θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
    κι εγώ κατήγορος.
  • 12:38 - 12:42
    Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
    στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
  • 12:42 - 12:44
    Ο γενναίος στρατηγός!
  • 12:45 - 12:48
    Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
    να σώσει το Νιόκαστρο
  • 12:48 - 12:52
    κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
    (ενάντιος άνεμος),
  • 12:52 - 12:55
    ώσπου να πέσει το κάστρο
    και να γλιτώσει το πετσί του.
  • 12:56 - 12:59
    Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
    λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
  • 12:59 - 13:01
    κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
  • 13:01 - 13:06
    Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
    έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
  • 13:06 - 13:09
    Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
    για τα χρήματα,
  • 13:09 - 13:11
    δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
  • 13:12 - 13:16
    Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
    τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
  • 13:16 - 13:19
    και σ’ αυτόνε
    και στα συνήθεια της δημοκρατίας
  • 13:19 - 13:22
    και στον ενάντιον άνεμο,
    που του στάθηκε τόσο βολικός.
  • 13:23 - 13:28
    Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
    ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
  • 13:28 - 13:31
    ναν του γράψει την κατηγορία,
    που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
  • 13:32 - 13:35
    Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
    ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
  • 13:35 - 13:39
    (τουλάχιστο ξυπνότερη)
    και με τα μισά λεφτά;
  • 13:39 - 13:42
    Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
    για υπεράσπισή μου
  • 13:42 - 13:45
    κατάφερα να σας λυσσάξω
    και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
  • 13:45 - 13:49
    θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
    κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
  • 13:49 - 13:50
    όπως θαν το κάνω τώρα.
  • 13:51 - 13:54
    Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
    για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
  • 13:54 - 13:56
    την καλύτερη μάρκα,
  • 13:56 - 13:58
    και να φτιάξω και το κιβούρι μου
    από καρυδόξυλο,
  • 13:58 - 14:02
    έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
    που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
  • 14:04 - 14:06
    Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
  • 14:06 - 14:09
    Είδατε ποτέ σας ρήτορα
    που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
  • 14:10 - 14:12
    Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
  • 14:12 - 14:14
    και του μπιστεφτήκατε
    να φυλάξει τον Έπαχτο.
  • 14:15 - 14:17
    Μα τούτος, ξέροντας
    τί θα πει πατριωτισμός,
  • 14:17 - 14:20
    πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
    «ἀντί ἀργυρίου».
  • 14:21 - 14:22
    Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
  • 14:22 - 14:25
    πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
    ενάντια στη Μοίρα,
  • 14:25 - 14:28
    που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
    αντίς να πει:
  • 14:28 - 14:31
    ενάντια στο χρήμα,
    που κυβερνάει και τη Μοίρα!
  • 14:31 - 14:36
    Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
    κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
  • 14:36 - 14:39
    την τιμή και την περιουσία του λαού,
    δηλαδή τη δικιά του
  • 14:39 - 14:44
    και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
    τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
  • 14:46 - 14:50
    Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
    με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
  • 14:50 - 14:52
    είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
  • 14:52 - 14:58
    «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
    Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
  • 14:58 - 15:00
    Τίμημα θάνατος!».
  • 15:00 - 15:06
    Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
    και διάσημος «τέτοιος».
  • 15:06 - 15:08
    Όμως αληθινό παλικάρι.
  • 15:08 - 15:12
    Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
    να υπογράψει αυτός την κατηγορία
  • 15:12 - 15:16
    και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
    σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
  • 15:16 - 15:20
    να καταδικαστεί σε «ατιμία»
    — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
  • 15:21 - 15:24
    Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
    τίποτα για την πατρίδα.
  • 15:24 - 15:28
    Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
    μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
  • 15:28 - 15:32
    μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
    στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
  • 15:32 - 15:35
    Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
    κανέν’ αξίωμα,
  • 15:35 - 15:38
    πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
    των άλλων αρχόντων
  • 15:38 - 15:40
    και με τα γούστα του λαού,
  • 15:40 - 15:43
    πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
    πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
  • 15:44 - 15:47
    Και πριν να δοξαστείτε σεις
    θανατώνοντάς με,
  • 15:47 - 15:50
    παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
    το ίδιο αστείο,
  • 15:50 - 15:54
    δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
    και μια με τους τριάντα τυράννους.
  • 15:55 - 15:58
    Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
    τα μπόγια των κατηγόρων
  • 15:58 - 16:00
    και τόσο μικρούλι το δικό μου,
  • 16:00 - 16:04
    θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
    για νά καταδικαστώ.
  • 16:04 - 16:09
    Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
    — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
  • 16:09 - 16:10
    «Διὸς κριταί!».
  • 16:10 - 16:12
    Μοναχά ψυχή και μυαλό.
  • 16:12 - 16:15
    Χωρίς φαντασία και χωρίς
    μάταια ψιλολογήματα.
  • 16:15 - 16:17
    Μια κι όξω!
  • 16:17 - 16:21
    Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
    με την ίδια ευκολία που βγάζετε
  • 16:21 - 16:24
    τη μύξα σας με τα δάχτυλα
    και την κολλάτε κει που κάθεστε.
  • 16:26 - 16:28
    Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
  • 16:28 - 16:31
    πρόεδρος του συλλόγου
    για την προστασία της Ηθικής,
  • 16:31 - 16:34
    που δεν αφήνει δυο σκυλιά
    ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
  • 16:34 - 16:37
    μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
    στους αγαπητικούς του
  • 16:37 - 16:38
    — κι αυτός βλέπει!
  • 16:39 - 16:43
    Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
    καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
  • 16:43 - 16:47
    κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
    που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
  • 16:47 - 16:52
    μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
    του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
  • 16:53 - 16:56
    Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
    και καραβοκυραίοι του Περαία,
  • 16:56 - 17:00
    τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
    (όνομα και πράγμα!),
  • 17:00 - 17:03
    που τα καταφέρνουνε και γίνονται
    κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
  • 17:03 - 17:06
    για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
    των γεννημάτων,
  • 17:06 - 17:10
    των αλευριών και του ψωμιού
    και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
  • 17:10 - 17:11
    μπας κι είναι ξύκικα!
  • 17:12 - 17:15
    Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
    από την Κηφισιά,
  • 17:15 - 17:19
    που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
    βωμούς στον Έλεο και,
  • 17:19 - 17:23
    τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
    και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
  • 17:23 - 17:27
    και ξύνεται κει που του ταίριαζε
    να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
  • 17:28 - 17:32
    Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
    μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
  • 17:32 - 17:33
    λουσμένος στ’ αρώματα
  • 17:33 - 17:37
    μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
    του πορνικού φόρου,
  • 17:37 - 17:40
    που του τονε πλερώνουνε
    κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
  • 17:40 - 17:42
    Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
  • 17:42 - 17:45
    που πέταξε στο δρόμο
    τα παιδιά τ’ αδερφού του
  • 17:45 - 17:47
    κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
    τονε φτωχύνανε.
  • 17:48 - 17:52
    Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
    που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
  • 17:52 - 17:56
    για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
    και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
  • 17:56 - 17:59
    τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
    και θα καλογερέψει,
  • 17:59 - 18:00
    για να σώσει την ψυχή του !
  • 18:01 - 18:04
    Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
  • 18:04 - 18:06
    που για να προφταίνει
    στις πολλές δουλειές του,
  • 18:06 - 18:11
    άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
    των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
  • 18:12 - 18:18
    Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
    με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
  • 18:19 - 18:22
    Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
    Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
  • 18:22 - 18:25
    Έχετε καιρό να θυμώσετε,
    γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
  • 18:25 - 18:28
    Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
    καθενού σας χωριστά
  • 18:28 - 18:30
    τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
  • 18:30 - 18:33
    Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
    από τις δυο πρώτες σειρές.
  • 18:34 - 18:36
    Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
    με τ’ όνομα…
  • 18:36 - 18:41
    Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
    από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
  • 18:41 - 18:43
    η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
  • 18:43 - 18:45
    Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
  • 18:46 - 18:50
    Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
    και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
  • 18:50 - 18:53
    για να σας τις ιστορήσουνε
    και ναν τις πιστέψετε!..·
  • 18:53 - 18:57
    Και το κάτου της γραφής,
    τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
  • 18:57 - 19:01
    Είσαστε σεις ο Νόμος, —
    ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
  • 19:01 - 19:03
    Ένας σας να ’τανε καθαρός,
  • 19:03 - 19:06
    ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
    θρύψαλα και κουρνιαχτός.
  • 19:09 - 19:12
    Μη μου πείτε: «Νά τος!
    Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
  • 19:12 - 19:15
    πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
    κι η ψυχή το σώμα·
  • 19:15 - 19:18
    πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
    μα μονάχα των φιλοσόφων
  • 19:18 - 19:21
    (δηλαδή τη δική του·
    όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
  • 19:21 - 19:25
    Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
    τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
  • 19:25 - 19:26
    παρακαλεί και βρίζει».
  • 19:27 - 19:29
    Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
  • 19:30 - 19:34
    Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
    μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
  • 19:35 - 19:38
    Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
    με την μπαμπεσιά των νόμων,
  • 19:38 - 19:40
    όπως δε θα μ’ ένοιαζε
    να σας άδειαζα τη γωνιά
  • 19:40 - 19:43
    μετά λίγους μήνες ή χρόνια
    με το θέλημα της Φύσης.
  • 19:44 - 19:45
    Σας χρωστάω και χάρη…
  • 19:46 - 19:50
    Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
    το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
  • 19:50 - 19:53
    κάνω γούστο να κοροϊδεύω
    και σας και τον εαυτό μου.
  • 19:53 - 19:57
    Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
  • 19:58 - 20:00
    Και σα συλλογιέμαι πως
    σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
  • 20:00 - 20:04
    μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
    μήτε και να φύγετε αποδώ,
  • 20:04 - 20:08
    γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
    χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
  • 20:09 - 20:12
    Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
    να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
  • 20:12 - 20:15
    όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
  • 20:15 - 20:20
    Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
    φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
  • 20:20 - 20:25
    Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
    σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
  • 20:25 - 20:29
    Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
    το γυάλωμα των ματιών
  • 20:29 - 20:30
    και τ’ άφρισμα του στομάτου·
  • 20:30 - 20:34
    το κρουστάλλιασμα των ποδιών
    ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
  • 20:34 - 20:37
    και μπήγει τα νύχια του πρώτα
    στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
  • 20:38 - 20:39
    Κι αυτό ήταν όλο!…
  • 20:41 - 20:44
    Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • 20:44 - 20:46
    Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
  • 20:46 - 20:48
    Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
  • 20:48 - 20:52
    μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
    όλα τα καλά του Θεού:
  • 20:53 - 20:57
    τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
    παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
  • 20:57 - 21:00
    χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
    και σκόρδο,
  • 21:00 - 21:05
    καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
    κι άνεμος μουσικός!
  • 21:06 - 21:08
    Είσαστε αθάνατοι!
  • 21:08 - 21:10
    Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
  • 21:10 - 21:13
    αν η Μοίρα σάς γεννούσε
    με μιαν αλογήσιαν ούρα
  • 21:13 - 21:16
    που να σαλεύει μοναχή της
    ζερβά δεξιά σα βεντάγια
  • 21:16 - 21:19
    και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
    την ώρα που κοιμάστε
  • 21:19 - 21:23
    και την ώρα που δικάζετε,
    — σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
  • 21:36 - 21:46
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
  • 21:46 - 21:49
    Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
    απάνου στο σανιδοκρέβατο
  • 21:49 - 21:52
    με την κωμικήν επισημότητα
    πόχουν τα λείψανα,
  • 21:52 - 21:56
    και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
    τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
  • 21:56 - 21:59
    τη δική σας αγαθοσύνη
    και την παρθενιά των νόμων,
  • 21:59 - 22:01
    γέλασα με την καρδιά μου.
  • 22:01 - 22:05
    Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
    φέβγουν από τους πεθαμένους
  • 22:05 - 22:06
    και πάνε στους ζωντανούς.
  • 22:06 - 22:10
    Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
    από πάνω ως κάτου να βρομάτε
  • 22:10 - 22:12
    σαν ψοφίμια δέκα μερών
  • 22:12 - 22:17
    (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
    άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
  • 22:17 - 22:21
    κι ωστόσο να χετε την όρεξη
    να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
  • 22:21 - 22:23
    πήγε ο νους μου στα ζώα :
  • 22:23 - 22:27
    όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
    τον εαφτό τους αθάνατο˙
  • 22:27 - 22:29
    κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
    να μην ελπίζουνε,
  • 22:29 - 22:32
    πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
    σε καλύτερη ζωή.
  • 22:34 - 22:37
    Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
  • 22:37 - 22:40
    να στέκεσαι πάνω στο βήμα
    "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
  • 22:40 - 22:44
    ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
    τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
  • 22:44 - 22:49
    για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
    οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
  • 22:49 - 22:53
    τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
    πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
  • 22:53 - 22:55
    ξέρεις τι θα γινότανε ;
  • 22:55 - 23:00
    Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
    να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
  • 23:00 - 23:03
    θα κουνούσανε λυπητερά
    το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
  • 23:03 - 23:08
    "Καλός είταν ο κακομοίρης!...
    Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
  • 23:08 - 23:12
    Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
    λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
  • 23:12 - 23:15
    στένεψε και μάκρυνε
    η πλατσουκωτή του μύτη...
  • 23:15 - 23:16
    Έγινε μια χαρά!...
  • 23:17 - 23:18
    Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
  • 23:18 - 23:22
    σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
    και τους κάλπηδες!...
  • 23:22 - 23:24
    Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
  • 23:24 - 23:27
    Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
    Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
  • 23:28 - 23:30
    Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
  • 23:30 - 23:34
    όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
    τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
  • 23:34 - 23:35
    μα κατεργάρης δεν είναι˙
  • 23:35 - 23:38
    κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
    και με τα λόγια του
  • 23:38 - 23:41
    αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
    κ' η ψυχή του...
  • 23:41 - 23:45
    Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
    την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
  • 23:45 - 23:48
    Χρειάζονται παραδείγματα
    για τα παιδιά μας".
  • 23:49 - 23:52
    Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
    να χω πεθάνει μοναχός μου,
  • 23:52 - 23:55
    με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
  • 23:55 - 23:57
    Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
  • 23:57 - 24:00
    όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
    ν' αγαπάνε την αρετή,
  • 24:00 - 24:03
    μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
  • 24:03 - 24:05
    Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
  • 24:06 - 24:08
    για να πλερώσει τα κακουργήματα
    της χτεσινής τυραννίας
  • 24:08 - 24:11
    και να φράξει το δρόμο
    του ξαναγυρισμού της.
  • 24:11 - 24:14
    Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
  • 24:14 - 24:17
    το δάσκαλο του Κριτία
    και του Θηραμένη του κόθορνου,
  • 24:17 - 24:21
    τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
    που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
  • 24:22 - 24:24
    Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
  • 24:24 - 24:27
    δε βαραίνει βέβαια
    μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
  • 24:27 - 24:30
    όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
    των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
  • 24:30 - 24:33
    όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
  • 24:34 - 24:38
    Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
    στο να τάσι της παλάντζας,
  • 24:38 - 24:41
    πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
  • 24:42 - 24:45
    Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
    και φίλοι κι αρνητάδες μου,
  • 24:45 - 24:48
    και ντόπιοι και ξένοι,
    και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
  • 24:48 - 24:51
    που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
    γύρα στο θάνατό μου.
  • 24:51 - 24:55
    Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
    "αηδόνα Μουσών",
  • 24:55 - 25:00
    "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
    "κορώνα της Ελλάδος".
  • 25:01 - 25:05
    Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
    το "Σωκρατείον",
  • 25:05 - 25:08
    και θα μου κάνουνε θυσίες
    κάθε χρόνο, την άνοιξη...
  • 25:08 - 25:10
    Θα με προσκυνάνε για θεό
  • 25:10 - 25:14
    (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
    μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
  • 25:14 - 25:16
    και για ποιό λόγο;)
  • 25:16 - 25:19
    Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
    δίπλα στο δικό μου
  • 25:19 - 25:20
    και ν' ακούγονται μαζί μου˙
  • 25:20 - 25:24
    κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
    πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
  • 25:24 - 25:26
    θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
  • 25:27 - 25:28
    Μπόσικα πράματα.
  • 25:28 - 25:32
    Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
    την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
  • 25:32 - 25:35
    θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
  • 25:35 - 25:38
    Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
  • 25:38 - 25:41
    Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
    γιατί παρέβηκα το Νόμο,
  • 25:41 - 25:45
    μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
    απάνου του και να περάσω!...
  • 25:46 - 25:52
    "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
    άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
  • 25:53 - 25:55
    Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
  • 25:56 - 26:01
    Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
    ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
  • 26:02 - 26:03
    τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
  • 26:04 - 26:07
    Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
    και κάνουνε πλήθος,
  • 26:07 - 26:10
    τόσο λιγότερ' η κρίση τους
    και πιότερ' η κάκητα.
  • 26:11 - 26:13
    Κι αν είσαστε κολλημένοι
    πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
  • 26:13 - 26:18
    (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
    μισό Μπερτόλδο˙
  • 26:18 - 26:20
    όχι τώρα, που σαστε
    πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
  • 26:21 - 26:23
    Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
  • 26:23 - 26:27
    - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
    στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
  • 26:28 - 26:32
    Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
    και χυμάει λυσσασμένα,
  • 26:32 - 26:36
    μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
    απ' τα συνήθεια του,
  • 26:36 - 26:37
    να του λύσει την αλυσίδα.
  • 26:38 - 26:41
    Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
    πως χαλάω τη Θρησκεία,
  • 26:41 - 26:46
    τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
    πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
  • 26:46 - 26:49
    κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
    τα σαγόνια σας,
  • 26:49 - 26:51
    για να με λιώσετε κει μέσα...
  • 26:52 - 26:56
    Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
    σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
  • 26:57 - 26:59
    δε θα παραξενεβόσαστε,
    γιατί θα πιστέβατε,
  • 26:59 - 27:02
    πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
    και τρώω τις φλόγες.
  • 27:03 - 27:07
    Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
    μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
  • 27:07 - 27:09
    θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
    χρωστάτε τη ζωή σας.
  • 27:10 - 27:12
    Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
  • 27:12 - 27:17
    Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
    χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
  • 27:17 - 27:21
    Δεν ξέρω τίποτα!...
    Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
  • 27:22 - 27:24
    Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
  • 27:24 - 27:27
    ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
  • 27:28 - 27:31
    Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
    και να πιστέβουνε πραγματικά,
  • 27:31 - 27:36
    πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
    Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
  • 27:36 - 27:41
    Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
    ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
  • 27:41 - 27:43
    Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
  • 27:43 - 27:47
    Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
    τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
  • 27:48 - 27:50
    κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
  • 27:51 - 27:55
    Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
    με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
  • 27:55 - 27:58
    πως είναι σωστότερο να τρώει
    παρά να νηστέβει;
  • 27:58 - 28:02
    Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
    μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
  • 28:02 - 28:04
    Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
  • 28:04 - 28:06
    θελήσατε να σταματήσετε
    τους κακούς ανέμους.
  • 28:07 - 28:12
    Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
    τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
  • 28:12 - 28:15
    Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
  • 28:15 - 28:17
    τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
    τις άντζες...
  • 28:17 - 28:20
    Όμως για να με ξεκάνετε,
    μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
  • 28:20 - 28:24
    πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
    ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
  • 28:24 - 28:28
    Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
    μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
  • 28:28 - 28:31
    πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
  • 28:32 - 28:36
    Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
    μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
  • 28:36 - 28:40
    και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
    δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
  • 28:41 - 28:44
    Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
    τους κάνετε πολύ σοφά
  • 28:44 - 28:46
    προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
  • 28:46 - 28:51
    Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
    που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
  • 28:51 - 28:54
    για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
    και τη μουρνταροσύνη του,
  • 28:54 - 28:56
    τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
  • 28:56 - 28:59
    Και ο λαός, ο Σκύλος,
    ξέχασε τις αγάπες του
  • 28:59 - 29:01
    και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
  • 29:01 - 29:04
    Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
    την εφτυχία του από τον ουρανό
  • 29:05 - 29:06
    και να μην τήνε ζητάει από σας!
  • 29:07 - 29:11
    Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
    του τίποτα, του παίρνεις το παν!
  • 29:11 - 29:12
    Και σε ξεσκίζει!
  • 29:14 - 29:17
    Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
    στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
  • 29:17 - 29:21
    την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
    μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
  • 29:21 - 29:25
    Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
    να φιλάω τη χέρα του παπά.
  • 29:25 - 29:27
    Δε σας φτάνανε τούτα;
  • 29:27 - 29:29
    Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
  • 29:29 - 29:31
    Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
  • 29:32 - 29:36
    Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
    Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
  • 29:36 - 29:39
    την άφηνα και μασκάρεβε
    τα ντουβάρια με εικόνες.
  • 29:39 - 29:43
    Φιλούσα και τη χέρα του παπά
    μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
  • 29:43 - 29:47
    "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
    στον ταρτουφισμό!"
  • 29:49 - 29:52
    Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
    δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
  • 29:53 - 29:56
    Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
    κάπως οι απλοϊκοί,
  • 29:56 - 29:59
    γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
    το μυαλό των αλλωνών!...
  • 30:00 - 30:02
    Δε θα πει πως μ' αφτό
    χαλούσα τη θρησκεία!
  • 30:02 - 30:05
    Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
    (μερμήγκια!...)
  • 30:05 - 30:08
    που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
    μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
  • 30:09 - 30:12
    Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
    σε κάθε τρύπα
  • 30:12 - 30:16
    φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
    να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
  • 30:16 - 30:21
    που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
    μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
  • 30:21 - 30:24
    κι από να κούτσουρο της σόμπας
    - κι από κάθε τρύπα;
  • 30:24 - 30:28
    Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
    κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
  • 30:28 - 30:32
    γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
    Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
  • 30:33 - 30:37
    Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
    κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
  • 30:37 - 30:41
    κι ο θάνατος κι αν ακόμα
    το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
  • 30:41 - 30:43
    γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
  • 30:45 - 30:47
    Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
    καινούριο θεόπουλο...
  • 30:48 - 30:52
    Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
    από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
  • 30:52 - 30:56
    κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
    την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
  • 30:56 - 30:59
    και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
    μετά χαράς.
  • 31:00 - 31:04
    Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
    φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
  • 31:04 - 31:07
    και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
    την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
  • 31:07 - 31:10
    σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
  • 31:10 - 31:14
    να τάζετε τις σκλάβες και τους
    σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
  • 31:14 - 31:18
    ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
    στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
  • 31:18 - 31:22
    και να παραδίνεστε
    "σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
  • 31:22 - 31:26
    για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
    οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
  • 31:26 - 31:28
    και τ' άλλα παπαδόσογα,
  • 31:28 - 31:32
    τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
    που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
  • 31:32 - 31:36
    και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
    να βρίσκω το σωστό,
  • 31:36 - 31:39
    χωρίς να βγάζει δίσκο
    και να θέλει ναούς και θυσίες;
  • 31:39 - 31:42
    Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
    για χατίρι του.
  • 31:43 - 31:47
    Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
    θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
  • 31:47 - 31:51
    για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
    στην καταραμένη χώρας σας!
  • 31:53 - 31:56
    Να τι λένε τώρα μέσα τους
    οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
  • 31:57 - 32:00
    Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
    μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
  • 32:00 - 32:04
    δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
    της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
  • 32:04 - 32:08
    πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
    σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
  • 32:08 - 32:11
    Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
  • 32:11 - 32:13
    Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
    μα το πλήθος;...
  • 32:14 - 32:17
    Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
    οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
  • 32:17 - 32:19
    οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
  • 32:19 - 32:22
    άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
    ποιος θα τους συγκρατήσει;
  • 32:23 - 32:26
    Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
    είναι πρόωρα πράματα!...
  • 32:27 - 32:30
    Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
    της πατρίδας και της ηθικής.
  • 32:30 - 32:33
    Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
    θα χυθεί ν' αρπάζει
  • 32:33 - 32:36
    τους παράδες και τα χτήματα,
    τους "κόπους" των αλλωνών
  • 32:36 - 32:39
    και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
  • 32:40 - 32:43
    Δε συμφέρει, δε θέλετε
    να σας μιμηθεί κι ο λαός.
  • 32:43 - 32:47
    Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
    τ΄άθλιο κουφάρι μου,
  • 32:47 - 32:51
    για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
    το μεγαλύτερο φταίξιμο...
  • 32:52 - 32:56
    Μα χαλούσα και την ηθική!
    Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
  • 32:57 - 33:00
    Ούλ' οι μαθητάδες μου
    τα χανε περασμένα τα σαράντα...
  • 33:00 - 33:03
    Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
    είτανε φίλοι μου...
  • 33:03 - 33:07
    Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
    θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
  • 33:07 - 33:09
    Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
  • 33:09 - 33:13
    Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
    κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
  • 33:13 - 33:16
    βαριεστίζουνε και το σκάνε
    από το σκολειό!...
  • 33:16 - 33:18
    Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
  • 33:18 - 33:21
    να δένουνε και να δέρνουνε
    τους πατεράδες τους
  • 33:21 - 33:23
    όταν αφτοί μπεκρολογούνε
    και χαλάνε τα λεφτά τους
  • 33:23 - 33:27
    στο τζόγο και στις γυναίκες
    κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
  • 33:27 - 33:31
    Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
    τα λεγα στους πατεράδες!
  • 33:32 - 33:33
    Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
  • 33:35 - 33:40
    Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
    Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
  • 33:40 - 33:42
    Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
  • 33:43 - 33:48
    Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
    λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
  • 33:48 - 33:52
    κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
    - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
  • 33:53 - 33:55
    Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
  • 33:55 - 33:58
    Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
    να νικά τα πάθη της...
  • 33:58 - 34:02
    να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
    στην ομορφιά και στα νιάτα...
  • 34:02 - 34:06
    Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
    κι όχι αφτός δικός μου.
  • 34:06 - 34:10
    Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
    πως ο πνευματικός έρωτας,
  • 34:10 - 34:14
    δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
    την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
  • 34:14 - 34:17
    Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
    να κλείσουν οι ταβέρνες
  • 34:17 - 34:19
    κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
  • 34:19 - 34:24
    Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
    και τα παπαδόσογα,
  • 34:24 - 34:26
    γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
  • 34:27 - 34:31
    Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
    την... ελληνική οικογένεια!...
  • 34:32 - 34:35
    Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
  • 34:35 - 34:38
    Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
  • 34:39 - 34:42
    Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
    δεν τους δικάζουνε.
  • 34:42 - 34:46
    Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
    ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
  • 34:46 - 34:49
    Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
    μια μέρα,
  • 34:49 - 34:53
    γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
    προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
  • 34:53 - 34:57
    Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
    μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
  • 34:57 - 34:59
    θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
  • 34:59 - 35:03
    να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
    στο κρασί μου, στον καφέ μου...
  • 35:03 - 35:07
    Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
    μήτε κι απολογιέται...
  • 35:07 - 35:08
    Δικάζει και θανατώνει.
  • 35:08 - 35:10
    Γιατί κατέχει την εξουσία!
  • 35:10 - 35:14
    Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
    τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
  • 35:14 - 35:17
    αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
  • 35:18 - 35:23
    Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
    τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
  • 35:23 - 35:28
    Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
    ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
  • 35:28 - 35:31
    αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
    και περισσότερο παλιάνθρωπος.
  • 35:31 - 35:34
    Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
    σας εξορίζουν,
  • 35:34 - 35:36
    σας λένε και "προδότες".
  • 35:36 - 35:37
    Και σεις μιλιά!
  • 35:37 - 35:40
    Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
    στο παζάρι,
  • 35:40 - 35:44
    σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
    και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
  • 35:44 - 35:47
    για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
    κόβουνε τα λιόδεντρα
  • 35:47 - 35:49
    και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
  • 35:49 - 35:53
    και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
    στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
  • 35:53 - 35:57
    κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
    από σας, τους πιο πλούσιους,
  • 35:57 - 36:01
    για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
    ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
  • 36:01 - 36:06
    έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
    τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
  • 36:06 - 36:08
    για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
    για σωτήρα,
  • 36:08 - 36:12
    ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
    - όχι να με δικάσει;
  • 36:12 - 36:17
    Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
    και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
  • 36:17 - 36:20
    Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
    το ξερό τους στον τοίχο,
  • 36:20 - 36:22
    που δεν προλάβανε να κάνουν
    αφτοί χειρότερα
  • 36:22 - 36:24
    για να πλουτήνουνε περισσότερο.
  • 36:25 - 36:27
    Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
  • 36:27 - 36:30
    μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
    με το θάνατό του.
  • 36:30 - 36:34
    Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
    στα πόδια της.
  • 36:34 - 36:37
    Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
    κοίτουνται χάμου,
  • 36:37 - 36:38
    ναν τα κλαις.
  • 36:38 - 36:40
    Καράβια δεν έχετε.
  • 36:40 - 36:43
    Συμμάχους να πλερώνουνε
    χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
  • 36:44 - 36:47
    Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
    και τις εξορίες που κάνατε,
  • 36:47 - 36:50
    κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
    τον καλό καιρό της τυραννίας˙
  • 36:51 - 36:53
    γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
  • 36:53 - 36:57
    όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
    τώρα τα όσα χάσατε τότες.
  • 36:58 - 37:01
    Όποιος είναι στα πράματα
    φοβάται την αλλαγή˙
  • 37:01 - 37:05
    κι ο πεσμένος την αποθυμάει
    και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
  • 37:05 - 37:08
    Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
    και πλερώνει τα σπασμένα˙
  • 37:09 - 37:12
    το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
    και με τα νόμιμα καθεστώτα
  • 37:12 - 37:15
    και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
  • 37:15 - 37:18
    Για να μην καταλαβαίνει
    και να μην αντιστέκεται,
  • 37:18 - 37:20
    του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
  • 37:20 - 37:24
    Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
    νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
  • 37:24 - 37:28
    όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
    Βάρβαροι λαοί!
  • 37:28 - 37:31
    Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
    του κόσμου,
  • 37:31 - 37:34
    έχουμε τους σοφότερους νόμους,
    δεν τρώμε τις ψείρες μας
  • 37:34 - 37:37
    κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
    που μας τρώνε.
  • 37:39 - 37:42
    Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
    δίχως προσκήματα.
  • 37:42 - 37:47
    Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
    - την κυριαρχία του λαού!
  • 37:47 - 37:50
    Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
    και μαχαιροβγάλτες.
  • 37:51 - 37:54
    "Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
    - μια κι όξω.
  • 37:54 - 37:57
    Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
    και βιαζόντανε.
  • 37:57 - 38:01
    Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
    και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
  • 38:01 - 38:05
    Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
    τα πολιτικά δικαιώματα
  • 38:05 - 38:08
    μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
    είναι κι από σόι,
  • 38:08 - 38:12
    για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
    χιλιάδες φτωχούς.
  • 38:12 - 38:16
    Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
    και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
  • 38:16 - 38:19
    εσείς πάτε να μποδίσετε
    τη λεφτεριά της σκέψης
  • 38:19 - 38:21
    και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
  • 38:22 - 38:25
    Από κείνους επήρατε το φτηνό
    και σύντομο θανατικό μέσο,
  • 38:25 - 38:27
    το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
  • 38:28 - 38:32
    Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
    μασκαρεμένη τυραννία.
  • 38:34 - 38:37
    "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
    Εφαρμόσαμε τους νόμους",
  • 38:37 - 38:39
    ακούω κάποιονε που φωνάζει.
  • 38:40 - 38:44
    Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
    το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
  • 38:44 - 38:47
    Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
    τιμωρούνε τους φταίχτες,
  • 38:47 - 38:49
    μα τους αδικημένους,
  • 38:49 - 38:52
    και να μποδίζουνε τους κλεμένους
    να κλέψουνε κι αφτοί.
  • 38:52 - 38:56
    Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
    κι αδυναμία των άβουλων.
  • 38:57 - 39:01
    "Δίκαιον ουκ άλλο τι
    ή το του κρείττονος συμφέρον".
  • 39:02 - 39:04
    Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
    και μοναχός μου,
  • 39:04 - 39:09
    μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
    και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
  • 39:10 - 39:13
    Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
    θα πει δυνατότερος.
  • 39:13 - 39:16
    Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
  • 39:16 - 39:19
    πως έφερε την τάξη
    στην τρικυμισμένη πολιτεία:
  • 39:20 - 39:23
    "κράτει νόμου βίην
    τε και δίκην συναρμόσας".
  • 39:23 - 39:27
    Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
    το δίκιο,
  • 39:27 - 39:29
    ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
  • 39:30 - 39:32
    Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
  • 39:32 - 39:36
    Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
    και γυμνασμένα κορμιά :
  • 39:36 - 39:39
    οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
  • 39:39 - 39:43
    ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
    μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
  • 39:43 - 39:46
    γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
    και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
  • 39:47 - 39:50
    Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
    κι ανωφέλεφτα μυαλά :
  • 39:51 - 39:55
    φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
    οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
  • 39:55 - 39:58
    Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
  • 39:59 - 40:03
    ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
    ένας Κυναίγειρος
  • 40:03 - 40:07
    - μυθικά προσώπατα, πλάσματα
    της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
  • 40:08 - 40:11
    Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
    είναι οι κλέφτες.
  • 40:13 - 40:15
    "Παραμύθια;"...
  • 40:16 - 40:19
    Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
    για να ξεκουραστείτε!
  • 40:20 - 40:24
    Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
    της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
  • 40:24 - 40:28
    αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
    να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
  • 40:28 - 40:31
    Μπλοκάρανε το λοιπόν
    τους φτωχούς της πολιτείας
  • 40:31 - 40:33
    κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
    τους είπανε:
  • 40:34 - 40:37
    "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
  • 40:37 - 40:41
    Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
    τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
  • 40:41 - 40:43
    τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
    με το ψωμοτύρι,
  • 40:43 - 40:47
    τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
    και τις απάτωτες καλύβες σας,
  • 40:47 - 40:49
    που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
  • 40:49 - 40:54
    Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
    λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
  • 40:54 - 40:59
    να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
    να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
  • 40:59 - 41:01
    και να πεθαίνετε.
  • 41:01 - 41:03
    Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
  • 41:03 - 41:07
    Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
    κ' αισθαντική καρδιά˙
  • 41:07 - 41:09
    θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
  • 41:09 - 41:12
    Κι όποιος από σας του γουστάρει,
    θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
  • 41:12 - 41:15
    να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
  • 41:15 - 41:18
    Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
  • 41:18 - 41:20
    Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
  • 41:21 - 41:25
    Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
    της τιμής και της περιουσίας σας
  • 41:25 - 41:27
    - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
  • 41:27 - 41:31
    Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
    κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
  • 41:32 - 41:35
    Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
    φτάνει να βρίσκεται,
  • 41:35 - 41:37
    και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
  • 41:37 - 41:40
    Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
  • 41:40 - 41:43
    θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
    στο Κράτος,
  • 41:43 - 41:45
    - στον εαφτό μας!
  • 41:45 - 41:49
    "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
    τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
  • 41:49 - 41:52
    που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
    και να μην τρώτε
  • 41:52 - 41:55
    κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
  • 41:55 - 41:59
    Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
    τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
  • 41:59 - 42:03
    που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
    θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
  • 42:03 - 42:06
    και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
    ενάντια στον εαφτό σας.
  • 42:07 - 42:10
    Και για να μην πλακώνουν
    απ' άλλες στεριές και θάλασσες
  • 42:10 - 42:13
    κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
    το υστέρημά σας
  • 42:13 - 42:16
    και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
    και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
  • 42:16 - 42:19
    θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
  • 42:19 - 42:22
    για να μπορείτε να διαφεντέβετε
    τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
  • 42:22 - 42:24
    δηλαδή την πατρίδα.
  • 42:24 - 42:27
    Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
  • 42:27 - 42:31
    Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
    να σκεφτείτε το συφέρο σας
  • 42:31 - 42:34
    και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
    θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
  • 42:35 - 42:36
    (ψηλά τα χέρια!).
  • 42:37 - 42:41
    Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
    να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
  • 42:42 - 42:44
    Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
  • 42:47 - 42:50
    Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
    και λέφτερα σκεφτότανε.
  • 42:50 - 42:55
    Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
    σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
  • 42:56 - 43:00
    Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
    στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
  • 43:00 - 43:03
    και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
    το καλοκαίρι
  • 43:03 - 43:06
    - και σωρό γυναικούλες όμορφες
    τους ψειρίζανε το σβέρκο
  • 43:06 - 43:10
    και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
    (πολύ συντελεί!).
  • 43:10 - 43:13
    Κ' η εφτυχία τους, είτανε
    δύναμη της πατρίδας
  • 43:13 - 43:16
    κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
  • 43:16 - 43:19
    Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
    τους έδιωχνε,
  • 43:19 - 43:22
    ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
  • 43:22 - 43:26
    δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
    μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
  • 43:28 - 43:31
    Γελάτε και με το δίκιο σας,
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • 43:31 - 43:35
    Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
    μήτε θα γίνει ποτές!
  • 43:36 - 43:37
    Παραμύθια, βλέπετε.
  • 43:37 - 43:43
    Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
    Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
  • 43:43 - 43:48
    "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
    φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
  • 43:48 - 43:51
    παραδίνεται, για να σωθεί,
    στο έλεος του Θεού
  • 43:51 - 43:53
    και στους νόμους των Κλεφτών".
  • 44:05 - 44:12
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    Μερος τριτο
  • 44:13 - 44:16
    τι περιμένεις ἀπό ναν ἄνθρωπο σηµανδιακό,
    στριµένονε χαὶ φαρμαχκόψυχο.
  • 44:17 - 44:19
    Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
  • 44:19 - 44:22
    τα βαζε με τους άλλους,
    πού κοιτάγανε τή δουλειά τους.
  • 44:22 - 44:24
    Τού φταίγαν εκείνοι γιὰ
    τη δικιά του τὴν κατάντια!
  • 44:24 - 44:26
    Κι όλοι φέβγαν ἀπὸ κοντά του
  • 44:26 - 44:29
    -- μῆτε τὸ διάβολο νὰ ἰδεῖς
    μήτε τὸ σταβρό σου νὰ κάνεις!
  • 44:30 - 44:33
    Υστερα παινεβότανε, πὼς δὲ ζητοῦσε
    πλερωμὴ γιὰ τὴ σοφία του!...
  • 44:33 - 44:36
    ᾿Αφτὸ μᾶς ἔλειπε! Νὰ μᾶς φορτώνεται
    μὲ τὸ στανιὸ
  • 44:36 - 44:37
    καὶ νὰ τὸν πλερώνουμε κιόλας!...
  • 44:38 - 44:40
    Τώρα τοῦ δώσαμε τὴν πλερωμῆ,
    ποὺ τοῦ χρειαζότανε!
  • 44:41 - 44:44
    "Αβριο δὲ θά µαστε µῆτε πιὸ πλούσιοι
    µῆτε πιὸ φτωχοί!
  • 44:44 - 44:46
    "Ὅμως θά χουμε ἕναν μπελὰ λιγότερο!»
  • 44:48 - 44:51
    ᾿Eσεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
    παίρνετε τὰ σκιάχτρα
  • 44:51 - 44:53
    γι’ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους
    καὶ τοὺς ἀέρηδες γιὰ θεοὺς·
  • 44:54 - 44:57
    ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ψέφτικα σκιάχτρα
    καὶ τοὺς θεοὺς γι’ ἀέρηδες.
  • 44:58 - 45:00
    ᾿Εσεῖς ὀνειρέβεστε κ ἐγὼ βλέπω.
  • 45:00 - 45:03
    Βλέπω, γιατὶ ἔχω περισσότερο µυαλὀ,
  • 45:03 - 45:05
    τὸ περισσότερο, ποὺ γένηκε ποτὲ
    στη χώρα σας.
  • 45:06 - 45:08
    K’ ἐπειδὴ μποροῦσα νὰ βλέπω,
  • 45:08 - 45:11
    γι’ἀφτὸ καὶ μοῦ φανιζόντανε ὅλα
    κατάµαβρα κι ἄσκημα.
  • 45:11 - 45:15
    ᾿Αφοῦ κατάλαβα, πὼς οἱ τριγυρινοί µου
    δὲν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα,
  • 45:15 - 45:18
    κ’ η ζωὴ δὲν ἔχει κανένα σκοπό
    μα το θάνατο
  • 45:19 - 45:22
    δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
    να γίνω καλύτερος.
  • 45:22 - 45:23
    Έιμουνα.
  • 45:23 - 45:28
    Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
    οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
  • 45:28 - 45:31
    Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας
    στο φανερό
  • 45:31 - 45:32
    και τον εαφτό μου στα κρυφά.
  • 45:32 - 45:37
    προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
    και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο.
  • 45:38 - 45:42
    Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
    μια και καλή με το .......
  • 45:42 - 45:44
    Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
  • 45:45 - 45:49
    Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
    με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
  • 45:50 - 45:51
    Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
  • 45:51 - 45:55
    Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
    τελεφταία θα με.....
  • 45:56 - 45:58
    Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
  • 45:58 - 46:02
    Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
    δεν αξίζουνε τίποτα.
  • 46:03 - 46:05
    Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν.
  • 46:05 - 46:09
    Αν τά γραφα... //////
  • 48:42 - 48:46
    μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, ποὺ μᾶς
    ἔβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα,
  • 48:46 - 48:50
    για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
    Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
  • 48:53 - 48:55
    Να δουλέβω!... Τί νὰ δουλέβω ;
  • 48:55 - 48:59
    Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανα τὸ μαρμαρά
    κοντὰ στὸν πατέρα μου.
  • 48:59 - 49:01
    Κι όπως μ' ἔκαιγεν ο πόθος
    τοῦ γυναίκειο κορμιού,
  • 49:01 - 49:06
    κάθισα, για νὰ μερώνω τὴν ψυχή μου,
    κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
  • 49:06 - 49:08
    ποὺ μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς ἀποθυμοῦσα.
  • 49:08 - 49:12
    Κι ὅταν τῆς ἀποτέλειωσα, βρέθηκα
    να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
  • 49:12 - 49:15
    Κι ἀργότερα, πολύ συχνά,
    ἔπαιρνα τὸν ἀνήφορο τῆς ᾿Ακρόπολης,
  • 49:15 - 49:18
    γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ νὰ ξαναθυμούμαι
    τὰ παλιά.
  • 49:18 - 49:21
    Μὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχω τις φαγούρες
    τῆς νιότης καὶ δὲν πιστέβω
  • 49:21 - 49:24
    μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
    της Τέχνης...
  • 49:25 - 49:28
    Τὸ πολὺ θὰ μποροῦσα ν' ἀνοίξω μαγαζί
    στην ὁδὸν ᾿Αναπαύσεως,
  • 49:28 - 49:32
    γιὰ νὰ φτιάχνω καὶ νὰ πουλάω μαρμαρένιους
    σταβρούς κι ἀγγέλους γιὰ τὰ μνήματα...
  • 49:33 - 49:36
    Ολ' ἀφτὰ μοναχὰ νὰ τὰ κοροϊδέψω
    θα μποροῦσα τώρα.
  • 49:36 - 49:39
    Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
  • 49:39 - 49:42
    Μοῦ δεσε τὰ χέρια·
    δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κάνω τίποτα.
  • 49:43 - 49:47
    Μήπως να «δουλέβων σὰν καὶ σᾶς,
    ποὺ σταβρώνοντας τὰ χέρια σας
  • 49:47 - 49:51
    αγκομαχάτε ποιὸς θὰ γελάσει τὸν ἄλλονε
    καὶ ποιὸς θὰ πουληθεῖ περισσότερο;
  • 49:53 - 49:57
    Μιὰ φορά, σὰ μὲ καλούσαν ἡ τιμὴ τῆς
    πατρίδας κι ο κατάλογος τῶν ἐφέδρων
  • 49:57 - 50:01
    να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢ νὰ σκοτωθώ,
    πολεμοῦσα πρῶτος κ' ἔφεβγα τελευταῖος
  • 50:02 - 50:04
    καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
  • 50:04 - 50:07
    Συλλογιζόμουνα, πὼς οἱ συντρόφοι μου
    θα χυθοῦνε μετὰ τὴ μάχη
  • 50:07 - 50:11
    στα τριγυρινά χωριὰ νὰ σφάζουνε
    τὸν ἄμαχο πληθυσμό,
  • 50:11 - 50:14
    νὰ κλέβουν ὅ,τι λάχει
    καὶ νὰ βιάζουνε τὶς γυναῖκες.
  • 50:15 - 50:17
    Στὸ κρασὶ δὲ μοῦ παράβγαινε κανείς.
  • 50:17 - 50:20
    Μποροῦσα νὰ πίνω μὲ τὴν κούπα
    κ' εἴκοσι ώρες κορδόνι,
  • 50:20 - 50:24
    κ' ἐνῶ κυλιότανε ἡ παρέα μου
    μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
  • 50:24 - 50:25
    μέσα στα ξερατά,
  • 50:25 - 50:30
    στητός έγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
    τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
  • 50:30 - 50:35
    καὶ ξεχνώντας όλες μου τίς μιζέριες
    - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
  • 50:35 - 50:38
    Στὸν Έρωτα τί νὰν τὰ λέω ;
  • 50:38 - 50:42
    Μοναχοί σας μὲ παρανομιάσατε
    θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
  • 50:43 - 50:45
    Μονάχα στὸ φαγὶ δὲν εἴμουνα
    καὶ τόσο μερακλής.
  • 50:46 - 50:48
    Ετρωγα μιὰ φορὰ τὴ μέρα καὶ λίγο.
  • 50:48 - 50:50
    Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θὰ μ' ἔβλαφτε.
  • 50:50 - 50:52
    Ήθελα να χω τὸ στομάχι μου λαφρό
  • 50:52 - 50:55
    για να χω καὶ τὸ μυαλό μου
    φρέσκο κι ἀλέγρο.
  • 50:56 - 50:58
    Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο:
  • 50:58 - 51:02
    ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
    και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
  • 51:02 - 51:05
    Δε σκουριάζει καὶ δὲν ξυνίζει
    τὸ γαίμα του,
  • 51:05 - 51:07
    δὲ βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
  • 51:08 - 51:11
    Επαιρνα μὲ τὸ πρώτο χρυσορόδισμα
    τα μακρινά χωράφια.
  • 51:12 - 51:15
    Ἐκεῖ διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
    στὴν ούγια τοῦ πεφκόδασου,
  • 51:15 - 51:18
    αντίκρα στον ήλιο νὰ τὸν κοιτάω
    καὶ νὰ μὲ θαμπώνει,
  • 51:18 - 51:22
    καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ
    μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
  • 51:23 - 51:25
    Κ' ἡ θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της.
  • 51:25 - 51:30
    Μου λαμπικάριζε τὰ μάτια, μοῦ ἀκόνιζε
    τὸ μυαλό, μοῦ δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
  • 51:30 - 51:33
    "Α ! δὲ θὰ γινόμουνα
    τόσο μεγάλος ἄνθρωπος,
  • 51:33 - 51:35
    ἂν εἴχανε τίποτα κουσούρι τὰ λούκια μου.
  • 51:35 - 51:37
    Είχα στομάχι κούρκου.
  • 51:37 - 51:41
    Μπορούσα να καταπίνω καὶ νὰ χωνέβω
    καρύδια μὲ τὰ τσόφλια τους,
  • 51:41 - 51:43
    καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες ἄμμο.
  • 51:44 - 51:45
    Για κοιτάχτε καὶ τὰ δόντια μου !
  • 51:46 - 51:50
    Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
    Κι ὅμως ἔτρωγα λίγο.
  • 51:51 - 51:55
    Μποροῦσα τὸ λοιπὸν νὰ μὴ δουλέβω,
    δηλαδή νὰ μὴν πολιτέβομαι.
  • 51:56 - 52:00
    Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
    πῶς δὲ σκορπούσα
  • 52:00 - 52:04
    χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα
    παντου φαρμάκι καὶ χολή;
  • 52:04 - 52:09
    Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σᾶς ἔβλεπα
    πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι.
  • 52:10 - 52:13
    επειδῆς ἤξερα, πὼς δὲ θὰ σᾶς διόρθωνα
    μοναχός μου, κορόιδεβα.
  • 52:14 - 52:16
    "Α ! δὲν εἶναι τόσο ἔφκολο πράμα
    ἡ κοροϊδία.
  • 52:16 - 52:19
    Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη.
  • 52:19 - 52:22
    Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
    καὶ κρίση καὶ πείρα τῆς ζωῆς.
  • 52:23 - 52:28
    Καὶ νὰ μπορεῖς όλ' ἀφτὰ νὰν τὰ παίζεις
    ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια.
  • 52:28 - 52:32
    Η κοροϊδία δὲν εἶναι ἡ ἀρχή, μὰ τὸ τέλος
    της φιλοσοφίας.
  • 52:32 - 52:35
    Χρειάζεται να χεις περάσει πρῶτα
    ἀπὸ τὸ δράμα
  • 52:35 - 52:39
    τῆς συλλογῆς καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς γιὰ νὰ
    φτάσεις στο γέλιο, - στὸ πικρόγελο.
  • 52:39 - 52:41
    Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις !
  • 52:43 - 52:45
    Τις περισσότερες φορές προσπαθοῦσα
    νὰ μὴ σᾶς βλέπω.
  • 52:46 - 52:48
    Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
    πότε στις παλαίστρες.
  • 52:48 - 52:52
    Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
    τὰ λυγερά σὰν τὰ στάχια,
  • 52:52 - 52:56
    μὲ κάνανε νὰ ξεχνιέμαι σὰν ἐμπροστά
    στὴν ἀπέραντη θάλασσα
  • 52:56 - 52:57
    τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
  • 52:57 - 53:01
    Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα...
    χαρούμενος αέρας,
  • 53:01 - 53:04
    ποὺ μὲ σιγομεθοῦσε καὶ μὲ βύθιζε
    σὲ μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
  • 53:05 - 53:08
    "Ηθελα να γινόμουν ἄμυαλο παιδί
    καὶ μοῦ ρχότανε νὰ σηκωθώ κ' ἐγὼ
  • 53:08 - 53:11
    νὰ κυλιστῶ μὲ τ' ἄλλα μέσα στη σκόνη
    και στὸν μπουχό,
  • 53:11 - 53:14
    σὰν τοὺς γαϊδάρους τὸ καλοκαίρι
    μὲ τὸ σαμάρι στην πλάτη,
  • 53:15 - 53:17
    - καὶ νὰ γκαρίζω, νὰ γκαρίζω !
  • 53:18 - 53:21
    Αν ἐκείνη τὴν ὥρα με ζύγωνε κανείς,
    γιὰ νὰ μοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο,
  • 53:21 - 53:22
    θὰ τὸν ἔτρωγα ζωντανό.
  • 53:23 - 53:24
    Ὕστερις, ὅταν ἔφεβγα,
  • 53:24 - 53:27
    τραβοῦσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος
    τοίχο τοίχο
  • 53:27 - 53:32
    και μετροῦσα τὰ βήματά μου... δέκα...
    τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
  • 53:32 - 53:35
    Χωρὶς νὰν τὸ καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
    ξαφνικά στα λιβάδια.
  • 53:36 - 53:41
    Να ! νὰ ! νά ! Ἔδερνα μὲ τὸ μπαστούνι μου
    τα στάχια καὶ τὰ στρωνα χάμου.
  • 53:42 - 53:47
    Ἔτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνοῦσα, πὼς μήτ' ἐγὼ
    θὰ γίνω παιδί μήτε καὶ σεῖς ἀνθρώποι,
  • 53:48 - 53:51
    Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ ἐποχὴ τῶν φτωχών...
  • 53:52 - 53:56
    Μοναχά τὸ καλοκαίρι ζοῦσα πλέρια
    τὸ κορμί μου καὶ τὴ σκέψη μου.
  • 53:57 - 54:01
    Όλα μου τὸ εἶναι βοοῦσε καὶ φωρτούλιζε
    χαρούμενα τὰ λέφκα στὸν ὄχτο,
  • 54:01 - 54:03
    γεμάτη ἀστρώματα
    και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια.
  • 54:03 - 54:07
    Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου
    μὲ τὸ κεφάλι ψηλά καρφωτό,
  • 54:07 - 54:11
    πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε
    πλήθιο το φαρμάκι
  • 54:11 - 54:12
    στα κανάλια των δοντιῶν τῆς !
  • 54:12 - 54:15
    Καὶ ἀλὶ σὲ κείνονε, που δάγκωνε ...
  • 54:17 - 54:20
    Πήγατε λοιπὸν νὰ μὲ καταδικάσετε
    στη δόξα τοῦ καλοκαιριού,
  • 54:20 - 54:24
    τὸ Μάη μὲ τὰ λουλούδια ... Τὴν ὥρα,
    που χω το πιότερο φαρμάκι ...
  • 54:25 - 54:27
    "Αν εἶτανε χειμώνας, δὲ θὰ βγαζα λέξη.
  • 54:28 - 54:30
    Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι
    νὰ σᾶς δαγκώνω.
  • 54:30 - 54:34
    (βήχας(
  • 54:35 - 54:41
    Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, ἔβηξε
    δυο τρεῖς φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
  • 54:41 - 54:45
    Διηγήθηκε στο δικαστήριο
    μιὰν ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
  • 54:46 - 54:50
    Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν ἀβλὴ πάνου
    σὲ στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια,
  • 54:50 - 54:57
    κάτου ἀπὸ τ' ἄστρα, δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω
    μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
  • 54:57 - 55:00
    Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
    τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
  • 55:00 - 55:03
    (παλιὸ τὸ σπίτι, βλέπετε),
    τὶς ἰδέες ἡ κάκητα.
  • 55:04 - 55:06
    Αυτή ναι, θαρρῶ, τὸ θεϊκό μας στοιχείο !
  • 55:06 - 55:10
    Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν ἀποκοιμηθώ,
    ξακολουθεῖ νὰ δουλέβει...
  • 55:11 - 55:15
    ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες τῆς ἡμέρας,
    τις βάζω σὲ τéaξη, τίς ξεκαθαρίζω.
  • 55:15 - 55:19
    Τότε βρίσκω τὶς πιὸ θανάσιμες ἀντιλογίες,
  • 55:19 - 55:20
    ποὺ θὰν τὶς ξεφουρνίσω
    τὸ πρωὶ στὴν ᾿Αγορά...
  • 55:21 - 55:24
    Στάσου καὶ θὰ δεῖς, τί ἔχω νὰ σὲ κάνω
    κύριε Τάδε...
  • 55:25 - 55:29
    Λίγο λίγο γαληνέβουνε τὰ μέσα μου κι ἀργὰ
    πολὺ κλείνουνε βαριὰ τὰ μάτια μου.
  • 55:30 - 55:35
    Μόλις κοκκινίσουνε τὰ μάγουλα τῆς ᾿Αβγῆς,
    πετιέμαι ψηλὰ σὰν τὸ πετεινάρι
  • 55:35 - 55:37
    κι ἀρχίζω νὰ λαλῶ : νὰ πειράζω
    τὴν Ξανθίππη...
  • 55:37 - 55:41
    Αφοῦ μοῦ φέρει τὴν πρωινή μου κρασοψυχιά
    μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
  • 55:41 - 55:44
    μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
    καὶ τραβάει νερό.
  • 55:46 - 55:48
    Ὕστερις μοῦ χύνει κατακέφαλα
    τὸν κουβὰ γεμάτο.
  • 55:48 - 55:52
    Κι ἐνῶ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
    μὲ τὰ μανίκια
  • 55:52 - 55:55
    καὶ χτενίζω τὰ γένια µου μὲ τὰ δάχτυλα...
    κείνη δυναμώνει τὸ χαβά της.
  • 55:56 - 55:58
    «Δὲ μ᾿ ἄφησες ὅλην τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ.
  • 55:58 - 56:02
    Κλωτσοῦσες, ῥροχάλιζες, ἔτριζες τὰ δόντια
    σου καὶ βρωμοῦσες σχκὀρδο.
  • 56:02 - 56:04
    Δὲ ντρέπεσαι τουλάχιστο τὰ παιδιά ;»
  • 56:04 - 56:08
    (Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν ἀβλη κατάχαµα,
    ἕνας πλάι στὸν ἄλλονε).
  • 56:08 - 56:12
    Αἴ τότες ἐγὼ βγάνω φτερά,
    τῆς τσιµπάω τὸ μπράτσο... καὶ δρόµο !
  • 56:13 - 56:18
    "Αν δὲ μὲ βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι
    ξυνισμένος κι ἄκεφος ὅλη τὴν ημέρα !...
  • 56:19 - 56:23
    Πρὶν πάει μισὸ καλάμι ὁ γῆλιος
    κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικὸ καὶ ξεπορτίζω.
  • 56:23 - 56:27
    Ἕνα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ
  • 56:27 - 56:29
    καὶ χαράζουνε στὸν ἀέρα
    δυὸ φωτεινὲς γραμµές,
  • 56:29 - 56:32
    ἀπὸ τὴν καβαλίνα τοῦ δρόμου
    στὴν κορφὴ τῆς διπλανῆς ροδακινιᾶς.
  • 56:34 - 56:38
    Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ἀνοιχτά...
    περιβόλια... ρεματιές...
  • 56:38 - 56:41
    ν ἀνασάνω βαθιά... νὰ ξαλαφρώσω...
  • 56:42 - 56:44
    ᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς
    τὰ πρῶτᾳ κάρα,
  • 56:44 - 56:48
    ποὺ κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα
    δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα.
  • 56:48 - 56:52
    Σὲ λίγο στὰ καλντερίµια τῶν σοκακιῶν
    ἀνακατέβονται τὰ πέταλα τῶν ἀβασταγῶν
  • 56:52 - 56:54
    μὲ τὰ χουγιαχτὰ τῶν ἀγωγιάτηδων.
  • 56:54 - 56:58
    Λεκάνες καὶ ντενεκέδες ἀδειάζούυνε
    σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει.
  • 56:58 - 57:03
    Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
    στράκες ἀπάνου στὰ κεφάλια τῶν Θεῶν...
  • 57:03 - 57:07
    Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας ἀξημέρωτα
    πᾶνε νὰ δικάσουν
  • 57:07 - 57:10
    η νὰ συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
    γιὰ τὶς δεκάρες...
  • 57:11 - 57:15
    Ὅσο νὰ κατέβω στὸ παζαρι, σύνεφα μύγες,
    κουρνιαχτός, κάτουρα,
  • 57:15 - 57:20
    ποὺ ἀχνίζουνε, κι ἀνθρωπήσια βαρβατίλα
    μαγαρίζουνε τὴν παρθενικὴν ημέρα.
  • 57:22 - 57:25
    Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια,
    τὸν Πρίφτη,
  • 57:25 - 57:30
    τὸ Δέδε, τὸ Γκίκα, τὸ Δεδεγκίχα...
    τοὺς μεγάλους ἄντρες !
  • 57:30 - 57:32
    Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες.
  • 57:32 - 57:34
    Κι ἂν δὲν εἶναι, θά ρτει.
  • 57:34 - 57:36
    Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
  • 57:36 - 57:40
    Τοὺς λέω τὰ σπουδαῖα τῆς Ἠμέρας :
    γιὰ τὸ γάιδαρο τοῦ Μελέτη,
  • 57:40 - 57:44
    πού σπασε τὴν τριχιά του ψὲς τὸ βράδι
    καὶ λάκηξε κατὰ τὰ Τουρκοβούνια
  • 57:44 - 57:48
    κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακἰστρα·
    γιὰ τὸ κρασὶ τοῦ Μπαρμπαχρίστου,
  • 57:48 - 57:50
    ποὺ ξύνισε κι ὁ γιατρὸς δὲν μπόρεσε
    νὰν τὸ γιάνει΄
  • 57:50 - 57:54
    γιὰ τὴν Παπαλάμπραινα,
    ποὺ σήκωσε τὴ γειτονιὰ στὸ ποδάρι,
  • 57:54 - 57:56
    γιατὶ τ᾿ ἀγγούρι, ποὺ τῆς ἔδωκε ψὲς
    ὁ µανάβης,
  • 57:56 - 57:59
    εἴτανε καὶ μικρὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι !
  • 58:00 - 58:06
    Καὶ ποιὸς εἴτανε ἀφτὸς ὁ κ. Τάδες ;
    Ὁ σοφιστῆς, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος.
  • 58:06 - 58:10
    "Όσοι φαντάζονιαι πὼς εἶναι πανήξεροι, καὶ
    τό χουνε καμάρι ποὺ λένε ψέματα.
  • 58:11 - 58:12
    Τοὺς ἀλάλιαζα.
  • 58:12 - 58:14
    "Οχι γιατί θελα νὰ φαίνομαι
    καλὐτερός τους.
  • 58:14 - 58:18
    Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς
    πρῶτος η τελεφταῖος
  • 58:18 - 58:21
    ἀνάμεσα σὲ τελεφταίους, ποὺ θαρροῦνε
    πὼς εἶναι πρῶτοι.
  • 58:22 - 58:24
    Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε
    τοὺς κοριοὺς...
  • 58:25 - 58:27
    Δὲ ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε
  • 58:27 - 58:30
    μήτε νὰ σώσουμε τοὺς γειτόνους η
    τὶς μελλούμενες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων !
  • 58:31 - 58:34
    Ἕνας λύκος μοναχά, τοῦ ᾿Αγκούμπιο,
    τὰ κατάφερε νὰ καλυτερέψει,
  • 58:34 - 58:38
    νὰ γίνει θεοφοβούμενος καὶ νὰ μὴν τρώγει
    κρέατα ζωντανά, µά...
  • 58:38 - 58:42
    ραδίκια βραστά,ποὺ κατέβαινε καὶ
    τ᾽ ἀγόραζε πρωὶ πρωὶ στὸ Λαχανοπάζαρο.
  • 58:43 - 58:48
    Γιὰ τὴν πλεμπάχγια τὴν παρακατιανη,
    γιὰ σᾶς, ἔνιωθα μονάχα λύπηση.
  • 58:48 - 58:51
    “Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας
    δὲν εἶναι δικά οας :
  • 58:52 - 58:56
    αἰστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε
    ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους.
  • 58:56 - 58:59
    Οἱ Λύκοι σᾶς µάθανε, πὼς εἶναι καὶ δίκιο
    καὶ θέλημα τῶν θεῶν,
  • 58:59 - 59:05
    ἀφτοὶ νὰ τρῶνε κρέας ἀνθρωπινὸ καὶ
    σεῖς ραδίκια βραστὰ -- καὶ νὰ βρίσκονται !
  • 59:07 - 59:10
    Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλεῖο !
  • 59:11 - 59:15
    ᾿Ἐρχόντουσαν ἀπὸ πολὺ µακριά. ψηλοί,
    γεμάτοι, χαρούμενοι.
  • 59:16 - 59:19
    Σὰν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
    καὶ γινόντανε σὲ μιὰ βδομάδα
  • 59:19 - 59:21
    βέροι Αθηναῖοι, γέννημα - θρἐµα.
  • 59:22 - 59:26
    Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
    σπαρµένους ἄστρα µαλαματένια,
  • 59:26 - 59:28
    κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
    στὸν καθρέφτη,
  • 59:28 - 59:32
    προβαίνανε ἀργὰ καὶ πίσηµα
    μὲ τὰ σκαλισµένα μπαστούνια τους
  • 59:32 - 59:34
    καὶ τὸ φιλντισένιο μῆλο, σὰ βασιλιάδες.
  • 59:35 - 59:39
    Μᾶς περνούσανε γιὰ ἐπαρχιῶτες ---
    καὶ τάχατες δὲν εἴμαστε ;
  • 59:40 - 59:45
    'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους ἔκανε
    τὸ µίληµά τους κελαηδιστὸ καὶ ζαχαρένιο.
  • 59:45 - 59:47
    Έτσι τὸ ψέβδισµα τῶν σπαθάτων ἀχειλιῶν
  • 59:47 - 59:50
    ἢ τ᾽ ἀλαφρὸ ἀλλοιθώρισμα
    τῶν παιχνιδιάρικων ματιῶν
  • 59:50 - 59:54
    κάνει τὶς κοκέτες γυναικοῦλες πιὸ
    τσαχπίνισσες καὶ πιὸ λαχταρισµένες.
  • 59:55 - 59:58
    Κάθε τους λέξη τῆνε βροντούσανε
    στ᾽ ἀφτιά σας,
  • 59:58 - 60:00
    ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
    ἀπάνου στὴν πέτρα,
  • 60:00 - 60:05
    μὰ ἐσᾶς δὲ σᾶς ἔνοιαζε νὰ ξεχωρίζετε
    τὶς ἀληθινὲς ἀπὸ τὶς κάλπικες.
  • 60:05 - 60:08
    Ο Πήγασος τῆς ρητορείας τους
    σᾶς ἀνέβαζε καμαρωτὸς
  • 60:08 - 60:10
    στ᾽ ἀτέλειωτα βάθη τῶν ὑψῶν,
  • 60:10 - 60:13
    κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
    τῆς Πεντέλης,
  • 60:13 - 60:15
    δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ ἀχολογητό του.
  • 60:15 - 60:20
    Χάνοντας ἀπὸ τὰ πόδια σας τὴ γῆς,
    ἐχάνατε στὸ τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
  • 60:20 - 60:22
    γινάµενοι σὰν τοὺς ἥσκιους
    τοῦ Κάτου Κόσμου.
  • 60:23 - 60:25
    "Όταν λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἀρωτοῦσα ξαφνικά :
  • 60:25 - 60:28
    «Ἔχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
    γιὰ νὰ φωνάζετε τόσο :»
  • 60:29 - 60:31
    χάλαγ᾽ ἐφτὺς η παράσταση.
  • 60:31 - 60:33
    Καἱ σεῖς ἀπὸ τὰ ψηλά, ποὺ ἁρμενίζατε,
  • 60:33 - 60:37
    πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
    τῆς γῆς καὶ τσακιζόσαστε
  • 60:37 - 60:39
    σὰν τὶς χελῶνες τοῦ Γεροαίσωπου.
  • 60:39 - 60:41
    Εἴτανε λοιπὸν νὰ μὲ χωνέβετε ;
  • 60:43 - 60:47
    Ἐγὼ βέβαια τὰ πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
    εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τὰ παπούτσια.
  • 60:47 - 60:51
    Ποτές µου δὲν πῆγα νὰ ψηφίσω'
    νὰ διαλέγω μοναχός µου
  • 60:51 - 60:54
    ποιὸς κλέφτης θὰ μὲ κλέβει
    καὶ ποιὸς τζελάτης θὰ μὲ κόβει.
  • 60:54 - 60:58
    Ἔλεγα ἔτσι στοὺς σοφιστάδες,
    γιὰ νὰ θυµώνετε σεῖς κ᾿ ἐγὼ νὰ γελάω
  • 60:59 - 61:03
    Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
    Πέντε µνές...
  • 61:03 - 61:05
    Θὰ πεῖ, πὼς ἡ σοφία τους ἄξιζε τόσο.
  • 61:05 - 61:08
    ᾿Απὸ τὴν τιμή καταλαβαίνεις
    τὴν ἀξία τῆς πραμάτειας.
  • 61:08 - 61:13
    ᾿Εγὼ τὴ φτωχή µου τὴ γνώση τή χάριζα
    τζάμπα καὶ κανένας δὲν τήνε δεχότανε.
  • 61:14 - 61:16
    Θὰ πεῖ πὼς δὲν ἄξιζε τίποτα.
  • 61:16 - 61:20
    Μὰ θὰ πεῖ καὶ κατιτὶς ἄλλο :
    γιὰ νὰ ἐπιμένω
  • 61:20 - 61:23
    νὰ σᾶς τήνε δίνω μὲ τὸ ζόρι
    καὶ μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς µου,
  • 61:23 - 61:26
    κάποιος ὀχτρός σας θὰ μὲ πλῆρωνε.
    Προπαγάντα !
  • 61:27 - 61:32
    Οἱ Σλάβοι μὲ πλερώνανε νὰ ξεβιδώσω
    τὴν ἰδεαλιστικὴ μηχανή τῆς πολιτείας !
  • 61:32 - 61:37
    Μὰ γιὰ νὰ µπορῷ νὰ ρεζιλέβω
    τὴν παντογνωσία τῶν κοτζάµου σοφιστάδων,
  • 61:37 - 61:42
    δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶχα δίκιο, μὰ πὼς εἴμουνα
    πιὸ πονηρὸς καὶ πιὸ καπάτσος ἀπὸ δάφτους.
  • 61:42 - 61:46
    Μποροῦσα νὰ κάνω τ' ἄσπρο µάβρο.
    Σημάδι τῶν καιρῶν...
  • 61:47 - 61:50
    ᾿Αφοῦ μὲ τὶς λογῆς ἀλλαξοκαθεστοσύνες
    καὶ προδοσίες
  • 61:50 - 61:54
    µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
    ρίξατε τὸ φταίξιμο σὲ μένα.
  • 61:54 - 61:57
    Ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία µου
    καὶ μὲ τὶς κοροϊδίες µου
  • 61:57 - 62:01
    κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ τῶν πολιτῶν
    κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
  • 62:01 - 62:04
    Εἴμουνα λοιπὸν κ᾿ ἐγὼ ἕνας
    ἀπὸ τοὺς σοφιστάδες !
  • 62:04 - 62:05
    Μακάρι !
  • 62:05 - 62:09
    Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, ποὺ
    κοροϊδέβοντας τὴ θεατρική τους ρητορεία,
  • 62:09 - 62:12
    χτύπαγα μαζὶ
    καὶ τὶς μεγάλες τους ἀλήθειες...
  • 62:12 - 62:17
    Ὅταν ἐπιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
    κάθισα καὶ συλλογίστηκα τὰ λεγόμενά τους.
  • 62:17 - 62:19
    Μέσα µου τί χαλασμός !
  • 62:19 - 62:22
    Λυπᾶμαι πολὺ, ποὺ δὲν πρόλαβα
    ν᾿ ἀνοίξω τὴν ψυχη µου στὸν κόσμο,
  • 62:22 - 62:26
    πρὶν ἐσεῖς μοῦ τῆνε κουκουλώσετε
    γιὰ πάντα μὲ μιὰν ὀργιὰ χώμα !
  • 62:27 - 62:30
    Αἴ ! στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας µου
    θὰ σᾶς ἀμολήσω τὰ σφαλάγγια,
  • 62:30 - 62:32
    ποὺ βράζουνε µέσα µου ἀπὸ καιρό.
  • 62:36 - 62:37
    Νὰ κι ὁ πολιτικὸς ἀριβάρει.
  • 62:38 - 62:41
    Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ ἀστραφτερά του μάτια
    καὶ πίσου ἀφτός.
  • 62:41 - 62:43
    Πριχοῦ πατήσει τὸ ποδάρι,
  • 62:43 - 62:46
    δοκιμάζει τὰ γεφυροσάνιδα μὲ τὰ μάτια του
    σὰν τὸ µουλάρι.
  • 62:46 - 62:49
    Ξεροβήχει, γιὰ νὰ γυρίσουμε
    νὰ τὸν κοιτάξουμε.
  • 62:50 - 62:53
    Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
    Τὸν καληµερίζουµε κι ἀφτὸς ζυγώνει.
  • 62:54 - 62:57
    Σφίγγει τὰ χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
    καὶ μὲ δύναμη.
  • 62:57 - 63:00
    Mὲ τέτιο δυνατὸ χέρι βαστάει
    τὸ τιμόνι τοῦ Καραβιοῦ.
  • 63:00 - 63:03
    Μᾶς ἀγαπάει καὶ γίνεται θυσία γιὰ μᾶς !
  • 63:03 - 63:06
    Γιὰ χατίρι µας βουτάει τὸ δημόσιο ταμεῖο,
    γιὰ νὰ δίνει σ᾿ ἐμᾶς
  • 63:06 - 63:10
    καὶ γιὰ χατίρι µας τσαλαπατάει
    τοὺς νόμους, γιὰ νὰ μᾶς σώζει.
  • 63:10 - 63:14
    Αφτὸς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε
    ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
  • 63:14 - 63:16
    καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε τὸ λόγο
    μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
  • 63:17 - 63:20
    Αφοῦ ναι μεγάλος τσορµπατζῆς,
    εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
  • 63:21 - 63:24
    “Αν νικούσαν οἱ στρατιῶτες,
    ἀφτὸς δοξαζότανε.
  • 63:24 - 63:27
    Μά κι ἂν τήνε παθαίνανε,
    ἀφτὸς δὲν πάθαινε τίποτα.
  • 63:27 - 63:29
    Δὲν ἔφταιγε. Φταίγανε...
  • 63:30 - 63:32
    Θὰ σᾶς τὸ πῶ παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
  • 63:33 - 63:36
    Κι ἄν παράδινε τὸ στρατὸ στοὺς ὀχτροὺς
    κι ἂν τοὺς πουλοῦσε τὰ κάστρα
  • 63:36 - 63:40
    κι ἂν ἔφεβγε πρῶτος πρῶτος,
    ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορῆήσει ;
  • 63:40 - 63:42
    ᾿Αφτὸς εἴταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
  • 63:43 - 63:47
    "Αμα λοιπὸν ξέκοβα ἀπὸ τὴν παρέα
    καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
  • 63:47 - 63:49
    καὶ τοῦ λεγα
    «Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
  • 63:50 - 63:52
    τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
    στὶς τρύπες τους,
  • 63:52 - 63:54
    σὰν τὰ ποντίκια ποὺ τὰ τρόμαξε η γάτα.
  • 63:55 - 63:56
    Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
  • 63:57 - 64:00
    Ποιὸς κὺρ Θόδωρος;
    “Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
  • 64:01 - 64:03
    Αμέσως τὰ πράµατα σκουραίνουν.
  • 64:03 - 64:06
    Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
    νά κι ἀνασκουμπώνοντα!.
  • 64:07 - 64:10
    Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
    νὰν τοὺς κάνει τὸ νόηµα.
  • 64:10 - 64:12
    Μὰ τοῦτος δὲν εἶναι τόσο µπόσικος.
  • 64:12 - 64:17
    Παίρνει τὴν κουβέντα µου γιὰ χωρατὀ.
    Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
  • 64:17 - 64:21
    Κοιτάει τὰ µπράτσα µου τὰ χοντρά,
    ποὺ καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
  • 64:21 - 64:25
    "Ὑστερις ἔχουνε σφιχτεῖ γύρα µου πολλοί,
    γιὰ νὰ πάρουνε τὸ µέρος µου.
  • 64:25 - 64:30
    Δὲν εἶναι φιλοσόφοι, δὲν εἶναι φίλοι µου·
    εἶναι λέρες σὰν κι ἀφτόν.
  • 64:30 - 64:32
    Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
  • 64:33 - 64:37
    Γελώντας ἀποτραβιέται μὲ τοὺς δικούς του.
    «Ἔννοια σου», λέει µέσα του,
  • 64:37 - 64:40
    «καὶ θὰ σοῦ τῆνε φέρω ἐγὼ
    ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις».
  • 64:41 - 64:44
    Οἱ πιὸ µαλαγάνες ἀπὸ δάφτους κοιτάζανε
    πῶς νὰ μὲ καλοπιάσουνε,
  • 64:44 - 64:46
    γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρίζω.
  • 64:46 - 64:51
    Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μοῦ
    στέλνανε στὸ σπίτι λογής πεσκέσια :
  • 64:52 - 64:55
    κόκκιν᾽ ἀβγὰ καὶ τσουρέκια τὸ Πάσκα·
    γουρουνόπουλα τὴν Πρωτοχρονιά·
  • 64:55 - 65:00
    τσαντῆλες Γιαούρτι Μανωλάδας τὸ Φλεβάρη·
    ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
  • 65:01 - 65:05
    καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
    νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
  • 65:06 - 65:09
    Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ἂς φώναζε
    η Ξανθίππη, πὼς εἶμαι κορόιδο.
  • 65:10 - 65:15
    Στὸ θεό σας ! Θέλανε
    νὰ μοῦ κλείσουνε τὸ στόµα ! Θά σκαγα...
  • 65:15 - 65:19
    Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανὸς ἀπὸ
    δάφτους μοῦ στειλε γιὰ σκλάβους
  • 65:19 - 65:23
    δυὸ ἀραπάκια τῶν ἑκατὸν ἑξήντα μηνῶν,
    ποὺ δὲν ξέραν ἑλληνικά·
  • 65:23 - 65:27
    κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
    χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
  • 65:27 - 65:30
    «Γιὰ νὰν τὰ κάνω», μοῦ γραφε,
    «φιλοσόφους» !
  • 65:30 - 65:33
    Τὰ τύλιξα μὲ μισὸ σεντόνι
    (εἴτανε τσίτσιδα)
  • 65:33 - 65:37
    καὶ τὰ ξανάστειλα πίσου.
    Ποιὸς θὰν τά τρεφε ;
  • 65:38 - 65:40
    ᾽Αφτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ ξέρουνε πολλοί.
  • 65:40 - 65:43
    Κείνη τὴ µέρα σηκώθηκε
    ὅλο τὸ Κολωνάκι στὸ ποδάρι.
  • 65:43 - 65:47
    Βγήκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ µαγαζιά τους
    κι ἀραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
  • 65:47 - 65:50
    γιὰ νὰν τὰ κοιτᾶνε, ποὺ περνούσανε
    πιασµένα χέρι χέρι...
  • 65:51 - 65:53
    Καὶ τί, θαρρεῖτε, μὲ κουτσομπολέψανε
    κατόπι ;
  • 65:54 - 65:57
    Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τὰ θελε
    νά ταν ἄσπρα !
  • 65:59 - 66:02
    'Ὁ Περικλής, σὰν ἄκουσε νὰ γίνεται
    τόση κουβέντα γιὰ μένα,
  • 66:02 - 66:05
    ἔβαλε τὴν ᾿Ασπασία νὰ μὲ φωνάξει
    στὸ παλάτι του.
  • 66:05 - 66:07
    Καὶ κείνη μοῦ στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
  • 66:08 - 66:09
    Μποροῦσα νὰ χαλάσω τὸ χατίρι
  • 66:09 - 66:11
    τοῦ καλόπαιδου
    καὶ τῆς μεγάλης ἀρχόντισσας ;
  • 66:12 - 66:14
    Πήγα μὲ σκοπὸ νὰ τσακωθῶ.
  • 66:14 - 66:17
    Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς ἔλεγα,
    δὲ μοῦ φέρνανε ἀντίρρηση.
  • 66:17 - 66:21
    Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
    γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
  • 66:21 - 66:25
    σᾶς εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
    γελώντας τὴ σουβλερή του καράφλα
  • 66:25 - 66:28
    καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ κακολογῶ
    τοὺς ὀχτρούς του
  • 66:28 - 66:30
    καὶ νὰ λέω ἀρσίζικα χωρατά.
  • 66:30 - 66:35
    Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι ἀφτὴ
    μοῦ χάιδεβε μὲ τὰ θεῖα της κρινοδάχτυλα
  • 66:35 - 66:39
    τούτην ἐδῶ τὴν παλιοπατατούκα,
    ποὺ βλέπετε, καὶ μοῦ λεγε σιγανά :
  • 66:39 - 66:41
    «Βγάλ’ τηνε, καημένε,
    νὰ σοῦ τήνε µπαλώσω ...»
  • 66:42 - 66:46
    Μοῦ κάνανε μεγάλα ἰκράµια καὶ μ᾿ ἀκούγανε
    μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
  • 66:47 - 66:50
    Μὰ δὲν εἶναι γι’ ἀφτά, ποὺ δὲν ἔβρισα
    καὶ τὸν Περικλή.
  • 66:50 - 66:52
    Μοῦ δινε τὸ λόγο του, πὼς ὅπου νά ναι,
  • 66:52 - 66:55
    θὰν τὰ ταίριαζε μὲ τοὺς Μωραΐτες
    καὶ θὰ τέλειωνε τὸν πόλεμο...
  • 66:56 - 66:58
    Τώρα τὸ βλέπω, μὲ κορόιδεβε.
  • 66:58 - 67:04
    Ὁ µόνος ποὺ μὲ κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
    Αν ἐζοῦσε, θὰ πολεμοῦσε ἀκόμα Ι...
  • 67:04 - 67:06
    Εξουσία καὶ πόλεμος δὲν μπορεῖ
    νὰ χωριστοῦνε !...
  • 67:08 - 67:13
    Θαρρῶ βγηκ᾽ ἀπὸ τὸ θέµα...
    Γεροντικὴ φλυαρία. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε !
  • 67:16 - 67:21
    Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, ποὺ
    κουβεντιάζουνε μὲ τοὺς θεούς,
  • 67:21 - 67:22
    σὰν παλιοὶ κουμπάροι...
  • 67:22 - 67:26
    Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ μὲ κομένα μάτια,
    κεῖ ποὺ περπατᾶνε
  • 67:26 - 67:29
    σκορπίζοντας ἀρώματα
    καὶ χάχανα καμπανιστά,
  • 67:29 - 67:33
    σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τὰ µάτια
    καὶ κοιτάζουνε τ᾽ ἄστρα µέρα μεσημέρι.
  • 67:34 - 67:36
    Κείνη τὴ στιγμή κατεβαίνουν
    ἄγγελοι τῶν Θεῶν
  • 67:36 - 67:39
    καὶ τοὺς καλοῦνε
    στὸν "Όλυμπο τῆς Μωρίας !... ᾿
  • 67:39 - 67:41
    Εκεῖ μεθᾶνε κ ἐδῶ χρησμολογοῦνε.
  • 67:42 - 67:46
    Μὲ τὰ μάγια τῶν στίχων μᾶς λυτρώνουν
    ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς µαταιότητας.
  • 67:46 - 67:50
    ᾿Αφτοὶ δίνουν αἰωνιότητα σ’᾿ ὅτι ἀγγίσουνε
    μὲ τὴν πνοή τους.
  • 67:50 - 67:55
    Χάρη σ᾿ ἀφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
    καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
  • 67:56 - 67:57
    Καλὴ ὥρα σὰν τὸ Μέλητο...
  • 67:59 - 68:02
    Αμα λοιπὸν τοὺς ἔπαιρνε τὸ µάτι µου
    καὶ τοὺς χαιρετοῦσα :
  • 68:02 - 68:07
    «τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
    θυµώνανε κι ἀφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
  • 68:07 - 68:11
    Καὶ νά πούρθανε τὰ πράματα δεξιὰ
    κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
  • 68:11 - 68:14
    στάθηκε πρῶτος θανάσιµος κατηγορός µου.
  • 68:15 - 68:18
    Στὸ ἀναμεταξὺ μοῦ γραφαν
    ἐπιγράμματα τσουχτερά,
  • 68:18 - 68:21
    ποὺ κάνανε τὴ βόλτα τους
    στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
  • 68:21 - 68:26
    Ὅσο ποὺ κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
    ὁ μόνος ποὺ τοῦ ταίριαζε νά ναι ποιητῆς,
  • 68:26 - 68:29
    γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
    μ᾿ ἀνέβασε στὸ θέατρο...
  • 68:30 - 68:32
    Πρωταγωνιστῆς τῶν «Νεφελῶν» !
  • 68:33 - 68:35
    Γελοῦσε ὁ κόσμος κ᾿ ἐγὼ καµάρωνα...
  • 68:35 - 68:39
    ὅσο ποὺ μ᾿ ἀναγκάσανε νὰ πηδήξω πάνου σὲ
    μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦνε !
  • 68:39 - 68:42
    ᾿Απὸ τότες ἔγινα «σπουδαῖος» ἄνθρωπος.
  • 68:42 - 68:44
    “Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλοῦσε γιὰ μένα...
  • 68:44 - 68:47
    Πρωτύτερα δὲ μὲ καλοξέρανε,
    μήτε μὲ λογαριάζανε.
  • 68:48 - 68:51
    Μετὰ τὴν παράσταση μὲ πῆραν οἱ φίλοι
    καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
  • 68:51 - 68:53
    νὰ γιορτάσουµε τὴ δόξα µου.
  • 68:53 - 68:57
    Γενήκαμε στουπὶ στὸ µεθύσι κ᾿ εἴπαμε
    σωρὸ καρίπικα τραγούδια...
  • 68:58 - 69:00
    Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στὸ σπίτι...
  • 69:00 - 69:03
    Πατοῦσα στὰ νύχια, γιὰ νὰ μὴ
    μὲ μυριστεῖ η Ξανθίππη.
  • 69:03 - 69:07
    Μὰ ποῦ ! Τινάχτηκε ἀπάνου
    κι ἄρχισε τὸν ἀναβαλλόμενο...
  • 69:07 - 69:12
    «Ξέρεις», τῆς λέω, «ἀπὸ σήµερις εἶμαι
    ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
  • 69:12 - 69:14
    (ἔτσι τό λεγα, γιὰ νὰ τὴν καλμάρω).
  • 69:14 - 69:17
    Καἱ σύ, ποὺ μ᾿εἶχες τοῦ µπάτσου
    καὶ τοῦ κλώτσου !...
  • 69:17 - 69:19
    Μ’ ἀνεβάσανε στὸ θέατρο...»
  • 69:20 - 69:25
    Ἔτριψε τὰ μάτια της, στάθηκε λίγο
    κ᾿ὕστερις γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
  • 69:25 - 69:28
    μ᾿ ἀγκάλιασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ πε:
    «χρυσό µου !»
  • 69:30 - 69:34
    Ὡς τὸ πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξε νὰ βρεῖς
    καμιὰ δουλειά᾿ νὰ διοριστεῖς...
  • 69:34 - 69:38
    καὶ νὰν τ᾽ ἀφῆσεις ἀφτά...
    Γεροπαραλυµένε... ἀγράμματε !»
  • 69:41 - 69:44
    ᾿Αφτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲ γινόντανε
    κάθε µέρα τὰ ἴδια.
  • 69:44 - 69:47
    Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
    νὰ φέβγω ἀπὸ τὸν κόσμο...
  • 69:47 - 69:52
    Νὰ κατεβαίνω στὴ θάλασσα τὴν πολύμορφη
    καὶ χιλιότροπη, τὴν ἀχόρταστην ἐρωμένη ἱ
  • 69:53 - 69:57
    Νὰ πέφτω µέσα, νὰ τὴν ἀγκαλιάζω
    καὶ νὰ πηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
  • 69:57 - 69:59
    συντροφιὰ μὲ τὶς Νεράιδες
    καὶ τοὺς Τρίτωνες.
  • 70:00 - 70:03
    Νὰ κυλιέμαι κατόπι
    στὴν πυρωμένην ἀμμουδιά,
  • 70:03 - 70:05
    νὰ ξαπλώνω τ᾽ ἀνάσκελα στὸν ἥλιο
  • 70:05 - 70:08
    καὶ νὰ τόνε χορέβω σὰν τόπι πἀνου
    στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
  • 70:09 - 70:13
    Έπαιρνα τὸ λοιπὸν τ'ἀπόμερα σοκάκια καὶ
    τραβοῦσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
  • 70:14 - 70:17
    ᾿Εκεῖ στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
    κι ἔβγαζα τό να τσαρούχι
  • 70:17 - 70:20
    κ’ ὕστερα στ᾽ ἄλλο ποδάρι κ᾽ ἔβγαζα
    τὸ δεύτερο τσαρούχι.
  • 70:21 - 70:25
    Τά σφιγγα καὶ τὰ δυὸ κάτου στὴν ἁμασκάλη
    -- γιὰ νὰ μὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
  • 70:25 - 70:28
    κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυὸ κατέβαινα στὸ Φάληρο.
  • 70:28 - 70:31
    Καμιὰ φορὰ μοῦ τύχαινε νὰ πατήσω
    καμιὰ μαγαρισιὰ
  • 70:31 - 70:36
    (γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τὰ σοκάκια !).
    «Νὰ τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
  • 70:36 - 70:40
    «Καλύτερα νὰ πατᾶς µαγαρισιές,
    παρὰ νὰ σκοντάβεις ὅλη µέρα
  • 70:40 - 70:44
    πάνου σὲ διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
    «'"Ελληνες Ἑλλήνων”
  • 70:54 - 71:03
    ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
  • 71:08 - 71:10
    Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
  • 71:10 - 71:13
    Καιρός να σᾶς ἐξηγήσω
    καὶ τὴ φιλοσοφία μου...
  • 71:13 - 71:16
    Τι κατσουφιάζετε ;...
    Δὲ σᾶς ἀρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
  • 71:16 - 71:18
    Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
  • 71:18 - 71:21
    Αξαφνα, τὸ πῶς μοῦ ρίχτηκε κάποτες
    ή Θεοδότη...
  • 71:22 - 71:23
    Μὰ δὲ μὲ παίρν' η ώρα.
  • 71:24 - 71:28
    Ανάγκη, πρὶν πεθάνω, νὰ μαθεφτεῖ,
    πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
  • 71:28 - 71:30
    τὰ σφάλματα τῆς διδασκαλίας του
    καὶ μετάνιωσε...
  • 71:31 - 71:36
    Αλήθεια, της είχανε πει τῆς Θεοδότης, πως
    δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - ἐγώ !
  • 71:37 - 71:38
    Καὶ πικαρίστηκε.
  • 71:38 - 71:40
    Το βαλε πεῖσμα νὰ μὲ καταφέρει.
  • 71:40 - 71:44
    Μὲ καλοῦσε κάθε τόσο στη βίλα της
    να συζητάμε φιλοσοφία.
  • 71:44 - 71:46
    Κι όλο τύχαινε νὰ λούζεται, ν' ἀλείφεται
  • 71:46 - 71:50
    καὶ νὰ προβάρει γυμνή μπροστά μου
    τους νέους χορούς της.
  • 71:50 - 71:53
    «Σαν άνθρωπος ἀνώτερος», μου λεγε,
    «δὲν παρεξηγείς»...
  • 71:54 - 71:59
    Ἔπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
    γιὰ νὰ ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
  • 71:59 - 72:02
    κ' ἐνῶ ζεστὸς καὶ φωτεινὸς ὁ κόρφος της
    ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα,
  • 72:02 - 72:05
    τῆς μιλοῦσα γιά τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
  • 72:06 - 72:08
    Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μοῦ λεγε :
  • 72:08 - 72:11
    «Ξέρω σωστοὺς ἐξηνταεννιὰ τρόπους
    νὰ κάνω τὸν ἔρωτα».
  • 72:11 - 72:15
    Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
    «Τι έχεις;» μὲ ρωτούσε.
  • 72:16 - 72:18
    «Κοιτάω νὰ βρῶ, ποιὸς ἀπὸ
    τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
  • 72:18 - 72:22
    εἶναι... φιλοσοφικότερος, ἀπόλυτος»...
  • 72:22 - 72:25
    Φωνές: «Ποιὸς εἶναι; Ποιὸς εἶναι;»
  • 72:26 - 72:29
    Βλέπετε, πὼς χρειάζεται νὰ ξέρουμε
    καὶ φιλοσοφία :
  • 72:29 - 72:33
    Ἔτσι κ' η Θεοδότη, σὰν κ' ἐσᾶς,
    μὲ ρωτοῦσε καὶ μὲ ξαναρωτοῦσε...
  • 72:33 - 72:34
    «ποιὸς εἶναι :»
  • 72:34 - 72:36
    "Ὥσπου μιὰ µέρα, γιὰ νὰ γλυτώσω, τῆς λέω :
  • 72:36 - 72:40
    «Ο τρόπος ἀφτὸς εἶναι νὰ... δείρεις πρῶτα
    δίχως λύπηση τὴ γυναίκα
  • 72:40 - 72:43
    καὶ κεῖ ποὺ κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
    στὸ πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
  • 72:43 - 72:45
    νὰ τὴν ἀναποδογυρίζεις...»
  • 72:45 - 72:49
    Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε ἀπάνω µου
    καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τὰ μάτια της
  • 72:49 - 72:52
    μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δεῖρε µε».
  • 72:53 - 72:56
    ᾿᾽Αφτὰ δὲ σᾶς τὰ λέω μοναχὰ
    γιὰ νὰ σᾶς πειράξω.
  • 72:56 - 72:59
    Θέλησα καὶ μὲ τρὀπο νὰ σᾶς µπάσω
    στὴ φιλοσοφία µου...
  • 73:00 - 73:01
    Πάλε κατσουφιάζετε :
  • 73:01 - 73:04
    Ἕλληνες ἀρχαῖοι
    καὶ νὰ φοβόσαστε τὴ σκέψη Ι...
  • 73:04 - 73:07
    'Ἠσυχάστε ! «Διὸς κριταί»
  • 73:07 - 73:09
    σὰν κ᾿ ἐσᾶς δὲν πάει νὰ πονοχεφαλιάζετε.
  • 73:10 - 73:14
    Μ’ ὅσο κέφι μοῦ περισσέβει, θὰ κοροϊδέψω
    τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία µου.
  • 73:15 - 73:18
    Σὰν ἔξυπνοι γκαγχαρέοι θὰ µισοκαταλάβετε,
  • 73:18 - 73:21
    πὼς ἂν δὲν ὑπάρχει στὶς ἐρωτοδουλειὲς
    ἀπόλυτον «εἶδος»,
  • 73:21 - 73:24
    ἄλλο τόσο δὲν ὑπάρχει
    καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
  • 73:25 - 73:27
    Καὶ πρῶτα πρῶτα δὲν εἶμαι φιλόσοφος.
  • 73:27 - 73:30
    Δὲν ἔχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
  • 73:30 - 73:34
    λαμπερὸ ναὸ τῆς Σκέψης μὲ κολόνες,
    μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βῆμα
  • 73:34 - 73:36
    κι ἄδυτα τῶν ἀδύτων.
  • 73:36 - 73:39
    Είχα βρεῖ μοναχὰ μιὰ δικιά µου
    «μέθοδο» σκέψης.
  • 73:40 - 73:42
    Τ’ ᾿Αφάλι τῆς Γῆς, τ᾽ ἀχνιστὸ
    καὶ σκανταλιάρικο,
  • 73:42 - 73:46
    μοῦ δωσε πιστοποιητικὸ σοφοῦ
    κι ὄχι φιλοσόφου.
  • 73:46 - 73:49
    Καὶ δὲ μὲ σύγκρινε μὲ τὸν τρανὸ
    τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἔμπεδοκλή
  • 73:49 - 73:54
    τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους ἄλλους,
    μὰ μὲ τὸ Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
  • 73:54 - 73:56
    -- μὲ δυὸ ποιητάδες !
  • 73:56 - 74:00
    Φαίνεται, ήθελε νὰ ρεζιλέψει κι ἀφτουνούς,
    ὁμολογώντας,
  • 74:00 - 74:03
    πὼς ξέρουνε λιγότερα ἀπ᾿ τὸ δικό µου
    τὸ «τίποτα»,
  • 74:03 - 74:07
    κ᾿ ἐμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ
    μὲ δυὸ φημισμένους «ἄερολόγους»
  • 74:07 - 74:09
    -- κεῖνοι τῆς καρδιᾶς
    κ᾿ ἐγὼ τοῦ στοχασμοῦ.
  • 74:11 - 74:13
    ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δὲ μὲ φωνάζανε
    φιλόσοφο,
  • 74:14 - 74:16
    μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε».
  • 74:18 - 74:23
    'Ὁ θεῖος Καπνὸς τῶν Δελφῶν, ποὺ μὲ
    ρεκλαμάρισε σὲ ὅλον τὸ κόσµο γιὰ σοφότατο,
  • 74:23 - 74:27
    δὲν ἀστειεβότανε. Ηθελε νὰ μὲ στραβώσει.
  • 74:27 - 74:30
    Νὰ μὲ κάνει νὰ πιστέψω,
    πὼς εἶχα βρεῖ τὴν ᾿Αλήθεια,
  • 74:30 - 74:33
    γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀναζητῷ καὶ τὴν πετύχω
    καμιὰ μέρα,
  • 74:33 - 74:35
    -- Φοβότανε τὸ µεγάλο μυαλό µου.
  • 74:35 - 74:38
    Δὲ συφέρνει καὶ στοὺς ἀθάνατους ᾽Αφέντες
  • 74:38 - 74:41
    νὰ µαθαίνουνε τὴν ἀλήθεια
    τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς.
  • 74:41 - 74:45
    Καὶ σὰν εἶδε, πὼς ἄρχισα
    νὰ τῆνε µυρίζοµαι, δὲν ἔχασε καιρό·
  • 74:45 - 74:50
    ἔπεσε πηχτὸς καὶ μάβρος µέσα στὸ μυαλό σας
    καὶ σᾶς φλόμωσε γιὰ νὰ μὲ σκοτώσετε...
  • 74:52 - 74:56
    Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς
    εἶμαι σοφότατος, ἐννοοῦσε, βέβαια,
  • 74:56 - 75:01
    πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἴμουν
    ὅτι κι ἀφτὸς ἀνάμεσα στοὺς θεούς :
  • 75:01 - 75:03
    ὁ πρῶτος κοροϊδεφτῆς.
  • 75:06 - 75:10
    Όταν ἀκόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα
    στὴν ἀγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους,
  • 75:10 - 75:15
    παραξενεβόµουνα, ποὺ γιὰ κάθε ζήτημα
    µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνῶμες
  • 75:15 - 75:16
    κι ὅλες φαινόντανε σωστές.
  • 75:17 - 75:20
    Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά,
    πὼς εἶναι καὶ σωστές.
  • 75:21 - 75:24
    Στὴν ἀρχή μὲ τ᾽ ἄγουρο μυαλό µου
    κι ἀργότερα μὲ τὸ γινωμένο
  • 75:24 - 75:27
    προσπαθοῦσα νὰ βρίσκω πάντοτε
    μιὰ μοναδικὴ γνώμη,
  • 75:27 - 75:30
    ποὺ νᾶ ναι σὲ καθε περίσταση
    καὶ γιὰ ὅλους ὑποχρεωτικὴ,
  • 75:30 - 75:35
    δηλαδη παντοτινἡ κι ἀνάλλαγη, πάνου ἀπὸ
    καιροὺς καὶ τόπους κι ἀνθρώπους,
  • 75:35 - 75:36
    -- ἀπόλυτη.
  • 75:36 - 75:40
    Θά πρεπε νά χει κάτι τὸ θεϊκὸ µέσα της,
    νά ναι «ἰδέα».
  • 75:41 - 75:43
    Καἱ γιὰ νὰν τήνε βροῦμε, δὲ θά πρεπε
    καθόλου
  • 75:43 - 75:47
    νὰ φάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο,
    πού ναι διαβατικὸς καὶ ψέφτικος,
  • 75:47 - 75:50
    μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι
    κι ἄυλη κι ἀθάνατη.
  • 75:51 - 75:55
    στὰ βάθια τῆς ψυχῆς μας κοίτονται θαμένες
    οἱ ἰδέες - ἀλήθειες
  • 75:55 - 75:58
    κάτου ἀπὸ σκουριὰ πολλή,
    ποὺ τῆνε σωριάζουνε µέσα της
  • 75:58 - 76:02
    οἱ αἴστησες - ἀποθυμιὲς
    κ᾿ οἱ ἀποθυμιὲς - συφέρα.
  • 76:02 - 76:06
    Γιὰ νὰ τὴν ξεσύρουµε λοιπὸν στὸ φὼς
    τῆς ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
  • 76:07 - 76:09
    Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμῆς.
  • 76:09 - 76:12
    Καὶ γίνηκα μὲ τὰ χρόνια
    μαμὴ τῆς πολιτείας.
  • 76:12 - 76:16
    "Ἔπιανα τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τὶς μάλαζα
    μὲ τρόπο
  • 76:16 - 76:19
    κ΄ ἔχωνα στὴν ἀνάγκη µέσα τους
    τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες
  • 76:19 - 76:20
    γιὰ νὰ βγάλω τὸ μωρό.
  • 76:21 - 76:24
    Ξεγεννοῦσα τὶς ἀλῆθειες,
    ὦ ἄντρες ᾿Αθήναῖοι,
  • 76:24 - 76:28
    γι’ ἀφτὸ γεµίσανε γῆς, οὐρανὸς
    καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
  • 76:29 - 76:30
    Γιατί ;
  • 76:30 - 76:34
    Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, γιὰ νὰ
    φανερώσουνε τὰ θεϊκά τους στοιχεῖα,
  • 76:34 - 76:37
    τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τὴ σκουριά τους :
  • 76:37 - 76:41
    Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη,
    Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ
  • 76:41 - 76:44
    κι ὅλα τὰ ρέστα ποὺ δὲν εἶναι
    μήτε πρῶτες ἀρχὲς μήτε χ᾿ ἔσχατοι σκοποί·
  • 76:44 - 76:47
    µῆτε χαρίσματα τῶν θεῶν
    µῆτε κατορθώματα τοῦ νοῦ,
  • 76:47 - 76:52
    μὰ πλάσματα καιρικἀ, μὲ νόηµα τρεχούμενο
    κι ἄπιαστο, µέσα ταπεινά,
  • 76:52 - 76:56
    ποὺ μὲ δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
    στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της
  • 76:56 - 76:58
    καὶ πνίγει τὴν ψυχη τους.
  • 76:58 - 77:00
    Οἱ ἀνθρῶποι χωριζόµαστε σὲ κείνους
    ποὺ διατάζουνε,
  • 77:00 - 77:02
    καὶ σὲ κείνους ποὺ κάνουνε θελήματα·
  • 77:02 - 77:05
    σὲ κείνους ποὺ κάθονται,
    καὶ σὲ κείνους ποὺ μοχτᾶνε·
  • 77:05 - 77:09
    σὲ κείνους ποὺ βλέπουνε, καὶ σὲ
    κείνους ποὺ φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια:
  • 77:09 - 77:11
    σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
  • 77:11 - 77:14
    'Ἡ ζωή µας µπλέκεται μιᾶς ἀρχῆς
    µέσα στὰ δίχτια,
  • 77:14 - 77:16
    ποὺ μᾶς εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθοῦμε.
  • 77:16 - 77:19
    Μωρὰ στὸ σπίτι, στὸ δρόµο, στὸ σχολειό,
  • 77:19 - 77:23
    µαθαίνουµε, χωρὶς νὰν τὸ ρωτᾶμε,
    ποιό ναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό,
  • 77:23 - 77:25
    --- «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 77:26 - 77:29
    Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
    μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
  • 77:29 - 77:32
    δίνουμε συγκινηµένα
    μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριῶν
  • 77:32 - 77:37
    τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά,
    ---«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 77:38 - 77:41
    Σὰν ἀπολυθοῦμε ἀπ᾿τὸ στρατὸ
    καὶ πάρουμε φῆφο, τὰ ἴδια θ᾿ἀκοῦμε
  • 77:41 - 77:46
    -- καὶ θά λέμε -- στὴν ἀγορά, στὰ
    δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα
  • 77:46 - 77:48
    --«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 77:48 - 77:52
    Κι ἀφοῦ μικροὶ καὶ μεγάλοι
    καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ ἄβριο
  • 77:52 - 77:58
    τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θὰ πεῖ, πὼς εἶναι
    νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αἰθέρα τεκνωθέντες».
  • 77:59 - 78:02
    "Ἔτσι τραβᾶμε, χωρὶς νὰ συλλογιζόμαστε,
    τὴ µοιραία µας στράτα,
  • 78:02 - 78:06
    δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι
    πὼς τὸ συφέρο τοῦ ««κρείττονος»
  • 78:06 - 78:08
    εἶναι δικό µας συφέρο.
  • 78:08 - 78:11
    Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
  • 78:11 - 78:14
    συφέρο µας ν᾿ ἀδικιούμαστε
    παρὰ νὰ τιμωροῦμε !
  • 78:14 - 78:19
    Κι ἂν ἄξαφνα κανεὶς ἀπόκοτος χυμοῦσε
    μὲ τὸ μαχαίρι νὰ ξεκοιλιάσει τὸ Λύκο,
  • 78:19 - 78:23
    θὰ βάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ κορµιά
    µας νὰ δεχτοῦμ’ ἐμεῖς τὴ μαχαιριά.
  • 78:24 - 78:27
    Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα
    νὰ μᾶς λείψει ὁ Λύκος,
  • 78:27 - 78:30
    θὰ τρέχαμε νὰ βροῦμε
    ἄλλονε χειρότερο, γιὰ νὰ μᾶς τρώει.
  • 78:32 - 78:35
    Τέτιες ἀλῆθειες ἔβγαζα
    ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ Κοπαδιοῦ.
  • 78:35 - 78:39
    ᾿Αλήθειες, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καὶ τη
    συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
  • 78:39 - 78:42
    πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ τὴν πείνα
    κι ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
  • 78:42 - 78:46
    Μὲ τὴν ἴδια µαμικῆ μποροῦσα
    νὰ βγάνω ἀπὸ τὶς ψυχὲς
  • 78:46 - 78:48
    -- μιὰ κι ἀρχίσανε νὰ μὲ παίρνουνε
    γιὰ παντογνώστη, --
  • 78:48 - 78:52
    καὶ πράματα, ποὺ δὲν τά χανε µέσα τους,
    ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες
  • 78:52 - 78:55
    βγάνουνε σκουλήκια ἀπὸ τὰ μάτια
    τῶν Μεγαριτῶν.
  • 78:55 - 78:59
    Τὰ σκουλήκια, θὰ μοῦ πεῖτε, τὰ βλέπεις
    πρῶτα κ ὕστερα τὰ πιστέβεις.
  • 78:59 - 79:03
    Μὰ τὶς ἰδέες ;
    ᾿Ἀφτές, ὦ ἄντρες Αθηναῖοι,
  • 79:03 - 79:05
    πρῶτα τὶς πιστέβεις
    κ᾿ ὕστεοὰ τὶς βλέπεις.
  • 79:06 - 79:10
    "Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ
    ξεφωνίσει μὲς στὴν ἐκκλησιὰ
  • 79:10 - 79:16
    δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα :
    «Νάτος ! σαλέβει... μᾶς κάνει νοηµατα !»,
  • 79:16 - 79:20
    οὗλες οἱ ἄλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε
    μὲ τὰ μάτια τους τὸ σάλεμα,
  • 79:20 - 79:21
    τὰ δάκρυα γαὶ τὰ νοήματα
  • 79:21 - 79:24
    κι ἀκοῦνε μὲ τ᾽ ἀφτιά τους τὴ μιλιὰ
    καὶ τὴ φοβέρα του.
  • 79:25 - 79:27
    ᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
  • 79:27 - 79:31
    Μὰ τὸ πιὸ συνειθισµένο θάµα γίνεται
    σὰν βάζεις μοναχὸς μὲς στὴν ψυχή σου
  • 79:31 - 79:33
    κεῖνο ποὺ θὲς νὰ βρεῖς.
  • 79:33 - 79:36
    Καὶ κατόπι σκάβοντας μὲ τὰ νύχια
    τῆς λογικῆς τὸ βρίσκεις,
  • 79:36 - 79:37
    ὅπως τό θελες.
  • 79:38 - 79:42
    Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε
    στὴ ρίζα κανενοῦ κυπαρισσιοῦ
  • 79:42 - 79:45
    η πλάι σὲ καμιὰ βρύση τὴν εἰκόνα
    κ᾿ ὕστερα βλέπαν ὄνειρο,
  • 79:45 - 79:48
    πὼς σὲ κεῖνο τὸ µέρος κοίτεται
    χρόνια θαμένος ὁ «ἄγιος»
  • 79:48 - 79:49
    καὶ φωνάζει νὰ βγεῖ.
  • 79:49 - 79:53
    Καὶ ξεσηκώνοντας τὸ χωριὸ
    μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαἰναν ἐκεῖ,
  • 79:53 - 79:56
    τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολοῦσε ὁ τόπος !
  • 79:56 - 80:01
    Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι
    δίσκοι μὲ δεκάρες καὶ τὰ πιθάρια μὲ λάδι
  • 80:01 - 80:05
    κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σὰν
    «ὄργανο θείας ἐκλογῆς».
  • 80:07 - 80:11
    Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
    τη βασιλεία τῶν Ὁραμάτων
  • 80:11 - 80:13
    στην Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος.
  • 80:13 - 80:16
    Στράβωνα τὸ Κορόιδο κ᾿ ἔτσι φελοῦοα
    τὸ καθεστὸς τῆς ᾽Αδικίας,
  • 80:16 - 80:18
    σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα :
  • 80:18 - 80:21
    «ὅσο πιὸ στραβὸ τὸ Κορόιδο,
    τόσο πιὸ ντρέτα πορπατεῖ».
  • 80:23 - 80:25
    Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μὲ σκοτώσετε.
  • 80:25 - 80:29
    Θάρτουν ἄλλοι χαιροὶ ποὺ οἱ «κρείττονες»
    θὰ πλερώνουν ἀκριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες
  • 80:29 - 80:34
    ὄχι νὰ βγάζουνε, μὰ νὰ βάνουνε σκουλήκια
    µέσα στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχή τῶν Μεγαριτῶν
  • 80:35 - 80:39
    καὶ νὰ κάνουνε θάµατα’ νὰ µαθαίνουνε
    στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους,
  • 80:39 - 80:46
    πὼς «πατρός τε καὶ μητρὸς κτλ., τιμιώτερον
    καὶ ἁγιώτερόν ἐστιν η ἐχμετἆλλευσις».
  • 80:47 - 80:50
    Ἔτσι βυθισμένος ὁ λαὸς
    µέσα σὲ γαλάζια καταχνιά,
  • 80:50 - 80:52
    στὴν ἀνυπαρξία τῆς σκέψης καὶ τῆς θέλησης,
  • 80:52 - 80:56
    δὲ θὰ μπορεῖ νὰ σαλέβει τὴ γλώσσα του,
    τὸ μυαλό του καὶ τὰ χέρια του.
  • 80:56 - 81:02
    Ἡ ψυχή, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπόλυτο ψῆλος,
    πιασμένη σε χορὸ μὲ τὶς αἰώνιες οὐσίες,
  • 81:02 - 81:05
    τρέμει νὰ τὴν ἀγγίξουν οἱ νόμοι
    τῆς φύσης καὶ τῶν ἀνθρώπων :
  • 81:05 - 81:07
    ἀσκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά !
  • 81:08 - 81:12
    Τὸ σῶμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη
    κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει...
  • 81:12 - 81:17
    Δὲν πονάει, δὲν παθαίνει, δὲν ἀδικιέται.
    Δὲν ἀντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
  • 81:18 - 81:22
    Μὲ τὸ κεντρὶ τῆς φιλοσοφίας µου χτυπώντας
    τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ
  • 81:22 - 81:26
    τοὺς παραλυοῦσα κ᾿ ἔτσι ἀσφάλιζα
    τὸ χαροκόπι τῶν ἔξυπνων.
  • 81:26 - 81:28
    Τί σᾶς ήρτε λοιπὸν καὶ μὲ σκοτώσατε ;
  • 81:30 - 81:33
    Βλέπω τὶς πολιτεῖες τοῦ µέλλοντος,
    ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
  • 81:34 - 81:37
    Θεοποιοῦνε τὴν πείνα, τὸν πόνο
    καὶ τὴ βλακεία·
  • 81:37 - 81:41
    χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι
    καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες,
  • 81:41 - 81:44
    ποὺ ξεγελᾶνε τὸ λαὸ νὰ καταφρονάει την ὕλη
  • 81:44 - 81:48
    καὶ νὰ προσµένει τὴν ἀνταπόδοση
    στὀν... «κόσμο τοῦ πνεύματος !».
  • 81:50 - 81:55
    Αν ἐλάθεβα στη θεωρία, δὲ λάθεβα
    καὶ στὴν κριτική τῶν δημόσιων ἀντρῶν.
  • 81:55 - 81:59
    Κι ἀφτοὶ γιὰ νὰ μὲ ξεκάνουνε
    μιὰ καὶ καλη μὲ βγάλαν ἄθεο.
  • 81:59 - 82:01
    'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς
  • 82:01 - 82:04
    κ’ ἐρεθίζει τὴν παντοδυναµία τους
    ἐνάντια στὴν πολιτεία.
  • 82:05 - 82:08
    Εξ αἰτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ
    ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα
  • 82:08 - 82:12
    κι ἀφήσανε τὸ βράχο τῆς ᾿Ακρόπολης
    καὶ τὴν ᾿Ακρόπολη τῶν ψυχῶνε σας
  • 82:12 - 82:14
    στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια τῶν Ἓρυννύων.
  • 82:15 - 82:18
    Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή μὲ χαλάζι
    καὶ κατάστρεφε τὴ σπορά
  • 82:18 - 82:22
    κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα,
    φυλλοξέρα στ᾽ ἀμπέλια,
  • 82:22 - 82:24
    μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια·
  • 82:25 - 82:30
    κι ἂν ἐρῆμαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, ἄφτρα
    τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ ἀλόγατα
  • 82:30 - 82:35
    κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σὲ κανένα µαχαλὰ κ᾿
    ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
  • 82:35 - 82:39
    κι ἄν ἐβαστοῦσε δυὸ τρεῖς βδομάδες
    η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα
  • 82:39 - 82:43
    καὶ ποδίζανε τὰ καϊΐκια μὲ τὸ σιτάρι
    καὶ την παλαμίδα καὶ πεινοῦσε ὁ κόσμος·
  • 82:43 - 82:48
    κι ἂν ἑρχότανε τὸ θλιβερὸ µαντάτο,
    πὼς νικηθήκανε τὰ «παληκάρια µας»
  • 82:48 - 82:51
    στὴν ἄχρη τῆς γῆς καὶ μαβροφορούσαν
    οἱ µανάδες
  • 82:51 - 82:52
    -- ποιὸς ἔφταιγε ;
  • 82:52 - 82:55
    Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄθεους !
  • 82:55 - 82:58
    Αν δὲν εἶχα πεισµώσει τοὺς ἀθάνατους
    μὲ τὴ φιλοσοφία µου
  • 82:58 - 83:01
    θὰ μᾶς στέλνανε τὴν πανούκλα τοῦ 404.;
  • 83:02 - 83:04
    Μὰ τότες ἐγὼ δὲ φιλοσοφοῦσα !
  • 83:04 - 83:08
    Αν ὁ γιὸς τοῦ Κλεινία μὲ τὴν παρέα του
    δὲ σπάζανε τὰ κεφάλια τῶν Ἑρμήδων
  • 83:08 - 83:11
    ἀντὶς νὰ σπάσονε τὰ δικά σας,
    ποὺ μοῦ θέλατε µεγαλεῖα,
  • 83:11 - 83:14
    θὰ παθαίναµε τὴ συφορὰ τῆς Σικελίας :
  • 83:14 - 83:18
    Κι ἄν οἱ στρατηγοὶ τῶν ᾽Αργινουσῶν
    δὲν εἴταν ἄθεοι, θ' ἀναποδογύριζεν
  • 83:18 - 83:22
    η Νέμεση τὰ πέλαγα, γιὰ νὰ μὴν µπορέσουνε
    νὰ µαζέψουνε τοὺς πνιµένους ;
  • 83:23 - 83:25
    Κ’ ἐπειδῆς ἐγὼ τοὺς ἀθώωσα, θυμᾶστε ;
  • 83:25 - 83:29
    ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ νὰ ρίξουνε
    ζεματιστὸ νερὸ νὰ μᾶς κάψουνε
  • 83:29 - 83:33
    μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !)
    τοὺς Τριάντα Τυράννους !...
  • 83:34 - 83:36
    Νά λοιπὸν ποιοὶ φταίγανε γιὰ ὅλα τὰ ζαβά,
  • 83:36 - 83:40
    καθὼς σᾶς ὑποσκέθηχα νὰ σᾶς τὸ ἔηγήσω
    πρωτύτερα
  • 83:42 - 83:44
    Ἔτσι μὲ τὴν ἀθεῖα µου
    καὶ τὴν προδοσιά µου
  • 83:44 - 83:47
    φελοῦσα μὲ τὸ παραπάνου τὴν Πατρίδα
    καὶ τη θρησκεία...
  • 83:47 - 83:51
    ὅσους θρέφονται ἀπὸ τὰ µαστάριο
    τῶν μεγάλων ἀφτῶν ἰδεῶν !
  • 83:51 - 83:55
    Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
    φορτώνανε στὴν πλάτη µου
  • 83:55 - 83:59
    κάθε δικιά τους ἀναξιοσύνη κι ἀτιμία,
    κάθε ζημιὰ τῶν φυσικῶν στοιχείων,
  • 83:59 - 84:02
    ὅλες τὶς ἀναποδιὲς τῆς Μοίρας !
  • 84:02 - 84:06
    Ὅταν ἐγὼ λείψω, θὰ ψάξουνε νὰ βροῦνε
    κάποιον ἄλλο Σωκράτη
  • 84:06 - 84:09
    νὰ τόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια
    κολυμπήθρα τῆς δημόσιας γνώμης
  • 84:09 - 84:11
    ἄθεο καὶ προδότη.
  • 84:11 - 84:14
    Τοὺς χρειάζεται νὰ τὸν πετᾶνε στὰ δόντια
    τοῦ µανιασµένου πλήθους
  • 84:14 - 84:18
    γιὰ ἐξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
    ποὺ θὰν τὰ βρίσκουνε σκοῦρα.
  • 84:18 - 84:23
    Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ζῆσει μηδὲ μιὰ στιγμὴ
    καὶ τὸ κοπάδι χωρὶς Λύκους
  • 84:23 - 84:26
    κ οἱ Λύκοι χωρὶς ἄθεους καὶ προδότες.
  • 84:28 - 84:31
    Ὅλοι γχρινιάζετε πὼς χάλασε ὁ κόσμος.
  • 84:31 - 84:34
    Ποιὸς κόσµος ; Τὰ βουνὰ κι ὁ οὐρανός ;
  • 84:34 - 84:35
    Φόβο δὲν ἔχουνε !
  • 84:36 - 84:37
    Οἱ δυὸ τρεῖς ἀθέοι ;
  • 84:37 - 84:40
    Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν ἀμέσως τὰ πράματα.
  • 84:40 - 84:44
    Νά τος ὁ κόσμος, η ἀφεντιά σας,
    ὢ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
  • 84:44 - 84:50
    Ὅλα σας τὰ ζακόνια, γραμμένα κι ἄγραφα :
    φόβος τῶν θεῶν, σεβασμὸς τῶν νόμων,
  • 84:50 - 84:54
    ἀγάπη τοῦ καλοῦ κι ἀντρισμός,
    σέπονται ψοφίµια τούμπανα
  • 84:54 - 84:57
    µέσα στὸ Βάραθρο, συντροφιὰ
    τῶν σκοτωμένων σκλάβων.
  • 84:58 - 85:02
    Ψεφτιά, κλεψιά, κι ἀτιμία,
    νὰ τὰ «δαιμόνια» τῆς Πολιτείας,
  • 85:02 - 85:05
    -- «τὸ µέσα πλοῦτος» ! --
    ποὺ σᾶς ὁδηγᾶνε ψηλά.
  • 85:06 - 85:10
    Κ' ὕστερα βγήκε τὸ δικό µου τὸ δαιμόνιο
    («καινὸ δαιμόνιο»)
  • 85:10 - 85:14
    νὰ ξαναζωντανέψει τὰ ψοφίµια φυσώντας
    μὲ τὸ καλάμι τῆς φιλοσοφίας
  • 85:14 - 85:17
    µέσα στὴν κοιλιά τους
    τὸ «πνέβμα τῆς ἀληθείας»,
  • 85:17 - 85:19
    γιὰ νὰν τὰ στήσει καθάριες ἰδέες,
  • 85:19 - 85:22
    ἀπείραχτες ἀπ᾿τοῦ καιροῦ
    καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ καμώματα,
  • 85:22 - 85:23
    µέσα στὸν ἄπειρο Νού !
  • 85:24 - 85:26
    Τὰ τυφλὰ κινήματα τῆς ψυχής,
  • 85:26 - 85:29
    ἅμα πιάσεις νὰν τὰ κάνεις
    προστάγµατα τοῦ λογικοῦ,
  • 85:29 - 85:32
    δηλαδη νὰν τὰ µεταφέρεις ἀπὸ
    τὴν ἀσύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια
  • 85:32 - 85:36
    στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση,
    πάει τὰ σκότωσες.
  • 85:36 - 85:38
    Ὅμως κ' ἔτσι σᾶς ὠφελοῦσα.
  • 85:38 - 85:41
    Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες»
    τὶς ἀφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε
  • 85:41 - 85:44
    οἱ ποντικοὶ τῶν λαγουμιῶν
    καὶ τῶν ἀποπάτων,
  • 85:44 - 85:48
    ἐγὼ σᾶς συµβούλεβα, πὼς δὲν πρέπει
    νὰ γελᾶτε καὶ νὰ καµαρώνετε γι' ἀφτὸ
  • 85:48 - 85:53
    νομίζοντας, πὼς ὁ πιὸ φανερὸς μπαγαμπόντης
    εἶναι καὶ πιὸ ξυπνὸς ᾿Αθηναῖος !
  • 85:53 - 85:57
    Σᾶς µάθαινα γιὰ τὸ συφέρο σας
    νὰ τιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους
  • 85:57 - 86:00
    καὶ νὰ λιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους
    μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ
  • 86:00 - 86:03
    καὶ τοὺς σκλάβους, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν
    ἀέρα καὶ κατεβοῦνε καμιὰ µέρα
  • 86:03 - 86:06
    στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε
    χειρότερ᾽ ἀπὸ σᾶς !
  • 86:06 - 86:10
    Σᾶς µάθαινα, πὼς πρέπει ν᾿ἀσεβεῖτε
    καὶ νὰ παρανομεῖτε
  • 86:10 - 86:11
    στ᾽ ὄνομα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων !
  • 86:13 - 86:15
    ΄"Ὅλα ποῦ νὰν τὰ θυμᾶμαι τώρα !
  • 86:15 - 86:19
    Μὰ δὲν ξεχνῶ, πὼς ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ
    καὶ τοῦτος καὶ κεῖνος...
  • 86:19 - 86:22
    οὖλοι σας εἴσαστε σύμφωνοι
    σ᾿ ὅ,τι σᾶς ἔλεγα
  • 86:22 - 86:25
    καὶ σκύβατε τ᾽ ἀδειανό σας κεφάλι μπροστὰ
    στην Κουκουβάγια καὶ στὸ Μῶμο.
  • 86:26 - 86:28
    Τρεῖς μοναχὰ κουβέντες
    µου φτάνουνε νὰ δείξουνε,
  • 86:28 - 86:30
    πὀσο δούλεψα γιὰ τὸ καλὸ τῆς Πατρίδας,
  • 86:30 - 86:34
    γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν πολιτῶν
    σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
  • 86:34 - 86:38
    α᾿) Απόδειξα, πὼς η ψυχή µας
    εἶναι ἀθάνατη !
  • 86:38 - 86:39
    ᾿Υπάρχει λοιπὸν ψυχή !
  • 86:40 - 86:43
    Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε
    (πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑπάρχουνε)
  • 86:43 - 86:46
    κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί !
  • 86:46 - 86:48
    “Ἡ φοβέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων
  • 86:48 - 86:51
    μᾶς συγκρατάει νὰ μὴν κολάζουµε
    τὴν ψυχη µας...
  • 86:51 - 86:52
    καὶ νὰ μὴν πηγαίνουμε φυλακή !
  • 86:53 - 86:59
    "Αντρες ᾿Αθηναῖοι ! Αν δὲν ὑπῆρχε κράτος,
    δὲ θὰ ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες
  • 86:59 - 87:00
    μήτε κι ἀθάνατη ψυχη !
  • 87:00 - 87:03
    Οἱ βασανισμένοι τῆς ζωῆς
    πρέπει νὰ πιστέβουµε,
  • 87:03 - 87:06
    πὼς θὰ χαροῦμε καὶ θὰ βασιλέψουμ’ αἰώνια,
  • 87:06 - 87:08
    -- φτάνει νὰ πεθάνουμε πρῶτα !
  • 87:08 - 87:11
    Δὲν κάνει νὰ παίρνουμε πίσου
    μὲ τὰ χέρια µας
  • 87:11 - 87:14
    ὅ,τι μᾶς παίρνουν οἱ ἀφέντες
    μὲ τὴ δύναμη καὶ μὲ τὴν πονηριὰ
  • 87:14 - 87:17
    -- δηλαδη μὲ τὰ δικά µας τ᾽ἅρματα
    καὶ μὲ τὴν ψῆφο τὴ δικιά µας.
  • 87:18 - 87:21
    ᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ
    στὸν ἄλλο κόσµο.
  • 87:21 - 87:25
    Θὰ βράζουνε µέσα στὸ καζάνι τῆς πἰσσας
    στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.
  • 87:25 - 87:30
    Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ ἐμεῖς, θὰ γίνουμε
    κακοὶ καὶ τότε θὰ χάσουμε τὴν ψυχἠ µας
  • 87:30 - 87:32
    καὶ θὰ βράζουμ’ ἐμεῖς µέσα στὸ καζάνι ! !
  • 87:33 - 87:39
    β’) Δὲν εἴτανε λόγος-ἀέρας, εἴταν ἀγκωνάρι
    µαρμαρένιο τούτ’ ἡ διδασκαλία µου.
  • 87:39 - 87:45
    Γι αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωκα τὴν τετράγωνη φόρμα:
    «προτιμῶ ν᾿ ἀδικιέμαι παρὰ ν ἆδικῶ !»
  • 87:45 - 87:48
    Τοῦτο τ᾿ ἀγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
    στὸν ἅμμο καὶ στὸ νερό:
  • 87:48 - 87:50
    στὶς φυχὲς τῶν ἀδυνάτων !
  • 87:51 - 87:54
    "Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ ἄνθρωπος,
    τόσο πιότερο κι ἀναποφάσιστος᾽
  • 87:55 - 87:59
    ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο
    ἀνασαίνει καὶ σχέφτεται καὶ θυµώνει.
  • 87:59 - 88:02
    Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη
    στὸν ἑαφτό σου,
  • 88:02 - 88:04
    γιὰ ν᾿ ἀντισταθεῖς στὴν ἀδικιὰ ---
  • 88:04 - 88:06
    καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα γιὰ ν᾿ ἀδικῆσεις !
  • 88:07 - 88:10
    Μαθημένος νὰ φοβᾶσαι,
    δὲ θέλεις νὰ φοβηθεῖς περισσότερο.
  • 88:10 - 88:14
    ᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα τῆς ἀβουλίας,
    στὸν ἐγωισμὸ τοῦ πόνου.
  • 88:14 - 88:17
    Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σοῦ παίρνουν
    τὰ ὅσα δὲν ἔχεις,
  • 88:17 - 88:20
    μὰ δὲν ἀγγίζεις καὶ τὰ λίγα πὀ χεις :
  • 88:20 - 88:24
    νηστέβεις ἀπὸ δικοῦ σου τὸ φαγί,
    τὸ πιοτὸ καὶ τὶς γυναῖκες·
  • 88:24 - 88:28
    μισεῖς τὸν ήλιο, τὴ θάλασσα,
    τὸν ἀγέρα τοῦ δάσου καὶ τὴν κίνηση
  • 88:28 - 88:33
    κι ἆποζητᾶς τὴν ἀρρώστια, τὰ βάσανα,
    την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
  • 88:33 - 88:35
    για να πας στον παράδεισο,
  • 88:36 - 88:38
    «Ό πόνος ἠθικοποιεῖ »
  • 88:38 - 88:43
    Ύψωνα λοιπὸν μεσουρανὶς γιὰ φλάμπουρο
    τοῦ κοπαδιοῦ τὴ χαρὰ τοῦ πόνου.
  • 88:43 - 88:45
    Γιὰ ὅσους δὲν µποροῦνε
    νὰ βαστάξουνε τὸν πόνο,
  • 88:45 - 88:47
    φροντίσαν οἱ νόμοι τοῦ Σόλωνα·
  • 88:48 - 88:51
    χτίσανε παράµερες ἐκκλησιὲς
    τῆς Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
  • 88:51 - 88:55
    ᾿Ἔκεῖ μέσ᾽ ἀγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ
    τὴν τελειότητα,
  • 88:55 - 88:57
    δηλαδή τὴ λησμονιὰ τοῦ ἑαφτοῦ του.
  • 88:58 - 89:04
    γ’) Τὴν ἴδια γνώμη τὴν εἶπα κι ἀλλιῶς :
    «Οὐδεὶς εκὼν κακός».
  • 89:04 - 89:07
    ᾿Αφτὸ θὰ πεῖ : μὴν τιμωρεῖτε
    τοὺς ἀδικητάδες
  • 89:07 - 89:08
    γιατὶ θὰν τοὺς... ἄδικῆσετε.
  • 89:08 - 89:13
    Εΐναι ἀθῶοι ! Δὲν ξέρουν
    ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή !
  • 89:13 - 89:15
    "Αμα τοὺς διδάξουµε
    τί είναι καλὸ καὶ κακό,
  • 89:15 - 89:18
    θὰ λείψουν ἀπὸ τὸν κόσμο
    κάκητα κι αδικεμὸς
  • 89:18 - 89:20
    καὶ θὰ βασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
  • 89:20 - 89:22
    Χρειάζονται σκολειά.
  • 89:22 - 89:24
    Καὶ τὰ σκολειὰ θὰν τὰ χτίζουν
    οἱ ἀδικητάδες.
  • 89:25 - 89:26
    Ξέρετε γιατί ;
  • 89:27 - 89:30
    Καλὸ καὶ δίκιο καὶ χρέος
    εἶναι ἢ σακούλα τους.
  • 89:30 - 89:33
    Θα μαθαίνουνε λοιπὸν οἱ ἴδιοι
    στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ
  • 89:33 - 89:36
    νὰ μην ἄντιστέκονται στὴν ἀδικιά,
    ὅταν μεγαλώσουν.
  • 89:38 - 89:41
    Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
    τὸ καθεστὸς τῆς ἄνισότητας,
  • 89:41 - 89:43
    «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 89:44 - 89:46
    Φυσικὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ σκοτώσετε
    γι ἀφτό !
  • 89:47 - 89:50
    Οἱ μελλούμενες πολιτεῖες θὰ ξέρουνε
    καλύτερα τὴ δουλειά τους.
  • 89:50 - 89:55
    Αμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ
    θὰ δουλέβουν ἀδερφικὰ
  • 89:55 - 89:58
    νὰ χωρίζουνε τοὺς πολίτες σὲ χορτάτους
    καὶ σὲ κορόιδα
  • 89:58 - 90:01
    καὶ νὰ ταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα
    μὲ τὴν «ἁρμονία τῶν τάξεων».
  • 90:01 - 90:05
    Αϕτηνῆς τῆς ἁρμονίας στάθηκα
    πρῶτος μαέστρος.
  • 90:05 - 90:07
    Κι ἂς μὲ σκοτώνετε γι ἄθεο.
  • 90:08 - 90:12
    Τὰ δικά µου τὰ µαθήµατα θὰν τὰ κάνουνε
    µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί.
  • 90:12 - 90:14
    Θἁ μὲ τιµήσουνε γιὰ προφήτη τοῦ Θεοῦ τους
  • 90:14 - 90:17
    καὶ θὰ ζωγραφίζουνε τὰ μοῦτρα µου
    στὶς ἐκκλησιές τους
  • 90:17 - 90:20
    μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο
    γύρω στὰ τσουλούφια µου.
  • 90:30 - 90:36
    ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
  • 90:36 - 90:40
    Δεν ήτανε γέννα τῆς κόλασης, ποὺ
    ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
  • 90:40 - 90:44
    γιὰ νὰ σᾶς βάνει τρικλοποδιὲς καὶ νὰ σᾶς
    γρουσουζέβει, τὸ δαιµόνιό µου !
  • 90:44 - 90:45
    Είτανε κάτι χειρότερο !
  • 90:46 - 90:50
    Δὲν εἴτανε καινούριο, καθὼς
    τὸ γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι,
  • 90:50 - 90:54
    Ἐϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση τοῦ Κοπαδιοῦ,
    η προπατορικὴ σκλαβιά,
  • 90:54 - 90:58
    πού δενε τὴν ψυχη µου μὲ τὶς δικές σας,
    γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρτες,
  • 90:58 - 91:01
    ἀκατάλυτο κάστρο τῆς πολιτείας τῶν ἀνόμων.
  • 91:02 - 91:04
    Δὲν εἴταν ἄγγελος ὁδηγός, ποὺ μὲ φώτιζε·
  • 91:04 - 91:08
    εἴτανε φύλακας ἄγγελος
    τῆς δηµόσιας Ψεφτιᾶς, ποὺ μὲ τύφλωνε.
  • 91:09 - 91:11
    Είτανε «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον»
  • 91:11 - 91:15
    γινομένο µέσα µου φωνή καὶ θέλημα
    τῶν θεῶν καὶ τοῦ Λόγου.
  • 91:15 - 91:20
    Εἴταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα
    «Μη ! » καὶ «Πίσω !».
  • 91:20 - 91:24
    Είτανε τὸ δαιμόνιο τὸ δικό σας,
    ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι
  • 91:24 - 91:27
    -- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε
    καὶ δυνατότερο.
  • 91:28 - 91:30
    Αν τὸ μισῶ, λέει !
  • 91:30 - 91:34
    "Αχ ! νὰ μποροῦσα νὰν τὸ παράδινα
    στὸ πατριωτικὀ σας μένος
  • 91:34 - 91:37
    νὰν τοῦ βγάζατε τὰ μάτια
    νὰν τοῦ κόβατε τὴ μύτη καὶ τ ἀφτιά·
  • 91:37 - 91:42
    νὰν τοῦ χύνατε λάδι τσιτσιριστὸ
    κι ἁλάτι χοντρὸ µέσα στὶς πληγές του'
  • 91:42 - 91:45
    νὰν τοῦ καρφώνατε πέταλα στὶς πατοῦσες του
    μὲ ταβανόπροχες·
  • 91:45 - 91:49
    νὰν τὸ δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι
    καὶ βρέχοντάς το μὲ πετρόλαδο καὶ πίσσα
  • 91:49 - 91:52
    νὰν τοῦ βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τοῦρκος !
  • 91:52 - 91:54
    ᾽Αφτὸ μὲ σαλαγοῦσε καὶ μὲ κέντρωνε
  • 91:54 - 91:57
    ζεμένονε στὸ κάρο τῆς Δημοκρατίας
    τῶν «ἀρίστων»,
  • 91:57 - 92:02
    ἀφτὸ μ᾿ ἔκανε νὰ περπατάω κοιµάµενος
    σὰν τ᾽ ἄλογα τὸν ἴσιο δρόµο τῆς συνήθειας
  • 92:02 - 92:04
    -- καὶ νὰ μὴν παραστρατίζω.
  • 92:04 - 92:07
    Αφτό μ'έκανε νὰ ξετινάζω καὶ νὰ κοροϊδέβω
    τοὺς ἄνομους,
  • 92:07 - 92:10
    ἀντὶς νὰ κοροϊδέβω καὶ νὰ ξετινάζω
    τοὺς νόµους᾽
  • 92:10 - 92:13
    νὰ ταπεινώνω τοὺς ἀνίδεους,
    ἀντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι.
  • 92:14 - 92:16
    Μὰ τώρα τὸ ζητάω καὶ δὲν τὸ βρίσκω.
  • 92:16 - 92:20
    Μ᾽ ἔχει παρατήσει δῶ καὶ
    κάµποσους μῆνες, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι.
  • 92:20 - 92:24
    Ξαναγύρισε, μιὰς καὶ πεθαίνω,
    στη Διεύθυνση τῆς Γενικῆς ”Ασφάλειας
  • 92:24 - 92:26
    νὰ παραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶ νὰ προβιβαστεῖ !
  • 92:29 - 92:33
    Ὅταν ὁ Περικλὴς μᾶς ἔλεγε, πὼς η δύναμη
    κ᾿ η καλοπέραση τῆς πολιτείας
  • 92:33 - 92:38
    εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη)
    τῶν δυστυχισµένων,
  • 92:38 - 92:40
    δὲν ήθελα νὰ παραδεχτῶ πὼς
    κορόιδεβε.
  • 92:40 - 92:45
    Τί ἐννοοῦσε λέγοντας πολιτεία;
    Όλους μας; "Όχι βέβαια.
  • 92:46 - 92:49
    ᾿Αν ὅλοι µας ἐφτυχοῦμε, δὲν ἔχει κανένας
    ἀνάγχκη νὰ σωθεῖ.
  • 92:49 - 92:55
    ᾿Εννοοῦσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραλῆδες
    καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους.
  • 92:56 - 92:58
    "Όταν ἐκεῖνοι τρῶνε, χορταίνουμ᾽ ἐμεῖς'
  • 92:58 - 93:01
    κι ὅταν ἀφτοὶ θησαβρίζουν,
    ἐμεῖς πλουταίνουµε΄
  • 93:01 - 93:05
    κι ὅταν ἐκεῖνοι δὲ γίνονται πλουσιὁτεροι,
    φτωχαίνουµ’ ἐμεῖς περισσότερο·
  • 93:05 - 93:08
    κι ὅταν ἐκεινῶν η περιουσία
    βρίσκεται σὲ κίντυνο,
  • 93:08 - 93:10
    χάνουμ’ ἐμεῖς τὸν ὕπνο µας !...
  • 93:10 - 93:13
    Ὁ πρῶτος, βλέπετε, πολιτικὸς
    καὶ παραλὴς τῆς ᾿Αθήνας
  • 93:13 - 93:17
    ὕψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια
    τοῦ φλομωμένου πλήθους
  • 93:17 - 93:19
    τὴν ἀτιμία τῶν ὀλίγων σὲ χρέος,
  • 93:19 - 93:22
    µεγαλεῖο καὶ δόξα τῶν πολλῶν,
    -- τῆς Πατρίδας !
  • 93:23 - 93:27
    Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπε νὰ δώσουμε
    τὴ ζωή µας γιὰ τοὺς «ἀρίστους»,
  • 93:27 - 93:30
    ἂν θέλαµε νὰ σώσουμε
    τὴν πείνα µας τὴν παντοτινὴ
  • 93:30 - 93:33
    καὶ τὸν ὕπνο µας τὸ µακάριο,
    γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αἰώνιο !...
  • 93:33 - 93:34
    Καταλάβατε :
  • 93:35 - 93:37
    Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰς τὸ ἔξηγῶ.
  • 93:37 - 93:39
    Μὰ τότες η µέσα µου φωνή τοῦ κοπαδιοῦ,
  • 93:39 - 93:42
    -- τὸ δαιμόνιο --- δὲ μ᾿ ἄφηνε
    νὰν τὸ νιώσω.
  • 93:43 - 93:46
    "Ἔβρισκα μάλιστα,
    πὼς καλὰ μᾶς τά λεγε ὁ γέρος,
  • 93:46 - 93:49
    γιατὶ συμφωνούσανε μὲ τὴν...
    ἀπόλυτη Λογική !
  • 93:51 - 93:55
    Σὰν ἄρχεψε νὰ μοῦ στρίβει,
    νὰ ψυχανεμίζοµαι, πὼς δὲν κρίνω σωστὰ
  • 93:55 - 93:56
    καὶ πὼς τὸ μυαλό µου κάνει νερά,
  • 93:56 - 94:00
    ὁ φύλακας ἄγγελός σας ἔσφιξε
    τὴ βρακοζώνα του κι ἄνοιξε τὰ φτερά του
  • 94:00 - 94:03
    καὶ πέταξε τρίζοντας τὰ δόντια του.
    Οὔστ !...
  • 94:04 - 94:05
    Μὰ πάλε δὲν ησύχασα !
  • 94:05 - 94:08
    Μόλις ἔφυγε, κι ἄρχεψε νὰ μὲ τρώει
    ἄλλο σαράκι.
  • 94:08 - 94:12
    Ο μετανιωμὸς γιὰ τὸ κακό, ποὺ ἔκανα
    καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου
  • 94:12 - 94:13
    καὶ στοὺς µελλούμενους,
  • 94:13 - 94:16
    ὅσο θὰ κυβερνᾶνε τὸν κόσμο
    τ᾽ ἄδικο κ᾿ η ψεφτιά.
  • 94:16 - 94:18
    Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
  • 94:18 - 94:20
    Έπρεπε νὰ διορθώσω τὸ κακό !
  • 94:20 - 94:24
    Καὶ νὰ τί θά κανα, ἂν δὲν προλαβαίνατε
    νὰ μὲ σκοτώσετε.
  • 94:25 - 94:27
    Τὸ λαρύγγι του στέγνωσε.
  • 94:27 - 0:00
    Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό,
    μὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ ποτήρι καὶ νερό!
  • Not Synced
    Κάποιος ἀστεῖος τοῦ φώχαξε :
  • Not Synced
    «Δὲν καταπίνεις τὴν κλεψύδρα
    νὰ τελειώνουμε ;»
  • Not Synced
    Χάχανα καὶ θόρυβος.
  • Not Synced
    Πολλοί, ποὺ κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι
  • Not Synced
    κι ἀρχίσανε νὰ γρυλλίξουν.
  • Not Synced
    "Αλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα
    τοῦ κλητήρα νὰν τοὺς πεῖ,
  • Not Synced
    πόσο νερὸ µνέσκει ἀκόμα µέσα στὸ λαγήνι.
  • Not Synced
    'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ὕστερα
    σηκώνοντας τὸ δεξί του χέρι
  • Not Synced
    ἔσυρε δυὸ τρεῖς φορὲς τὸ µεγάλο δάχτυλο
    πάνου στὸ δέφτερο κόµπο τοῦ δείχτη.
  • Not Synced
    "ο Σωκράτης κατάπιε τὸ σάλιο του καὶ ξακολούθησε.
  • Not Synced
    Γι ἀφτὰ ποὺ δίδαξα, θά πρεπε νὰ μὲ κάνετε
    χρυσόνε καὶ νὰ μὲ προσχυνᾶτε.
  • Not Synced
    Gι’ ἀφτὰ ποὺ θά κανα, ἂν ἐζοῦσα,
    θά πρεπε μὲ τὸ δίκιο σας
  • Not Synced
    ὄχι νὰ μὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰ νὰ μὲ
    κοπανίσετε ζωντανὸ µέσα στὸ γουδί,
  • Not Synced
    ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θὰ κοπανἰσει
    τὸ «ἤνωνα τὸν Ελεάτη,
  • Not Synced
    γιὰ νὰ μάθει νὰ διδάσκει τὴν ἀρετὴ
    ὅσο θέλει,
  • Not Synced
    μὰ νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὴν παλιανθρωπιὰ
    τῶν ἀρχόντων.
  • Not Synced
    Θά πρεπε νὰ μοῦ κόψετε τὴ γλώσσα,
  • Not Synced
    καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θὰ κόψει
    τὴ γλώσσα τοῦ ᾿Υπερείδη τοῦ ρήτορα,
  • Not Synced
    γιὰ νὰ µάθει, πὼς μπορεῖ νὰ προδίνει
    τὴν πατρίδα του,
  • Not Synced
    μὰ δὲν κάνει νὰ βρίζει
    καὶ τὸν ξένο µισθοδότη...
  • Not Synced
    Θά µουνα πραγματικὰ ἐπικίντυνος
    στὴ δηµόσια τάξη,
  • Not Synced
    στὸ «συμφέρον τοῦ κρείττονος».
  • Not Synced
    Καἱ νὰ ρίχνατε τὸ κουφάρι µου
    μακριὰ στὸν Κορινθιακὸ
  • Not Synced
    η σὲ χανένα φαράγγι τοῦ Κιθαιρώνα
    -- «μὴ ταφήναι ἐν γη ἁττικῇ»
  • Not Synced
    Δὲν ὑπάρχει µεγαλύτερη ἀτιμία καὶ
    προδοσία ἀπὸ τὸ νὰ λὲς τὴν ἀληθεια !...
  • Not Synced
    Θὰ πήγαινα, ποὺ λέτε, στοὺς λαϊκοὺς
    µαχαλάδες τῆς ᾽Αθῄνας,
  • Not Synced
    στὰ βρωμοχώρια τῆς ᾽Αττικῆς
    ἀπὸ τὶς Κάβο Κολόνες
  • Not Synced
    ἴσαμε τὰ Κούντουρα
    κι ἀπὸ τὴν Μούλουρη ἴσαμε τὸ Καπαντρίτι.
  • Not Synced
    Θὰ κατέβαινα στὰ σκοτεινὰ χαµόσπιτα,
    γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα,
  • Not Synced
    θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα τῆς φτωχολογιᾶς,
  • Not Synced
    στὰ καρβουνιάρικα τοῦ λιμανιοῦ,
    γιοµάτα λέρα καὶ βόχα.
  • Not Synced
    Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολἰτες !
  • Not Synced
    Αφτὸς ὁ τόπος, κι ἄν ἀκόμα
    βρισκότανε στη Σκυθία,
  • Not Synced
    ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ
    µάβρα σύνεφα
  • Not Synced
    καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια,
  • Not Synced
    πἆλε θά τανε ὁ καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους,
    γιατὶ τὸ θέλ᾽ η καρδιά σας.
  • Not Synced
    Είναι η πατρίδα.
  • Not Synced
    Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα
    δικό σας µέσα σ᾿ ἀφτῆνε :
  • Not Synced
    χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα,
    θεοὶ χ᾿ ἐξουσία, σκέψη καὶ θέληση
  • Not Synced
    --- ὅλα ξένα !
  • Not Synced
    Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος,
    ὅσο νὰ τρυπώνετε ζωντανοὶ
  • Not Synced
    καὶ νὰ θάβεστε πεθαμένοι
  • Not Synced
    καὶ τόση λεφτεριά, ὅσο νὰ κάνετε
    τὴ φυσική σας ἀνάγκη στη ρεματιά,
  • Not Synced
    ὅταν δὲ σᾶς βλέπει χὠροφύλακας...
  • Not Synced
    Καὶ ὅταν βυθίζετε τὸ μάτι σας
    πέρα στὸ γαλάζιο πέλαγος,
  • Not Synced
    ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες
  • Not Synced
    κουβαλώντας ἀπὸ τὸ στόµα τοῦ Νείλου
    κι ἀπ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο
  • Not Synced
    κι ἀπ᾿ τὶς Ἡράκλειες στῆλες
    σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες,
  • Not Synced
    περηφανέβεστε,
    πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «ἐθνικά !»
  • Not Synced
    Καὶ κανένας δὲ συλλογᾶται,
    πὼς ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ
  • Not Synced
    μαζέβονται σὲ λίγα χέρια.
  • Not Synced
    Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαῖοι καὶ Μορθιανοὶ
    σᾶς σκοτώνουνε μιὰ φορὰ
  • Not Synced
    οἱ ξένοι’ μὲ τὰ χέρια τ᾽ ἀδερφικὰ σᾶς
    σφίγγουνε τὸ καρύδι τοῦ λαρυγγιοῦ
  • Not Synced
    σ᾿ ὅλη σας τὴ ζωὴ καὶ σᾶς δολοφονοῦνε
    κάθε µέρα.
  • Not Synced
    "Οχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
  • Not Synced
    μὰ χι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας
    εἶναι δικά τους».
  • Not Synced
    Ὕστερα θὰ πῄγαινα
    στὰ νταμάρια τῆς Πεντέλης,
  • Not Synced
    στὶς μίνες τοῦ Δασκαλειοῦ καὶ τοῦ Λάβριου,
    στοὺς ταρσανάδες τοῦ Περαία,
  • Not Synced
    στὶς φάμπρικες, ποὺ φκιάνουνε σκουτάρια
    καὶ λουρίκια τοῦ πολέμου -- στοὺς δούλους!
  • Not Synced
    Θὰ κατέβαινα στ᾽ ἀμπᾶρια τῶν καραβιῶν,
    ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
  • Not Synced
    (ἄσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
    μὲ τὸ πυρωμένο σίδερο)
  • Not Synced
    βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους
  • Not Synced
    καὶ ξεφωνίζουν ἀπὸ τὰ χτυπήµατα
    τοῦ βούρδουλα,
  • Not Synced
    σὰν τύχει καὶ λιγοθυµίσουν
    ἀπὸ τὴν κοὐραση.
  • Not Synced
    θὰ πηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια,
    σὰν τοῦ ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά,
  • Not Synced
    ὅπου ζεμένοι μὲ τὰ καματερὰ
    ὀργώνουνε τὰ κατσάβραχα καὶ τὰ πουρνάρια.
  • Not Synced
    θὰ πήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα,
    στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες,
  • Not Synced
    ὅπου σηκώνουνε μὲ τὰ χέρια τους
    στὸν ἀψηλὸ οὖρανὸ
  • Not Synced
    τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς
    τοῦ πνεµατός σας, τοὺς Παρθενῶνες.
  • Not Synced
    Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα :
  • Not Synced
    «Θρακιῶτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ
    καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί !
  • Not Synced
    Οἰκέτες, θεράποντες, ἐπιστάτες,
    παιδαγωγοί, τσογλάνια.
  • Not Synced
    Μαντινοῦτες τοῦ γυναικωνίτη
    κι ἅγιες πόρνες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων.
  • Not Synced
    Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ἰδιωτικοί.
  • Not Synced
    'Ἡ ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
    πὼς εἴσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
  • Not Synced
    Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε
    τὸ σπέρµα τοῦ πατέρα σας
  • Not Synced
    νὰ σᾶς γεννήσει τέτιους.
  • Not Synced
    Ἡ τὐχη σᾶς ἔκανε κι η συνήθεια
    σᾶς ἀποτέλειωσε.
  • Not Synced
    Εἴσαστε σκλάβοι ἐσεῖς,
    γιὰ νά μαστ᾽ ἐμεῖς οἱ λέφτεροι.
  • Not Synced
    Σηχκῶστε τὸ κεφάλι καὶ κοιτάχτε
    τὸν ἀνοιξιάτικο ουρανὀ.
  • Not Synced
    Ἔχετε ξεχάσει τὸ βάθος καὶ τὸ χρῶμα του.
  • Not Synced
    Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ἀκρογιάλια
    κι ἀστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος.
  • Not Synced
    Κάποτες εἴσαστε καὶ σεῖς λέφτεροι
    κι ἄδικοι,
  • Not Synced
    γιὰ νὰ γίνετ ἐδῶ σκλάβοι χι ἀδικημένοι
  • Not Synced
    --- σεῖς, οἱ προγόνοι σας, ἀδιάφορο !
  • Not Synced
    Εϊσαστε τὸ µεγάλο ψυχομέτρι.
  • Not Synced
    Νιῶστε τὴ δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθεῖτε
    μὲ τοὺς ἀδικημένους λέφτερους.
  • Not Synced
    Νὰ σηκώσετε μοναχὰ τὰ σφυριά, τὰ δρεπάνια,
    τὰ πελέκια, τὰ κρικέλια σας
  • Not Synced
    καὶ θὰ γίνει κουρνιαχτὸς ὁλάκερ'
    η δημοκρατία τῶν “ἀρίστων”
  • Not Synced
    Νὰ τοὺς πάρετε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ νὰ τοὺς
    βάνετε νὰ δουλέβουνε, γιὰ νὰ τρῶνε».
  • Not Synced
    -- «Καὶ νὰ καθόμαστ᾽ ἐμεῖς»,
  • Not Synced
    θ᾽ἀπαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι
    νὰ σέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ
  • Not Synced
    μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ
    ξεκοιλιάζουνε τοὺς ἀδύνατους.
  • Not Synced
    -- «Όχι», θὰ φώναζα ἐγώ.
  • Not Synced
    «Θὰ δουλέβουνε κ᾿ ἀφτοὶ καὶ σεῖς.
  • Not Synced
    Κοινή δουλειά, κοινὰ τ᾽ ἀγαθὰ
    κι ἡ λεφτεριά...»
  • Not Synced
    -- «Αμ τότες ἂς λείπει τέτια λεφτεριά.
    Δὲ μᾶς κάνει...»
  • Not Synced
    -- «Μην πειράζεστε !
    Σὰν ἔρτει κείν᾽ ἡ ὥρα,
  • Not Synced
    θὰ μπεῖτε σὲ δρόµο νὰ γίνετε ἀνθρῶποι·
    νὰ λυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη,
  • Not Synced
    τὸ σῶμα σας, τὴν ψυχή σας
    καὶ τὸ πνέµα σας».
  • Not Synced
    -- «Ποιοί, µωρέ, θὰ μᾶς βάλουνε σὲ δρόµο ;»
    πάλε θὰ ξεφωνούσανε.
  • Not Synced
    -- «Οἱ Σκύθες !».
  • Not Synced
    Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ
    σὰ ρουκέτα :
  • Not Synced
    «Τέλειωσε τὸ νερό !» Εἴταν ὁ κλητήρας.
  • Not Synced
    Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν ἀπάνου μ᾿ὁρμὴ
    ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας
  • Not Synced
    καὶ τρέξαν ὅλοι πατεῖς µε πατῶ σε κατὰ τὴν πόρτα.
  • Not Synced
    Δὲν εἴτανε πυρκαϊά. Δὲν εἴτανε σεισμός.
  • Not Synced
    Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
    ἀναμεταξύ τους
  • Not Synced
    ποιὸς θὰ πάει πρῶτος στὸ ταμεῖο
    νὰ πάρει τὸ µιστό του !
  • Not Synced
    ᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητῆρες ὁρμήσανε
    κατὰ τὴν πόρτα γιὰ τὴν ἴδια δουλειὰ
  • Not Synced
    κι ἀφήσανε τὸ Σωκράτη µοναχό του
    πάνου στὸ βῆμα νὰ πικρογελᾶ.
  • Not Synced
    Καὶ κεῖνος, μὲ τὴν παντοτινή του γαλήνη
    στὴν ψυχἠ καὶ στὸ πρόσωπο,
  • Not Synced
    κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ βῆμα
    παρακάλεσε τὸν Πλάτωνα,
  • Not Synced
    ποὺ στεκότανε σαστισµένος ἐκεῖ κοντά,
    νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή :
  • Not Synced
    «Δὲν ξέρω, καημένε, µήτε ποῦ βρίσκεται
    µήτε κι ἀπὸ ποιὸ δρόµο πᾶνε !»
Title:
Sandbox
Description:

more » « less
Video Language:
English
Team:
Captions Requested
Duration:
01:46:39
Claude Almansi edited Greek subtitles for Sandbox
Dimitris Mitsariwnas edited Greek subtitles for Sandbox
Dimitris Mitsariwnas edited Greek subtitles for Sandbox
Dimitris Mitsariwnas edited Greek subtitles for Sandbox
Claude Almansi edited Greek subtitles for Sandbox
Claude Almansi edited Greek subtitles for Sandbox
Claude Almansi edited Greek subtitles for Sandbox
Claude Almansi edited Greek subtitles for Sandbox
Show all

Greek subtitles

Incomplete

Revisions Compare revisions