1 00:00:14,941 --> 00:00:34,917 Κώστας Βάρναλης Η αληθινή απολογία του Σωκράτη 2 00:00:38,654 --> 00:00:41,668 Το πώς γεννήκανε τα πραμματα 3 00:00:41,838 --> 00:00:43,642 Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι 4 00:00:43,642 --> 00:00:46,646 (ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα, 5 00:00:46,646 --> 00:00:48,175 νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι 6 00:00:48,175 --> 00:00:51,380 ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ ρουθούνια γιοµάτα τρίχες' 7 00:00:51,380 --> 00:00:54,256 ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά), 8 00:00:54,256 --> 00:00:58,601 οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα, σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα, 9 00:00:58,601 --> 00:01:02,746 μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ. 10 00:01:02,746 --> 00:01:06,941 Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους 11 00:01:06,941 --> 00:01:08,660 ρουχαλίζανε ρυθμικά. 12 00:01:08,942 --> 00:01:12,119 Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανὸ 13 00:01:12,119 --> 00:01:15,949 καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε. 14 00:01:15,949 --> 00:01:21,222 Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ 15 00:01:21,222 --> 00:01:25,092 καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά, 16 00:01:25,092 --> 00:01:29,354 ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας, 17 00:01:29,354 --> 00:01:32,980 του σκίνου και τοῦ θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα Γῆς. 18 00:01:36,607 --> 00:01:40,642 Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι, γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή, 19 00:01:40,912 --> 00:01:44,239 λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια, τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους 20 00:01:44,239 --> 00:01:48,460 µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια. 21 00:01:49,858 --> 00:01:53,548 Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη 22 00:01:53,759 --> 00:01:58,110 περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο. 23 00:01:58,832 --> 00:02:02,101 Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ὁ µυλωνάς. 24 00:02:02,637 --> 00:02:06,460 Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού, 25 00:02:06,460 --> 00:02:08,462 µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε. 26 00:02:09,198 --> 00:02:14,796 Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου». 27 00:02:15,801 --> 00:02:19,902 Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι. 28 00:02:19,902 --> 00:02:24,470 Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα. 29 00:02:25,267 --> 00:02:30,001 Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ 30 00:02:30,001 --> 00:02:32,706 και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια 31 00:02:32,706 --> 00:02:37,212 (τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, 32 00:02:37,212 --> 00:02:41,068 λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε κι ἀφτά, μουρμούρισε: 33 00:02:41,802 --> 00:02:45,506 «Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι, ν᾿ἀπολογηθεῖτε. 34 00:02:46,428 --> 00:02:49,947 Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα. 35 00:02:51,994 --> 00:02:54,814 Οἱ δικαστάδες θυµώσανε μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο 36 00:02:54,814 --> 00:02:57,509 και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. 37 00:02:58,019 --> 00:03:01,684 Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα, 38 00:03:01,684 --> 00:03:05,049 το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη. 39 00:03:05,481 --> 00:03:07,443 Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο 40 00:03:07,443 --> 00:03:10,779 μπροστά στο Νόμο τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη. 41 00:03:11,071 --> 00:03:13,240 Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι. 42 00:03:13,785 --> 00:03:17,302 Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα 43 00:03:17,302 --> 00:03:22,317 τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε. 44 00:03:22,751 --> 00:03:25,404 Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί κι ἀφτὸ δὲν κλαίει, 45 00:03:25,404 --> 00:03:29,296 πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο, ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε 46 00:03:29,296 --> 00:03:31,795 και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει τὴ δύναμη τοὺς, 47 00:03:31,795 --> 00:03:36,126 τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, 48 00:03:36,126 --> 00:03:38,749 πού τον κατηγόρησαν οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής. 49 00:03:39,512 --> 00:03:42,994 'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους, έκανε: χμ. 50 00:03:43,574 --> 00:03:46,672 Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύµφωνα με το Νόμο), 51 00:03:46,672 --> 00:03:51,762 ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία, κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε 52 00:03:51,762 --> 00:03:53,426 και δεν απάντησε τίποτα. 53 00:03:53,984 --> 00:03:58,120 Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του. 54 00:03:58,802 --> 00:04:04,322 Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω, 55 00:04:04,322 --> 00:04:08,849 κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας. 56 00:04:08,849 --> 00:04:11,478 Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη». 57 00:04:12,248 --> 00:04:15,396 «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. 58 00:04:15,396 --> 00:04:18,460 «Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα 59 00:04:18,460 --> 00:04:21,891 να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιὀ. 60 00:04:21,891 --> 00:04:25,928 Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς. 61 00:04:26,396 --> 00:04:28,413 Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου 62 00:04:28,413 --> 00:04:30,828 (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω) 63 00:04:30,828 --> 00:04:34,124 ζεστές κι αφράτες ἐκείνες τις ὡραίες µελόπιτες, 64 00:04:34,124 --> 00:04:37,552 που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου, 65 00:04:37,552 --> 00:04:38,946 τον γιό τῆς Παρθένας. 66 00:04:39,524 --> 00:04:43,880 Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό 67 00:04:43,880 --> 00:04:46,713 παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο». 68 00:04:49,116 --> 00:04:53,524 Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία, 69 00:04:53,524 --> 00:04:55,237 γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους, 70 00:04:55,237 --> 00:04:57,776 σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. 71 00:04:57,776 --> 00:05:01,755 Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: 72 00:05:02,345 --> 00:05:05,041 «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, 73 00:05:05,043 --> 00:05:07,962 ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ὁλωνώνε σας». 74 00:05:08,697 --> 00:05:12,931 Πωπώ! τί γένηκε τότες! Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε. 75 00:05:12,931 --> 00:05:16,176 Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, ἄλλοι αρπάξανε πέτρα 76 00:05:16,176 --> 00:05:19,588 κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά 77 00:05:19,588 --> 00:05:22,282 για να τον ξεσχίσουνε κι όλοι φωνάζανε µαζί, 78 00:05:22,282 --> 00:05:23,952 ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη. 79 00:05:24,401 --> 00:05:28,573 ᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους. 80 00:05:29,018 --> 00:05:32,370 Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι ανθρώποι 81 00:05:32,370 --> 00:05:35,328 και χασοµερίσαν όλη µέρα γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα; 82 00:05:36,024 --> 00:05:39,500 Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν. 83 00:05:39,981 --> 00:05:41,972 Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ 84 00:05:41,972 --> 00:05:46,235 το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους, µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... 85 00:05:46,235 --> 00:05:52,010 Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! 86 00:05:53,020 --> 00:05:56,777 Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του, 87 00:05:56,777 --> 00:06:00,305 τόνε καταδικάσαν αφτοί, με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους 88 00:06:00,305 --> 00:06:03,227 (πάλε σύµφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι. 89 00:06:04,428 --> 00:06:08,253 Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος απὸ κέφι και δύναμη. 90 00:06:08,413 --> 00:06:11,754 Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του, 91 00:06:11,754 --> 00:06:14,883 στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα 92 00:06:14,883 --> 00:06:18,606 και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, 93 00:06:18,606 --> 00:06:20,595 ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου. 94 00:06:23,195 --> 00:06:26,599 Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε, φίλοι και µαθητάδες, 95 00:06:26,739 --> 00:06:31,010 όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους, µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε, 96 00:06:31,010 --> 00:06:33,963 πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος, ο Νόμος είτανε δίκαιος 97 00:06:33,963 --> 00:06:38,020 κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος· 98 00:06:38,588 --> 00:06:43,462 και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη. 99 00:06:43,502 --> 00:07:06,828 Το πώς γενήκανε τα πράματα 100 00:07:17,735 --> 00:07:30,526 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 101 00:07:31,146 --> 00:07:34,254 ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… 102 00:07:35,516 --> 00:07:38,158 Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! 103 00:07:38,627 --> 00:07:41,106 Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… 104 00:07:41,932 --> 00:07:43,716 Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, 105 00:07:43,716 --> 00:07:46,527 δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί 106 00:07:46,527 --> 00:07:48,551 και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει 107 00:07:48,551 --> 00:07:50,364 το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. 108 00:07:51,205 --> 00:07:55,283 Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα 109 00:07:55,283 --> 00:07:58,435 μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή. 110 00:07:58,953 --> 00:08:03,614 Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω 111 00:08:04,109 --> 00:08:07,391 Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. 112 00:08:07,784 --> 00:08:10,044 Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο 113 00:08:10,044 --> 00:08:13,276 και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. 114 00:08:13,714 --> 00:08:15,909 Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. 115 00:08:16,397 --> 00:08:19,405 Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! 116 00:08:19,774 --> 00:08:24,344 Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. 117 00:08:24,735 --> 00:08:27,069 Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! 118 00:08:27,458 --> 00:08:29,981 Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα 119 00:08:30,321 --> 00:08:32,193 (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) 120 00:08:32,193 --> 00:08:35,676 εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος. 121 00:08:36,269 --> 00:08:40,279 Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. 122 00:08:40,471 --> 00:08:44,868 Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, 123 00:08:44,868 --> 00:08:47,736 που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, 124 00:08:47,736 --> 00:08:49,535 γιατί δεν υπάρχει πουθενά. 125 00:08:49,998 --> 00:08:53,501 Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη 126 00:08:53,501 --> 00:08:55,241 και πόνους αβάσταγους. 127 00:08:55,780 --> 00:08:58,847 Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! 128 00:08:59,220 --> 00:09:02,929 Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, 129 00:09:02,929 --> 00:09:07,025 που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα! 130 00:09:08,051 --> 00:09:11,602 Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια 131 00:09:11,602 --> 00:09:14,265 που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν 132 00:09:14,265 --> 00:09:16,337 ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. 133 00:09:16,617 --> 00:09:19,515 Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει 134 00:09:19,515 --> 00:09:22,632 και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. 135 00:09:22,919 --> 00:09:26,156 Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! 136 00:09:26,492 --> 00:09:31,539 Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! 137 00:09:31,941 --> 00:09:36,737 Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! 138 00:09:37,063 --> 00:09:41,423 Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, 139 00:09:41,544 --> 00:09:44,822 και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! 140 00:09:45,201 --> 00:09:47,979 Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι 141 00:09:47,979 --> 00:09:51,238 εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. 142 00:09:51,685 --> 00:09:54,709 Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, 143 00:09:54,976 --> 00:09:57,752 κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή 144 00:09:57,752 --> 00:09:59,654 σαν της μαϊμούς και του τράγου. 145 00:10:00,099 --> 00:10:04,080 Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες 146 00:10:04,080 --> 00:10:06,705 μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός. 147 00:10:07,943 --> 00:10:11,536 Βέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! 148 00:10:11,536 --> 00:10:15,759 Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων 149 00:10:15,759 --> 00:10:17,678 ή καμιά βλαστήμια δική σας. 150 00:10:18,008 --> 00:10:21,898 Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. 151 00:10:22,350 --> 00:10:24,680 Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· 152 00:10:25,078 --> 00:10:28,096 ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. 153 00:10:28,246 --> 00:10:31,815 Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, 154 00:10:31,815 --> 00:10:35,590 καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, 155 00:10:35,590 --> 00:10:39,546 σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. 156 00:10:40,025 --> 00:10:44,151 Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα 157 00:10:44,481 --> 00:10:46,319 και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ. 158 00:10:47,511 --> 00:10:51,324 Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. 159 00:10:51,700 --> 00:10:54,844 Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη 160 00:10:54,844 --> 00:10:56,432 στον ξεπεσμό του καιρού μας. 161 00:10:56,683 --> 00:11:00,320 Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. 162 00:11:00,533 --> 00:11:04,609 Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. 163 00:11:04,822 --> 00:11:07,672 Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη 164 00:11:07,672 --> 00:11:09,698 να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. 165 00:11:09,888 --> 00:11:13,230 Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. 166 00:11:13,524 --> 00:11:15,042 Κοιτάξτε τους κατηγόρους! 167 00:11:15,271 --> 00:11:18,913 Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! 168 00:11:19,125 --> 00:11:24,145 Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… 169 00:11:24,870 --> 00:11:28,063 Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! 170 00:11:28,531 --> 00:11:32,366 Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, 171 00:11:32,366 --> 00:11:36,660 σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». 172 00:11:37,153 --> 00:11:40,139 Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… 173 00:11:40,464 --> 00:11:42,110 Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, 174 00:11:42,110 --> 00:11:44,645 θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου 175 00:11:44,645 --> 00:11:47,440 και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, 176 00:11:47,440 --> 00:11:50,646 και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή. 177 00:11:51,562 --> 00:11:55,790 Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους 178 00:11:55,790 --> 00:11:57,334 σ’ ομορφιά και πλούτο! 179 00:11:57,840 --> 00:12:00,702 Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; 180 00:12:00,974 --> 00:12:03,144 Για το καλό της πολιτείας! 181 00:12:03,499 --> 00:12:06,487 Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. 182 00:12:06,685 --> 00:12:08,238 Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, 183 00:12:08,238 --> 00:12:10,650 θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· 184 00:12:10,650 --> 00:12:14,851 μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση 185 00:12:14,851 --> 00:12:19,610 (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, 186 00:12:19,610 --> 00:12:23,265 για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). 187 00:12:24,053 --> 00:12:27,344 Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου πέσιμο 188 00:12:27,344 --> 00:12:30,839 να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. 189 00:12:31,165 --> 00:12:34,622 Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, 190 00:12:34,622 --> 00:12:37,559 θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι κι εγώ κατήγορος. 191 00:12:38,264 --> 00:12:41,945 Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο; 192 00:12:42,198 --> 00:12:44,039 Ο γενναίος στρατηγός! 193 00:12:44,518 --> 00:12:47,794 Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο 194 00:12:47,794 --> 00:12:52,054 κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), 195 00:12:52,054 --> 00:12:55,270 ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. 196 00:12:55,615 --> 00:12:59,385 Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά 197 00:12:59,385 --> 00:13:01,498 κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. 198 00:13:01,498 --> 00:13:06,132 Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε! 199 00:13:06,334 --> 00:13:09,106 Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, 200 00:13:09,106 --> 00:13:11,435 δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του. 201 00:13:11,868 --> 00:13:15,956 Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε 202 00:13:15,956 --> 00:13:18,576 και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας 203 00:13:18,576 --> 00:13:21,687 και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός. 204 00:13:22,711 --> 00:13:27,757 Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο 205 00:13:27,757 --> 00:13:31,252 ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. 206 00:13:31,569 --> 00:13:35,477 Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη 207 00:13:35,477 --> 00:13:38,511 (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; 208 00:13:39,005 --> 00:13:41,513 Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου 209 00:13:41,513 --> 00:13:44,606 κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, 210 00:13:44,606 --> 00:13:48,618 θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, 211 00:13:48,618 --> 00:13:50,179 όπως θαν το κάνω τώρα. 212 00:13:50,780 --> 00:13:54,064 Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, 213 00:13:54,064 --> 00:13:55,515 την καλύτερη μάρκα, 214 00:13:55,515 --> 00:13:58,100 και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, 215 00:13:58,100 --> 00:14:02,427 έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! 216 00:14:03,968 --> 00:14:05,815 Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας; 217 00:14:05,968 --> 00:14:09,436 Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; 218 00:14:09,700 --> 00:14:11,589 Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό 219 00:14:11,589 --> 00:14:14,059 και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. 220 00:14:14,687 --> 00:14:17,320 Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, 221 00:14:17,320 --> 00:14:20,154 πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». 222 00:14:20,559 --> 00:14:22,099 Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, 223 00:14:22,099 --> 00:14:24,839 πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, 224 00:14:24,839 --> 00:14:27,785 που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: 225 00:14:27,785 --> 00:14:30,760 ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! 226 00:14:31,436 --> 00:14:35,940 Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, 227 00:14:35,940 --> 00:14:39,244 την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του 228 00:14:39,484 --> 00:14:44,371 και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα! 229 00:14:45,648 --> 00:14:49,729 Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι με το δίκιο τους «εραστές της πόλης», 230 00:14:49,892 --> 00:14:52,347 είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»: 231 00:14:52,456 --> 00:14:57,748 «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… 232 00:14:58,046 --> 00:14:59,696 Τίμημα θάνατος!». 233 00:15:00,210 --> 00:15:05,520 Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος». 234 00:15:05,979 --> 00:15:07,850 Όμως αληθινό παλικάρι. 235 00:15:07,850 --> 00:15:11,756 Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα να υπογράψει αυτός την κατηγορία 236 00:15:11,756 --> 00:15:15,826 και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε, 237 00:15:15,826 --> 00:15:20,185 να καταδικαστεί σε «ατιμία» — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί. 238 00:15:21,066 --> 00:15:24,169 Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα για την πατρίδα. 239 00:15:24,469 --> 00:15:27,654 Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα, μήτε τον Έπαχτο πούλησα, 240 00:15:27,654 --> 00:15:32,252 μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης! 241 00:15:32,252 --> 00:15:35,440 Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι κανέν’ αξίωμα, 242 00:15:35,440 --> 00:15:38,112 πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες των άλλων αρχόντων 243 00:15:38,112 --> 00:15:39,721 και με τα γούστα του λαού, 244 00:15:39,721 --> 00:15:42,921 πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο, πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος. 245 00:15:43,915 --> 00:15:46,514 Και πριν να δοξαστείτε σεις θανατώνοντάς με, 246 00:15:46,514 --> 00:15:49,937 παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο, 247 00:15:50,233 --> 00:15:54,334 δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας και μια με τους τριάντα τυράννους. 248 00:15:54,775 --> 00:15:58,298 Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα τα μπόγια των κατηγόρων 249 00:15:58,298 --> 00:15:59,837 και τόσο μικρούλι το δικό μου, 250 00:15:59,837 --> 00:16:03,539 θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη για νά καταδικαστώ. 251 00:16:03,942 --> 00:16:08,876 Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας. 252 00:16:08,876 --> 00:16:10,077 «Διὸς κριταί!». 253 00:16:10,476 --> 00:16:12,280 Μοναχά ψυχή και μυαλό. 254 00:16:12,280 --> 00:16:15,136 Χωρίς φαντασία και χωρίς μάταια ψιλολογήματα. 255 00:16:15,136 --> 00:16:16,706 Μια κι όξω! 256 00:16:16,706 --> 00:16:21,295 Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση με την ίδια ευκολία που βγάζετε 257 00:16:21,295 --> 00:16:24,458 τη μύξα σας με τα δάχτυλα και την κολλάτε κει που κάθεστε. 258 00:16:25,837 --> 00:16:27,871 Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα, 259 00:16:27,871 --> 00:16:30,780 πρόεδρος του συλλόγου για την προστασία της Ηθικής, 260 00:16:30,780 --> 00:16:33,876 που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο, 261 00:16:33,876 --> 00:16:36,856 μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του 262 00:16:36,856 --> 00:16:38,438 — κι αυτός βλέπει! 263 00:16:38,951 --> 00:16:43,317 Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου, 264 00:16:43,317 --> 00:16:47,051 κι ολάσπρος μέσα κι όξω, που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς, 265 00:16:47,051 --> 00:16:52,127 μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της. 266 00:16:52,691 --> 00:16:56,087 Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι και καραβοκυραίοι του Περαία, 267 00:16:56,087 --> 00:16:59,902 τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι (όνομα και πράγμα!), 268 00:16:59,902 --> 00:17:03,091 που τα καταφέρνουνε και γίνονται κάθε χρόνο «σιτοφύλακες» 269 00:17:03,091 --> 00:17:05,681 για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων, 270 00:17:05,681 --> 00:17:09,646 των αλευριών και του ψωμιού και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών, 271 00:17:09,646 --> 00:17:11,342 μπας κι είναι ξύκικα! 272 00:17:11,932 --> 00:17:15,052 Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης από την Κηφισιά, 273 00:17:15,052 --> 00:17:18,676 που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και, 274 00:17:18,676 --> 00:17:22,736 τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους 275 00:17:22,736 --> 00:17:26,979 και ξύνεται κει που του ταίριαζε να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα. 276 00:17:27,546 --> 00:17:31,680 Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό, μυγιάγγιχτος καλλωπιστής, 277 00:17:31,680 --> 00:17:33,033 λουσμένος στ’ αρώματα 278 00:17:33,033 --> 00:17:36,540 μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, 279 00:17:36,540 --> 00:17:39,658 που του τονε πλερώνουνε κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του. 280 00:17:39,738 --> 00:17:42,213 Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος, 281 00:17:42,213 --> 00:17:44,505 που πέταξε στο δρόμο τα παιδιά τ’ αδερφού του 282 00:17:44,505 --> 00:17:47,110 κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά τονε φτωχύνανε. 283 00:17:47,588 --> 00:17:51,858 Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα, που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε 284 00:17:51,858 --> 00:17:55,514 για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε, και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα, 285 00:17:55,514 --> 00:17:58,930 τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε και θα καλογερέψει, 286 00:17:58,930 --> 00:18:00,333 για να σώσει την ψυχή του ! 287 00:18:00,714 --> 00:18:03,654 Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων, 288 00:18:03,654 --> 00:18:06,114 που για να προφταίνει στις πολλές δουλειές του, 289 00:18:06,114 --> 00:18:11,041 άνοιξε γραφείο στη γειτονιά των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο… 290 00:18:12,221 --> 00:18:17,667 Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα, με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!” 291 00:18:18,885 --> 00:18:21,922 Τί «κάτου» και «ξεκάτου»! Μη βραχνιάζετε τζάμπα!.. 292 00:18:21,922 --> 00:18:25,037 Έχετε καιρό να θυμώσετε, γιατί θα σας ψάλω χειρότερα. 293 00:18:25,484 --> 00:18:28,102 Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας χωριστά 294 00:18:28,102 --> 00:18:29,823 τις μπομπές και τα μασκαραλίκια. 295 00:18:30,097 --> 00:18:33,209 Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’ από τις δυο πρώτες σειρές. 296 00:18:33,507 --> 00:18:35,991 Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς με τ’ όνομα… 297 00:18:36,416 --> 00:18:41,092 Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες, 298 00:18:41,255 --> 00:18:42,939 η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες! 299 00:18:43,190 --> 00:18:45,392 Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια; 300 00:18:45,822 --> 00:18:50,368 Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες 301 00:18:50,368 --> 00:18:52,822 για να σας τις ιστορήσουνε και ναν τις πιστέψετε!..· 302 00:18:53,316 --> 00:18:57,028 Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας; 303 00:18:57,255 --> 00:19:01,170 Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο… 304 00:19:01,460 --> 00:19:03,154 Ένας σας να ’τανε καθαρός, 305 00:19:03,154 --> 00:19:06,341 ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου θρύψαλα και κουρνιαχτός. 306 00:19:08,673 --> 00:19:11,876 Μη μου πείτε: «Νά τος! Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε 307 00:19:11,876 --> 00:19:14,559 πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη κι η ψυχή το σώμα· 308 00:19:14,559 --> 00:19:17,957 πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού μα μονάχα των φιλοσόφων 309 00:19:17,957 --> 00:19:20,817 (δηλαδή τη δική του· όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!). 310 00:19:21,224 --> 00:19:24,839 Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα, τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται, 311 00:19:24,839 --> 00:19:26,264 παρακαλεί και βρίζει». 312 00:19:26,971 --> 00:19:29,457 Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα! 313 00:19:29,708 --> 00:19:34,442 Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα, μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια. 314 00:19:34,913 --> 00:19:37,917 Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα με την μπαμπεσιά των νόμων, 315 00:19:37,917 --> 00:19:40,145 όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα τη γωνιά 316 00:19:40,145 --> 00:19:43,189 μετά λίγους μήνες ή χρόνια με το θέλημα της Φύσης. 317 00:19:43,674 --> 00:19:45,305 Σας χρωστάω και χάρη… 318 00:19:45,631 --> 00:19:49,986 Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα, 319 00:19:49,986 --> 00:19:53,047 κάνω γούστο να κοροϊδεύω και σας και τον εαυτό μου. 320 00:19:53,457 --> 00:19:56,612 Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω. 321 00:19:57,697 --> 00:20:00,467 Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω, 322 00:20:00,467 --> 00:20:03,702 μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα μήτε και να φύγετε αποδώ, 323 00:20:03,702 --> 00:20:08,070 γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς, χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια. 324 00:20:08,881 --> 00:20:12,341 Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω, 325 00:20:12,341 --> 00:20:14,671 όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας… 326 00:20:15,226 --> 00:20:19,774 Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου. 327 00:20:20,090 --> 00:20:24,732 Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι! 328 00:20:24,970 --> 00:20:28,639 Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί, το γυάλωμα των ματιών 329 00:20:28,639 --> 00:20:30,239 και τ’ άφρισμα του στομάτου· 330 00:20:30,239 --> 00:20:33,733 το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο 331 00:20:33,733 --> 00:20:37,204 και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά… 332 00:20:37,671 --> 00:20:39,068 Κι αυτό ήταν όλο!… 333 00:20:40,785 --> 00:20:43,912 Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας ω άντρες Αθηναίοι. 334 00:20:44,265 --> 00:20:46,075 Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου. 335 00:20:46,395 --> 00:20:48,471 Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει, 336 00:20:48,471 --> 00:20:52,184 μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν) όλα τα καλά του Θεού: 337 00:20:52,607 --> 00:20:57,201 τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα, παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας, 338 00:20:57,201 --> 00:21:00,008 χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι και σκόρδο, 339 00:21:00,008 --> 00:21:05,051 καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός! 340 00:21:05,754 --> 00:21:07,629 Είσαστε αθάνατοι! 341 00:21:07,879 --> 00:21:10,208 Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι, 342 00:21:10,208 --> 00:21:12,864 αν η Μοίρα σάς γεννούσε με μιαν αλογήσιαν ούρα 343 00:21:12,864 --> 00:21:16,133 που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά σα βεντάγια 344 00:21:16,133 --> 00:21:19,427 και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε 345 00:21:19,427 --> 00:21:23,237 και την ώρα που δικάζετε, — σα δικάζετε κοιμάμενοι!… 346 00:21:35,937 --> 00:21:45,560 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 347 00:21:45,974 --> 00:21:49,396 Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο 348 00:21:49,396 --> 00:21:52,100 με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, 349 00:21:52,420 --> 00:21:56,047 και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, 350 00:21:56,047 --> 00:21:59,057 τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, 351 00:21:59,242 --> 00:22:00,754 γέλασα με την καρδιά μου. 352 00:22:01,090 --> 00:22:04,562 Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους 353 00:22:04,562 --> 00:22:05,973 και πάνε στους ζωντανούς. 354 00:22:06,434 --> 00:22:10,356 Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε 355 00:22:10,356 --> 00:22:12,119 σαν ψοφίμια δέκα μερών 356 00:22:12,391 --> 00:22:17,125 (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) 357 00:22:17,425 --> 00:22:20,842 κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, 358 00:22:20,842 --> 00:22:22,723 πήγε ο νους μου στα ζώα : 359 00:22:23,331 --> 00:22:26,840 όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ 360 00:22:27,108 --> 00:22:29,428 κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, 361 00:22:29,428 --> 00:22:32,291 πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή. 362 00:22:33,758 --> 00:22:36,592 Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, 363 00:22:36,592 --> 00:22:40,148 να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" 364 00:22:40,148 --> 00:22:44,323 ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, 365 00:22:44,323 --> 00:22:48,656 για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο 366 00:22:48,656 --> 00:22:53,348 τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., 367 00:22:53,348 --> 00:22:54,911 ξέρεις τι θα γινότανε ; 368 00:22:55,423 --> 00:22:59,719 Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, 369 00:22:59,719 --> 00:23:03,068 θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε: 370 00:23:03,467 --> 00:23:07,540 "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! 371 00:23:07,898 --> 00:23:11,700 Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του, 372 00:23:11,700 --> 00:23:14,675 στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... 373 00:23:14,992 --> 00:23:16,389 Έγινε μια χαρά!... 374 00:23:17,030 --> 00:23:18,469 Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, 375 00:23:18,469 --> 00:23:21,632 σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... 376 00:23:21,882 --> 00:23:23,721 Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. 377 00:23:23,975 --> 00:23:27,094 Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... 378 00:23:27,871 --> 00:23:29,671 Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, 379 00:23:29,671 --> 00:23:33,505 όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, 380 00:23:33,505 --> 00:23:34,838 μα κατεργάρης δεν είναι˙ 381 00:23:35,055 --> 00:23:38,017 κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του 382 00:23:38,017 --> 00:23:40,506 αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... 383 00:23:41,008 --> 00:23:45,121 Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". 384 00:23:45,121 --> 00:23:47,537 Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας". 385 00:23:48,943 --> 00:23:52,149 Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, 386 00:23:52,149 --> 00:23:55,068 με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. 387 00:23:55,390 --> 00:23:56,943 Σας χρειαζόταν ένα θύμα... 388 00:23:56,943 --> 00:24:00,083 όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, 389 00:24:00,284 --> 00:24:02,564 μα για να φοβούνται την δημοκρατία! 390 00:24:02,995 --> 00:24:05,326 Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, 391 00:24:05,605 --> 00:24:08,484 για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας 392 00:24:08,484 --> 00:24:11,052 και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. 393 00:24:11,297 --> 00:24:13,758 Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, 394 00:24:13,758 --> 00:24:16,768 το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, 395 00:24:16,768 --> 00:24:21,242 τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... 396 00:24:21,948 --> 00:24:23,942 Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) 397 00:24:23,942 --> 00:24:26,523 δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, 398 00:24:26,523 --> 00:24:29,930 όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ 399 00:24:30,191 --> 00:24:33,371 όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! 400 00:24:33,756 --> 00:24:38,265 Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, 401 00:24:38,265 --> 00:24:40,561 πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο... 402 00:24:41,619 --> 00:24:45,146 Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια και φίλοι κι αρνητάδες μου, 403 00:24:45,146 --> 00:24:48,376 και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, 404 00:24:48,376 --> 00:24:51,008 που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. 405 00:24:51,386 --> 00:24:55,472 Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", 406 00:24:55,472 --> 00:25:00,376 "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". 407 00:25:00,827 --> 00:25:04,580 Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", 408 00:25:04,580 --> 00:25:07,814 και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... 409 00:25:08,113 --> 00:25:09,824 Θα με προσκυνάνε για θεό 410 00:25:10,200 --> 00:25:13,815 (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο.... 411 00:25:14,315 --> 00:25:15,642 και για ποιό λόγο;) 412 00:25:15,967 --> 00:25:18,771 Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου 413 00:25:18,771 --> 00:25:20,156 και ν' ακούγονται μαζί μου˙ 414 00:25:20,370 --> 00:25:23,683 κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, 415 00:25:23,683 --> 00:25:26,065 θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... 416 00:25:26,591 --> 00:25:27,884 Μπόσικα πράματα. 417 00:25:27,884 --> 00:25:32,129 Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ 418 00:25:32,471 --> 00:25:35,008 θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... 419 00:25:35,396 --> 00:25:37,995 Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. 420 00:25:38,264 --> 00:25:41,455 Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, 421 00:25:41,455 --> 00:25:45,267 μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... 422 00:25:45,863 --> 00:25:52,056 "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" 423 00:25:52,658 --> 00:25:54,902 Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση. 424 00:25:56,099 --> 00:26:01,063 Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ 425 00:26:01,630 --> 00:26:03,346 τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... 426 00:26:03,619 --> 00:26:07,123 Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, 427 00:26:07,123 --> 00:26:10,322 τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. 428 00:26:10,615 --> 00:26:13,315 Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί 429 00:26:13,315 --> 00:26:17,524 (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ 430 00:26:17,524 --> 00:26:20,493 όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... 431 00:26:20,831 --> 00:26:23,032 Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, 432 00:26:23,032 --> 00:26:27,029 - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. 433 00:26:27,706 --> 00:26:32,258 Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, 434 00:26:32,258 --> 00:26:35,587 μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, 435 00:26:35,587 --> 00:26:37,382 να του λύσει την αλυσίδα. 436 00:26:37,822 --> 00:26:41,284 Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, 437 00:26:41,284 --> 00:26:45,547 τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας 438 00:26:45,547 --> 00:26:48,958 κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, 439 00:26:48,958 --> 00:26:50,858 για να με λιώσετε κει μέσα... 440 00:26:51,839 --> 00:26:56,392 Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, 441 00:26:56,705 --> 00:26:59,220 δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, 442 00:26:59,220 --> 00:27:02,224 πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. 443 00:27:02,595 --> 00:27:06,717 Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, 444 00:27:06,717 --> 00:27:09,377 θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. 445 00:27:09,731 --> 00:27:12,008 Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. 446 00:27:12,358 --> 00:27:16,761 Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". 447 00:27:17,071 --> 00:27:21,092 Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το καταλαβαίνετε 448 00:27:21,512 --> 00:27:24,182 Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ, 449 00:27:24,182 --> 00:27:26,821 ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει. 450 00:27:27,766 --> 00:27:31,309 Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, 451 00:27:31,309 --> 00:27:35,856 πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. 452 00:27:36,259 --> 00:27:40,779 Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... 453 00:27:41,376 --> 00:27:43,384 Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; 454 00:27:43,384 --> 00:27:47,498 Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης 455 00:27:47,753 --> 00:27:50,482 κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. 456 00:27:50,956 --> 00:27:55,108 Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε 457 00:27:55,108 --> 00:27:57,683 πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; 458 00:27:57,992 --> 00:28:01,586 Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; 459 00:28:01,836 --> 00:28:03,940 Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, 460 00:28:03,940 --> 00:28:06,463 θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. 461 00:28:06,885 --> 00:28:11,780 Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. 462 00:28:12,153 --> 00:28:14,520 Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, 463 00:28:14,520 --> 00:28:16,772 τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... 464 00:28:17,196 --> 00:28:19,898 Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, 465 00:28:19,898 --> 00:28:24,099 πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!... 466 00:28:24,412 --> 00:28:28,036 Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά: 467 00:28:28,036 --> 00:28:31,239 πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... 468 00:28:31,628 --> 00:28:36,000 Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο 469 00:28:36,000 --> 00:28:40,189 και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. 470 00:28:40,690 --> 00:28:44,100 Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά 471 00:28:44,100 --> 00:28:45,948 προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. 472 00:28:46,357 --> 00:28:50,873 Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός 473 00:28:50,873 --> 00:28:53,981 για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, 474 00:28:53,981 --> 00:28:55,591 τον κατηγορήσατε γι' άθεο. 475 00:28:55,985 --> 00:28:58,929 Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του 476 00:28:58,929 --> 00:29:00,963 και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. 477 00:29:01,202 --> 00:29:04,342 Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό 478 00:29:04,587 --> 00:29:06,429 και να μην τήνε ζητάει από σας! 479 00:29:06,842 --> 00:29:10,687 Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! 480 00:29:10,999 --> 00:29:12,397 Και σε ξεσκίζει! 481 00:29:13,660 --> 00:29:17,488 Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, 482 00:29:17,488 --> 00:29:21,033 την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. 483 00:29:21,315 --> 00:29:24,585 Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. 484 00:29:24,984 --> 00:29:26,536 Δε σας φτάνανε τούτα; 485 00:29:26,690 --> 00:29:29,065 Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; 486 00:29:29,326 --> 00:29:31,201 Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... 487 00:29:31,535 --> 00:29:36,047 Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, 488 00:29:36,047 --> 00:29:38,671 την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. 489 00:29:39,221 --> 00:29:42,587 Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω: 490 00:29:42,971 --> 00:29:47,060 "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!" 491 00:29:49,049 --> 00:29:52,109 Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. 492 00:29:52,579 --> 00:29:55,933 Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, 493 00:29:55,933 --> 00:29:58,969 γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... 494 00:29:59,553 --> 00:30:01,913 Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! 495 00:30:02,291 --> 00:30:04,823 Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) 496 00:30:04,823 --> 00:30:08,263 που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... 497 00:30:08,653 --> 00:30:11,623 Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα 498 00:30:11,623 --> 00:30:15,876 φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, 499 00:30:15,876 --> 00:30:20,548 που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό 500 00:30:20,548 --> 00:30:23,676 κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; 501 00:30:24,111 --> 00:30:27,782 Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, 502 00:30:27,959 --> 00:30:32,234 γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; 503 00:30:32,629 --> 00:30:36,936 Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο 504 00:30:36,936 --> 00:30:40,898 κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, 505 00:30:41,190 --> 00:30:43,303 γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία; 506 00:30:44,535 --> 00:30:47,470 Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... 507 00:30:47,868 --> 00:30:52,232 Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει 508 00:30:52,232 --> 00:30:56,464 κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο 509 00:30:56,464 --> 00:30:59,156 και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. 510 00:30:59,626 --> 00:31:03,971 Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια 511 00:31:03,971 --> 00:31:07,481 και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, 512 00:31:07,481 --> 00:31:10,115 σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα 513 00:31:10,115 --> 00:31:13,784 να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, 514 00:31:13,784 --> 00:31:18,428 ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα 515 00:31:18,428 --> 00:31:21,898 και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, 516 00:31:21,898 --> 00:31:26,213 για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι 517 00:31:26,213 --> 00:31:27,789 και τ' άλλα παπαδόσογα, 518 00:31:27,789 --> 00:31:32,167 τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα 519 00:31:32,167 --> 00:31:35,660 και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, 520 00:31:35,660 --> 00:31:38,947 χωρίς να βγάζει δίσκο και να θέλει ναούς και θυσίες; 521 00:31:39,487 --> 00:31:42,347 Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. 522 00:31:42,803 --> 00:31:47,052 Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, 523 00:31:47,052 --> 00:31:50,767 για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας! 524 00:31:53,210 --> 00:31:56,056 Να τι λένε τώρα μέσα τους οι πιο νοικοκύρηδες από σας: 525 00:31:56,621 --> 00:32:00,257 Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙ μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη, 526 00:32:00,257 --> 00:32:03,799 δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο, 527 00:32:03,799 --> 00:32:08,026 πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους, σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε! 528 00:32:08,026 --> 00:32:10,708 Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα! 529 00:32:10,708 --> 00:32:13,091 Εγώ μπορεί να μην πιστέβω, μα το πλήθος;... 530 00:32:13,513 --> 00:32:17,272 Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών, οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών, 531 00:32:17,272 --> 00:32:19,243 οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού, 532 00:32:19,243 --> 00:32:22,093 άμα χάσουνε την πίστη στο θεό, ποιος θα τους συγκρατήσει; 533 00:32:22,596 --> 00:32:26,379 Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις είναι πρόωρα πράματα!... 534 00:32:26,833 --> 00:32:30,223 Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο της πατρίδας και της ηθικής. 535 00:32:30,482 --> 00:32:33,383 Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού θα χυθεί ν' αρπάζει 536 00:32:33,383 --> 00:32:36,291 τους παράδες και τα χτήματα, τους "κόπους" των αλλωνών 537 00:32:36,291 --> 00:32:38,826 και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!... 538 00:32:39,710 --> 00:32:42,952 Δε συμφέρει, δε θέλετε να σας μιμηθεί κι ο λαός. 539 00:32:43,452 --> 00:32:46,769 Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του τ΄άθλιο κουφάρι μου, 540 00:32:46,769 --> 00:32:50,635 για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι το μεγαλύτερο φταίξιμο... 541 00:32:51,608 --> 00:32:56,459 Μα χαλούσα και την ηθική! Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά; 542 00:32:56,804 --> 00:32:59,703 Ούλ' οι μαθητάδες μου τα χανε περασμένα τα σαράντα... 543 00:33:00,087 --> 00:33:02,733 Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου, είτανε φίλοι μου... 544 00:33:03,440 --> 00:33:06,862 Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι, θα μπορούσα και ναν τα διώξω... 545 00:33:07,351 --> 00:33:09,348 Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια... 546 00:33:09,348 --> 00:33:13,445 Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε, κοροϊδέβουνε το δάσκαλο, 547 00:33:13,445 --> 00:33:15,800 βαριεστίζουνε και το σκάνε από το σκολειό!... 548 00:33:16,116 --> 00:33:18,459 Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα 549 00:33:18,459 --> 00:33:20,768 να δένουνε και να δέρνουνε τους πατεράδες τους 550 00:33:20,768 --> 00:33:23,473 όταν αφτοί μπεκρολογούνε και χαλάνε τα λεφτά τους 551 00:33:23,473 --> 00:33:26,782 στο τζόγο και στις γυναίκες κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε. 552 00:33:27,130 --> 00:33:31,130 Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙ τα λεγα στους πατεράδες! 553 00:33:31,517 --> 00:33:33,327 Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά. 554 00:33:34,618 --> 00:33:39,626 Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη; Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;" 555 00:33:40,173 --> 00:33:42,281 Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε! 556 00:33:42,527 --> 00:33:47,990 Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι, λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο 557 00:33:47,990 --> 00:33:52,137 κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας! 558 00:33:52,680 --> 00:33:55,211 Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !... 559 00:33:55,473 --> 00:33:58,458 Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου να νικά τα πάθη της... 560 00:33:58,458 --> 00:34:01,857 να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο, στην ομορφιά και στα νιάτα... 561 00:34:02,370 --> 00:34:05,762 Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του κι όχι αφτός δικός μου. 562 00:34:06,166 --> 00:34:10,219 Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω, πως ο πνευματικός έρωτας, 563 00:34:10,219 --> 00:34:14,097 δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!... 564 00:34:14,329 --> 00:34:17,412 Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει να κλείσουν οι ταβέρνες 565 00:34:17,412 --> 00:34:18,951 κ' οι ναοί της Αφροδίτης. 566 00:34:19,270 --> 00:34:23,803 Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες και τα παπαδόσογα, 567 00:34:23,803 --> 00:34:26,245 γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους. 568 00:34:26,561 --> 00:34:30,883 Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω την... ελληνική οικογένεια!... 569 00:34:31,632 --> 00:34:34,713 Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! 570 00:34:35,056 --> 00:34:37,869 Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!... 571 00:34:38,836 --> 00:34:42,210 Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε. 572 00:34:42,210 --> 00:34:46,010 Τους προσκυνάνε ραγιάδικα ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα. 573 00:34:46,271 --> 00:34:48,678 Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι μια μέρα, 574 00:34:48,678 --> 00:34:52,755 γιατί τους εχτιμάει το πόπολο προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε. 575 00:34:53,233 --> 00:34:57,174 Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙ 576 00:34:57,454 --> 00:34:59,360 θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου 577 00:34:59,360 --> 00:35:02,984 να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου, στο κρασί μου, στον καφέ μου... 578 00:35:03,343 --> 00:35:06,516 Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... 579 00:35:06,742 --> 00:35:08,455 Δικάζει και θανατώνει. 580 00:35:08,455 --> 00:35:10,101 Γιατί κατέχει την εξουσία! 581 00:35:10,386 --> 00:35:13,869 Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσατε, 582 00:35:14,282 --> 00:35:17,293 αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! 583 00:35:18,066 --> 00:35:22,832 Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα. 584 00:35:23,111 --> 00:35:27,621 Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης, 585 00:35:27,621 --> 00:35:30,714 αν είτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. 586 00:35:31,086 --> 00:35:34,170 Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε, σας εξορίζουν, 587 00:35:34,170 --> 00:35:35,796 σας λένε και "προδότες". 588 00:35:35,796 --> 00:35:36,968 Και σεις μιλιά! 589 00:35:37,475 --> 00:35:39,963 Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω στο παζάρι, 590 00:35:39,963 --> 00:35:43,897 σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι, 591 00:35:43,897 --> 00:35:46,985 για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα 592 00:35:46,985 --> 00:35:49,084 και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας 593 00:35:49,084 --> 00:35:52,876 και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙ 594 00:35:52,876 --> 00:35:56,807 κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, 595 00:35:56,807 --> 00:36:01,205 για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας 596 00:36:01,205 --> 00:36:05,532 έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, 597 00:36:05,532 --> 00:36:08,132 για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, 598 00:36:08,373 --> 00:36:11,845 ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; 599 00:36:12,414 --> 00:36:16,531 Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου. 600 00:36:16,531 --> 00:36:19,896 Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, 601 00:36:19,896 --> 00:36:22,138 που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα 602 00:36:22,138 --> 00:36:23,840 για να πλουτήνουνε περισσότερο. 603 00:36:24,644 --> 00:36:27,278 Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, 604 00:36:27,278 --> 00:36:30,124 μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. 605 00:36:30,477 --> 00:36:33,663 Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της. 606 00:36:33,663 --> 00:36:37,011 Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά κοίτουνται χάμου, 607 00:36:37,011 --> 00:36:37,860 ναν τα κλαις. 608 00:36:38,243 --> 00:36:39,755 Καράβια δεν έχετε. 609 00:36:39,983 --> 00:36:43,477 Συμμάχους να πλερώνουνε χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε. 610 00:36:43,886 --> 00:36:47,376 Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς και τις εξορίες που κάνατε, 611 00:36:47,376 --> 00:36:50,351 κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε τον καλό καιρό της τυραννίας˙ 612 00:36:50,716 --> 00:36:53,132 γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες, 613 00:36:53,132 --> 00:36:57,192 όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε τώρα τα όσα χάσατε τότες. 614 00:36:58,489 --> 00:37:00,925 Όποιος είναι στα πράματα φοβάται την αλλαγή˙ 615 00:37:00,925 --> 00:37:04,549 κι ο πεσμένος την αποθυμάει και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο. 616 00:37:05,248 --> 00:37:08,089 Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση και πλερώνει τα σπασμένα˙ 617 00:37:08,540 --> 00:37:12,155 το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα και με τα νόμιμα καθεστώτα 618 00:37:12,155 --> 00:37:14,606 και με την τυραννία και με τη λεφτεριά. 619 00:37:15,257 --> 00:37:17,625 Για να μην καταλαβαίνει και να μην αντιστέκεται, 620 00:37:17,625 --> 00:37:19,837 του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε. 621 00:37:20,247 --> 00:37:24,113 Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε νόμους, τρώνε τις ψείρες τους, 622 00:37:24,113 --> 00:37:27,681 όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους. Βάρβαροι λαοί! 623 00:37:28,148 --> 00:37:30,675 Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία του κόσμου, 624 00:37:30,836 --> 00:37:34,002 έχουμε τους σοφότερους νόμους, δεν τρώμε τις ψείρες μας 625 00:37:34,260 --> 00:37:36,988 κι αγαπάμε τους κατεργαρέους που μας τρώνε. 626 00:37:38,661 --> 00:37:41,661 Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε δίχως προσκήματα. 627 00:37:41,661 --> 00:37:46,638 Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες - την κυριαρχία του λαού! 628 00:37:46,808 --> 00:37:50,432 Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους και μαχαιροβγάλτες. 629 00:37:50,782 --> 00:37:53,906 "Και τούτον ημείς θανατούμεν!" - μια κι όξω. 630 00:37:54,325 --> 00:37:56,825 Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο και βιαζόντανε. 631 00:37:57,209 --> 00:38:01,155 Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα. 632 00:38:01,431 --> 00:38:04,847 Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε τα πολιτικά δικαιώματα 633 00:38:04,847 --> 00:38:07,861 μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ' είναι κι από σόι, 634 00:38:07,861 --> 00:38:11,636 για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο χιλιάδες φτωχούς. 635 00:38:12,249 --> 00:38:16,403 Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου και τη διδασκαλία της ρητορικής˙ 636 00:38:16,403 --> 00:38:19,364 εσείς πάτε να μποδίσετε τη λεφτεριά της σκέψης 637 00:38:19,364 --> 00:38:21,410 και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας. 638 00:38:21,599 --> 00:38:24,888 Από κείνους επήρατε το φτηνό και σύντομο θανατικό μέσο, 639 00:38:24,888 --> 00:38:27,207 το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα. 640 00:38:27,688 --> 00:38:31,880 Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε, μασκαρεμένη τυραννία. 641 00:38:33,816 --> 00:38:37,217 "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες. Εφαρμόσαμε τους νόμους", 642 00:38:37,217 --> 00:38:39,215 ακούω κάποιονε που φωνάζει. 643 00:38:39,575 --> 00:38:43,855 Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε! 644 00:38:43,855 --> 00:38:47,403 Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, 645 00:38:47,403 --> 00:38:48,709 μα τους αδικημένους, 646 00:38:48,709 --> 00:38:51,857 και να μποδίζουνε τους κλεμένους να κλέψουνε κι αφτοί. 647 00:38:52,115 --> 00:38:55,826 Νόμος θα πει θέληση των δυνατών κι αδυναμία των άβουλων. 648 00:38:56,799 --> 00:39:01,247 "Δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον". 649 00:39:01,899 --> 00:39:04,458 Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί και μοναχός μου, 650 00:39:04,458 --> 00:39:09,360 μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω. 651 00:39:09,772 --> 00:39:13,057 Και στη γλώσσας μας "κρείττων" θα πει δυνατότερος. 652 00:39:13,480 --> 00:39:15,999 Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί, 653 00:39:15,999 --> 00:39:19,110 πως έφερε την τάξη στην τρικυμισμένη πολιτεία: 654 00:39:19,511 --> 00:39:23,182 "κράτει νόμου βίην τε και δίκην συναρμόσας". 655 00:39:23,491 --> 00:39:26,571 Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία το δίκιο, 656 00:39:26,571 --> 00:39:29,220 ήγουν το συφέρο των δυνατότερων. 657 00:39:30,240 --> 00:39:31,923 Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι; 658 00:39:32,309 --> 00:39:35,814 Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά και γυμνασμένα κορμιά : 659 00:39:36,136 --> 00:39:39,164 οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής, 660 00:39:39,164 --> 00:39:42,823 ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του 661 00:39:42,823 --> 00:39:46,460 γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια. 662 00:39:47,024 --> 00:39:50,217 Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά κι ανωφέλεφτα μυαλά : 663 00:39:50,576 --> 00:39:54,981 φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ' οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι. 664 00:39:55,331 --> 00:39:58,307 Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές: 665 00:39:58,599 --> 00:40:02,519 ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας, ένας Κυναίγειρος 666 00:40:02,930 --> 00:40:06,916 - μυθικά προσώπατα, πλάσματα της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων. 667 00:40:07,740 --> 00:40:11,465 Δυνατότεροι παντού και πάντοτες είναι οι κλέφτες. 668 00:40:13,498 --> 00:40:14,739 "Παραμύθια;"... 669 00:40:15,739 --> 00:40:18,972 Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! 670 00:40:20,094 --> 00:40:23,534 Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, 671 00:40:23,534 --> 00:40:27,591 αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. 672 00:40:28,110 --> 00:40:30,605 Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας 673 00:40:30,605 --> 00:40:32,945 κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε: 674 00:40:33,833 --> 00:40:36,835 "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. 675 00:40:37,239 --> 00:40:40,549 Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, 676 00:40:40,549 --> 00:40:43,011 τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, 677 00:40:43,011 --> 00:40:46,939 τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, 678 00:40:46,939 --> 00:40:48,659 που κάνουνε νερά, σα βρέχει. 679 00:40:49,016 --> 00:40:54,196 Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! -- λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, 680 00:40:54,196 --> 00:40:59,228 να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε 681 00:40:59,228 --> 00:41:00,527 και να πεθαίνετε. 682 00:41:00,738 --> 00:41:03,028 Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες! 683 00:41:03,299 --> 00:41:06,525 Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά˙ 684 00:41:06,926 --> 00:41:08,930 θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. 685 00:41:09,318 --> 00:41:12,466 Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, 686 00:41:12,466 --> 00:41:14,859 να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται. 687 00:41:15,322 --> 00:41:17,901 Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! 688 00:41:17,901 --> 00:41:20,198 Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. 689 00:41:20,768 --> 00:41:24,524 Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας 690 00:41:24,524 --> 00:41:26,508 - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. 691 00:41:26,860 --> 00:41:31,279 Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. 692 00:41:31,613 --> 00:41:34,597 Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, 693 00:41:34,597 --> 00:41:36,689 και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. 694 00:41:37,312 --> 00:41:39,730 Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, 695 00:41:39,730 --> 00:41:43,045 θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, 696 00:41:43,045 --> 00:41:44,661 - στον εαφτό μας! 697 00:41:45,466 --> 00:41:49,411 "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, 698 00:41:49,411 --> 00:41:52,422 που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε και να μην τρώτε 699 00:41:52,422 --> 00:41:54,617 κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. 700 00:41:54,930 --> 00:41:58,902 Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, 701 00:41:58,902 --> 00:42:02,758 που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες 702 00:42:02,758 --> 00:42:06,281 και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. 703 00:42:07,172 --> 00:42:09,828 Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες 704 00:42:09,828 --> 00:42:12,511 κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας 705 00:42:12,511 --> 00:42:16,174 και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, 706 00:42:16,174 --> 00:42:18,659 θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, 707 00:42:18,659 --> 00:42:22,309 για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, 708 00:42:22,309 --> 00:42:23,702 δηλαδή την πατρίδα. 709 00:42:23,942 --> 00:42:26,647 Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. 710 00:42:27,077 --> 00:42:30,688 Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας 711 00:42:30,688 --> 00:42:34,422 και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι 712 00:42:34,673 --> 00:42:35,910 (ψηλά τα χέρια!). 713 00:42:36,738 --> 00:42:41,451 Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονα. 714 00:42:41,791 --> 00:42:44,026 Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς". 715 00:42:46,599 --> 00:42:50,026 Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. 716 00:42:50,402 --> 00:42:55,019 Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). 717 00:42:55,692 --> 00:43:00,039 Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα στα ζεστά παλάτια το χειμώνα 718 00:43:00,039 --> 00:43:02,703 και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι 719 00:43:02,893 --> 00:43:06,153 - και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο 720 00:43:06,153 --> 00:43:09,520 και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!). 721 00:43:10,359 --> 00:43:13,105 Κ' η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας 722 00:43:13,105 --> 00:43:15,531 κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. 723 00:43:15,944 --> 00:43:19,160 Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, 724 00:43:19,160 --> 00:43:21,616 ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε: 725 00:43:21,989 --> 00:43:26,485 δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες". 726 00:43:28,076 --> 00:43:30,909 Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. 727 00:43:31,355 --> 00:43:34,941 Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! 728 00:43:35,640 --> 00:43:37,035 Παραμύθια, βλέπετε. 729 00:43:37,308 --> 00:43:42,766 Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο! Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω: 730 00:43:43,349 --> 00:43:48,054 "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς 731 00:43:48,054 --> 00:43:51,150 παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού 732 00:43:51,150 --> 00:43:52,992 και στους νόμους των Κλεφτών". 733 00:44:04,869 --> 00:44:11,893 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη Μερος τριτο 734 00:44:12,820 --> 00:44:16,423 τι περιμένεις ἀπό ναν ἄνθρωπο σηµανδιακό, στριµένονε χαὶ φαρμαχκόψυχο. 735 00:44:16,886 --> 00:44:18,959 Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι 736 00:44:18,959 --> 00:44:21,575 τα βαζε με τους άλλους, πού κοιτάγανε τή δουλειά τους. 737 00:44:21,575 --> 00:44:23,957 Τού φταίγαν εκείνοι γιὰ τη δικιά του τὴν κατάντια! 738 00:44:23,957 --> 00:44:25,510 Κι όλοι φέβγαν ἀπὸ κοντά του 739 00:44:25,510 --> 00:44:29,350 -- μῆτε τὸ διάβολο νὰ ἰδεῖς μήτε τὸ σταβρό σου νὰ κάνεις! 740 00:44:29,525 --> 00:44:32,654 Υστερα παινεβότανε, πὼς δὲ ζητοῦσε πλερωμὴ γιὰ τὴ σοφία του!... 741 00:44:32,881 --> 00:44:35,765 ᾿Αφτὸ μᾶς ἔλειπε! Νὰ μᾶς φορτώνεται μὲ τὸ στανιὸ 742 00:44:35,765 --> 00:44:37,476 καὶ νὰ τὸν πλερώνουμε κιόλας!... 743 00:44:37,866 --> 00:44:40,215 Τώρα τοῦ δώσαμε τὴν πλερωμῆ, ποὺ τοῦ χρειαζότανε! 744 00:44:40,618 --> 00:44:43,953 "Αβριο δὲ θά µαστε µῆτε πιὸ πλούσιοι µῆτε πιὸ φτωχοί! 745 00:44:44,210 --> 00:44:46,498 "Ὅμως θά χουμε ἕναν μπελὰ λιγότερο!» 746 00:44:47,576 --> 00:44:50,770 ᾿Eσεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι, παίρνετε τὰ σκιάχτρα 747 00:44:50,770 --> 00:44:53,375 γι’ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀέρηδες γιὰ θεοὺς· 748 00:44:53,752 --> 00:44:57,456 ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ψέφτικα σκιάχτρα καὶ τοὺς θεοὺς γι’ ἀέρηδες. 749 00:44:57,742 --> 00:44:59,897 ᾿Εσεῖς ὀνειρέβεστε κ ἐγὼ βλέπω. 750 00:45:00,194 --> 00:45:02,653 Βλέπω, γιατὶ ἔχω περισσότερο µυαλὀ, 751 00:45:02,653 --> 00:45:05,397 τὸ περισσότερο, ποὺ γένηκε ποτὲ στη χώρα σας. 752 00:45:06,100 --> 00:45:07,528 K’ ἐπειδὴ μποροῦσα νὰ βλέπω, 753 00:45:07,528 --> 00:45:10,676 γι’ἀφτὸ καὶ μοῦ φανιζόντανε ὅλα κατάµαβρα κι ἄσκημα. 754 00:45:10,974 --> 00:45:15,369 ᾿Αφοῦ κατάλαβα, πὼς οἱ τριγυρινοί µου δὲν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα, 755 00:45:15,369 --> 00:45:18,400 κ’ η ζωὴ δὲν ἔχει κανένα σκοπό μα το θάνατο 756 00:45:18,779 --> 00:45:22,154 δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα να γίνω καλύτερος. 757 00:45:22,262 --> 00:45:23,000 Έιμουνα. 758 00:45:23,360 --> 00:45:27,672 Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου. 759 00:45:28,243 --> 00:45:30,748 Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας στο φανερό 760 00:45:30,748 --> 00:45:32,375 και τον εαφτό μου στα κρυφά. 761 00:45:32,487 --> 00:45:37,439 προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο. 762 00:45:38,106 --> 00:45:41,648 Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω μια και καλή με το ....... 763 00:45:41,849 --> 00:45:44,253 Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι. 764 00:45:44,797 --> 00:45:49,153 Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα με τη σοφία μου, με την κούραλιδία 765 00:45:49,508 --> 00:45:51,186 Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα. 766 00:45:51,441 --> 00:45:55,187 Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως τελεφταία θα με..... 767 00:45:55,765 --> 00:45:57,836 Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου. 768 00:45:57,847 --> 00:46:02,299 Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω δεν αξίζουνε τίποτα. 769 00:46:03,002 --> 00:46:05,386 Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν. 770 00:46:05,386 --> 00:46:09,088 Αν τά γραφα... ////// 771 00:48:41,541 --> 00:48:45,536 μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, ποὺ μᾶς ἔβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα, 772 00:48:45,536 --> 00:48:49,605 για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα. Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ... 773 00:48:52,649 --> 00:48:55,197 Να δουλέβω!... Τί νὰ δουλέβω ; 774 00:48:55,484 --> 00:48:58,560 Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανα τὸ μαρμαρά κοντὰ στὸν πατέρα μου. 775 00:48:58,800 --> 00:49:01,355 Κι όπως μ' ἔκαιγεν ο πόθος τοῦ γυναίκειο κορμιού, 776 00:49:01,355 --> 00:49:05,789 κάθισα, για νὰ μερώνω τὴν ψυχή μου, κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες, 777 00:49:05,789 --> 00:49:08,009 ποὺ μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς ἀποθυμοῦσα. 778 00:49:08,371 --> 00:49:11,530 Κι ὅταν τῆς ἀποτέλειωσα, βρέθηκα να μαι ερωτεμένος μαζί τους... 779 00:49:12,038 --> 00:49:15,192 Κι ἀργότερα, πολύ συχνά, ἔπαιρνα τὸν ἀνήφορο τῆς ᾿Ακρόπολης, 780 00:49:15,192 --> 00:49:17,659 γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ νὰ ξαναθυμούμαι τὰ παλιά. 781 00:49:18,090 --> 00:49:21,183 Μὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχω τις φαγούρες τῆς νιότης καὶ δὲν πιστέβω 782 00:49:21,183 --> 00:49:24,019 μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα της Τέχνης... 783 00:49:24,588 --> 00:49:28,042 Τὸ πολὺ θὰ μποροῦσα ν' ἀνοίξω μαγαζί στην ὁδὸν ᾿Αναπαύσεως, 784 00:49:28,324 --> 00:49:32,429 γιὰ νὰ φτιάχνω καὶ νὰ πουλάω μαρμαρένιους σταβρούς κι ἀγγέλους γιὰ τὰ μνήματα... 785 00:49:32,797 --> 00:49:35,715 Ολ' ἀφτὰ μοναχὰ νὰ τὰ κοροϊδέψω θα μποροῦσα τώρα. 786 00:49:36,026 --> 00:49:38,523 Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα. 787 00:49:38,779 --> 00:49:42,356 Μοῦ δεσε τὰ χέρια· δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κάνω τίποτα. 788 00:49:43,373 --> 00:49:47,140 Μήπως να «δουλέβων σὰν καὶ σᾶς, ποὺ σταβρώνοντας τὰ χέρια σας 789 00:49:47,140 --> 00:49:51,159 αγκομαχάτε ποιὸς θὰ γελάσει τὸν ἄλλονε καὶ ποιὸς θὰ πουληθεῖ περισσότερο; 790 00:49:53,383 --> 00:49:57,060 Μιὰ φορά, σὰ μὲ καλούσαν ἡ τιμὴ τῆς πατρίδας κι ο κατάλογος τῶν ἐφέδρων 791 00:49:57,060 --> 00:50:01,489 να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢ νὰ σκοτωθώ, πολεμοῦσα πρῶτος κ' ἔφεβγα τελευταῖος 792 00:50:01,971 --> 00:50:04,044 καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο. 793 00:50:04,323 --> 00:50:07,291 Συλλογιζόμουνα, πὼς οἱ συντρόφοι μου θα χυθοῦνε μετὰ τὴ μάχη 794 00:50:07,291 --> 00:50:10,650 στα τριγυρινά χωριὰ νὰ σφάζουνε τὸν ἄμαχο πληθυσμό, 795 00:50:10,650 --> 00:50:13,572 νὰ κλέβουν ὅ,τι λάχει καὶ νὰ βιάζουνε τὶς γυναῖκες. 796 00:50:15,016 --> 00:50:16,967 Στὸ κρασὶ δὲ μοῦ παράβγαινε κανείς. 797 00:50:17,218 --> 00:50:20,155 Μποροῦσα νὰ πίνω μὲ τὴν κούπα κ' εἴκοσι ώρες κορδόνι, 798 00:50:20,493 --> 00:50:23,776 κ' ἐνῶ κυλιότανε ἡ παρέα μου μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα 799 00:50:23,776 --> 00:50:24,729 μέσα στα ξερατά, 800 00:50:25,006 --> 00:50:29,595 στητός έγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα, 801 00:50:29,825 --> 00:50:34,756 καὶ ξεχνώντας όλες μου τίς μιζέριες - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης. 802 00:50:35,468 --> 00:50:37,630 Στὸν Έρωτα τί νὰν τὰ λέω ; 803 00:50:37,851 --> 00:50:41,678 Μοναχοί σας μὲ παρανομιάσατε θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο. 804 00:50:42,535 --> 00:50:45,146 Μονάχα στὸ φαγὶ δὲν εἴμουνα καὶ τόσο μερακλής. 805 00:50:45,530 --> 00:50:47,505 Ετρωγα μιὰ φορὰ τὴ μέρα καὶ λίγο. 806 00:50:47,955 --> 00:50:50,229 Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θὰ μ' ἔβλαφτε. 807 00:50:50,401 --> 00:50:52,197 Ήθελα να χω τὸ στομάχι μου λαφρό 808 00:50:52,197 --> 00:50:54,874 για να χω καὶ τὸ μυαλό μου φρέσκο κι ἀλέγρο. 809 00:50:55,638 --> 00:50:57,557 Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο: 810 00:50:57,557 --> 00:51:02,261 ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη. 811 00:51:02,261 --> 00:51:04,786 Δε σκουριάζει καὶ δὲν ξυνίζει τὸ γαίμα του, 812 00:51:04,786 --> 00:51:07,455 δὲ βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες. 813 00:51:08,289 --> 00:51:11,307 Επαιρνα μὲ τὸ πρώτο χρυσορόδισμα τα μακρινά χωράφια. 814 00:51:11,506 --> 00:51:15,250 Ἐκεῖ διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ στὴν ούγια τοῦ πεφκόδασου, 815 00:51:15,250 --> 00:51:17,988 αντίκρα στον ήλιο νὰ τὸν κοιτάω καὶ νὰ μὲ θαμπώνει, 816 00:51:17,988 --> 00:51:22,341 καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη... 817 00:51:22,778 --> 00:51:24,786 Κ' ἡ θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της. 818 00:51:25,071 --> 00:51:29,674 Μου λαμπικάριζε τὰ μάτια, μοῦ ἀκόνιζε τὸ μυαλό, μοῦ δίνε κέφι κ' ὑπομονή !... 819 00:51:30,279 --> 00:51:32,945 "Α ! δὲ θὰ γινόμουνα τόσο μεγάλος ἄνθρωπος, 820 00:51:32,945 --> 00:51:35,182 ἂν εἴχανε τίποτα κουσούρι τὰ λούκια μου. 821 00:51:35,439 --> 00:51:36,910 Είχα στομάχι κούρκου. 822 00:51:37,187 --> 00:51:40,544 Μπορούσα να καταπίνω καὶ νὰ χωνέβω καρύδια μὲ τὰ τσόφλια τους, 823 00:51:40,544 --> 00:51:43,046 καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες ἄμμο. 824 00:51:43,777 --> 00:51:45,365 Για κοιτάχτε καὶ τὰ δόντια μου ! 825 00:51:45,734 --> 00:51:50,139 Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα... Κι ὅμως ἔτρωγα λίγο. 826 00:51:50,508 --> 00:51:54,734 Μποροῦσα τὸ λοιπὸν νὰ μὴ δουλέβω, δηλαδή νὰ μὴν πολιτέβομαι. 827 00:51:56,041 --> 00:51:59,844 Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια, πῶς δὲ σκορπούσα 828 00:51:59,844 --> 00:52:03,816 χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα παντου φαρμάκι καὶ χολή; 829 00:52:04,264 --> 00:52:09,051 Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σᾶς ἔβλεπα πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι. 830 00:52:09,629 --> 00:52:13,307 επειδῆς ἤξερα, πὼς δὲ θὰ σᾶς διόρθωνα μοναχός μου, κορόιδεβα. 831 00:52:13,695 --> 00:52:16,381 "Α ! δὲν εἶναι τόσο ἔφκολο πράμα ἡ κοροϊδία. 832 00:52:16,381 --> 00:52:18,523 Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη. 833 00:52:18,749 --> 00:52:22,286 Πρέπει να χεις πολλή φαντασία καὶ κρίση καὶ πείρα τῆς ζωῆς. 834 00:52:22,596 --> 00:52:27,574 Καὶ νὰ μπορεῖς όλ' ἀφτὰ νὰν τὰ παίζεις ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια. 835 00:52:28,172 --> 00:52:31,825 Η κοροϊδία δὲν εἶναι ἡ ἀρχή, μὰ τὸ τέλος της φιλοσοφίας. 836 00:52:32,258 --> 00:52:34,611 Χρειάζεται να χεις περάσει πρῶτα ἀπὸ τὸ δράμα 837 00:52:34,611 --> 00:52:39,170 τῆς συλλογῆς καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς γιὰ νὰ φτάσεις στο γέλιο, - στὸ πικρόγελο. 838 00:52:39,318 --> 00:52:41,260 Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις ! 839 00:52:42,544 --> 00:52:45,464 Τις περισσότερες φορές προσπαθοῦσα νὰ μὴ σᾶς βλέπω. 840 00:52:45,778 --> 00:52:48,299 Πήγαινα πότε στη θάλασσα, πότε στις παλαίστρες. 841 00:52:48,485 --> 00:52:52,220 Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σφιχτοδεμένα κορμιά τους, τὰ λυγερά σὰν τὰ στάχια, 842 00:52:52,220 --> 00:52:55,563 μὲ κάνανε νὰ ξεχνιέμαι σὰν ἐμπροστά στὴν ἀπέραντη θάλασσα 843 00:52:55,563 --> 00:52:56,919 τ' ανοιξιάτικα πρωινά. 844 00:52:57,249 --> 00:53:00,697 Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα... χαρούμενος αέρας, 845 00:53:00,697 --> 00:53:04,320 ποὺ μὲ σιγομεθοῦσε καὶ μὲ βύθιζε σὲ μιὰ γλυκιά μελαγχολία. 846 00:53:04,753 --> 00:53:08,318 "Ηθελα να γινόμουν ἄμυαλο παιδί καὶ μοῦ ρχότανε νὰ σηκωθώ κ' ἐγὼ 847 00:53:08,318 --> 00:53:11,121 νὰ κυλιστῶ μὲ τ' ἄλλα μέσα στη σκόνη και στὸν μπουχό, 848 00:53:11,457 --> 00:53:14,273 σὰν τοὺς γαϊδάρους τὸ καλοκαίρι μὲ τὸ σαμάρι στην πλάτη, 849 00:53:14,557 --> 00:53:16,691 - καὶ νὰ γκαρίζω, νὰ γκαρίζω ! 850 00:53:17,514 --> 00:53:20,743 Αν ἐκείνη τὴν ὥρα με ζύγωνε κανείς, γιὰ νὰ μοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο, 851 00:53:20,743 --> 00:53:22,181 θὰ τὸν ἔτρωγα ζωντανό. 852 00:53:22,999 --> 00:53:24,196 Ὕστερις, ὅταν ἔφεβγα, 853 00:53:24,196 --> 00:53:26,885 τραβοῦσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος τοίχο τοίχο 854 00:53:26,885 --> 00:53:31,545 και μετροῦσα τὰ βήματά μου... δέκα... τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες... 855 00:53:31,545 --> 00:53:34,824 Χωρὶς νὰν τὸ καταλαβαίνω, βρισκόμουνα ξαφνικά στα λιβάδια. 856 00:53:35,518 --> 00:53:41,252 Να ! νὰ ! νά ! Ἔδερνα μὲ τὸ μπαστούνι μου τα στάχια καὶ τὰ στρωνα χάμου. 857 00:53:41,606 --> 00:53:47,144 Ἔτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνοῦσα, πὼς μήτ' ἐγὼ θὰ γίνω παιδί μήτε καὶ σεῖς ἀνθρώποι, 858 00:53:47,896 --> 00:53:51,450 Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ ἐποχὴ τῶν φτωχών... 859 00:53:51,918 --> 00:53:55,633 Μοναχά τὸ καλοκαίρι ζοῦσα πλέρια τὸ κορμί μου καὶ τὴ σκέψη μου. 860 00:53:56,590 --> 00:54:00,990 Όλα μου τὸ εἶναι βοοῦσε καὶ φωρτούλιζε χαρούμενα τὰ λέφκα στὸν ὄχτο, 861 00:54:00,990 --> 00:54:02,583 γεμάτη ἀστρώματα και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια. 862 00:54:03,350 --> 00:54:07,200 Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου μὲ τὸ κεφάλι ψηλά καρφωτό, 863 00:54:07,240 --> 00:54:10,579 πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε πλήθιο το φαρμάκι 864 00:54:10,579 --> 00:54:12,283 στα κανάλια των δοντιῶν τῆς ! 865 00:54:12,482 --> 00:54:14,751 Καὶ ἀλὶ σὲ κείνονε, που δάγκωνε ... 866 00:54:16,521 --> 00:54:19,500 Πήγατε λοιπὸν νὰ μὲ καταδικάσετε στη δόξα τοῦ καλοκαιριού, 867 00:54:19,500 --> 00:54:23,897 τὸ Μάη μὲ τὰ λουλούδια ... Τὴν ὥρα, που χω το πιότερο φαρμάκι ... 868 00:54:24,554 --> 00:54:26,952 "Αν εἶτανε χειμώνας, δὲ θὰ βγαζα λέξη. 869 00:54:27,543 --> 00:54:30,441 Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι νὰ σᾶς δαγκώνω. 870 00:54:30,441 --> 00:54:33,613 (βήχας( 871 00:54:35,388 --> 00:54:40,534 Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, ἔβηξε δυο τρεῖς φορὲς καὶ ξανακολούθησε. 872 00:54:41,241 --> 00:54:44,613 Διηγήθηκε στο δικαστήριο μιὰν ἡμέρα τῆς ζωῆς του. 873 00:54:45,830 --> 00:54:50,451 Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν ἀβλὴ πάνου σὲ στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια, 874 00:54:50,451 --> 00:54:56,840 κάτου ἀπὸ τ' ἄστρα, δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες. 875 00:54:56,561 --> 00:55:00,300 Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα, τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος 876 00:55:00,300 --> 00:55:03,293 (παλιὸ τὸ σπίτι, βλέπετε), τὶς ἰδέες ἡ κάκητα. 877 00:55:03,636 --> 00:55:05,995 Αυτή ναι, θαρρῶ, τὸ θεϊκό μας στοιχείο ! 878 00:55:06,191 --> 00:55:10,282 Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν ἀποκοιμηθώ, ξακολουθεῖ νὰ δουλέβει... 879 00:55:10,543 --> 00:55:14,911 ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες τῆς ἡμέρας, τις βάζω σὲ τéaξη, τίς ξεκαθαρίζω. 880 00:55:15,362 --> 00:55:18,690 Τότε βρίσκω τὶς πιὸ θανάσιμες ἀντιλογίες, 881 00:55:18,690 --> 00:55:20,379 ποὺ θὰν τὶς ξεφουρνίσω τὸ πρωὶ στὴν ᾿Αγορά... 882 00:55:20,718 --> 00:55:23,892 Στάσου καὶ θὰ δεῖς, τί ἔχω νὰ σὲ κάνω κύριε Τάδε... 883 00:55:24,807 --> 00:55:29,238 Λίγο λίγο γαληνέβουνε τὰ μέσα μου κι ἀργὰ πολὺ κλείνουνε βαριὰ τὰ μάτια μου. 884 00:55:29,782 --> 00:55:34,860 Μόλις κοκκινίσουνε τὰ μάγουλα τῆς ᾿Αβγῆς, πετιέμαι ψηλὰ σὰν τὸ πετεινάρι 885 00:55:34,860 --> 00:55:36,888 κι ἀρχίζω νὰ λαλῶ : νὰ πειράζω τὴν Ξανθίππη... 886 00:55:37,457 --> 00:55:41,473 Αφοῦ μοῦ φέρει τὴν πρωινή μου κρασοψυχιά μέσα σ'ένα πήλινο καφκί, 887 00:55:41,473 --> 00:55:44,316 μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι καὶ τραβάει νερό. 888 00:55:45,510 --> 00:55:47,665 Ὕστερις μοῦ χύνει κατακέφαλα τὸν κουβὰ γεμάτο. 889 00:55:48,157 --> 00:55:51,940 Κι ἐνῶ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα μὲ τὰ μανίκια 890 00:55:51,940 --> 00:55:54,787 καὶ χτενίζω τὰ γένια µου μὲ τὰ δάχτυλα... κείνη δυναμώνει τὸ χαβά της. 891 00:55:55,531 --> 00:55:57,734 «Δὲ μ᾿ ἄφησες ὅλην τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ. 892 00:55:57,734 --> 00:56:01,815 Κλωτσοῦσες, ῥροχάλιζες, ἔτριζες τὰ δόντια σου καὶ βρωμοῦσες σχκὀρδο. 893 00:56:01,815 --> 00:56:03,873 Δὲ ντρέπεσαι τουλάχιστο τὰ παιδιά ;» 894 00:56:04,379 --> 00:56:07,999 (Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν ἀβλη κατάχαµα, ἕνας πλάι στὸν ἄλλονε). 895 00:56:08,304 --> 00:56:12,372 Αἴ τότες ἐγὼ βγάνω φτερά, τῆς τσιµπάω τὸ μπράτσο... καὶ δρόµο ! 896 00:56:12,822 --> 00:56:17,595 "Αν δὲ μὲ βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι ξυνισμένος κι ἄκεφος ὅλη τὴν ημέρα !... 897 00:56:18,579 --> 00:56:22,886 Πρὶν πάει μισὸ καλάμι ὁ γῆλιος κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικὸ καὶ ξεπορτίζω. 898 00:56:23,267 --> 00:56:26,510 Ἕνα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ 899 00:56:26,510 --> 00:56:28,712 καὶ χαράζουνε στὸν ἀέρα δυὸ φωτεινὲς γραμµές, 900 00:56:28,712 --> 00:56:32,167 ἀπὸ τὴν καβαλίνα τοῦ δρόμου στὴν κορφὴ τῆς διπλανῆς ροδακινιᾶς. 901 00:56:33,500 --> 00:56:37,602 Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ἀνοιχτά... περιβόλια... ρεματιές... 902 00:56:38,130 --> 00:56:40,989 ν ἀνασάνω βαθιά... νὰ ξαλαφρώσω... 903 00:56:42,183 --> 00:56:44,407 ᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς τὰ πρῶτᾳ κάρα, 904 00:56:44,407 --> 00:56:47,589 ποὺ κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα. 905 00:56:48,209 --> 00:56:51,905 Σὲ λίγο στὰ καλντερίµια τῶν σοκακιῶν ἀνακατέβονται τὰ πέταλα τῶν ἀβασταγῶν 906 00:56:51,905 --> 00:56:53,578 μὲ τὰ χουγιαχτὰ τῶν ἀγωγιάτηδων. 907 00:56:53,578 --> 00:56:58,106 Λεκάνες καὶ ντενεκέδες ἀδειάζούυνε σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει. 908 00:56:58,441 --> 00:57:02,918 Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε στράκες ἀπάνου στὰ κεφάλια τῶν Θεῶν... 909 00:57:03,357 --> 00:57:07,388 Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας ἀξημέρωτα πᾶνε νὰ δικάσουν 910 00:57:07,388 --> 00:57:10,436 η νὰ συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη γιὰ τὶς δεκάρες... 911 00:57:10,709 --> 00:57:15,342 Ὅσο νὰ κατέβω στὸ παζαρι, σύνεφα μύγες, κουρνιαχτός, κάτουρα, 912 00:57:15,342 --> 00:57:20,128 ποὺ ἀχνίζουνε, κι ἀνθρωπήσια βαρβατίλα μαγαρίζουνε τὴν παρθενικὴν ημέρα. 913 00:57:21,801 --> 00:57:25,252 Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια, τὸν Πρίφτη, 914 00:57:25,252 --> 00:57:29,603 τὸ Δέδε, τὸ Γκίκα, τὸ Δεδεγκίχα... τοὺς μεγάλους ἄντρες ! 915 00:57:29,900 --> 00:57:32,006 Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες. 916 00:57:32,218 --> 00:57:34,205 Κι ἂν δὲν εἶναι, θά ρτει. 917 00:57:34,336 --> 00:57:35,846 Ζυγώνω καὶ καληµερίζω. 918 00:57:36,279 --> 00:57:40,242 Τοὺς λέω τὰ σπουδαῖα τῆς Ἠμέρας : γιὰ τὸ γάιδαρο τοῦ Μελέτη, 919 00:57:40,242 --> 00:57:43,769 πού σπασε τὴν τριχιά του ψὲς τὸ βράδι καὶ λάκηξε κατὰ τὰ Τουρκοβούνια 920 00:57:43,769 --> 00:57:47,544 κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακἰστρα· γιὰ τὸ κρασὶ τοῦ Μπαρμπαχρίστου, 921 00:57:47,544 --> 00:57:50,279 ποὺ ξύνισε κι ὁ γιατρὸς δὲν μπόρεσε νὰν τὸ γιάνει΄ 922 00:57:50,279 --> 00:57:53,576 γιὰ τὴν Παπαλάμπραινα, ποὺ σήκωσε τὴ γειτονιὰ στὸ ποδάρι, 923 00:57:53,576 --> 00:57:56,130 γιατὶ τ᾿ ἀγγούρι, ποὺ τῆς ἔδωκε ψὲς ὁ µανάβης, 924 00:57:56,130 --> 00:57:58,966 εἴτανε καὶ μικρὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι ! 925 00:58:00,212 --> 00:58:05,940 Καὶ ποιὸς εἴτανε ἀφτὸς ὁ κ. Τάδες ; Ὁ σοφιστῆς, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος. 926 00:58:06,254 --> 00:58:10,186 "Όσοι φαντάζονιαι πὼς εἶναι πανήξεροι, καὶ τό χουνε καμάρι ποὺ λένε ψέματα. 927 00:58:10,691 --> 00:58:11,866 Τοὺς ἀλάλιαζα. 928 00:58:11,866 --> 00:58:14,449 "Οχι γιατί θελα νὰ φαίνομαι καλὐτερός τους. 929 00:58:14,449 --> 00:58:18,081 Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς πρῶτος η τελεφταῖος 930 00:58:18,081 --> 00:58:20,984 ἀνάμεσα σὲ τελεφταίους, ποὺ θαρροῦνε πὼς εἶναι πρῶτοι. 931 00:58:21,623 --> 00:58:24,362 Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε τοὺς κοριοὺς... 932 00:58:24,724 --> 00:58:26,900 Δὲ ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε 933 00:58:26,900 --> 00:58:30,312 μήτε νὰ σώσουμε τοὺς γειτόνους η τὶς μελλούμενες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων ! 934 00:58:30,635 --> 00:58:34,433 Ἕνας λύκος μοναχά, τοῦ ᾿Αγκούμπιο, τὰ κατάφερε νὰ καλυτερέψει, 935 00:58:34,433 --> 00:58:38,185 νὰ γίνει θεοφοβούμενος καὶ νὰ μὴν τρώγει κρέατα ζωντανά, µά... 936 00:58:38,185 --> 00:58:42,134 ραδίκια βραστά,ποὺ κατέβαινε καὶ τ᾽ ἀγόραζε πρωὶ πρωὶ στὸ Λαχανοπάζαρο. 937 00:58:43,314 --> 00:58:47,830 Γιὰ τὴν πλεμπάχγια τὴν παρακατιανη, γιὰ σᾶς, ἔνιωθα μονάχα λύπηση. 938 00:58:48,105 --> 00:58:51,279 “Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας δὲν εἶναι δικά οας : 939 00:58:51,815 --> 00:58:55,602 αἰστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους. 940 00:58:56,102 --> 00:58:59,193 Οἱ Λύκοι σᾶς µάθανε, πὼς εἶναι καὶ δίκιο καὶ θέλημα τῶν θεῶν, 941 00:58:59,193 --> 00:59:04,817 ἀφτοὶ νὰ τρῶνε κρέας ἀνθρωπινὸ καὶ σεῖς ραδίκια βραστὰ -- καὶ νὰ βρίσκονται ! 942 00:59:07,400 --> 00:59:10,218 Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλεῖο ! 943 00:59:10,535 --> 00:59:14,954 ᾿Ἐρχόντουσαν ἀπὸ πολὺ µακριά. ψηλοί, γεμάτοι, χαρούμενοι. 944 00:59:15,614 --> 00:59:19,137 Σὰν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε καὶ γινόντανε σὲ μιὰ βδομάδα 945 00:59:19,137 --> 00:59:21,372 βέροι Αθηναῖοι, γέννημα - θρἐµα. 946 00:59:21,797 --> 00:59:25,523 Ντυμένοι κόκκινους μαντύες, σπαρµένους ἄστρα µαλαματένια, 947 00:59:25,523 --> 00:59:28,095 κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι στὸν καθρέφτη, 948 00:59:28,095 --> 00:59:31,759 προβαίνανε ἀργὰ καὶ πίσηµα μὲ τὰ σκαλισµένα μπαστούνια τους 949 00:59:31,759 --> 00:59:34,225 καὶ τὸ φιλντισένιο μῆλο, σὰ βασιλιάδες. 950 00:59:35,175 --> 00:59:38,881 Μᾶς περνούσανε γιὰ ἐπαρχιῶτες --- καὶ τάχατες δὲν εἴμαστε ; 951 00:59:39,904 --> 00:59:44,803 'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους ἔκανε τὸ µίληµά τους κελαηδιστὸ καὶ ζαχαρένιο. 952 00:59:44,803 --> 00:59:47,252 Έτσι τὸ ψέβδισµα τῶν σπαθάτων ἀχειλιῶν 953 00:59:47,252 --> 00:59:50,211 ἢ τ᾽ ἀλαφρὸ ἀλλοιθώρισμα τῶν παιχνιδιάρικων ματιῶν 954 00:59:50,211 --> 00:59:54,154 κάνει τὶς κοκέτες γυναικοῦλες πιὸ τσαχπίνισσες καὶ πιὸ λαχταρισµένες. 955 00:59:55,038 --> 00:59:57,535 Κάθε τους λέξη τῆνε βροντούσανε στ᾽ ἀφτιά σας, 956 00:59:57,535 --> 01:00:00,317 ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες ἀπάνου στὴν πέτρα, 957 01:00:00,317 --> 01:00:04,601 μὰ ἐσᾶς δὲ σᾶς ἔνοιαζε νὰ ξεχωρίζετε τὶς ἀληθινὲς ἀπὸ τὶς κάλπικες. 958 01:00:04,808 --> 01:00:07,938 Ο Πήγασος τῆς ρητορείας τους σᾶς ἀνέβαζε καμαρωτὸς 959 01:00:07,938 --> 01:00:09,786 στ᾽ ἀτέλειωτα βάθη τῶν ὑψῶν, 960 01:00:09,786 --> 01:00:12,554 κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ τῆς Πεντέλης, 961 01:00:12,554 --> 01:00:15,256 δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ ἀχολογητό του. 962 01:00:15,471 --> 01:00:19,531 Χάνοντας ἀπὸ τὰ πόδια σας τὴ γῆς, ἐχάνατε στὸ τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας 963 01:00:19,531 --> 01:00:21,944 γινάµενοι σὰν τοὺς ἥσκιους τοῦ Κάτου Κόσμου. 964 01:00:22,514 --> 01:00:24,874 "Όταν λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἀρωτοῦσα ξαφνικά : 965 01:00:24,874 --> 01:00:28,208 «Ἔχετε πολιτικὰ δικαιώµατα γιὰ νὰ φωνάζετε τόσο :» 966 01:00:28,537 --> 01:00:30,704 χάλαγ᾽ ἐφτὺς η παράσταση. 967 01:00:30,950 --> 01:00:33,478 Καἱ σεῖς ἀπὸ τὰ ψηλά, ποὺ ἁρμενίζατε, 968 01:00:33,478 --> 01:00:36,818 πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια τῆς γῆς καὶ τσακιζόσαστε 969 01:00:36,818 --> 01:00:38,890 σὰν τὶς χελῶνες τοῦ Γεροαίσωπου. 970 01:00:39,223 --> 01:00:41,445 Εἴτανε λοιπὸν νὰ μὲ χωνέβετε ; 971 01:00:42,965 --> 01:00:47,208 Ἐγὼ βέβαια τὰ πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τὰ παπούτσια. 972 01:00:47,494 --> 01:00:50,701 Ποτές µου δὲν πῆγα νὰ ψηφίσω' νὰ διαλέγω μοναχός µου 973 01:00:50,701 --> 01:00:53,827 ποιὸς κλέφτης θὰ μὲ κλέβει καὶ ποιὸς τζελάτης θὰ μὲ κόβει. 974 01:00:54,472 --> 01:00:58,245 Ἔλεγα ἔτσι στοὺς σοφιστάδες, γιὰ νὰ θυµώνετε σεῖς κ᾿ ἐγὼ νὰ γελάω 975 01:00:58,855 --> 01:01:02,504 Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται... Πέντε µνές... 976 01:01:02,840 --> 01:01:05,126 Θὰ πεῖ, πὼς ἡ σοφία τους ἄξιζε τόσο. 977 01:01:05,404 --> 01:01:08,092 ᾿Απὸ τὴν τιμή καταλαβαίνεις τὴν ἀξία τῆς πραμάτειας. 978 01:01:08,473 --> 01:01:13,265 ᾿Εγὼ τὴ φτωχή µου τὴ γνώση τή χάριζα τζάμπα καὶ κανένας δὲν τήνε δεχότανε. 979 01:01:13,613 --> 01:01:15,635 Θὰ πεῖ πὼς δὲν ἄξιζε τίποτα. 980 01:01:16,021 --> 01:01:19,667 Μὰ θὰ πεῖ καὶ κατιτὶς ἄλλο : γιὰ νὰ ἐπιμένω 981 01:01:19,667 --> 01:01:22,673 νὰ σᾶς τήνε δίνω μὲ τὸ ζόρι καὶ μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς µου, 982 01:01:22,866 --> 01:01:26,373 κάποιος ὀχτρός σας θὰ μὲ πλῆρωνε. Προπαγάντα ! 983 01:01:26,661 --> 01:01:31,773 Οἱ Σλάβοι μὲ πλερώνανε νὰ ξεβιδώσω τὴν ἰδεαλιστικὴ μηχανή τῆς πολιτείας ! 984 01:01:32,451 --> 01:01:36,800 Μὰ γιὰ νὰ µπορῷ νὰ ρεζιλέβω τὴν παντογνωσία τῶν κοτζάµου σοφιστάδων, 985 01:01:36,800 --> 01:01:42,108 δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶχα δίκιο, μὰ πὼς εἴμουνα πιὸ πονηρὸς καὶ πιὸ καπάτσος ἀπὸ δάφτους. 986 01:01:42,443 --> 01:01:46,477 Μποροῦσα νὰ κάνω τ' ἄσπρο µάβρο. Σημάδι τῶν καιρῶν... 987 01:01:46,770 --> 01:01:50,068 ᾿Αφοῦ μὲ τὶς λογῆς ἀλλαξοκαθεστοσύνες καὶ προδοσίες 988 01:01:50,068 --> 01:01:53,961 µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης, ρίξατε τὸ φταίξιμο σὲ μένα. 989 01:01:54,431 --> 01:01:57,181 Ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία µου καὶ μὲ τὶς κοροϊδίες µου 990 01:01:57,181 --> 01:02:00,912 κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ τῶν πολιτῶν κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους ! 991 01:02:00,912 --> 01:02:03,854 Εἴμουνα λοιπὸν κ᾿ ἐγὼ ἕνας ἀπὸ τοὺς σοφιστάδες ! 992 01:02:03,854 --> 01:02:04,779 Μακάρι ! 993 01:02:04,779 --> 01:02:08,960 Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, ποὺ κοροϊδέβοντας τὴ θεατρική τους ρητορεία, 994 01:02:08,960 --> 01:02:11,759 χτύπαγα μαζὶ καὶ τὶς μεγάλες τους ἀλήθειες... 995 01:02:11,759 --> 01:02:16,535 Ὅταν ἐπιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε, κάθισα καὶ συλλογίστηκα τὰ λεγόμενά τους. 996 01:02:16,873 --> 01:02:18,560 Μέσα µου τί χαλασμός ! 997 01:02:18,560 --> 01:02:22,485 Λυπᾶμαι πολὺ, ποὺ δὲν πρόλαβα ν᾿ ἀνοίξω τὴν ψυχη µου στὸν κόσμο, 998 01:02:22,485 --> 01:02:26,349 πρὶν ἐσεῖς μοῦ τῆνε κουκουλώσετε γιὰ πάντα μὲ μιὰν ὀργιὰ χώμα ! 999 01:02:26,800 --> 01:02:30,483 Αἴ ! στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας µου θὰ σᾶς ἀμολήσω τὰ σφαλάγγια, 1000 01:02:30,483 --> 01:02:32,361 ποὺ βράζουνε µέσα µου ἀπὸ καιρό. 1001 01:02:35,704 --> 01:02:37,472 Νὰ κι ὁ πολιτικὸς ἀριβάρει. 1002 01:02:37,706 --> 01:02:40,811 Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ ἀστραφτερά του μάτια καὶ πίσου ἀφτός. 1003 01:02:41,056 --> 01:02:42,595 Πριχοῦ πατήσει τὸ ποδάρι, 1004 01:02:42,595 --> 01:02:45,890 δοκιμάζει τὰ γεφυροσάνιδα μὲ τὰ μάτια του σὰν τὸ µουλάρι. 1005 01:02:46,455 --> 01:02:49,261 Ξεροβήχει, γιὰ νὰ γυρίσουμε νὰ τὸν κοιτάξουμε. 1006 01:02:49,504 --> 01:02:53,331 Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του. Τὸν καληµερίζουµε κι ἀφτὸς ζυγώνει. 1007 01:02:53,858 --> 01:02:56,635 Σφίγγει τὰ χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ καὶ μὲ δύναμη. 1008 01:02:56,853 --> 01:02:59,827 Mὲ τέτιο δυνατὸ χέρι βαστάει τὸ τιμόνι τοῦ Καραβιοῦ. 1009 01:03:00,096 --> 01:03:02,678 Μᾶς ἀγαπάει καὶ γίνεται θυσία γιὰ μᾶς ! 1010 01:03:02,860 --> 01:03:06,492 Γιὰ χατίρι µας βουτάει τὸ δημόσιο ταμεῖο, γιὰ νὰ δίνει σ᾿ ἐμᾶς 1011 01:03:06,492 --> 01:03:09,991 καὶ γιὰ χατίρι µας τσαλαπατάει τοὺς νόμους, γιὰ νὰ μᾶς σώζει. 1012 01:03:10,464 --> 01:03:13,781 Αφτὸς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια 1013 01:03:13,781 --> 01:03:16,478 καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε τὸ λόγο μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας. 1014 01:03:17,207 --> 01:03:20,492 Αφοῦ ναι μεγάλος τσορµπατζῆς, εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός. 1015 01:03:20,753 --> 01:03:23,964 “Αν νικούσαν οἱ στρατιῶτες, ἀφτὸς δοξαζότανε. 1016 01:03:24,225 --> 01:03:27,077 Μά κι ἂν τήνε παθαίνανε, ἀφτὸς δὲν πάθαινε τίποτα. 1017 01:03:27,431 --> 01:03:29,392 Δὲν ἔφταιγε. Φταίγανε... 1018 01:03:29,839 --> 01:03:31,933 Θὰ σᾶς τὸ πῶ παρακάτου ποιοὶ φταίγανε. 1019 01:03:32,769 --> 01:03:36,241 Κι ἄν παράδινε τὸ στρατὸ στοὺς ὀχτροὺς κι ἂν τοὺς πουλοῦσε τὰ κάστρα 1020 01:03:36,241 --> 01:03:39,748 κι ἂν ἔφεβγε πρῶτος πρῶτος, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορῆήσει ; 1021 01:03:40,024 --> 01:03:42,401 ᾿Αφτὸς εἴταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος ! 1022 01:03:42,877 --> 01:03:46,567 "Αμα λοιπὸν ξέκοβα ἀπὸ τὴν παρέα καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του 1023 01:03:46,567 --> 01:03:49,351 καὶ τοῦ λεγα «Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;» 1024 01:03:49,500 --> 01:03:52,074 τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ στὶς τρύπες τους, 1025 01:03:52,074 --> 01:03:54,173 σὰν τὰ ποντίκια ποὺ τὰ τρόμαξε η γάτα. 1026 01:03:54,684 --> 01:03:56,246 Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος. 1027 01:03:56,685 --> 01:04:00,140 Ποιὸς κὺρ Θόδωρος; “Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε ! 1028 01:04:01,421 --> 01:04:03,420 Αμέσως τὰ πράµατα σκουραίνουν. 1029 01:04:03,420 --> 01:04:06,286 Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του νά κι ἀνασκουμπώνοντα!. 1030 01:04:06,778 --> 01:04:09,782 Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια νὰν τοὺς κάνει τὸ νόηµα. 1031 01:04:10,297 --> 01:04:12,179 Μὰ τοῦτος δὲν εἶναι τόσο µπόσικος. 1032 01:04:12,179 --> 01:04:16,684 Παίρνει τὴν κουβέντα µου γιὰ χωρατὀ. Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ; 1033 01:04:17,362 --> 01:04:21,136 Κοιτάει τὰ µπράτσα µου τὰ χοντρά, ποὺ καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα. 1034 01:04:21,499 --> 01:04:25,148 "Ὑστερις ἔχουνε σφιχτεῖ γύρα µου πολλοί, γιὰ νὰ πάρουνε τὸ µέρος µου. 1035 01:04:25,470 --> 01:04:29,627 Δὲν εἶναι φιλοσόφοι, δὲν εἶναι φίλοι µου· εἶναι λέρες σὰν κι ἀφτόν. 1036 01:04:29,896 --> 01:04:31,527 Είναι πολιτικοί του ὀχτροί. 1037 01:04:32,643 --> 01:04:37,039 Γελώντας ἀποτραβιέται μὲ τοὺς δικούς του. «Ἔννοια σου», λέει µέσα του, 1038 01:04:37,039 --> 01:04:40,020 «καὶ θὰ σοῦ τῆνε φέρω ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις». 1039 01:04:40,976 --> 01:04:44,306 Οἱ πιὸ µαλαγάνες ἀπὸ δάφτους κοιτάζανε πῶς νὰ μὲ καλοπιάσουνε, 1040 01:04:44,306 --> 01:04:45,777 γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρίζω. 1041 01:04:45,995 --> 01:04:51,435 Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μοῦ στέλνανε στὸ σπίτι λογής πεσκέσια : 1042 01:04:51,691 --> 01:04:55,409 κόκκιν᾽ ἀβγὰ καὶ τσουρέκια τὸ Πάσκα· γουρουνόπουλα τὴν Πρωτοχρονιά· 1043 01:04:55,409 --> 01:05:00,437 τσαντῆλες Γιαούρτι Μανωλάδας τὸ Φλεβάρη· ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη· 1044 01:05:00,693 --> 01:05:04,832 καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα, νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿ 1045 01:05:05,737 --> 01:05:09,375 Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ἂς φώναζε η Ξανθίππη, πὼς εἶμαι κορόιδο. 1046 01:05:09,874 --> 01:05:14,617 Στὸ θεό σας ! Θέλανε νὰ μοῦ κλείσουνε τὸ στόµα ! Θά σκαγα... 1047 01:05:14,617 --> 01:05:18,971 Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανὸς ἀπὸ δάφτους μοῦ στειλε γιὰ σκλάβους 1048 01:05:18,971 --> 01:05:22,728 δυὸ ἀραπάκια τῶν ἑκατὸν ἑξήντα μηνῶν, ποὺ δὲν ξέραν ἑλληνικά· 1049 01:05:22,964 --> 01:05:27,018 κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια, χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια... 1050 01:05:27,018 --> 01:05:29,838 «Γιὰ νὰν τὰ κάνω», μοῦ γραφε, «φιλοσόφους» ! 1051 01:05:30,233 --> 01:05:33,278 Τὰ τύλιξα μὲ μισὸ σεντόνι (εἴτανε τσίτσιδα) 1052 01:05:33,278 --> 01:05:36,700 καὶ τὰ ξανάστειλα πίσου. Ποιὸς θὰν τά τρεφε ; 1053 01:05:37,572 --> 01:05:39,778 ᾽Αφτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ ξέρουνε πολλοί. 1054 01:05:40,064 --> 01:05:42,848 Κείνη τὴ µέρα σηκώθηκε ὅλο τὸ Κολωνάκι στὸ ποδάρι. 1055 01:05:43,115 --> 01:05:46,939 Βγήκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ µαγαζιά τους κι ἀραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια, 1056 01:05:46,939 --> 01:05:50,001 γιὰ νὰν τὰ κοιτᾶνε, ποὺ περνούσανε πιασµένα χέρι χέρι... 1057 01:05:50,632 --> 01:05:53,359 Καὶ τί, θαρρεῖτε, μὲ κουτσομπολέψανε κατόπι ; 1058 01:05:53,775 --> 01:05:57,101 Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τὰ θελε νά ταν ἄσπρα ! 1059 01:05:59,097 --> 01:06:02,233 'Ὁ Περικλής, σὰν ἄκουσε νὰ γίνεται τόση κουβέντα γιὰ μένα, 1060 01:06:02,233 --> 01:06:04,950 ἔβαλε τὴν ᾿Ασπασία νὰ μὲ φωνάξει στὸ παλάτι του. 1061 01:06:05,207 --> 01:06:07,252 Καὶ κείνη μοῦ στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη. 1062 01:06:07,646 --> 01:06:09,180 Μποροῦσα νὰ χαλάσω τὸ χατίρι 1063 01:06:09,180 --> 01:06:11,401 τοῦ καλόπαιδου καὶ τῆς μεγάλης ἀρχόντισσας ; 1064 01:06:11,895 --> 01:06:13,548 Πήγα μὲ σκοπὸ νὰ τσακωθῶ. 1065 01:06:13,888 --> 01:06:16,969 Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς ἔλεγα, δὲ μοῦ φέρνανε ἀντίρρηση. 1066 01:06:17,244 --> 01:06:21,421 Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία» γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες 1067 01:06:21,421 --> 01:06:25,432 σᾶς εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε γελώντας τὴ σουβλερή του καράφλα 1068 01:06:25,432 --> 01:06:28,028 καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ κακολογῶ τοὺς ὀχτρούς του 1069 01:06:28,028 --> 01:06:29,993 καὶ νὰ λέω ἀρσίζικα χωρατά. 1070 01:06:30,392 --> 01:06:34,879 Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι ἀφτὴ μοῦ χάιδεβε μὲ τὰ θεῖα της κρινοδάχτυλα 1071 01:06:34,879 --> 01:06:38,586 τούτην ἐδῶ τὴν παλιοπατατούκα, ποὺ βλέπετε, καὶ μοῦ λεγε σιγανά : 1072 01:06:38,793 --> 01:06:41,395 «Βγάλ’ τηνε, καημένε, νὰ σοῦ τήνε µπαλώσω ...» 1073 01:06:42,362 --> 01:06:46,305 Μοῦ κάνανε μεγάλα ἰκράµια καὶ μ᾿ ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό. 1074 01:06:46,716 --> 01:06:49,653 Μὰ δὲν εἶναι γι’ ἀφτά, ποὺ δὲν ἔβρισα καὶ τὸν Περικλή. 1075 01:06:49,913 --> 01:06:52,169 Μοῦ δινε τὸ λόγο του, πὼς ὅπου νά ναι, 1076 01:06:52,169 --> 01:06:55,368 θὰν τὰ ταίριαζε μὲ τοὺς Μωραΐτες καὶ θὰ τέλειωνε τὸν πόλεμο... 1077 01:06:55,564 --> 01:06:57,872 Τώρα τὸ βλέπω, μὲ κορόιδεβε. 1078 01:06:58,250 --> 01:07:03,668 Ὁ µόνος ποὺ μὲ κορόιδεψε στὴ ζωή μου. Αν ἐζοῦσε, θὰ πολεμοῦσε ἀκόμα Ι... 1079 01:07:03,960 --> 01:07:06,454 Εξουσία καὶ πόλεμος δὲν μπορεῖ νὰ χωριστοῦνε !... 1080 01:07:07,626 --> 01:07:12,525 Θαρρῶ βγηκ᾽ ἀπὸ τὸ θέµα... Γεροντικὴ φλυαρία. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε ! 1081 01:07:15,928 --> 01:07:20,774 Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, ποὺ κουβεντιάζουνε μὲ τοὺς θεούς, 1082 01:07:20,774 --> 01:07:22,214 σὰν παλιοὶ κουμπάροι... 1083 01:07:22,469 --> 01:07:26,291 Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ μὲ κομένα μάτια, κεῖ ποὺ περπατᾶνε 1084 01:07:26,291 --> 01:07:28,930 σκορπίζοντας ἀρώματα καὶ χάχανα καμπανιστά, 1085 01:07:28,930 --> 01:07:33,463 σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τὰ µάτια καὶ κοιτάζουνε τ᾽ ἄστρα µέρα μεσημέρι. 1086 01:07:33,764 --> 01:07:36,356 Κείνη τὴ στιγμή κατεβαίνουν ἄγγελοι τῶν Θεῶν 1087 01:07:36,356 --> 01:07:38,777 καὶ τοὺς καλοῦνε στὸν "Όλυμπο τῆς Μωρίας !... ᾿ 1088 01:07:39,048 --> 01:07:41,441 Εκεῖ μεθᾶνε κ ἐδῶ χρησμολογοῦνε. 1089 01:07:41,736 --> 01:07:45,824 Μὲ τὰ μάγια τῶν στίχων μᾶς λυτρώνουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς µαταιότητας. 1090 01:07:46,084 --> 01:07:49,735 ᾿Αφτοὶ δίνουν αἰωνιότητα σ’᾿ ὅτι ἀγγίσουνε μὲ τὴν πνοή τους. 1091 01:07:50,268 --> 01:07:55,387 Χάρη σ᾿ ἀφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός ! 1092 01:07:55,764 --> 01:07:57,484 Καλὴ ὥρα σὰν τὸ Μέλητο... 1093 01:07:58,653 --> 01:08:01,591 Αμα λοιπὸν τοὺς ἔπαιρνε τὸ µάτι µου καὶ τοὺς χαιρετοῦσα : 1094 01:08:01,591 --> 01:08:06,999 «τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ θυµώνανε κι ἀφτοὶ κ οἱ φίλοι τους. 1095 01:08:07,472 --> 01:08:11,299 Καὶ νά πούρθανε τὰ πράματα δεξιὰ κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος 1096 01:08:11,299 --> 01:08:13,949 στάθηκε πρῶτος θανάσιµος κατηγορός µου. 1097 01:08:15,211 --> 01:08:18,089 Στὸ ἀναμεταξὺ μοῦ γραφαν ἐπιγράμματα τσουχτερά, 1098 01:08:18,089 --> 01:08:20,932 ποὺ κάνανε τὴ βόλτα τους στὰ σοκάκια, στὰ χωριά... 1099 01:08:21,442 --> 01:08:25,769 Ὅσο ποὺ κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης, ὁ μόνος ποὺ τοῦ ταίριαζε νά ναι ποιητῆς, 1100 01:08:25,769 --> 01:08:29,173 γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης, μ᾿ ἀνέβασε στὸ θέατρο... 1101 01:08:29,872 --> 01:08:31,909 Πρωταγωνιστῆς τῶν «Νεφελῶν» ! 1102 01:08:32,824 --> 01:08:34,938 Γελοῦσε ὁ κόσμος κ᾿ ἐγὼ καµάρωνα... 1103 01:08:34,938 --> 01:08:38,881 ὅσο ποὺ μ᾿ ἀναγκάσανε νὰ πηδήξω πάνου σὲ μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦνε ! 1104 01:08:39,477 --> 01:08:41,738 ᾿Απὸ τότες ἔγινα «σπουδαῖος» ἄνθρωπος. 1105 01:08:42,002 --> 01:08:44,003 “Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλοῦσε γιὰ μένα... 1106 01:08:44,223 --> 01:08:47,184 Πρωτύτερα δὲ μὲ καλοξέρανε, μήτε μὲ λογαριάζανε. 1107 01:08:47,977 --> 01:08:51,383 Μετὰ τὴν παράσταση μὲ πῆραν οἱ φίλοι καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα 1108 01:08:51,383 --> 01:08:53,034 νὰ γιορτάσουµε τὴ δόξα µου. 1109 01:08:53,321 --> 01:08:57,160 Γενήκαμε στουπὶ στὸ µεθύσι κ᾿ εἴπαμε σωρὸ καρίπικα τραγούδια... 1110 01:08:57,699 --> 01:08:59,725 Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στὸ σπίτι... 1111 01:09:00,044 --> 01:09:02,813 Πατοῦσα στὰ νύχια, γιὰ νὰ μὴ μὲ μυριστεῖ η Ξανθίππη. 1112 01:09:03,033 --> 01:09:06,672 Μὰ ποῦ ! Τινάχτηκε ἀπάνου κι ἄρχισε τὸν ἀναβαλλόμενο... 1113 01:09:07,091 --> 01:09:12,003 «Ξέρεις», τῆς λέω, «ἀπὸ σήµερις εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο 1114 01:09:12,286 --> 01:09:14,269 (ἔτσι τό λεγα, γιὰ νὰ τὴν καλμάρω). 1115 01:09:14,269 --> 01:09:16,941 Καἱ σύ, ποὺ μ᾿εἶχες τοῦ µπάτσου καὶ τοῦ κλώτσου !... 1116 01:09:16,941 --> 01:09:18,823 Μ’ ἀνεβάσανε στὸ θέατρο...» 1117 01:09:20,355 --> 01:09:24,691 Ἔτριψε τὰ μάτια της, στάθηκε λίγο κ᾿ὕστερις γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της 1118 01:09:24,691 --> 01:09:27,657 μ᾿ ἀγκάλιασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ πε: «χρυσό µου !» 1119 01:09:29,519 --> 01:09:34,271 Ὡς τὸ πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξε νὰ βρεῖς καμιὰ δουλειά᾿ νὰ διοριστεῖς... 1120 01:09:34,271 --> 01:09:37,963 καὶ νὰν τ᾽ ἀφῆσεις ἀφτά... Γεροπαραλυµένε... ἀγράμματε !» 1121 01:09:40,779 --> 01:09:44,045 ᾿Αφτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲ γινόντανε κάθε µέρα τὰ ἴδια. 1122 01:09:44,246 --> 01:09:46,962 Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα νὰ φέβγω ἀπὸ τὸν κόσμο... 1123 01:09:47,202 --> 01:09:51,788 Νὰ κατεβαίνω στὴ θάλασσα τὴν πολύμορφη καὶ χιλιότροπη, τὴν ἀχόρταστην ἐρωμένη ἱ 1124 01:09:52,552 --> 01:09:57,107 Νὰ πέφτω µέσα, νὰ τὴν ἀγκαλιάζω καὶ νὰ πηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ 1125 01:09:57,107 --> 01:09:59,317 συντροφιὰ μὲ τὶς Νεράιδες καὶ τοὺς Τρίτωνες. 1126 01:09:59,847 --> 01:10:02,534 Νὰ κυλιέμαι κατόπι στὴν πυρωμένην ἀμμουδιά, 1127 01:10:02,534 --> 01:10:04,666 νὰ ξαπλώνω τ᾽ ἀνάσκελα στὸν ἥλιο 1128 01:10:04,666 --> 01:10:08,066 καὶ νὰ τόνε χορέβω σὰν τόπι πἀνου στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου... 1129 01:10:08,528 --> 01:10:13,173 Έπαιρνα τὸ λοιπὸν τ'ἀπόμερα σοκάκια καὶ τραβοῦσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες. 1130 01:10:13,750 --> 01:10:17,090 ᾿Εκεῖ στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι κι ἔβγαζα τό να τσαρούχι 1131 01:10:17,090 --> 01:10:20,238 κ’ ὕστερα στ᾽ ἄλλο ποδάρι κ᾽ ἔβγαζα τὸ δεύτερο τσαρούχι. 1132 01:10:20,635 --> 01:10:24,614 Τά σφιγγα καὶ τὰ δυὸ κάτου στὴν ἁμασκάλη -- γιὰ νὰ μὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, -- 1133 01:10:24,614 --> 01:10:27,962 κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυὸ κατέβαινα στὸ Φάληρο. 1134 01:10:28,375 --> 01:10:31,102 Καμιὰ φορὰ μοῦ τύχαινε νὰ πατήσω καμιὰ μαγαρισιὰ 1135 01:10:31,102 --> 01:10:36,039 (γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τὰ σοκάκια !). «Νὰ τὸν Κύνα !» μουρμούριζα. 1136 01:10:36,474 --> 01:10:40,164 «Καλύτερα νὰ πατᾶς µαγαρισιές, παρὰ νὰ σκοντάβεις ὅλη µέρα 1137 01:10:40,164 --> 01:10:44,438 πάνου σὲ διακονιαρέους καὶ ψέφτες, «'"Ελληνες Ἑλλήνων” 1138 01:10:54,492 --> 01:11:03,165 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ 1139 01:11:07,966 --> 01:11:10,078 Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας... 1140 01:11:10,078 --> 01:11:12,541 Καιρός να σᾶς ἐξηγήσω καὶ τὴ φιλοσοφία μου... 1141 01:11:12,907 --> 01:11:16,033 Τι κατσουφιάζετε ;... Δὲ σᾶς ἀρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ; 1142 01:11:16,200 --> 01:11:18,098 Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα. 1143 01:11:18,098 --> 01:11:21,115 Αξαφνα, τὸ πῶς μοῦ ρίχτηκε κάποτες ή Θεοδότη... 1144 01:11:21,516 --> 01:11:23,232 Μὰ δὲ μὲ παίρν' η ώρα. 1145 01:11:23,535 --> 01:11:27,510 Ανάγκη, πρὶν πεθάνω, νὰ μαθεφτεῖ, πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει 1146 01:11:27,510 --> 01:11:30,182 τὰ σφάλματα τῆς διδασκαλίας του καὶ μετάνιωσε... 1147 01:11:31,480 --> 01:11:36,165 Αλήθεια, της είχανε πει τῆς Θεοδότης, πως δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - ἐγώ ! 1148 01:11:36,553 --> 01:11:37,792 Καὶ πικαρίστηκε. 1149 01:11:38,210 --> 01:11:39,985 Το βαλε πεῖσμα νὰ μὲ καταφέρει. 1150 01:11:40,433 --> 01:11:43,837 Μὲ καλοῦσε κάθε τόσο στη βίλα της να συζητάμε φιλοσοφία. 1151 01:11:43,837 --> 01:11:46,389 Κι όλο τύχαινε νὰ λούζεται, ν' ἀλείφεται 1152 01:11:46,389 --> 01:11:49,594 καὶ νὰ προβάρει γυμνή μπροστά μου τους νέους χορούς της. 1153 01:11:49,839 --> 01:11:53,119 «Σαν άνθρωπος ἀνώτερος», μου λεγε, «δὲν παρεξηγείς»... 1154 01:11:53,801 --> 01:11:59,072 Ἔπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα γιὰ νὰ ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της 1155 01:11:59,072 --> 01:12:02,498 κ' ἐνῶ ζεστὸς καὶ φωτεινὸς ὁ κόρφος της ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα, 1156 01:12:02,498 --> 01:12:05,359 τῆς μιλοῦσα γιά τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. 1157 01:12:05,844 --> 01:12:07,784 Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μοῦ λεγε : 1158 01:12:07,784 --> 01:12:10,776 «Ξέρω σωστοὺς ἐξηνταεννιὰ τρόπους νὰ κάνω τὸν ἔρωτα». 1159 01:12:11,300 --> 01:12:15,186 Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή. «Τι έχεις;» μὲ ρωτούσε. 1160 01:12:15,791 --> 01:12:18,384 «Κοιτάω νὰ βρῶ, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους 1161 01:12:18,384 --> 01:12:21,573 εἶναι... φιλοσοφικότερος, ἀπόλυτος»... 1162 01:12:22,283 --> 01:12:25,111 Φωνές: «Ποιὸς εἶναι; Ποιὸς εἶναι;» 1163 01:12:26,310 --> 01:12:29,048 Βλέπετε, πὼς χρειάζεται νὰ ξέρουμε καὶ φιλοσοφία : 1164 01:12:29,332 --> 01:12:32,559 Ἔτσι κ' η Θεοδότη, σὰν κ' ἐσᾶς, μὲ ρωτοῦσε καὶ μὲ ξαναρωτοῦσε... 1165 01:12:32,559 --> 01:12:33,808 «ποιὸς εἶναι :» 1166 01:12:33,965 --> 01:12:36,033 "Ὥσπου μιὰ µέρα, γιὰ νὰ γλυτώσω, τῆς λέω : 1167 01:12:36,033 --> 01:12:39,742 «Ο τρόπος ἀφτὸς εἶναι νὰ... δείρεις πρῶτα δίχως λύπηση τὴ γυναίκα 1168 01:12:39,742 --> 01:12:43,082 καὶ κεῖ ποὺ κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας στὸ πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη, 1169 01:12:43,082 --> 01:12:44,518 νὰ τὴν ἀναποδογυρίζεις...» 1170 01:12:44,961 --> 01:12:49,155 Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε ἀπάνω µου καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τὰ μάτια της 1171 01:12:49,155 --> 01:12:51,881 μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δεῖρε µε». 1172 01:12:53,112 --> 01:12:55,690 ᾿᾽Αφτὰ δὲ σᾶς τὰ λέω μοναχὰ γιὰ νὰ σᾶς πειράξω. 1173 01:12:56,202 --> 01:12:58,865 Θέλησα καὶ μὲ τρὀπο νὰ σᾶς µπάσω στὴ φιλοσοφία µου... 1174 01:12:59,534 --> 01:13:00,992 Πάλε κατσουφιάζετε : 1175 01:13:01,279 --> 01:13:03,948 Ἕλληνες ἀρχαῖοι καὶ νὰ φοβόσαστε τὴ σκέψη Ι... 1176 01:13:04,331 --> 01:13:06,822 'Ἠσυχάστε ! «Διὸς κριταί» 1177 01:13:06,822 --> 01:13:09,486 σὰν κ᾿ ἐσᾶς δὲν πάει νὰ πονοχεφαλιάζετε. 1178 01:13:10,085 --> 01:13:14,255 Μ’ ὅσο κέφι μοῦ περισσέβει, θὰ κοροϊδέψω τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία µου. 1179 01:13:14,744 --> 01:13:17,504 Σὰν ἔξυπνοι γκαγχαρέοι θὰ µισοκαταλάβετε, 1180 01:13:17,504 --> 01:13:20,794 πὼς ἂν δὲν ὑπάρχει στὶς ἐρωτοδουλειὲς ἀπόλυτον «εἶδος», 1181 01:13:20,794 --> 01:13:23,791 ἄλλο τόσο δὲν ὑπάρχει καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα». 1182 01:13:24,740 --> 01:13:27,030 Καὶ πρῶτα πρῶτα δὲν εἶμαι φιλόσοφος. 1183 01:13:27,413 --> 01:13:29,553 Δὲν ἔχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα», 1184 01:13:29,804 --> 01:13:34,297 λαμπερὸ ναὸ τῆς Σκέψης μὲ κολόνες, μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βῆμα 1185 01:13:34,297 --> 01:13:35,732 κι ἄδυτα τῶν ἀδύτων. 1186 01:13:36,203 --> 01:13:39,037 Είχα βρεῖ μοναχὰ μιὰ δικιά µου «μέθοδο» σκέψης. 1187 01:13:39,510 --> 01:13:42,393 Τ’ ᾿Αφάλι τῆς Γῆς, τ᾽ ἀχνιστὸ καὶ σκανταλιάρικο, 1188 01:13:42,393 --> 01:13:45,525 μοῦ δωσε πιστοποιητικὸ σοφοῦ κι ὄχι φιλοσόφου. 1189 01:13:45,976 --> 01:13:49,290 Καὶ δὲ μὲ σύγκρινε μὲ τὸν τρανὸ τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἔμπεδοκλή 1190 01:13:49,290 --> 01:13:53,925 τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους ἄλλους, μὰ μὲ τὸ Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη 1191 01:13:54,189 --> 01:13:55,724 -- μὲ δυὸ ποιητάδες ! 1192 01:13:56,363 --> 01:13:59,616 Φαίνεται, ήθελε νὰ ρεζιλέψει κι ἀφτουνούς, ὁμολογώντας, 1193 01:13:59,616 --> 01:14:02,574 πὼς ξέρουνε λιγότερα ἀπ᾿ τὸ δικό µου τὸ «τίποτα», 1194 01:14:02,574 --> 01:14:06,776 κ᾿ ἐμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ μὲ δυὸ φημισμένους «ἄερολόγους» 1195 01:14:06,776 --> 01:14:09,415 -- κεῖνοι τῆς καρδιᾶς κ᾿ ἐγὼ τοῦ στοχασμοῦ. 1196 01:14:10,575 --> 01:14:13,291 ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δὲ μὲ φωνάζανε φιλόσοφο, 1197 01:14:13,537 --> 01:14:16,228 μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε». 1198 01:14:18,431 --> 01:14:23,460 'Ὁ θεῖος Καπνὸς τῶν Δελφῶν, ποὺ μὲ ρεκλαμάρισε σὲ ὅλον τὸ κόσµο γιὰ σοφότατο, 1199 01:14:23,460 --> 01:14:26,659 δὲν ἀστειεβότανε. Ηθελε νὰ μὲ στραβώσει. 1200 01:14:26,659 --> 01:14:29,637 Νὰ μὲ κάνει νὰ πιστέψω, πὼς εἶχα βρεῖ τὴν ᾿Αλήθεια, 1201 01:14:29,858 --> 01:14:32,646 γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀναζητῷ καὶ τὴν πετύχω καμιὰ μέρα, 1202 01:14:32,944 --> 01:14:34,907 -- Φοβότανε τὸ µεγάλο μυαλό µου. 1203 01:14:35,477 --> 01:14:38,091 Δὲ συφέρνει καὶ στοὺς ἀθάνατους ᾽Αφέντες 1204 01:14:38,091 --> 01:14:40,688 νὰ µαθαίνουνε τὴν ἀλήθεια τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς. 1205 01:14:40,906 --> 01:14:45,017 Καὶ σὰν εἶδε, πὼς ἄρχισα νὰ τῆνε µυρίζοµαι, δὲν ἔχασε καιρό· 1206 01:14:45,442 --> 01:14:50,397 ἔπεσε πηχτὸς καὶ μάβρος µέσα στὸ μυαλό σας καὶ σᾶς φλόμωσε γιὰ νὰ μὲ σκοτώσετε... 1207 01:14:51,502 --> 01:14:56,378 Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς εἶμαι σοφότατος, ἐννοοῦσε, βέβαια, 1208 01:14:56,378 --> 01:15:00,615 πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἴμουν ὅτι κι ἀφτὸς ἀνάμεσα στοὺς θεούς : 1209 01:15:01,016 --> 01:15:02,926 ὁ πρῶτος κοροϊδεφτῆς. 1210 01:15:06,249 --> 01:15:10,361 Όταν ἀκόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα στὴν ἀγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους, 1211 01:15:10,361 --> 01:15:14,595 παραξενεβόµουνα, ποὺ γιὰ κάθε ζήτημα µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνῶμες 1212 01:15:14,595 --> 01:15:16,354 κι ὅλες φαινόντανε σωστές. 1213 01:15:16,772 --> 01:15:20,269 Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά, πὼς εἶναι καὶ σωστές. 1214 01:15:20,810 --> 01:15:24,108 Στὴν ἀρχή μὲ τ᾽ ἄγουρο μυαλό µου κι ἀργότερα μὲ τὸ γινωμένο 1215 01:15:24,108 --> 01:15:26,970 προσπαθοῦσα νὰ βρίσκω πάντοτε μιὰ μοναδικὴ γνώμη, 1216 01:15:26,970 --> 01:15:30,133 ποὺ νᾶ ναι σὲ καθε περίσταση καὶ γιὰ ὅλους ὑποχρεωτικὴ, 1217 01:15:30,133 --> 01:15:34,710 δηλαδη παντοτινἡ κι ἀνάλλαγη, πάνου ἀπὸ καιροὺς καὶ τόπους κι ἀνθρώπους, 1218 01:15:34,980 --> 01:15:36,018 -- ἀπόλυτη. 1219 01:15:36,483 --> 01:15:40,380 Θά πρεπε νά χει κάτι τὸ θεϊκὸ µέσα της, νά ναι «ἰδέα». 1220 01:15:40,789 --> 01:15:43,233 Καἱ γιὰ νὰν τήνε βροῦμε, δὲ θά πρεπε καθόλου 1221 01:15:43,233 --> 01:15:47,031 νὰ φάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο, πού ναι διαβατικὸς καὶ ψέφτικος, 1222 01:15:47,031 --> 01:15:50,258 μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι κι ἄυλη κι ἀθάνατη. 1223 01:15:51,128 --> 01:15:55,237 στὰ βάθια τῆς ψυχῆς μας κοίτονται θαμένες οἱ ἰδέες - ἀλήθειες 1224 01:15:55,237 --> 01:15:58,394 κάτου ἀπὸ σκουριὰ πολλή, ποὺ τῆνε σωριάζουνε µέσα της 1225 01:15:58,394 --> 01:16:01,682 οἱ αἴστησες - ἀποθυμιὲς κ᾿ οἱ ἀποθυμιὲς - συφέρα. 1226 01:16:02,281 --> 01:16:06,280 Γιὰ νὰ τὴν ξεσύρουµε λοιπὸν στὸ φὼς τῆς ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα. 1227 01:16:06,632 --> 01:16:08,910 Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμῆς. 1228 01:16:09,086 --> 01:16:11,908 Καὶ γίνηκα μὲ τὰ χρόνια μαμὴ τῆς πολιτείας. 1229 01:16:12,394 --> 01:16:15,758 "Ἔπιανα τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τὶς μάλαζα μὲ τρόπο 1230 01:16:15,758 --> 01:16:18,917 κ΄ ἔχωνα στὴν ἀνάγκη µέσα τους τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες 1231 01:16:18,917 --> 01:16:20,240 γιὰ νὰ βγάλω τὸ μωρό. 1232 01:16:20,522 --> 01:16:23,576 Ξεγεννοῦσα τὶς ἀλῆθειες, ὦ ἄντρες ᾿Αθήναῖοι, 1233 01:16:23,576 --> 01:16:28,322 γι’ ἀφτὸ γεµίσανε γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο. 1234 01:16:28,679 --> 01:16:29,694 Γιατί ; 1235 01:16:30,166 --> 01:16:34,184 Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, γιὰ νὰ φανερώσουνε τὰ θεϊκά τους στοιχεῖα, 1236 01:16:34,184 --> 01:16:36,615 τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τὴ σκουριά τους : 1237 01:16:37,180 --> 01:16:40,512 Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη, Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ 1238 01:16:40,512 --> 01:16:44,394 κι ὅλα τὰ ρέστα ποὺ δὲν εἶναι μήτε πρῶτες ἀρχὲς μήτε χ᾿ ἔσχατοι σκοποί· 1239 01:16:44,394 --> 01:16:47,251 µῆτε χαρίσματα τῶν θεῶν µῆτε κατορθώματα τοῦ νοῦ, 1240 01:16:47,476 --> 01:16:52,142 μὰ πλάσματα καιρικἀ, μὲ νόηµα τρεχούμενο κι ἄπιαστο, µέσα ταπεινά, 1241 01:16:52,142 --> 01:16:56,211 ποὺ μὲ δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της 1242 01:16:56,211 --> 01:16:57,579 καὶ πνίγει τὴν ψυχη τους. 1243 01:16:57,885 --> 01:17:00,495 Οἱ ἀνθρῶποι χωριζόµαστε σὲ κείνους ποὺ διατάζουνε, 1244 01:17:00,495 --> 01:17:02,391 καὶ σὲ κείνους ποὺ κάνουνε θελήματα· 1245 01:17:02,391 --> 01:17:04,874 σὲ κείνους ποὺ κάθονται, καὶ σὲ κείνους ποὺ μοχτᾶνε· 1246 01:17:04,874 --> 01:17:08,566 σὲ κείνους ποὺ βλέπουνε, καὶ σὲ κείνους ποὺ φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια: 1247 01:17:08,566 --> 01:17:10,679 σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα. 1248 01:17:11,055 --> 01:17:14,318 'Ἡ ζωή µας µπλέκεται μιᾶς ἀρχῆς µέσα στὰ δίχτια, 1249 01:17:14,318 --> 01:17:16,235 ποὺ μᾶς εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθοῦμε. 1250 01:17:16,455 --> 01:17:19,099 Μωρὰ στὸ σπίτι, στὸ δρόµο, στὸ σχολειό, 1251 01:17:19,099 --> 01:17:23,000 µαθαίνουµε, χωρὶς νὰν τὸ ρωτᾶμε, ποιό ναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, 1252 01:17:23,267 --> 01:17:25,073 --- «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον». 1253 01:17:25,665 --> 01:17:28,980 Δεκαεφτάρικα παληκαράκια μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή 1254 01:17:28,980 --> 01:17:32,141 δίνουμε συγκινηµένα μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριῶν 1255 01:17:32,141 --> 01:17:36,899 τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά, ---«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον». 1256 01:17:37,591 --> 01:17:41,312 Σὰν ἀπολυθοῦμε ἀπ᾿τὸ στρατὸ καὶ πάρουμε φῆφο, τὰ ἴδια θ᾿ἀκοῦμε 1257 01:17:41,312 --> 01:17:45,600 -- καὶ θά λέμε -- στὴν ἀγορά, στὰ δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα 1258 01:17:45,862 --> 01:17:47,985 --«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον». 1259 01:17:48,301 --> 01:17:51,582 Κι ἀφοῦ μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ ἄβριο 1260 01:17:51,582 --> 01:17:57,712 τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θὰ πεῖ, πὼς εἶναι νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αἰθέρα τεκνωθέντες». 1261 01:17:58,665 --> 01:18:02,462 "Ἔτσι τραβᾶμε, χωρὶς νὰ συλλογιζόμαστε, τὴ µοιραία µας στράτα, 1262 01:18:02,462 --> 01:18:06,418 δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι πὼς τὸ συφέρο τοῦ ««κρείττονος» 1263 01:18:06,418 --> 01:18:07,933 εἶναι δικό µας συφέρο. 1264 01:18:08,218 --> 01:18:10,866 Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί 1265 01:18:11,066 --> 01:18:13,946 συφέρο µας ν᾿ ἀδικιούμαστε παρὰ νὰ τιμωροῦμε ! 1266 01:18:14,175 --> 01:18:18,505 Κι ἂν ἄξαφνα κανεὶς ἀπόκοτος χυμοῦσε μὲ τὸ μαχαίρι νὰ ξεκοιλιάσει τὸ Λύκο, 1267 01:18:18,505 --> 01:18:23,062 θὰ βάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ κορµιά µας νὰ δεχτοῦμ’ ἐμεῖς τὴ μαχαιριά. 1268 01:18:23,515 --> 01:18:26,616 Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα νὰ μᾶς λείψει ὁ Λύκος, 1269 01:18:26,616 --> 01:18:30,223 θὰ τρέχαμε νὰ βροῦμε ἄλλονε χειρότερο, γιὰ νὰ μᾶς τρώει. 1270 01:18:32,158 --> 01:18:34,839 Τέτιες ἀλῆθειες ἔβγαζα ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ Κοπαδιοῦ. 1271 01:18:35,000 --> 01:18:39,271 ᾿Αλήθειες, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καὶ τη συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα 1272 01:18:39,271 --> 01:18:41,717 πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀπὸ τὸν ἔρωτα. 1273 01:18:42,411 --> 01:18:45,556 Μὲ τὴν ἴδια µαμικῆ μποροῦσα νὰ βγάνω ἀπὸ τὶς ψυχὲς 1274 01:18:45,556 --> 01:18:48,086 -- μιὰ κι ἀρχίσανε νὰ μὲ παίρνουνε γιὰ παντογνώστη, -- 1275 01:18:48,086 --> 01:18:52,126 καὶ πράματα, ποὺ δὲν τά χανε µέσα τους, ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες 1276 01:18:52,126 --> 01:18:54,563 βγάνουνε σκουλήκια ἀπὸ τὰ μάτια τῶν Μεγαριτῶν. 1277 01:18:54,988 --> 01:18:58,613 Τὰ σκουλήκια, θὰ μοῦ πεῖτε, τὰ βλέπεις πρῶτα κ ὕστερα τὰ πιστέβεις. 1278 01:18:58,839 --> 01:19:02,706 Μὰ τὶς ἰδέες ; ᾿Ἀφτές, ὦ ἄντρες Αθηναῖοι, 1279 01:19:02,706 --> 01:19:05,437 πρῶτα τὶς πιστέβεις κ᾿ ὕστεοὰ τὶς βλέπεις. 1280 01:19:05,861 --> 01:19:10,150 "Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ ξεφωνίσει μὲς στὴν ἐκκλησιὰ 1281 01:19:10,150 --> 01:19:15,507 δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα : «Νάτος ! σαλέβει... μᾶς κάνει νοηµατα !», 1282 01:19:15,507 --> 01:19:19,705 οὗλες οἱ ἄλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε μὲ τὰ μάτια τους τὸ σάλεμα, 1283 01:19:19,705 --> 01:19:21,396 τὰ δάκρυα γαὶ τὰ νοήματα 1284 01:19:21,396 --> 01:19:24,355 κι ἀκοῦνε μὲ τ᾽ ἀφτιά τους τὴ μιλιὰ καὶ τὴ φοβέρα του. 1285 01:19:25,130 --> 01:19:26,743 ᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια. 1286 01:19:26,922 --> 01:19:31,242 Μὰ τὸ πιὸ συνειθισµένο θάµα γίνεται σὰν βάζεις μοναχὸς μὲς στὴν ψυχή σου 1287 01:19:31,242 --> 01:19:32,574 κεῖνο ποὺ θὲς νὰ βρεῖς. 1288 01:19:32,574 --> 01:19:36,018 Καὶ κατόπι σκάβοντας μὲ τὰ νύχια τῆς λογικῆς τὸ βρίσκεις, 1289 01:19:36,018 --> 01:19:37,293 ὅπως τό θελες. 1290 01:19:38,055 --> 01:19:41,523 Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε στὴ ρίζα κανενοῦ κυπαρισσιοῦ 1291 01:19:41,636 --> 01:19:44,980 η πλάι σὲ καμιὰ βρύση τὴν εἰκόνα κ᾿ ὕστερα βλέπαν ὄνειρο, 1292 01:19:44,980 --> 01:19:47,822 πὼς σὲ κεῖνο τὸ µέρος κοίτεται χρόνια θαμένος ὁ «ἄγιος» 1293 01:19:47,822 --> 01:19:49,057 καὶ φωνάζει νὰ βγεῖ. 1294 01:19:49,454 --> 01:19:53,203 Καὶ ξεσηκώνοντας τὸ χωριὸ μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαἰναν ἐκεῖ, 1295 01:19:53,203 --> 01:19:55,571 τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολοῦσε ὁ τόπος ! 1296 01:19:56,077 --> 01:20:00,541 Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι δίσκοι μὲ δεκάρες καὶ τὰ πιθάρια μὲ λάδι 1297 01:20:00,541 --> 01:20:04,905 κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σὰν «ὄργανο θείας ἐκλογῆς». 1298 01:20:06,742 --> 01:20:10,600 Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα τη βασιλεία τῶν Ὁραμάτων 1299 01:20:10,600 --> 01:20:12,739 στην Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος. 1300 01:20:12,739 --> 01:20:16,400 Στράβωνα τὸ Κορόιδο κ᾿ ἔτσι φελοῦοα τὸ καθεστὸς τῆς ᾽Αδικίας, 1301 01:20:16,400 --> 01:20:17,704 σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα : 1302 01:20:17,843 --> 01:20:21,234 «ὅσο πιὸ στραβὸ τὸ Κορόιδο, τόσο πιὸ ντρέτα πορπατεῖ». 1303 01:20:22,508 --> 01:20:24,740 Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μὲ σκοτώσετε. 1304 01:20:25,056 --> 01:20:29,321 Θάρτουν ἄλλοι χαιροὶ ποὺ οἱ «κρείττονες» θὰ πλερώνουν ἀκριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες 1305 01:20:29,321 --> 01:20:34,471 ὄχι νὰ βγάζουνε, μὰ νὰ βάνουνε σκουλήκια µέσα στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχή τῶν Μεγαριτῶν 1306 01:20:34,705 --> 01:20:38,936 καὶ νὰ κάνουνε θάµατα’ νὰ µαθαίνουνε στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους, 1307 01:20:38,936 --> 01:20:46,180 πὼς «πατρός τε καὶ μητρὸς κτλ., τιμιώτερον καὶ ἁγιώτερόν ἐστιν η ἐχμετἆλλευσις». 1308 01:20:46,843 --> 01:20:49,705 Ἔτσι βυθισμένος ὁ λαὸς µέσα σὲ γαλάζια καταχνιά, 1309 01:20:49,705 --> 01:20:52,140 στὴν ἀνυπαρξία τῆς σκέψης καὶ τῆς θέλησης, 1310 01:20:52,140 --> 01:20:56,292 δὲ θὰ μπορεῖ νὰ σαλέβει τὴ γλώσσα του, τὸ μυαλό του καὶ τὰ χέρια του. 1311 01:20:56,482 --> 01:21:01,591 Ἡ ψυχή, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπόλυτο ψῆλος, πιασμένη σε χορὸ μὲ τὶς αἰώνιες οὐσίες, 1312 01:21:01,591 --> 01:21:05,267 τρέμει νὰ τὴν ἀγγίξουν οἱ νόμοι τῆς φύσης καὶ τῶν ἀνθρώπων : 1313 01:21:05,267 --> 01:21:07,446 ἀσκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά ! 1314 01:21:07,979 --> 01:21:11,712 Τὸ σῶμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει... 1315 01:21:11,902 --> 01:21:16,897 Δὲν πονάει, δὲν παθαίνει, δὲν ἀδικιέται. Δὲν ἀντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη. 1316 01:21:17,667 --> 01:21:22,193 Μὲ τὸ κεντρὶ τῆς φιλοσοφίας µου χτυπώντας τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ 1317 01:21:22,193 --> 01:21:25,874 τοὺς παραλυοῦσα κ᾿ ἔτσι ἀσφάλιζα τὸ χαροκόπι τῶν ἔξυπνων. 1318 01:21:26,071 --> 01:21:28,479 Τί σᾶς ήρτε λοιπὸν καὶ μὲ σκοτώσατε ; 1319 01:21:29,732 --> 01:21:33,344 Βλέπω τὶς πολιτεῖες τοῦ µέλλοντος, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι ! 1320 01:21:33,626 --> 01:21:36,605 Θεοποιοῦνε τὴν πείνα, τὸν πόνο καὶ τὴ βλακεία· 1321 01:21:36,989 --> 01:21:40,718 χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες, 1322 01:21:40,718 --> 01:21:43,649 ποὺ ξεγελᾶνε τὸ λαὸ νὰ καταφρονάει την ὕλη 1323 01:21:43,824 --> 01:21:47,797 καὶ νὰ προσµένει τὴν ἀνταπόδοση στὀν... «κόσμο τοῦ πνεύματος !». 1324 01:21:50,222 --> 01:21:54,928 Αν ἐλάθεβα στη θεωρία, δὲ λάθεβα καὶ στὴν κριτική τῶν δημόσιων ἀντρῶν. 1325 01:21:55,258 --> 01:21:58,879 Κι ἀφτοὶ γιὰ νὰ μὲ ξεκάνουνε μιὰ καὶ καλη μὲ βγάλαν ἄθεο. 1326 01:21:59,415 --> 01:22:01,404 'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς 1327 01:22:01,404 --> 01:22:04,456 κ’ ἐρεθίζει τὴν παντοδυναµία τους ἐνάντια στὴν πολιτεία. 1328 01:22:04,995 --> 01:22:08,014 Εξ αἰτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα 1329 01:22:08,014 --> 01:22:11,860 κι ἀφήσανε τὸ βράχο τῆς ᾿Ακρόπολης καὶ τὴν ᾿Ακρόπολη τῶν ψυχῶνε σας 1330 01:22:11,860 --> 01:22:13,900 στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια τῶν Ἓρυννύων. 1331 01:22:14,620 --> 01:22:18,483 Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή μὲ χαλάζι καὶ κατάστρεφε τὴ σπορά 1332 01:22:18,483 --> 01:22:22,230 κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα, φυλλοξέρα στ᾽ ἀμπέλια, 1333 01:22:22,230 --> 01:22:24,468 μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια· 1334 01:22:24,778 --> 01:22:30,226 κι ἂν ἐρῆμαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, ἄφτρα τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ ἀλόγατα 1335 01:22:30,226 --> 01:22:35,021 κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σὲ κανένα µαχαλὰ κ᾿ ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά 1336 01:22:35,021 --> 01:22:38,873 κι ἄν ἐβαστοῦσε δυὸ τρεῖς βδομάδες η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα 1337 01:22:38,873 --> 01:22:43,137 καὶ ποδίζανε τὰ καϊΐκια μὲ τὸ σιτάρι καὶ την παλαμίδα καὶ πεινοῦσε ὁ κόσμος· 1338 01:22:43,137 --> 01:22:47,748 κι ἂν ἑρχότανε τὸ θλιβερὸ µαντάτο, πὼς νικηθήκανε τὰ «παληκάρια µας» 1339 01:22:47,748 --> 01:22:50,501 στὴν ἄχρη τῆς γῆς καὶ μαβροφορούσαν οἱ µανάδες 1340 01:22:50,501 --> 01:22:52,108 -- ποιὸς ἔφταιγε ; 1341 01:22:52,473 --> 01:22:54,658 Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄθεους ! 1342 01:22:54,814 --> 01:22:57,951 Αν δὲν εἶχα πεισµώσει τοὺς ἀθάνατους μὲ τὴ φιλοσοφία µου 1343 01:22:58,167 --> 01:23:01,186 θὰ μᾶς στέλνανε τὴν πανούκλα τοῦ 404.; 1344 01:23:01,532 --> 01:23:03,939 Μὰ τότες ἐγὼ δὲ φιλοσοφοῦσα ! 1345 01:23:04,123 --> 01:23:08,318 Αν ὁ γιὸς τοῦ Κλεινία μὲ τὴν παρέα του δὲ σπάζανε τὰ κεφάλια τῶν Ἑρμήδων 1346 01:23:08,318 --> 01:23:11,315 ἀντὶς νὰ σπάσονε τὰ δικά σας, ποὺ μοῦ θέλατε µεγαλεῖα, 1347 01:23:11,315 --> 01:23:13,588 θὰ παθαίναµε τὴ συφορὰ τῆς Σικελίας : 1348 01:23:13,914 --> 01:23:17,941 Κι ἄν οἱ στρατηγοὶ τῶν ᾽Αργινουσῶν δὲν εἴταν ἄθεοι, θ' ἀναποδογύριζεν 1349 01:23:17,941 --> 01:23:21,691 η Νέμεση τὰ πέλαγα, γιὰ νὰ μὴν µπορέσουνε νὰ µαζέψουνε τοὺς πνιµένους ; 1350 01:23:22,514 --> 01:23:25,065 Κ’ ἐπειδῆς ἐγὼ τοὺς ἀθώωσα, θυμᾶστε ; 1351 01:23:25,359 --> 01:23:28,725 ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ νὰ ρίξουνε ζεματιστὸ νερὸ νὰ μᾶς κάψουνε 1352 01:23:29,081 --> 01:23:33,022 μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !) τοὺς Τριάντα Τυράννους !... 1353 01:23:33,780 --> 01:23:36,467 Νά λοιπὸν ποιοὶ φταίγανε γιὰ ὅλα τὰ ζαβά, 1354 01:23:36,467 --> 01:23:40,006 καθὼς σᾶς ὑποσκέθηχα νὰ σᾶς τὸ ἔηγήσω πρωτύτερα 1355 01:23:42,226 --> 01:23:44,392 Ἔτσι μὲ τὴν ἀθεῖα µου καὶ τὴν προδοσιά µου 1356 01:23:44,392 --> 01:23:47,208 φελοῦσα μὲ τὸ παραπάνου τὴν Πατρίδα καὶ τη θρησκεία... 1357 01:23:47,391 --> 01:23:50,633 ὅσους θρέφονται ἀπὸ τὰ µαστάριο τῶν μεγάλων ἀφτῶν ἰδεῶν ! 1358 01:23:50,999 --> 01:23:54,900 Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι φορτώνανε στὴν πλάτη µου 1359 01:23:54,900 --> 01:23:59,312 κάθε δικιά τους ἀναξιοσύνη κι ἀτιμία, κάθε ζημιὰ τῶν φυσικῶν στοιχείων, 1360 01:23:59,312 --> 01:24:01,573 ὅλες τὶς ἀναποδιὲς τῆς Μοίρας ! 1361 01:24:02,191 --> 01:24:05,529 Ὅταν ἐγὼ λείψω, θὰ ψάξουνε νὰ βροῦνε κάποιον ἄλλο Σωκράτη 1362 01:24:05,529 --> 01:24:09,181 νὰ τόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια κολυμπήθρα τῆς δημόσιας γνώμης 1363 01:24:09,181 --> 01:24:10,773 ἄθεο καὶ προδότη. 1364 01:24:11,092 --> 01:24:14,294 Τοὺς χρειάζεται νὰ τὸν πετᾶνε στὰ δόντια τοῦ µανιασµένου πλήθους 1365 01:24:14,294 --> 01:24:17,908 γιὰ ἐξιλαστήριο θύμα κάθε φορά, ποὺ θὰν τὰ βρίσκουνε σκοῦρα. 1366 01:24:18,478 --> 01:24:22,946 Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ζῆσει μηδὲ μιὰ στιγμὴ καὶ τὸ κοπάδι χωρὶς Λύκους 1367 01:24:22,946 --> 01:24:25,788 κ οἱ Λύκοι χωρὶς ἄθεους καὶ προδότες. 1368 01:24:28,301 --> 01:24:30,717 Ὅλοι γχρινιάζετε πὼς χάλασε ὁ κόσμος. 1369 01:24:31,106 --> 01:24:33,502 Ποιὸς κόσµος ; Τὰ βουνὰ κι ὁ οὐρανός ; 1370 01:24:33,823 --> 01:24:35,316 Φόβο δὲν ἔχουνε ! 1371 01:24:35,667 --> 01:24:36,821 Οἱ δυὸ τρεῖς ἀθέοι ; 1372 01:24:37,133 --> 01:24:39,581 Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν ἀμέσως τὰ πράματα. 1373 01:24:40,241 --> 01:24:43,760 Νά τος ὁ κόσμος, η ἀφεντιά σας, ὢ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι ! 1374 01:24:44,046 --> 01:24:49,505 Ὅλα σας τὰ ζακόνια, γραμμένα κι ἄγραφα : φόβος τῶν θεῶν, σεβασμὸς τῶν νόμων, 1375 01:24:49,505 --> 01:24:53,810 ἀγάπη τοῦ καλοῦ κι ἀντρισμός, σέπονται ψοφίµια τούμπανα 1376 01:24:53,810 --> 01:24:57,221 µέσα στὸ Βάραθρο, συντροφιὰ τῶν σκοτωμένων σκλάβων. 1377 01:24:57,774 --> 01:25:02,341 Ψεφτιά, κλεψιά, κι ἀτιμία, νὰ τὰ «δαιμόνια» τῆς Πολιτείας, 1378 01:25:02,341 --> 01:25:05,393 -- «τὸ µέσα πλοῦτος» ! -- ποὺ σᾶς ὁδηγᾶνε ψηλά. 1379 01:25:06,034 --> 01:25:09,836 Κ' ὕστερα βγήκε τὸ δικό µου τὸ δαιμόνιο («καινὸ δαιμόνιο») 1380 01:25:09,836 --> 01:25:14,021 νὰ ξαναζωντανέψει τὰ ψοφίµια φυσώντας μὲ τὸ καλάμι τῆς φιλοσοφίας 1381 01:25:14,021 --> 01:25:16,670 µέσα στὴν κοιλιά τους τὸ «πνέβμα τῆς ἀληθείας», 1382 01:25:16,670 --> 01:25:19,024 γιὰ νὰν τὰ στήσει καθάριες ἰδέες, 1383 01:25:19,024 --> 01:25:21,755 ἀπείραχτες ἀπ᾿τοῦ καιροῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ καμώματα, 1384 01:25:21,755 --> 01:25:23,267 µέσα στὸν ἄπειρο Νού ! 1385 01:25:23,849 --> 01:25:25,788 Τὰ τυφλὰ κινήματα τῆς ψυχής, 1386 01:25:25,788 --> 01:25:28,707 ἅμα πιάσεις νὰν τὰ κάνεις προστάγµατα τοῦ λογικοῦ, 1387 01:25:28,707 --> 01:25:32,112 δηλαδη νὰν τὰ µεταφέρεις ἀπὸ τὴν ἀσύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια 1388 01:25:32,112 --> 01:25:35,753 στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση, πάει τὰ σκότωσες. 1389 01:25:36,049 --> 01:25:37,963 Ὅμως κ' ἔτσι σᾶς ὠφελοῦσα. 1390 01:25:38,147 --> 01:25:41,480 Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες» τὶς ἀφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε 1391 01:25:41,480 --> 01:25:43,931 οἱ ποντικοὶ τῶν λαγουμιῶν καὶ τῶν ἀποπάτων, 1392 01:25:43,931 --> 01:25:48,439 ἐγὼ σᾶς συµβούλεβα, πὼς δὲν πρέπει νὰ γελᾶτε καὶ νὰ καµαρώνετε γι' ἀφτὸ 1393 01:25:48,439 --> 01:25:52,923 νομίζοντας, πὼς ὁ πιὸ φανερὸς μπαγαμπόντης εἶναι καὶ πιὸ ξυπνὸς ᾿Αθηναῖος ! 1394 01:25:53,363 --> 01:25:56,664 Σᾶς µάθαινα γιὰ τὸ συφέρο σας νὰ τιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους 1395 01:25:56,664 --> 01:25:59,914 καὶ νὰ λιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ 1396 01:25:59,914 --> 01:26:03,399 καὶ τοὺς σκλάβους, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν ἀέρα καὶ κατεβοῦνε καμιὰ µέρα 1397 01:26:03,399 --> 01:26:05,769 στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε χειρότερ᾽ ἀπὸ σᾶς ! 1398 01:26:06,255 --> 01:26:09,515 Σᾶς µάθαινα, πὼς πρέπει ν᾿ἀσεβεῖτε καὶ νὰ παρανομεῖτε 1399 01:26:09,515 --> 01:26:11,482 στ᾽ ὄνομα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων ! 1400 01:26:12,661 --> 01:26:14,653 ΄"Ὅλα ποῦ νὰν τὰ θυμᾶμαι τώρα ! 1401 01:26:14,843 --> 01:26:18,551 Μὰ δὲν ξεχνῶ, πὼς ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ καὶ τοῦτος καὶ κεῖνος... 1402 01:26:18,551 --> 01:26:21,649 οὖλοι σας εἴσαστε σύμφωνοι σ᾿ ὅ,τι σᾶς ἔλεγα 1403 01:26:21,649 --> 01:26:25,364 καὶ σκύβατε τ᾽ ἀδειανό σας κεφάλι μπροστὰ στην Κουκουβάγια καὶ στὸ Μῶμο. 1404 01:26:25,629 --> 01:26:28,315 Τρεῖς μοναχὰ κουβέντες µου φτάνουνε νὰ δείξουνε, 1405 01:26:28,315 --> 01:26:30,456 πὀσο δούλεψα γιὰ τὸ καλὸ τῆς Πατρίδας, 1406 01:26:30,456 --> 01:26:33,509 γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν πολιτῶν σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα. 1407 01:26:34,273 --> 01:26:37,625 α᾿) Απόδειξα, πὼς η ψυχή µας εἶναι ἀθάνατη ! 1408 01:26:38,059 --> 01:26:39,495 ᾿Υπάρχει λοιπὸν ψυχή ! 1409 01:26:39,884 --> 01:26:43,109 Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε (πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑπάρχουνε) 1410 01:26:43,109 --> 01:26:45,879 κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί ! 1411 01:26:46,173 --> 01:26:48,350 “Ἡ φοβέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων 1412 01:26:48,350 --> 01:26:50,744 μᾶς συγκρατάει νὰ μὴν κολάζουµε τὴν ψυχη µας... 1413 01:26:50,744 --> 01:26:52,467 καὶ νὰ μὴν πηγαίνουμε φυλακή ! 1414 01:26:53,053 --> 01:26:58,614 "Αντρες ᾿Αθηναῖοι ! Αν δὲν ὑπῆρχε κράτος, δὲ θὰ ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες 1415 01:26:58,614 --> 01:27:00,162 μήτε κι ἀθάνατη ψυχη ! 1416 01:27:00,387 --> 01:27:03,239 Οἱ βασανισμένοι τῆς ζωῆς πρέπει νὰ πιστέβουµε, 1417 01:27:03,239 --> 01:27:05,869 πὼς θὰ χαροῦμε καὶ θὰ βασιλέψουμ’ αἰώνια, 1418 01:27:06,240 --> 01:27:07,832 -- φτάνει νὰ πεθάνουμε πρῶτα ! 1419 01:27:08,224 --> 01:27:10,716 Δὲν κάνει νὰ παίρνουμε πίσου μὲ τὰ χέρια µας 1420 01:27:10,716 --> 01:27:13,577 ὅ,τι μᾶς παίρνουν οἱ ἀφέντες μὲ τὴ δύναμη καὶ μὲ τὴν πονηριὰ 1421 01:27:13,577 --> 01:27:17,357 -- δηλαδη μὲ τὰ δικά µας τ᾽ἅρματα καὶ μὲ τὴν ψῆφο τὴ δικιά µας. 1422 01:27:17,855 --> 01:27:20,942 ᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ στὸν ἄλλο κόσµο. 1423 01:27:21,222 --> 01:27:24,699 Θὰ βράζουνε µέσα στὸ καζάνι τῆς πἰσσας στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα. 1424 01:27:25,114 --> 01:27:29,783 Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ ἐμεῖς, θὰ γίνουμε κακοὶ καὶ τότε θὰ χάσουμε τὴν ψυχἠ µας 1425 01:27:29,783 --> 01:27:31,981 καὶ θὰ βράζουμ’ ἐμεῖς µέσα στὸ καζάνι ! ! 1426 01:27:32,976 --> 01:27:38,955 β’) Δὲν εἴτανε λόγος-ἀέρας, εἴταν ἀγκωνάρι µαρμαρένιο τούτ’ ἡ διδασκαλία µου. 1427 01:27:39,358 --> 01:27:44,700 Γι αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωκα τὴν τετράγωνη φόρμα: «προτιμῶ ν᾿ ἀδικιέμαι παρὰ ν ἆδικῶ !» 1428 01:27:45,326 --> 01:27:48,434 Τοῦτο τ᾿ ἀγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα στὸν ἅμμο καὶ στὸ νερό: 1429 01:27:48,434 --> 01:27:50,273 στὶς φυχὲς τῶν ἀδυνάτων ! 1430 01:27:50,656 --> 01:27:54,483 "Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιότερο κι ἀναποφάσιστος᾽ 1431 01:27:54,749 --> 01:27:59,106 ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο ἀνασαίνει καὶ σχέφτεται καὶ θυµώνει. 1432 01:27:59,487 --> 01:28:02,160 Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη στὸν ἑαφτό σου, 1433 01:28:02,160 --> 01:28:03,850 γιὰ ν᾿ ἀντισταθεῖς στὴν ἀδικιὰ --- 1434 01:28:03,850 --> 01:28:06,293 καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα γιὰ ν᾿ ἀδικῆσεις ! 1435 01:28:06,551 --> 01:28:09,975 Μαθημένος νὰ φοβᾶσαι, δὲ θέλεις νὰ φοβηθεῖς περισσότερο. 1436 01:28:10,340 --> 01:28:13,838 ᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα τῆς ἀβουλίας, στὸν ἐγωισμὸ τοῦ πόνου. 1437 01:28:14,039 --> 01:28:17,444 Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σοῦ παίρνουν τὰ ὅσα δὲν ἔχεις, 1438 01:28:17,444 --> 01:28:19,938 μὰ δὲν ἀγγίζεις καὶ τὰ λίγα πὀ χεις : 1439 01:28:20,205 --> 01:28:24,162 νηστέβεις ἀπὸ δικοῦ σου τὸ φαγί, τὸ πιοτὸ καὶ τὶς γυναῖκες· 1440 01:28:24,345 --> 01:28:28,427 μισεῖς τὸν ήλιο, τὴ θάλασσα, τὸν ἀγέρα τοῦ δάσου καὶ τὴν κίνηση 1441 01:28:28,427 --> 01:28:33,113 κι ἆποζητᾶς τὴν ἀρρώστια, τὰ βάσανα, την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο 1442 01:28:33,113 --> 01:28:35,120 για να πας στον παράδεισο, 1443 01:28:35,983 --> 01:28:37,756 «Ό πόνος ἠθικοποιεῖ » 1444 01:28:38,137 --> 01:28:42,824 Ύψωνα λοιπὸν μεσουρανὶς γιὰ φλάμπουρο τοῦ κοπαδιοῦ τὴ χαρὰ τοῦ πόνου. 1445 01:28:43,063 --> 01:28:45,279 Γιὰ ὅσους δὲν µποροῦνε νὰ βαστάξουνε τὸν πόνο, 1446 01:28:45,279 --> 01:28:47,224 φροντίσαν οἱ νόμοι τοῦ Σόλωνα· 1447 01:28:47,577 --> 01:28:51,003 χτίσανε παράµερες ἐκκλησιὲς τῆς Πάνδημης ᾽Αφροδίτης. 1448 01:28:51,314 --> 01:28:54,618 ᾿Ἔκεῖ μέσ᾽ ἀγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ τὴν τελειότητα, 1449 01:28:54,848 --> 01:28:56,889 δηλαδή τὴ λησμονιὰ τοῦ ἑαφτοῦ του. 1450 01:28:58,357 --> 01:29:03,562 γ’) Τὴν ἴδια γνώμη τὴν εἶπα κι ἀλλιῶς : «Οὐδεὶς εκὼν κακός». 1451 01:29:03,891 --> 01:29:06,549 ᾿Αφτὸ θὰ πεῖ : μὴν τιμωρεῖτε τοὺς ἀδικητάδες 1452 01:29:06,549 --> 01:29:08,133 γιατὶ θὰν τοὺς... ἄδικῆσετε. 1453 01:29:08,453 --> 01:29:12,563 Εΐναι ἀθῶοι ! Δὲν ξέρουν ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή ! 1454 01:29:12,780 --> 01:29:15,343 "Αμα τοὺς διδάξουµε τί είναι καλὸ καὶ κακό, 1455 01:29:15,343 --> 01:29:18,272 θὰ λείψουν ἀπὸ τὸν κόσμο κάκητα κι αδικεμὸς 1456 01:29:18,272 --> 01:29:19,830 καὶ θὰ βασιλέψ᾽ η καλοσύνη... 1457 01:29:20,456 --> 01:29:21,648 Χρειάζονται σκολειά. 1458 01:29:21,848 --> 01:29:24,330 Καὶ τὰ σκολειὰ θὰν τὰ χτίζουν οἱ ἀδικητάδες. 1459 01:29:24,756 --> 01:29:25,944 Ξέρετε γιατί ; 1460 01:29:26,515 --> 01:29:29,777 Καλὸ καὶ δίκιο καὶ χρέος εἶναι ἢ σακούλα τους. 1461 01:29:29,994 --> 01:29:32,688 Θα μαθαίνουνε λοιπὸν οἱ ἴδιοι στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ 1462 01:29:32,817 --> 01:29:35,658 νὰ μην ἄντιστέκονται στὴν ἀδικιά, ὅταν μεγαλώσουν. 1463 01:29:37,660 --> 01:29:41,373 Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε τὸ καθεστὸς τῆς ἄνισότητας, 1464 01:29:41,373 --> 01:29:43,433 «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον». 1465 01:29:43,760 --> 01:29:46,250 Φυσικὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ σκοτώσετε γι ἀφτό ! 1466 01:29:46,687 --> 01:29:49,727 Οἱ μελλούμενες πολιτεῖες θὰ ξέρουνε καλύτερα τὴ δουλειά τους. 1467 01:29:50,275 --> 01:29:54,577 Αμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ θὰ δουλέβουν ἀδερφικὰ 1468 01:29:54,577 --> 01:29:57,731 νὰ χωρίζουνε τοὺς πολίτες σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα 1469 01:29:57,731 --> 01:30:00,964 καὶ νὰ ταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα μὲ τὴν «ἁρμονία τῶν τάξεων». 1470 01:30:01,490 --> 01:30:04,628 Αϕτηνῆς τῆς ἁρμονίας στάθηκα πρῶτος μαέστρος. 1471 01:30:04,628 --> 01:30:06,597 Κι ἂς μὲ σκοτώνετε γι ἄθεο. 1472 01:30:07,511 --> 01:30:11,578 Τὰ δικά µου τὰ µαθήµατα θὰν τὰ κάνουνε µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί. 1473 01:30:12,006 --> 01:30:14,301 Θἁ μὲ τιµήσουνε γιὰ προφήτη τοῦ Θεοῦ τους 1474 01:30:14,301 --> 01:30:17,237 καὶ θὰ ζωγραφίζουνε τὰ μοῦτρα µου στὶς ἐκκλησιές τους 1475 01:30:17,237 --> 01:30:20,069 μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο γύρω στὰ τσουλούφια µου. 1476 01:30:29,585 --> 01:30:36,163 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 1477 01:30:36,368 --> 01:30:39,901 Δεν ήτανε γέννα τῆς κόλασης, ποὺ ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου, 1478 01:30:39,901 --> 01:30:43,805 γιὰ νὰ σᾶς βάνει τρικλοποδιὲς καὶ νὰ σᾶς γρουσουζέβει, τὸ δαιµόνιό µου ! 1479 01:30:43,940 --> 01:30:45,491 Είτανε κάτι χειρότερο ! 1480 01:30:45,735 --> 01:30:49,659 Δὲν εἴτανε καινούριο, καθὼς τὸ γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι, 1481 01:30:49,922 --> 01:30:54,205 Ἐϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση τοῦ Κοπαδιοῦ, η προπατορικὴ σκλαβιά, 1482 01:30:54,205 --> 01:30:58,031 πού δενε τὴν ψυχη µου μὲ τὶς δικές σας, γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρτες, 1483 01:30:58,031 --> 01:31:00,965 ἀκατάλυτο κάστρο τῆς πολιτείας τῶν ἀνόμων. 1484 01:31:01,599 --> 01:31:04,081 Δὲν εἴταν ἄγγελος ὁδηγός, ποὺ μὲ φώτιζε· 1485 01:31:04,081 --> 01:31:08,207 εἴτανε φύλακας ἄγγελος τῆς δηµόσιας Ψεφτιᾶς, ποὺ μὲ τύφλωνε. 1486 01:31:08,642 --> 01:31:10,987 Είτανε «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον» 1487 01:31:10,987 --> 01:31:14,912 γινομένο µέσα µου φωνή καὶ θέλημα τῶν θεῶν καὶ τοῦ Λόγου. 1488 01:31:15,424 --> 01:31:19,855 Εἴταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα «Μη ! » καὶ «Πίσω !». 1489 01:31:20,453 --> 01:31:23,592 Είτανε τὸ δαιμόνιο τὸ δικό σας, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι 1490 01:31:23,833 --> 01:31:26,602 -- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε καὶ δυνατότερο. 1491 01:31:28,305 --> 01:31:29,950 Αν τὸ μισῶ, λέει ! 1492 01:31:30,402 --> 01:31:33,871 "Αχ ! νὰ μποροῦσα νὰν τὸ παράδινα στὸ πατριωτικὀ σας μένος 1493 01:31:33,871 --> 01:31:37,308 νὰν τοῦ βγάζατε τὰ μάτια νὰν τοῦ κόβατε τὴ μύτη καὶ τ ἀφτιά· 1494 01:31:37,308 --> 01:31:41,507 νὰν τοῦ χύνατε λάδι τσιτσιριστὸ κι ἁλάτι χοντρὸ µέσα στὶς πληγές του' 1495 01:31:41,507 --> 01:31:45,092 νὰν τοῦ καρφώνατε πέταλα στὶς πατοῦσες του μὲ ταβανόπροχες· 1496 01:31:45,322 --> 01:31:49,199 νὰν τὸ δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι καὶ βρέχοντάς το μὲ πετρόλαδο καὶ πίσσα 1497 01:31:49,199 --> 01:31:51,847 νὰν τοῦ βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τοῦρκος ! 1498 01:31:52,105 --> 01:31:54,183 ᾽Αφτὸ μὲ σαλαγοῦσε καὶ μὲ κέντρωνε 1499 01:31:54,183 --> 01:31:56,764 ζεμένονε στὸ κάρο τῆς Δημοκρατίας τῶν «ἀρίστων», 1500 01:31:57,078 --> 01:32:01,630 ἀφτὸ μ᾿ ἔκανε νὰ περπατάω κοιµάµενος σὰν τ᾽ ἄλογα τὸν ἴσιο δρόµο τῆς συνήθειας 1501 01:32:01,630 --> 01:32:03,573 -- καὶ νὰ μὴν παραστρατίζω. 1502 01:32:03,781 --> 01:32:06,945 Αφτό μ'έκανε νὰ ξετινάζω καὶ νὰ κοροϊδέβω τοὺς ἄνομους, 1503 01:32:06,945 --> 01:32:09,565 ἀντὶς νὰ κοροϊδέβω καὶ νὰ ξετινάζω τοὺς νόµους᾽ 1504 01:32:09,804 --> 01:32:12,831 νὰ ταπεινώνω τοὺς ἀνίδεους, ἀντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι. 1505 01:32:13,728 --> 01:32:15,891 Μὰ τώρα τὸ ζητάω καὶ δὲν τὸ βρίσκω. 1506 01:32:16,267 --> 01:32:19,798 Μ᾽ ἔχει παρατήσει δῶ καὶ κάµποσους μῆνες, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι. 1507 01:32:19,950 --> 01:32:23,985 Ξαναγύρισε, μιὰς καὶ πεθαίνω, στη Διεύθυνση τῆς Γενικῆς ”Ασφάλειας 1508 01:32:23,985 --> 01:32:26,434 νὰ παραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶ νὰ προβιβαστεῖ ! 1509 01:32:28,969 --> 01:32:33,328 Ὅταν ὁ Περικλὴς μᾶς ἔλεγε, πὼς η δύναμη κ᾿ η καλοπέραση τῆς πολιτείας 1510 01:32:33,328 --> 01:32:37,589 εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη) τῶν δυστυχισµένων, 1511 01:32:37,589 --> 01:32:40,076 δὲν ήθελα νὰ παραδεχτῶ πὼς κορόιδεβε. 1512 01:32:40,328 --> 01:32:44,845 Τί ἐννοοῦσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; "Όχι βέβαια. 1513 01:32:45,591 --> 01:32:49,238 ᾿Αν ὅλοι µας ἐφτυχοῦμε, δὲν ἔχει κανένας ἀνάγχκη νὰ σωθεῖ. 1514 01:32:49,442 --> 01:32:55,078 ᾿Εννοοῦσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραλῆδες καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους. 1515 01:32:55,595 --> 01:32:58,261 "Όταν ἐκεῖνοι τρῶνε, χορταίνουμ᾽ ἐμεῖς' 1516 01:32:58,261 --> 01:33:00,818 κι ὅταν ἀφτοὶ θησαβρίζουν, ἐμεῖς πλουταίνουµε΄ 1517 01:33:00,818 --> 01:33:04,905 κι ὅταν ἐκεῖνοι δὲ γίνονται πλουσιὁτεροι, φτωχαίνουµ’ ἐμεῖς περισσότερο· 1518 01:33:04,905 --> 01:33:07,813 κι ὅταν ἐκεινῶν η περιουσία βρίσκεται σὲ κίντυνο, 1519 01:33:07,813 --> 01:33:09,594 χάνουμ’ ἐμεῖς τὸν ὕπνο µας !... 1520 01:33:10,129 --> 01:33:13,296 Ὁ πρῶτος, βλέπετε, πολιτικὸς καὶ παραλὴς τῆς ᾿Αθήνας 1521 01:33:13,296 --> 01:33:16,784 ὕψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια τοῦ φλομωμένου πλήθους 1522 01:33:16,784 --> 01:33:18,933 τὴν ἀτιμία τῶν ὀλίγων σὲ χρέος, 1523 01:33:18,933 --> 01:33:22,318 µεγαλεῖο καὶ δόξα τῶν πολλῶν, -- τῆς Πατρίδας ! 1524 01:33:22,823 --> 01:33:26,823 Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπε νὰ δώσουμε τὴ ζωή µας γιὰ τοὺς «ἀρίστους», 1525 01:33:26,823 --> 01:33:29,542 ἂν θέλαµε νὰ σώσουμε τὴν πείνα µας τὴν παντοτινὴ 1526 01:33:29,542 --> 01:33:32,674 καὶ τὸν ὕπνο µας τὸ µακάριο, γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αἰώνιο !... 1527 01:33:33,139 --> 01:33:34,403 Καταλάβατε : 1528 01:33:34,705 --> 01:33:37,058 Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰς τὸ ἔξηγῶ. 1529 01:33:37,249 --> 01:33:39,476 Μὰ τότες η µέσα µου φωνή τοῦ κοπαδιοῦ, 1530 01:33:39,476 --> 01:33:42,171 -- τὸ δαιμόνιο --- δὲ μ᾿ ἄφηνε νὰν τὸ νιώσω. 1531 01:33:42,544 --> 01:33:45,666 "Ἔβρισκα μάλιστα, πὼς καλὰ μᾶς τά λεγε ὁ γέρος, 1532 01:33:45,666 --> 01:33:49,074 γιατὶ συμφωνούσανε μὲ τὴν... ἀπόλυτη Λογική ! 1533 01:33:50,944 --> 01:33:54,727 Σὰν ἄρχεψε νὰ μοῦ στρίβει, νὰ ψυχανεμίζοµαι, πὼς δὲν κρίνω σωστὰ 1534 01:33:54,727 --> 01:33:56,429 καὶ πὼς τὸ μυαλό µου κάνει νερά, 1535 01:33:56,429 --> 01:34:00,408 ὁ φύλακας ἄγγελός σας ἔσφιξε τὴ βρακοζώνα του κι ἄνοιξε τὰ φτερά του 1536 01:34:00,408 --> 01:34:03,259 καὶ πέταξε τρίζοντας τὰ δόντια του. Οὔστ !... 1537 01:34:03,619 --> 01:34:05,387 Μὰ πάλε δὲν ησύχασα ! 1538 01:34:05,387 --> 01:34:08,458 Μόλις ἔφυγε, κι ἄρχεψε νὰ μὲ τρώει ἄλλο σαράκι. 1539 01:34:08,458 --> 01:34:12,070 Ο μετανιωμὸς γιὰ τὸ κακό, ποὺ ἔκανα καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου 1540 01:34:12,070 --> 01:34:13,449 καὶ στοὺς µελλούμενους, 1541 01:34:13,449 --> 01:34:16,191 ὅσο θὰ κυβερνᾶνε τὸν κόσμο τ᾽ ἄδικο κ᾿ η ψεφτιά. 1542 01:34:16,413 --> 01:34:18,014 Μερόνυχτα βασανιζόµουνα. 1543 01:34:18,195 --> 01:34:20,070 Έπρεπε νὰ διορθώσω τὸ κακό ! 1544 01:34:20,477 --> 01:34:24,130 Καὶ νὰ τί θά κανα, ἂν δὲν προλαβαίνατε νὰ μὲ σκοτώσετε. 1545 01:34:24,841 --> 01:34:27,477 Τὸ λαρύγγι του στέγνωσε. 1546 01:34:27,477 --> 00:00:00,250 Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό, μὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ ποτήρι καὶ νερό! 1547 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κάποιος ἀστεῖος τοῦ φώχαξε : 1548 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Δὲν καταπίνεις τὴν κλεψύδρα νὰ τελειώνουμε ;» 1549 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Χάχανα καὶ θόρυβος. 1550 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Πολλοί, ποὺ κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι 1551 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κι ἀρχίσανε νὰ γρυλλίξουν. 1552 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "Αλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα τοῦ κλητήρα νὰν τοὺς πεῖ, 1553 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 πόσο νερὸ µνέσκει ἀκόμα µέσα στὸ λαγήνι. 1554 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ὕστερα σηκώνοντας τὸ δεξί του χέρι 1555 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ἔσυρε δυὸ τρεῖς φορὲς τὸ µεγάλο δάχτυλο πάνου στὸ δέφτερο κόµπο τοῦ δείχτη. 1556 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "ο Σωκράτης κατάπιε τὸ σάλιο του καὶ ξακολούθησε. 1557 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Γι ἀφτὰ ποὺ δίδαξα, θά πρεπε νὰ μὲ κάνετε χρυσόνε καὶ νὰ μὲ προσχυνᾶτε. 1558 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Gι’ ἀφτὰ ποὺ θά κανα, ἂν ἐζοῦσα, θά πρεπε μὲ τὸ δίκιο σας 1559 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὄχι νὰ μὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰ νὰ μὲ κοπανίσετε ζωντανὸ µέσα στὸ γουδί, 1560 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θὰ κοπανἰσει τὸ «ἤνωνα τὸν Ελεάτη, 1561 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 γιὰ νὰ μάθει νὰ διδάσκει τὴν ἀρετὴ ὅσο θέλει, 1562 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μὰ νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὴν παλιανθρωπιὰ τῶν ἀρχόντων. 1563 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θά πρεπε νὰ μοῦ κόψετε τὴ γλώσσα, 1564 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θὰ κόψει τὴ γλώσσα τοῦ ᾿Υπερείδη τοῦ ρήτορα, 1565 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 γιὰ νὰ µάθει, πὼς μπορεῖ νὰ προδίνει τὴν πατρίδα του, 1566 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μὰ δὲν κάνει νὰ βρίζει καὶ τὸν ξένο µισθοδότη... 1567 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θά µουνα πραγματικὰ ἐπικίντυνος στὴ δηµόσια τάξη, 1568 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 στὸ «συμφέρον τοῦ κρείττονος». 1569 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καἱ νὰ ρίχνατε τὸ κουφάρι µου μακριὰ στὸν Κορινθιακὸ 1570 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 η σὲ χανένα φαράγγι τοῦ Κιθαιρώνα -- «μὴ ταφήναι ἐν γη ἁττικῇ» 1571 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Δὲν ὑπάρχει µεγαλύτερη ἀτιμία καὶ προδοσία ἀπὸ τὸ νὰ λὲς τὴν ἀληθεια !... 1572 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θὰ πήγαινα, ποὺ λέτε, στοὺς λαϊκοὺς µαχαλάδες τῆς ᾽Αθῄνας, 1573 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 στὰ βρωμοχώρια τῆς ᾽Αττικῆς ἀπὸ τὶς Κάβο Κολόνες 1574 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ἴσαμε τὰ Κούντουρα κι ἀπὸ τὴν Μούλουρη ἴσαμε τὸ Καπαντρίτι. 1575 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θὰ κατέβαινα στὰ σκοτεινὰ χαµόσπιτα, γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα, 1576 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα τῆς φτωχολογιᾶς, 1577 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 στὰ καρβουνιάρικα τοῦ λιμανιοῦ, γιοµάτα λέρα καὶ βόχα. 1578 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολἰτες ! 1579 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Αφτὸς ὁ τόπος, κι ἄν ἀκόμα βρισκότανε στη Σκυθία, 1580 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ µάβρα σύνεφα 1581 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια, 1582 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 πἆλε θά τανε ὁ καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους, γιατὶ τὸ θέλ᾽ η καρδιά σας. 1583 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Είναι η πατρίδα. 1584 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα δικό σας µέσα σ᾿ ἀφτῆνε : 1585 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα, θεοὶ χ᾿ ἐξουσία, σκέψη καὶ θέληση 1586 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 --- ὅλα ξένα ! 1587 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος, ὅσο νὰ τρυπώνετε ζωντανοὶ 1588 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ νὰ θάβεστε πεθαμένοι 1589 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ τόση λεφτεριά, ὅσο νὰ κάνετε τὴ φυσική σας ἀνάγκη στη ρεματιά, 1590 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅταν δὲ σᾶς βλέπει χὠροφύλακας... 1591 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ ὅταν βυθίζετε τὸ μάτι σας πέρα στὸ γαλάζιο πέλαγος, 1592 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες 1593 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κουβαλώντας ἀπὸ τὸ στόµα τοῦ Νείλου κι ἀπ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο 1594 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κι ἀπ᾿ τὶς Ἡράκλειες στῆλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες, 1595 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 περηφανέβεστε, πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «ἐθνικά !» 1596 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ κανένας δὲ συλλογᾶται, πὼς ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ 1597 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μαζέβονται σὲ λίγα χέρια. 1598 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαῖοι καὶ Μορθιανοὶ σᾶς σκοτώνουνε μιὰ φορὰ 1599 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 οἱ ξένοι’ μὲ τὰ χέρια τ᾽ ἀδερφικὰ σᾶς σφίγγουνε τὸ καρύδι τοῦ λαρυγγιοῦ 1600 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 σ᾿ ὅλη σας τὴ ζωὴ καὶ σᾶς δολοφονοῦνε κάθε µέρα. 1601 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "Οχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, 1602 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μὰ χι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας εἶναι δικά τους». 1603 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ὕστερα θὰ πῄγαινα στὰ νταμάρια τῆς Πεντέλης, 1604 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 στὶς μίνες τοῦ Δασκαλειοῦ καὶ τοῦ Λάβριου, στοὺς ταρσανάδες τοῦ Περαία, 1605 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 στὶς φάμπρικες, ποὺ φκιάνουνε σκουτάρια καὶ λουρίκια τοῦ πολέμου -- στοὺς δούλους! 1606 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θὰ κατέβαινα στ᾽ ἀμπᾶρια τῶν καραβιῶν, ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες 1607 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 (ἄσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα μὲ τὸ πυρωμένο σίδερο) 1608 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους 1609 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ ξεφωνίζουν ἀπὸ τὰ χτυπήµατα τοῦ βούρδουλα, 1610 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 σὰν τύχει καὶ λιγοθυµίσουν ἀπὸ τὴν κοὐραση. 1611 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 θὰ πηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια, σὰν τοῦ ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά, 1612 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅπου ζεμένοι μὲ τὰ καματερὰ ὀργώνουνε τὰ κατσάβραχα καὶ τὰ πουρνάρια. 1613 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 θὰ πήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα, στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες, 1614 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅπου σηκώνουνε μὲ τὰ χέρια τους στὸν ἀψηλὸ οὖρανὸ 1615 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς τοῦ πνεµατός σας, τοὺς Παρθενῶνες. 1616 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα : 1617 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Θρακιῶτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί ! 1618 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Οἰκέτες, θεράποντες, ἐπιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. 1619 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μαντινοῦτες τοῦ γυναικωνίτη κι ἅγιες πόρνες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων. 1620 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ἰδιωτικοί. 1621 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 'Ἡ ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πὼς εἴσαστε γεννηµένοι σκλάβοι. 1622 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε τὸ σπέρµα τοῦ πατέρα σας 1623 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 νὰ σᾶς γεννήσει τέτιους. 1624 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ἡ τὐχη σᾶς ἔκανε κι η συνήθεια σᾶς ἀποτέλειωσε. 1625 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Εἴσαστε σκλάβοι ἐσεῖς, γιὰ νά μαστ᾽ ἐμεῖς οἱ λέφτεροι. 1626 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Σηχκῶστε τὸ κεφάλι καὶ κοιτάχτε τὸν ἀνοιξιάτικο ουρανὀ. 1627 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ἔχετε ξεχάσει τὸ βάθος καὶ τὸ χρῶμα του. 1628 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ἀκρογιάλια κι ἀστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος. 1629 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κάποτες εἴσαστε καὶ σεῖς λέφτεροι κι ἄδικοι, 1630 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 γιὰ νὰ γίνετ ἐδῶ σκλάβοι χι ἀδικημένοι 1631 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 --- σεῖς, οἱ προγόνοι σας, ἀδιάφορο ! 1632 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Εϊσαστε τὸ µεγάλο ψυχομέτρι. 1633 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Νιῶστε τὴ δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθεῖτε μὲ τοὺς ἀδικημένους λέφτερους. 1634 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Νὰ σηκώσετε μοναχὰ τὰ σφυριά, τὰ δρεπάνια, τὰ πελέκια, τὰ κρικέλια σας 1635 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ θὰ γίνει κουρνιαχτὸς ὁλάκερ' η δημοκρατία τῶν “ἀρίστων” 1636 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Νὰ τοὺς πάρετε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ νὰ τοὺς βάνετε νὰ δουλέβουνε, γιὰ νὰ τρῶνε». 1637 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 -- «Καὶ νὰ καθόμαστ᾽ ἐμεῖς», 1638 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 θ᾽ἀπαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι νὰ σέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ 1639 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ ξεκοιλιάζουνε τοὺς ἀδύνατους. 1640 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 -- «Όχι», θὰ φώναζα ἐγώ. 1641 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Θὰ δουλέβουνε κ᾿ ἀφτοὶ καὶ σεῖς. 1642 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κοινή δουλειά, κοινὰ τ᾽ ἀγαθὰ κι ἡ λεφτεριά...» 1643 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 -- «Αμ τότες ἂς λείπει τέτια λεφτεριά. Δὲ μᾶς κάνει...» 1644 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 -- «Μην πειράζεστε ! Σὰν ἔρτει κείν᾽ ἡ ὥρα, 1645 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 θὰ μπεῖτε σὲ δρόµο νὰ γίνετε ἀνθρῶποι· νὰ λυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη, 1646 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τὸ σῶμα σας, τὴν ψυχή σας καὶ τὸ πνέµα σας». 1647 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 -- «Ποιοί, µωρέ, θὰ μᾶς βάλουνε σὲ δρόµο ;» πάλε θὰ ξεφωνούσανε. 1648 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 -- «Οἱ Σκύθες !». 1649 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ σὰ ρουκέτα : 1650 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Τέλειωσε τὸ νερό !» Εἴταν ὁ κλητήρας. 1651 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν ἀπάνου μ᾿ὁρμὴ ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας 1652 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ τρέξαν ὅλοι πατεῖς µε πατῶ σε κατὰ τὴν πόρτα. 1653 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Δὲν εἴτανε πυρκαϊά. Δὲν εἴτανε σεισμός. 1654 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν ἀναμεταξύ τους 1655 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποιὸς θὰ πάει πρῶτος στὸ ταμεῖο νὰ πάρει τὸ µιστό του ! 1656 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητῆρες ὁρμήσανε κατὰ τὴν πόρτα γιὰ τὴν ἴδια δουλειὰ 1657 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κι ἀφήσανε τὸ Σωκράτη µοναχό του πάνου στὸ βῆμα νὰ πικρογελᾶ. 1658 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ κεῖνος, μὲ τὴν παντοτινή του γαλήνη στὴν ψυχἠ καὶ στὸ πρόσωπο, 1659 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ βῆμα παρακάλεσε τὸν Πλάτωνα, 1660 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποὺ στεκότανε σαστισµένος ἐκεῖ κοντά, νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή : 1661 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Δὲν ξέρω, καημένε, µήτε ποῦ βρίσκεται µήτε κι ἀπὸ ποιὸ δρόµο πᾶνε !»