1
00:00:14,941 --> 00:00:34,917
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
2
00:00:38,654 --> 00:00:41,668
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
3
00:00:41,838 --> 00:00:43,642
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
4
00:00:43,642 --> 00:00:46,646
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
5
00:00:46,646 --> 00:00:48,175
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
6
00:00:48,175 --> 00:00:51,380
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
7
00:00:51,380 --> 00:00:54,256
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
καὶ τὴ θολὴ ματιά),
8
00:00:54,256 --> 00:00:58,601
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
9
00:00:58,601 --> 00:01:02,746
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
10
00:01:02,746 --> 00:01:06,941
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
11
00:01:06,941 --> 00:01:08,660
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
12
00:01:08,942 --> 00:01:12,119
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
13
00:01:12,119 --> 00:01:15,949
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
14
00:01:15,949 --> 00:01:21,222
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
15
00:01:21,222 --> 00:01:25,092
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
16
00:01:25,092 --> 00:01:29,354
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
17
00:01:29,354 --> 00:01:32,980
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
18
00:01:36,607 --> 00:01:40,642
Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
19
00:01:40,912 --> 00:01:44,239
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
20
00:01:44,239 --> 00:01:48,460
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
21
00:01:49,858 --> 00:01:53,548
Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
22
00:01:53,759 --> 00:01:58,110
περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
23
00:01:58,832 --> 00:02:02,101
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
24
00:02:02,637 --> 00:02:06,460
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
25
00:02:06,460 --> 00:02:08,462
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
26
00:02:09,198 --> 00:02:14,796
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
27
00:02:15,801 --> 00:02:19,902
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
28
00:02:19,902 --> 00:02:24,470
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
29
00:02:25,267 --> 00:02:30,001
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
30
00:02:30,001 --> 00:02:32,706
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
31
00:02:32,706 --> 00:02:37,212
(τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
32
00:02:37,212 --> 00:02:41,068
λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
33
00:02:41,802 --> 00:02:45,506
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
34
00:02:46,428 --> 00:02:49,947
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
35
00:02:51,994 --> 00:02:54,814
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
36
00:02:54,814 --> 00:02:57,509
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
37
00:02:58,019 --> 00:03:01,684
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
38
00:03:01,684 --> 00:03:05,049
το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
39
00:03:05,481 --> 00:03:07,443
Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
40
00:03:07,443 --> 00:03:10,779
μπροστά στο Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
41
00:03:11,071 --> 00:03:13,240
Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
42
00:03:13,785 --> 00:03:17,302
Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
43
00:03:17,302 --> 00:03:22,317
τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
44
00:03:22,751 --> 00:03:25,404
Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
45
00:03:25,404 --> 00:03:29,296
πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
46
00:03:29,296 --> 00:03:31,795
και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
47
00:03:31,795 --> 00:03:36,126
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
48
00:03:36,126 --> 00:03:38,749
πού τον κατηγόρησαν
οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
49
00:03:39,512 --> 00:03:42,994
'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
έκανε: χμ.
50
00:03:43,574 --> 00:03:46,672
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
51
00:03:46,672 --> 00:03:51,762
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
52
00:03:51,762 --> 00:03:53,426
και δεν απάντησε τίποτα.
53
00:03:53,984 --> 00:03:58,120
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
54
00:03:58,802 --> 00:04:04,322
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
55
00:04:04,322 --> 00:04:08,849
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
56
00:04:08,849 --> 00:04:11,478
Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
57
00:04:12,248 --> 00:04:15,396
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
58
00:04:15,396 --> 00:04:18,460
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
59
00:04:18,460 --> 00:04:21,891
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
60
00:04:21,891 --> 00:04:25,928
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
61
00:04:26,396 --> 00:04:28,413
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
62
00:04:28,413 --> 00:04:30,828
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
63
00:04:30,828 --> 00:04:34,124
ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
τις ὡραίες µελόπιτες,
64
00:04:34,124 --> 00:04:37,552
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
65
00:04:37,552 --> 00:04:38,946
τον γιό τῆς Παρθένας.
66
00:04:39,524 --> 00:04:43,880
Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
67
00:04:43,880 --> 00:04:46,713
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
68
00:04:49,116 --> 00:04:53,524
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
69
00:04:53,524 --> 00:04:55,237
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
70
00:04:55,237 --> 00:04:57,776
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
71
00:04:57,776 --> 00:05:01,755
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
72
00:05:02,345 --> 00:05:05,041
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
73
00:05:05,043 --> 00:05:07,962
ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
74
00:05:08,697 --> 00:05:12,931
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
75
00:05:12,931 --> 00:05:16,176
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
76
00:05:16,176 --> 00:05:19,588
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
77
00:05:19,588 --> 00:05:22,282
για να τον ξεσχίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
78
00:05:22,282 --> 00:05:23,952
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
79
00:05:24,401 --> 00:05:28,573
᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
80
00:05:29,018 --> 00:05:32,370
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
81
00:05:32,370 --> 00:05:35,328
και χασοµερίσαν όλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
82
00:05:36,024 --> 00:05:39,500
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
83
00:05:39,981 --> 00:05:41,972
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
84
00:05:41,972 --> 00:05:46,235
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
85
00:05:46,235 --> 00:05:52,010
Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
86
00:05:53,020 --> 00:05:56,777
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
87
00:05:56,777 --> 00:06:00,305
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
88
00:06:00,305 --> 00:06:03,227
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
89
00:06:04,428 --> 00:06:08,253
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
απὸ κέφι και δύναμη.
90
00:06:08,413 --> 00:06:11,754
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
91
00:06:11,754 --> 00:06:14,883
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
92
00:06:14,883 --> 00:06:18,606
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
93
00:06:18,606 --> 00:06:20,595
ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
94
00:06:23,195 --> 00:06:26,599
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
95
00:06:26,739 --> 00:06:31,010
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
96
00:06:31,010 --> 00:06:33,963
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
97
00:06:33,963 --> 00:06:38,020
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
98
00:06:38,588 --> 00:06:43,462
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
99
00:06:43,502 --> 00:07:06,828
Το πώς γενήκανε τα πράματα
100
00:07:17,735 --> 00:07:30,526
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
101
00:07:31,146 --> 00:07:34,254
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
102
00:07:35,516 --> 00:07:38,158
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
103
00:07:38,627 --> 00:07:41,106
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
104
00:07:41,932 --> 00:07:43,716
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
105
00:07:43,716 --> 00:07:46,527
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
106
00:07:46,527 --> 00:07:48,551
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
107
00:07:48,551 --> 00:07:50,364
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
108
00:07:51,205 --> 00:07:55,283
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
109
00:07:55,283 --> 00:07:58,435
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
110
00:07:58,953 --> 00:08:03,614
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
111
00:08:04,109 --> 00:08:07,391
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
112
00:08:07,784 --> 00:08:10,044
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
113
00:08:10,044 --> 00:08:13,276
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
114
00:08:13,714 --> 00:08:15,909
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
115
00:08:16,397 --> 00:08:19,405
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
116
00:08:19,774 --> 00:08:24,344
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
117
00:08:24,735 --> 00:08:27,069
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
118
00:08:27,458 --> 00:08:29,981
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
119
00:08:30,321 --> 00:08:32,193
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
120
00:08:32,193 --> 00:08:35,676
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
121
00:08:36,269 --> 00:08:40,279
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
122
00:08:40,471 --> 00:08:44,868
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
123
00:08:44,868 --> 00:08:47,736
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
124
00:08:47,736 --> 00:08:49,535
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
125
00:08:49,998 --> 00:08:53,501
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
126
00:08:53,501 --> 00:08:55,241
και πόνους αβάσταγους.
127
00:08:55,780 --> 00:08:58,847
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
128
00:08:59,220 --> 00:09:02,929
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
129
00:09:02,929 --> 00:09:07,025
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
130
00:09:08,051 --> 00:09:11,602
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
131
00:09:11,602 --> 00:09:14,265
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
132
00:09:14,265 --> 00:09:16,337
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
133
00:09:16,617 --> 00:09:19,515
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
134
00:09:19,515 --> 00:09:22,632
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
135
00:09:22,919 --> 00:09:26,156
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
136
00:09:26,492 --> 00:09:31,539
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
137
00:09:31,941 --> 00:09:36,737
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
138
00:09:37,063 --> 00:09:41,423
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
139
00:09:41,544 --> 00:09:44,822
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
140
00:09:45,201 --> 00:09:47,979
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
141
00:09:47,979 --> 00:09:51,238
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
142
00:09:51,685 --> 00:09:54,709
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
143
00:09:54,976 --> 00:09:57,752
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
144
00:09:57,752 --> 00:09:59,654
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
145
00:10:00,099 --> 00:10:04,080
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
146
00:10:04,080 --> 00:10:06,705
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
147
00:10:07,943 --> 00:10:11,536
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
148
00:10:11,536 --> 00:10:15,759
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
149
00:10:15,759 --> 00:10:17,678
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
150
00:10:18,008 --> 00:10:21,898
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
151
00:10:22,350 --> 00:10:24,680
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
152
00:10:25,078 --> 00:10:28,096
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
153
00:10:28,246 --> 00:10:31,815
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
154
00:10:31,815 --> 00:10:35,590
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
155
00:10:35,590 --> 00:10:39,546
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
156
00:10:40,025 --> 00:10:44,151
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
157
00:10:44,481 --> 00:10:46,319
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
158
00:10:47,511 --> 00:10:51,324
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
159
00:10:51,700 --> 00:10:54,844
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
160
00:10:54,844 --> 00:10:56,432
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
161
00:10:56,683 --> 00:11:00,320
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
162
00:11:00,533 --> 00:11:04,609
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
163
00:11:04,822 --> 00:11:07,672
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
164
00:11:07,672 --> 00:11:09,698
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
165
00:11:09,888 --> 00:11:13,230
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
166
00:11:13,524 --> 00:11:15,042
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
167
00:11:15,271 --> 00:11:18,913
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
168
00:11:19,125 --> 00:11:24,145
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
169
00:11:24,870 --> 00:11:28,063
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
170
00:11:28,531 --> 00:11:32,366
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
171
00:11:32,366 --> 00:11:36,660
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
172
00:11:37,153 --> 00:11:40,139
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
173
00:11:40,464 --> 00:11:42,110
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
174
00:11:42,110 --> 00:11:44,645
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
175
00:11:44,645 --> 00:11:47,440
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
176
00:11:47,440 --> 00:11:50,646
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
177
00:11:51,562 --> 00:11:55,790
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
178
00:11:55,790 --> 00:11:57,334
σ’ ομορφιά και πλούτο!
179
00:11:57,840 --> 00:12:00,702
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
180
00:12:00,974 --> 00:12:03,144
Για το καλό της πολιτείας!
181
00:12:03,499 --> 00:12:06,487
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
182
00:12:06,685 --> 00:12:08,238
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
183
00:12:08,238 --> 00:12:10,650
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
184
00:12:10,650 --> 00:12:14,851
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
185
00:12:14,851 --> 00:12:19,610
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
186
00:12:19,610 --> 00:12:23,265
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
187
00:12:24,053 --> 00:12:27,344
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
188
00:12:27,344 --> 00:12:30,839
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
189
00:12:31,165 --> 00:12:34,622
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
190
00:12:34,622 --> 00:12:37,559
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
191
00:12:38,264 --> 00:12:41,945
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
192
00:12:42,198 --> 00:12:44,039
Ο γενναίος στρατηγός!
193
00:12:44,518 --> 00:12:47,794
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
194
00:12:47,794 --> 00:12:52,054
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
195
00:12:52,054 --> 00:12:55,270
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
196
00:12:55,615 --> 00:12:59,385
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
197
00:12:59,385 --> 00:13:01,498
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
198
00:13:01,498 --> 00:13:06,132
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
199
00:13:06,334 --> 00:13:09,106
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
200
00:13:09,106 --> 00:13:11,435
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
201
00:13:11,868 --> 00:13:15,956
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
202
00:13:15,956 --> 00:13:18,576
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
203
00:13:18,576 --> 00:13:21,687
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
204
00:13:22,711 --> 00:13:27,757
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
205
00:13:27,757 --> 00:13:31,252
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
206
00:13:31,569 --> 00:13:35,477
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
207
00:13:35,477 --> 00:13:38,511
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
208
00:13:39,005 --> 00:13:41,513
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
209
00:13:41,513 --> 00:13:44,606
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
210
00:13:44,606 --> 00:13:48,618
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
211
00:13:48,618 --> 00:13:50,179
όπως θαν το κάνω τώρα.
212
00:13:50,780 --> 00:13:54,064
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
213
00:13:54,064 --> 00:13:55,515
την καλύτερη μάρκα,
214
00:13:55,515 --> 00:13:58,100
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
215
00:13:58,100 --> 00:14:02,427
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
216
00:14:03,968 --> 00:14:05,815
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
217
00:14:05,968 --> 00:14:09,436
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
218
00:14:09,700 --> 00:14:11,589
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
219
00:14:11,589 --> 00:14:14,059
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
220
00:14:14,687 --> 00:14:17,320
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
221
00:14:17,320 --> 00:14:20,154
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
222
00:14:20,559 --> 00:14:22,099
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
223
00:14:22,099 --> 00:14:24,839
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
224
00:14:24,839 --> 00:14:27,785
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
225
00:14:27,785 --> 00:14:30,760
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
226
00:14:31,436 --> 00:14:35,940
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
227
00:14:35,940 --> 00:14:39,244
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
228
00:14:39,484 --> 00:14:44,371
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
229
00:14:45,648 --> 00:14:49,729
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
230
00:14:49,892 --> 00:14:52,347
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
231
00:14:52,456 --> 00:14:57,748
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
232
00:14:58,046 --> 00:14:59,696
Τίμημα θάνατος!».
233
00:15:00,210 --> 00:15:05,520
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
234
00:15:05,979 --> 00:15:07,850
Όμως αληθινό παλικάρι.
235
00:15:07,850 --> 00:15:11,756
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
236
00:15:11,756 --> 00:15:15,826
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
237
00:15:15,826 --> 00:15:20,185
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
238
00:15:21,066 --> 00:15:24,169
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
239
00:15:24,469 --> 00:15:27,654
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
240
00:15:27,654 --> 00:15:32,252
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
241
00:15:32,252 --> 00:15:35,440
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
242
00:15:35,440 --> 00:15:38,112
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
243
00:15:38,112 --> 00:15:39,721
και με τα γούστα του λαού,
244
00:15:39,721 --> 00:15:42,921
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
245
00:15:43,915 --> 00:15:46,514
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
246
00:15:46,514 --> 00:15:49,937
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
247
00:15:50,233 --> 00:15:54,334
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
248
00:15:54,775 --> 00:15:58,298
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
249
00:15:58,298 --> 00:15:59,837
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
250
00:15:59,837 --> 00:16:03,539
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
251
00:16:03,942 --> 00:16:08,876
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
252
00:16:08,876 --> 00:16:10,077
«Διὸς κριταί!».
253
00:16:10,476 --> 00:16:12,280
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
254
00:16:12,280 --> 00:16:15,136
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
255
00:16:15,136 --> 00:16:16,706
Μια κι όξω!
256
00:16:16,706 --> 00:16:21,295
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
257
00:16:21,295 --> 00:16:24,458
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
258
00:16:25,837 --> 00:16:27,871
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
259
00:16:27,871 --> 00:16:30,780
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
260
00:16:30,780 --> 00:16:33,876
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
261
00:16:33,876 --> 00:16:36,856
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
262
00:16:36,856 --> 00:16:38,438
— κι αυτός βλέπει!
263
00:16:38,951 --> 00:16:43,317
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
264
00:16:43,317 --> 00:16:47,051
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
265
00:16:47,051 --> 00:16:52,127
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
266
00:16:52,691 --> 00:16:56,087
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
267
00:16:56,087 --> 00:16:59,902
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
268
00:16:59,902 --> 00:17:03,091
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
269
00:17:03,091 --> 00:17:05,681
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
270
00:17:05,681 --> 00:17:09,646
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
271
00:17:09,646 --> 00:17:11,342
μπας κι είναι ξύκικα!
272
00:17:11,932 --> 00:17:15,052
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
273
00:17:15,052 --> 00:17:18,676
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
274
00:17:18,676 --> 00:17:22,736
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
275
00:17:22,736 --> 00:17:26,979
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
276
00:17:27,546 --> 00:17:31,680
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
277
00:17:31,680 --> 00:17:33,033
λουσμένος στ’ αρώματα
278
00:17:33,033 --> 00:17:36,540
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
279
00:17:36,540 --> 00:17:39,658
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
280
00:17:39,738 --> 00:17:42,213
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
281
00:17:42,213 --> 00:17:44,505
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
282
00:17:44,505 --> 00:17:47,110
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
283
00:17:47,588 --> 00:17:51,858
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
284
00:17:51,858 --> 00:17:55,514
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
285
00:17:55,514 --> 00:17:58,930
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
286
00:17:58,930 --> 00:18:00,333
για να σώσει την ψυχή του !
287
00:18:00,714 --> 00:18:03,654
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
288
00:18:03,654 --> 00:18:06,114
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
289
00:18:06,114 --> 00:18:11,041
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
290
00:18:12,221 --> 00:18:17,667
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
291
00:18:18,885 --> 00:18:21,922
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
292
00:18:21,922 --> 00:18:25,037
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
293
00:18:25,484 --> 00:18:28,102
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
294
00:18:28,102 --> 00:18:29,823
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
295
00:18:30,097 --> 00:18:33,209
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
296
00:18:33,507 --> 00:18:35,991
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
297
00:18:36,416 --> 00:18:41,092
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
298
00:18:41,255 --> 00:18:42,939
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
299
00:18:43,190 --> 00:18:45,392
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
300
00:18:45,822 --> 00:18:50,368
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
301
00:18:50,368 --> 00:18:52,822
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
302
00:18:53,316 --> 00:18:57,028
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
303
00:18:57,255 --> 00:19:01,170
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
304
00:19:01,460 --> 00:19:03,154
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
305
00:19:03,154 --> 00:19:06,341
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
306
00:19:08,673 --> 00:19:11,876
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
307
00:19:11,876 --> 00:19:14,559
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
308
00:19:14,559 --> 00:19:17,957
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
309
00:19:17,957 --> 00:19:20,817
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
310
00:19:21,224 --> 00:19:24,839
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
311
00:19:24,839 --> 00:19:26,264
παρακαλεί και βρίζει».
312
00:19:26,971 --> 00:19:29,457
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
313
00:19:29,708 --> 00:19:34,442
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
314
00:19:34,913 --> 00:19:37,917
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
315
00:19:37,917 --> 00:19:40,145
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
316
00:19:40,145 --> 00:19:43,189
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
317
00:19:43,674 --> 00:19:45,305
Σας χρωστάω και χάρη…
318
00:19:45,631 --> 00:19:49,986
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
319
00:19:49,986 --> 00:19:53,047
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
320
00:19:53,457 --> 00:19:56,612
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
321
00:19:57,697 --> 00:20:00,467
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
322
00:20:00,467 --> 00:20:03,702
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
323
00:20:03,702 --> 00:20:08,070
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
324
00:20:08,881 --> 00:20:12,341
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
325
00:20:12,341 --> 00:20:14,671
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
326
00:20:15,226 --> 00:20:19,774
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
327
00:20:20,090 --> 00:20:24,732
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
328
00:20:24,970 --> 00:20:28,639
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
329
00:20:28,639 --> 00:20:30,239
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
330
00:20:30,239 --> 00:20:33,733
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
331
00:20:33,733 --> 00:20:37,204
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
332
00:20:37,671 --> 00:20:39,068
Κι αυτό ήταν όλο!…
333
00:20:40,785 --> 00:20:43,912
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
334
00:20:44,265 --> 00:20:46,075
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
335
00:20:46,395 --> 00:20:48,471
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
336
00:20:48,471 --> 00:20:52,184
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
337
00:20:52,607 --> 00:20:57,201
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
338
00:20:57,201 --> 00:21:00,008
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
339
00:21:00,008 --> 00:21:05,051
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
340
00:21:05,754 --> 00:21:07,629
Είσαστε αθάνατοι!
341
00:21:07,879 --> 00:21:10,208
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
342
00:21:10,208 --> 00:21:12,864
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
343
00:21:12,864 --> 00:21:16,133
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
344
00:21:16,133 --> 00:21:19,427
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
345
00:21:19,427 --> 00:21:23,237
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
346
00:21:35,937 --> 00:21:45,560
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
347
00:21:45,974 --> 00:21:49,396
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
απάνου στο σανιδοκρέβατο
348
00:21:49,396 --> 00:21:52,100
με την κωμικήν επισημότητα
πόχουν τα λείψανα,
349
00:21:52,420 --> 00:21:56,047
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
350
00:21:56,047 --> 00:21:59,057
τη δική σας αγαθοσύνη
και την παρθενιά των νόμων,
351
00:21:59,242 --> 00:22:00,754
γέλασα με την καρδιά μου.
352
00:22:01,090 --> 00:22:04,562
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
φέβγουν από τους πεθαμένους
353
00:22:04,562 --> 00:22:05,973
και πάνε στους ζωντανούς.
354
00:22:06,434 --> 00:22:10,356
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου να βρομάτε
355
00:22:10,356 --> 00:22:12,119
σαν ψοφίμια δέκα μερών
356
00:22:12,391 --> 00:22:17,125
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
357
00:22:17,425 --> 00:22:20,842
κι ωστόσο να χετε την όρεξη
να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
358
00:22:20,842 --> 00:22:22,723
πήγε ο νους μου στα ζώα :
359
00:22:23,331 --> 00:22:26,840
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
τον εαφτό τους αθάνατο˙
360
00:22:27,108 --> 00:22:29,428
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
361
00:22:29,428 --> 00:22:32,291
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
σε καλύτερη ζωή.
362
00:22:33,758 --> 00:22:36,592
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
363
00:22:36,592 --> 00:22:40,148
να στέκεσαι πάνω στο βήμα
"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
364
00:22:40,148 --> 00:22:44,323
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
365
00:22:44,323 --> 00:22:48,656
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
366
00:22:48,656 --> 00:22:53,348
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
367
00:22:53,348 --> 00:22:54,911
ξέρεις τι θα γινότανε ;
368
00:22:55,423 --> 00:22:59,719
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
369
00:22:59,719 --> 00:23:03,068
θα κουνούσανε λυπητερά
το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
370
00:23:03,467 --> 00:23:07,540
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...
Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
371
00:23:07,898 --> 00:23:11,700
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
372
00:23:11,700 --> 00:23:14,675
στένεψε και μάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
373
00:23:14,992 --> 00:23:16,389
Έγινε μια χαρά!...
374
00:23:17,030 --> 00:23:18,469
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
375
00:23:18,469 --> 00:23:21,632
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
και τους κάλπηδες!...
376
00:23:21,882 --> 00:23:23,721
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
377
00:23:23,975 --> 00:23:27,094
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
378
00:23:27,871 --> 00:23:29,671
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
379
00:23:29,671 --> 00:23:33,505
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
380
00:23:33,505 --> 00:23:34,838
μα κατεργάρης δεν είναι˙
381
00:23:35,055 --> 00:23:38,017
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
και με τα λόγια του
382
00:23:38,017 --> 00:23:40,506
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
κ' η ψυχή του...
383
00:23:41,008 --> 00:23:45,121
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
384
00:23:45,121 --> 00:23:47,537
Χρειάζονται παραδείγματα
για τα παιδιά μας".
385
00:23:48,943 --> 00:23:52,149
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
να χω πεθάνει μοναχός μου,
386
00:23:52,149 --> 00:23:55,068
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
387
00:23:55,390 --> 00:23:56,943
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
388
00:23:56,943 --> 00:24:00,083
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν' αγαπάνε την αρετή,
389
00:24:00,284 --> 00:24:02,564
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
390
00:24:02,995 --> 00:24:05,326
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
391
00:24:05,605 --> 00:24:08,484
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
392
00:24:08,484 --> 00:24:11,052
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
393
00:24:11,297 --> 00:24:13,758
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
394
00:24:13,758 --> 00:24:16,768
το δάσκαλο του Κριτία
και του Θηραμένη του κόθορνου,
395
00:24:16,768 --> 00:24:21,242
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
396
00:24:21,948 --> 00:24:23,942
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
397
00:24:23,942 --> 00:24:26,523
δε βαραίνει βέβαια
μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
398
00:24:26,523 --> 00:24:29,930
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
399
00:24:30,191 --> 00:24:33,371
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
400
00:24:33,756 --> 00:24:38,265
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
στο να τάσι της παλάντζας,
401
00:24:38,265 --> 00:24:40,561
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
402
00:24:41,619 --> 00:24:45,146
Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
και φίλοι κι αρνητάδες μου,
403
00:24:45,146 --> 00:24:48,376
και ντόπιοι και ξένοι,
και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
404
00:24:48,376 --> 00:24:51,008
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
γύρα στο θάνατό μου.
405
00:24:51,386 --> 00:24:55,472
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
"αηδόνα Μουσών",
406
00:24:55,472 --> 00:25:00,376
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
"κορώνα της Ελλάδος".
407
00:25:00,827 --> 00:25:04,580
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
το "Σωκρατείον",
408
00:25:04,580 --> 00:25:07,814
και θα μου κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, την άνοιξη...
409
00:25:08,113 --> 00:25:09,824
Θα με προσκυνάνε για θεό
410
00:25:10,200 --> 00:25:13,815
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
411
00:25:14,315 --> 00:25:15,642
και για ποιό λόγο;)
412
00:25:15,967 --> 00:25:18,771
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
δίπλα στο δικό μου
413
00:25:18,771 --> 00:25:20,156
και ν' ακούγονται μαζί μου˙
414
00:25:20,370 --> 00:25:23,683
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
415
00:25:23,683 --> 00:25:26,065
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
416
00:25:26,591 --> 00:25:27,884
Μπόσικα πράματα.
417
00:25:27,884 --> 00:25:32,129
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
418
00:25:32,471 --> 00:25:35,008
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
419
00:25:35,396 --> 00:25:37,995
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
420
00:25:38,264 --> 00:25:41,455
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
γιατί παρέβηκα το Νόμο,
421
00:25:41,455 --> 00:25:45,267
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
απάνου του και να περάσω!...
422
00:25:45,863 --> 00:25:52,056
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
423
00:25:52,658 --> 00:25:54,902
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
424
00:25:56,099 --> 00:26:01,063
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
425
00:26:01,630 --> 00:26:03,346
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
426
00:26:03,619 --> 00:26:07,123
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
427
00:26:07,123 --> 00:26:10,322
τόσο λιγότερ' η κρίση τους
και πιότερ' η κάκητα.
428
00:26:10,615 --> 00:26:13,315
Κι αν είσαστε κολλημένοι
πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
429
00:26:13,315 --> 00:26:17,524
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
μισό Μπερτόλδο˙
430
00:26:17,524 --> 00:26:20,493
όχι τώρα, που σαστε
πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
431
00:26:20,831 --> 00:26:23,032
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
432
00:26:23,032 --> 00:26:27,029
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
433
00:26:27,706 --> 00:26:32,258
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα,
434
00:26:32,258 --> 00:26:35,587
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
απ' τα συνήθεια του,
435
00:26:35,587 --> 00:26:37,382
να του λύσει την αλυσίδα.
436
00:26:37,822 --> 00:26:41,284
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
πως χαλάω τη Θρησκεία,
437
00:26:41,284 --> 00:26:45,547
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
438
00:26:45,547 --> 00:26:48,958
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
τα σαγόνια σας,
439
00:26:48,958 --> 00:26:50,858
για να με λιώσετε κει μέσα...
440
00:26:51,839 --> 00:26:56,392
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
441
00:26:56,705 --> 00:26:59,220
δε θα παραξενεβόσαστε,
γιατί θα πιστέβατε,
442
00:26:59,220 --> 00:27:02,224
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
443
00:27:02,595 --> 00:27:06,717
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
444
00:27:06,717 --> 00:27:09,377
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
χρωστάτε τη ζωή σας.
445
00:27:09,731 --> 00:27:12,008
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
446
00:27:12,358 --> 00:27:16,761
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
447
00:27:17,071 --> 00:27:21,092
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
448
00:27:21,512 --> 00:27:24,182
Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
449
00:27:24,182 --> 00:27:26,821
ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
450
00:27:27,766 --> 00:27:31,309
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
και να πιστέβουνε πραγματικά,
451
00:27:31,309 --> 00:27:35,856
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
452
00:27:36,259 --> 00:27:40,779
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
453
00:27:41,376 --> 00:27:43,384
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
454
00:27:43,384 --> 00:27:47,498
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
455
00:27:47,753 --> 00:27:50,482
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
456
00:27:50,956 --> 00:27:55,108
Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
457
00:27:55,108 --> 00:27:57,683
πως είναι σωστότερο να τρώει
παρά να νηστέβει;
458
00:27:57,992 --> 00:28:01,586
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
459
00:28:01,836 --> 00:28:03,940
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
460
00:28:03,940 --> 00:28:06,463
θελήσατε να σταματήσετε
τους κακούς ανέμους.
461
00:28:06,885 --> 00:28:11,780
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
462
00:28:12,153 --> 00:28:14,520
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
463
00:28:14,520 --> 00:28:16,772
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
τις άντζες...
464
00:28:17,196 --> 00:28:19,898
Όμως για να με ξεκάνετε,
μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
465
00:28:19,898 --> 00:28:24,099
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
466
00:28:24,412 --> 00:28:28,036
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
467
00:28:28,036 --> 00:28:31,239
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
468
00:28:31,628 --> 00:28:36,000
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
469
00:28:36,000 --> 00:28:40,189
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
470
00:28:40,690 --> 00:28:44,100
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
τους κάνετε πολύ σοφά
471
00:28:44,100 --> 00:28:45,948
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
472
00:28:46,357 --> 00:28:50,873
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
473
00:28:50,873 --> 00:28:53,981
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
και τη μουρνταροσύνη του,
474
00:28:53,981 --> 00:28:55,591
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
475
00:28:55,985 --> 00:28:58,929
Και ο λαός, ο Σκύλος,
ξέχασε τις αγάπες του
476
00:28:58,929 --> 00:29:00,963
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
477
00:29:01,202 --> 00:29:04,342
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
την εφτυχία του από τον ουρανό
478
00:29:04,587 --> 00:29:06,429
και να μην τήνε ζητάει από σας!
479
00:29:06,842 --> 00:29:10,687
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
του τίποτα, του παίρνεις το παν!
480
00:29:10,999 --> 00:29:12,397
Και σε ξεσκίζει!
481
00:29:13,660 --> 00:29:17,488
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
482
00:29:17,488 --> 00:29:21,033
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
483
00:29:21,315 --> 00:29:24,585
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
να φιλάω τη χέρα του παπά.
484
00:29:24,984 --> 00:29:26,536
Δε σας φτάνανε τούτα;
485
00:29:26,690 --> 00:29:29,065
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
486
00:29:29,326 --> 00:29:31,201
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
487
00:29:31,535 --> 00:29:36,047
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
488
00:29:36,047 --> 00:29:38,671
την άφηνα και μασκάρεβε
τα ντουβάρια με εικόνες.
489
00:29:39,221 --> 00:29:42,587
Φιλούσα και τη χέρα του παπά
μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
490
00:29:42,971 --> 00:29:47,060
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
στον ταρτουφισμό!"
491
00:29:49,049 --> 00:29:52,109
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
492
00:29:52,579 --> 00:29:55,933
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
κάπως οι απλοϊκοί,
493
00:29:55,933 --> 00:29:58,969
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
το μυαλό των αλλωνών!...
494
00:29:59,553 --> 00:30:01,913
Δε θα πει πως μ' αφτό
χαλούσα τη θρησκεία!
495
00:30:02,291 --> 00:30:04,823
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
(μερμήγκια!...)
496
00:30:04,823 --> 00:30:08,263
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
497
00:30:08,653 --> 00:30:11,623
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
σε κάθε τρύπα
498
00:30:11,623 --> 00:30:15,876
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
499
00:30:15,876 --> 00:30:20,548
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
500
00:30:20,548 --> 00:30:23,676
κι από να κούτσουρο της σόμπας
- κι από κάθε τρύπα;
501
00:30:24,111 --> 00:30:27,782
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
502
00:30:27,959 --> 00:30:32,234
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
503
00:30:32,629 --> 00:30:36,936
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
504
00:30:36,936 --> 00:30:40,898
κι ο θάνατος κι αν ακόμα
το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
505
00:30:41,190 --> 00:30:43,303
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
506
00:30:44,535 --> 00:30:47,470
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
καινούριο θεόπουλο...
507
00:30:47,868 --> 00:30:52,232
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
508
00:30:52,232 --> 00:30:56,464
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
509
00:30:56,464 --> 00:30:59,156
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
μετά χαράς.
510
00:30:59,626 --> 00:31:03,971
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
511
00:31:03,971 --> 00:31:07,481
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
512
00:31:07,481 --> 00:31:10,115
σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
513
00:31:10,115 --> 00:31:13,784
να τάζετε τις σκλάβες και τους
σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
514
00:31:13,784 --> 00:31:18,428
ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
515
00:31:18,428 --> 00:31:21,898
και να παραδίνεστε
"σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
516
00:31:21,898 --> 00:31:26,213
για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
517
00:31:26,213 --> 00:31:27,789
και τ' άλλα παπαδόσογα,
518
00:31:27,789 --> 00:31:32,167
τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
519
00:31:32,167 --> 00:31:35,660
και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
να βρίσκω το σωστό,
520
00:31:35,660 --> 00:31:38,947
χωρίς να βγάζει δίσκο
και να θέλει ναούς και θυσίες;
521
00:31:39,487 --> 00:31:42,347
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
για χατίρι του.
522
00:31:42,803 --> 00:31:47,052
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
523
00:31:47,052 --> 00:31:50,767
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
στην καταραμένη χώρας σας!
524
00:31:53,210 --> 00:31:56,056
Να τι λένε τώρα μέσα τους
οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
525
00:31:56,621 --> 00:32:00,257
Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
526
00:32:00,257 --> 00:32:03,799
δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
527
00:32:03,799 --> 00:32:08,026
πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
528
00:32:08,026 --> 00:32:10,708
Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
529
00:32:10,708 --> 00:32:13,091
Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
μα το πλήθος;...
530
00:32:13,513 --> 00:32:17,272
Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
531
00:32:17,272 --> 00:32:19,243
οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
532
00:32:19,243 --> 00:32:22,093
άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
ποιος θα τους συγκρατήσει;
533
00:32:22,596 --> 00:32:26,379
Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
είναι πρόωρα πράματα!...
534
00:32:26,833 --> 00:32:30,223
Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
της πατρίδας και της ηθικής.
535
00:32:30,482 --> 00:32:33,383
Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
θα χυθεί ν' αρπάζει
536
00:32:33,383 --> 00:32:36,291
τους παράδες και τα χτήματα,
τους "κόπους" των αλλωνών
537
00:32:36,291 --> 00:32:38,826
και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
538
00:32:39,710 --> 00:32:42,952
Δε συμφέρει, δε θέλετε
να σας μιμηθεί κι ο λαός.
539
00:32:43,452 --> 00:32:46,769
Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
τ΄άθλιο κουφάρι μου,
540
00:32:46,769 --> 00:32:50,635
για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
το μεγαλύτερο φταίξιμο...
541
00:32:51,608 --> 00:32:56,459
Μα χαλούσα και την ηθική!
Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
542
00:32:56,804 --> 00:32:59,703
Ούλ' οι μαθητάδες μου
τα χανε περασμένα τα σαράντα...
543
00:33:00,087 --> 00:33:02,733
Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
είτανε φίλοι μου...
544
00:33:03,440 --> 00:33:06,862
Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
545
00:33:07,351 --> 00:33:09,348
Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
546
00:33:09,348 --> 00:33:13,445
Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
547
00:33:13,445 --> 00:33:15,800
βαριεστίζουνε και το σκάνε
από το σκολειό!...
548
00:33:16,116 --> 00:33:18,459
Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
549
00:33:18,459 --> 00:33:20,768
να δένουνε και να δέρνουνε
τους πατεράδες τους
550
00:33:20,768 --> 00:33:23,473
όταν αφτοί μπεκρολογούνε
και χαλάνε τα λεφτά τους
551
00:33:23,473 --> 00:33:26,782
στο τζόγο και στις γυναίκες
κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
552
00:33:27,130 --> 00:33:31,130
Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
τα λεγα στους πατεράδες!
553
00:33:31,517 --> 00:33:33,327
Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
554
00:33:34,618 --> 00:33:39,626
Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
555
00:33:40,173 --> 00:33:42,281
Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
556
00:33:42,527 --> 00:33:47,990
Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
557
00:33:47,990 --> 00:33:52,137
κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
- το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
558
00:33:52,680 --> 00:33:55,211
Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
559
00:33:55,473 --> 00:33:58,458
Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
να νικά τα πάθη της...
560
00:33:58,458 --> 00:34:01,857
να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
στην ομορφιά και στα νιάτα...
561
00:34:02,370 --> 00:34:05,762
Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
κι όχι αφτός δικός μου.
562
00:34:06,166 --> 00:34:10,219
Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
πως ο πνευματικός έρωτας,
563
00:34:10,219 --> 00:34:14,097
δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
564
00:34:14,329 --> 00:34:17,412
Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
να κλείσουν οι ταβέρνες
565
00:34:17,412 --> 00:34:18,951
κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
566
00:34:19,270 --> 00:34:23,803
Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
και τα παπαδόσογα,
567
00:34:23,803 --> 00:34:26,245
γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
568
00:34:26,561 --> 00:34:30,883
Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
την... ελληνική οικογένεια!...
569
00:34:31,632 --> 00:34:34,713
Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
570
00:34:35,056 --> 00:34:37,869
Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
571
00:34:38,836 --> 00:34:42,210
Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
δεν τους δικάζουνε.
572
00:34:42,210 --> 00:34:46,010
Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
573
00:34:46,271 --> 00:34:48,678
Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
μια μέρα,
574
00:34:48,678 --> 00:34:52,755
γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
575
00:34:53,233 --> 00:34:57,174
Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
576
00:34:57,454 --> 00:34:59,360
θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
577
00:34:59,360 --> 00:35:02,984
να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
στο κρασί μου, στον καφέ μου...
578
00:35:03,343 --> 00:35:06,516
Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
μήτε κι απολογιέται...
579
00:35:06,742 --> 00:35:08,455
Δικάζει και θανατώνει.
580
00:35:08,455 --> 00:35:10,101
Γιατί κατέχει την εξουσία!
581
00:35:10,386 --> 00:35:13,869
Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
582
00:35:14,282 --> 00:35:17,293
αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
583
00:35:18,066 --> 00:35:22,832
Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
584
00:35:23,111 --> 00:35:27,621
Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
585
00:35:27,621 --> 00:35:30,714
αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
και περισσότερο παλιάνθρωπος.
586
00:35:31,086 --> 00:35:34,170
Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
σας εξορίζουν,
587
00:35:34,170 --> 00:35:35,796
σας λένε και "προδότες".
588
00:35:35,796 --> 00:35:36,968
Και σεις μιλιά!
589
00:35:37,475 --> 00:35:39,963
Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
στο παζάρι,
590
00:35:39,963 --> 00:35:43,897
σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
591
00:35:43,897 --> 00:35:46,985
για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
κόβουνε τα λιόδεντρα
592
00:35:46,985 --> 00:35:49,084
και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
593
00:35:49,084 --> 00:35:52,876
και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
594
00:35:52,876 --> 00:35:56,807
κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
από σας, τους πιο πλούσιους,
595
00:35:56,807 --> 00:36:01,205
για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
596
00:36:01,205 --> 00:36:05,532
έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
597
00:36:05,532 --> 00:36:08,132
για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
για σωτήρα,
598
00:36:08,373 --> 00:36:11,845
ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
- όχι να με δικάσει;
599
00:36:12,414 --> 00:36:16,531
Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
600
00:36:16,531 --> 00:36:19,896
Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
το ξερό τους στον τοίχο,
601
00:36:19,896 --> 00:36:22,138
που δεν προλάβανε να κάνουν
αφτοί χειρότερα
602
00:36:22,138 --> 00:36:23,840
για να πλουτήνουνε περισσότερο.
603
00:36:24,644 --> 00:36:27,278
Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
604
00:36:27,278 --> 00:36:30,124
μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
με το θάνατό του.
605
00:36:30,477 --> 00:36:33,663
Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
στα πόδια της.
606
00:36:33,663 --> 00:36:37,011
Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
κοίτουνται χάμου,
607
00:36:37,011 --> 00:36:37,860
ναν τα κλαις.
608
00:36:38,243 --> 00:36:39,755
Καράβια δεν έχετε.
609
00:36:39,983 --> 00:36:43,477
Συμμάχους να πλερώνουνε
χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
610
00:36:43,886 --> 00:36:47,376
Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
και τις εξορίες που κάνατε,
611
00:36:47,376 --> 00:36:50,351
κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
τον καλό καιρό της τυραννίας˙
612
00:36:50,716 --> 00:36:53,132
γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
613
00:36:53,132 --> 00:36:57,192
όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
τώρα τα όσα χάσατε τότες.
614
00:36:58,489 --> 00:37:00,925
Όποιος είναι στα πράματα
φοβάται την αλλαγή˙
615
00:37:00,925 --> 00:37:04,549
κι ο πεσμένος την αποθυμάει
και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
616
00:37:05,248 --> 00:37:08,089
Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
και πλερώνει τα σπασμένα˙
617
00:37:08,540 --> 00:37:12,155
το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
και με τα νόμιμα καθεστώτα
618
00:37:12,155 --> 00:37:14,606
και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
619
00:37:15,257 --> 00:37:17,625
Για να μην καταλαβαίνει
και να μην αντιστέκεται,
620
00:37:17,625 --> 00:37:19,837
του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
621
00:37:20,247 --> 00:37:24,113
Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
622
00:37:24,113 --> 00:37:27,681
όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
Βάρβαροι λαοί!
623
00:37:28,148 --> 00:37:30,675
Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
του κόσμου,
624
00:37:30,836 --> 00:37:34,002
έχουμε τους σοφότερους νόμους,
δεν τρώμε τις ψείρες μας
625
00:37:34,260 --> 00:37:36,988
κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
που μας τρώνε.
626
00:37:38,661 --> 00:37:41,661
Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
δίχως προσκήματα.
627
00:37:41,661 --> 00:37:46,638
Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
- την κυριαρχία του λαού!
628
00:37:46,808 --> 00:37:50,432
Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
και μαχαιροβγάλτες.
629
00:37:50,782 --> 00:37:53,906
"Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
- μια κι όξω.
630
00:37:54,325 --> 00:37:56,825
Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
και βιαζόντανε.
631
00:37:57,209 --> 00:38:01,155
Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
632
00:38:01,431 --> 00:38:04,847
Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
τα πολιτικά δικαιώματα
633
00:38:04,847 --> 00:38:07,861
μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
είναι κι από σόι,
634
00:38:07,861 --> 00:38:11,636
για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
χιλιάδες φτωχούς.
635
00:38:12,249 --> 00:38:16,403
Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
636
00:38:16,403 --> 00:38:19,364
εσείς πάτε να μποδίσετε
τη λεφτεριά της σκέψης
637
00:38:19,364 --> 00:38:21,410
και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
638
00:38:21,599 --> 00:38:24,888
Από κείνους επήρατε το φτηνό
και σύντομο θανατικό μέσο,
639
00:38:24,888 --> 00:38:27,207
το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
640
00:38:27,688 --> 00:38:31,880
Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
μασκαρεμένη τυραννία.
641
00:38:33,816 --> 00:38:37,217
"Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
Εφαρμόσαμε τους νόμους",
642
00:38:37,217 --> 00:38:39,215
ακούω κάποιονε που φωνάζει.
643
00:38:39,575 --> 00:38:43,855
Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
644
00:38:43,855 --> 00:38:47,403
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
τιμωρούνε τους φταίχτες,
645
00:38:47,403 --> 00:38:48,709
μα τους αδικημένους,
646
00:38:48,709 --> 00:38:51,857
και να μποδίζουνε τους κλεμένους
να κλέψουνε κι αφτοί.
647
00:38:52,115 --> 00:38:55,826
Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
κι αδυναμία των άβουλων.
648
00:38:56,799 --> 00:39:01,247
"Δίκαιον ουκ άλλο τι
ή το του κρείττονος συμφέρον".
649
00:39:01,899 --> 00:39:04,458
Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
και μοναχός μου,
650
00:39:04,458 --> 00:39:09,360
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
651
00:39:09,772 --> 00:39:13,057
Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
θα πει δυνατότερος.
652
00:39:13,480 --> 00:39:15,999
Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
653
00:39:15,999 --> 00:39:19,110
πως έφερε την τάξη
στην τρικυμισμένη πολιτεία:
654
00:39:19,511 --> 00:39:23,182
"κράτει νόμου βίην
τε και δίκην συναρμόσας".
655
00:39:23,491 --> 00:39:26,571
Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
το δίκιο,
656
00:39:26,571 --> 00:39:29,220
ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
657
00:39:30,240 --> 00:39:31,923
Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
658
00:39:32,309 --> 00:39:35,814
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
και γυμνασμένα κορμιά :
659
00:39:36,136 --> 00:39:39,164
οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
660
00:39:39,164 --> 00:39:42,823
ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
661
00:39:42,823 --> 00:39:46,460
γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
662
00:39:47,024 --> 00:39:50,217
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
κι ανωφέλεφτα μυαλά :
663
00:39:50,576 --> 00:39:54,981
φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
664
00:39:55,331 --> 00:39:58,307
Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
665
00:39:58,599 --> 00:40:02,519
ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
ένας Κυναίγειρος
666
00:40:02,930 --> 00:40:06,916
- μυθικά προσώπατα, πλάσματα
της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
667
00:40:07,740 --> 00:40:11,465
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
είναι οι κλέφτες.
668
00:40:13,498 --> 00:40:14,739
"Παραμύθια;"...
669
00:40:15,739 --> 00:40:18,972
Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
για να ξεκουραστείτε!
670
00:40:20,094 --> 00:40:23,534
Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
671
00:40:23,534 --> 00:40:27,591
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
672
00:40:28,110 --> 00:40:30,605
Μπλοκάρανε το λοιπόν
τους φτωχούς της πολιτείας
673
00:40:30,605 --> 00:40:32,945
κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
τους είπανε:
674
00:40:33,833 --> 00:40:36,835
"Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
675
00:40:37,239 --> 00:40:40,549
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
676
00:40:40,549 --> 00:40:43,011
τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
με το ψωμοτύρι,
677
00:40:43,011 --> 00:40:46,939
τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
και τις απάτωτες καλύβες σας,
678
00:40:46,939 --> 00:40:48,659
που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
679
00:40:49,016 --> 00:40:54,196
Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
680
00:40:54,196 --> 00:40:59,228
να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
681
00:40:59,228 --> 00:41:00,527
και να πεθαίνετε.
682
00:41:00,738 --> 00:41:03,028
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
683
00:41:03,299 --> 00:41:06,525
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
κ' αισθαντική καρδιά˙
684
00:41:06,926 --> 00:41:08,930
θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
685
00:41:09,318 --> 00:41:12,466
Κι όποιος από σας του γουστάρει,
θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
686
00:41:12,466 --> 00:41:14,859
να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
687
00:41:15,322 --> 00:41:17,901
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
688
00:41:17,901 --> 00:41:20,198
Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
689
00:41:20,768 --> 00:41:24,524
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
της τιμής και της περιουσίας σας
690
00:41:24,524 --> 00:41:26,508
- μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
691
00:41:26,860 --> 00:41:31,279
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
692
00:41:31,613 --> 00:41:34,597
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
φτάνει να βρίσκεται,
693
00:41:34,597 --> 00:41:36,689
και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
694
00:41:37,312 --> 00:41:39,730
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
695
00:41:39,730 --> 00:41:43,045
θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
στο Κράτος,
696
00:41:43,045 --> 00:41:44,661
- στον εαφτό μας!
697
00:41:45,466 --> 00:41:49,411
"Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
698
00:41:49,411 --> 00:41:52,422
που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
και να μην τρώτε
699
00:41:52,422 --> 00:41:54,617
κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
700
00:41:54,930 --> 00:41:58,902
Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
701
00:41:58,902 --> 00:42:02,758
που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
702
00:42:02,758 --> 00:42:06,281
και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
ενάντια στον εαφτό σας.
703
00:42:07,172 --> 00:42:09,828
Και για να μην πλακώνουν
απ' άλλες στεριές και θάλασσες
704
00:42:09,828 --> 00:42:12,511
κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
το υστέρημά σας
705
00:42:12,511 --> 00:42:16,174
και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
706
00:42:16,174 --> 00:42:18,659
θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
707
00:42:18,659 --> 00:42:22,309
για να μπορείτε να διαφεντέβετε
τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
708
00:42:22,309 --> 00:42:23,702
δηλαδή την πατρίδα.
709
00:42:23,942 --> 00:42:26,647
Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
710
00:42:27,077 --> 00:42:30,688
Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
να σκεφτείτε το συφέρο σας
711
00:42:30,688 --> 00:42:34,422
και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
712
00:42:34,673 --> 00:42:35,910
(ψηλά τα χέρια!).
713
00:42:36,738 --> 00:42:41,451
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
714
00:42:41,791 --> 00:42:44,026
Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
715
00:42:46,599 --> 00:42:50,026
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
και λέφτερα σκεφτότανε.
716
00:42:50,402 --> 00:42:55,019
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
717
00:42:55,692 --> 00:43:00,039
Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
718
00:43:00,039 --> 00:43:02,703
και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
το καλοκαίρι
719
00:43:02,893 --> 00:43:06,153
- και σωρό γυναικούλες όμορφες
τους ψειρίζανε το σβέρκο
720
00:43:06,153 --> 00:43:09,520
και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
(πολύ συντελεί!).
721
00:43:10,359 --> 00:43:13,105
Κ' η εφτυχία τους, είτανε
δύναμη της πατρίδας
722
00:43:13,105 --> 00:43:15,531
κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
723
00:43:15,944 --> 00:43:19,160
Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
τους έδιωχνε,
724
00:43:19,160 --> 00:43:21,616
ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
725
00:43:21,989 --> 00:43:26,485
δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
726
00:43:28,076 --> 00:43:30,909
Γελάτε και με το δίκιο σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
727
00:43:31,355 --> 00:43:34,941
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
μήτε θα γίνει ποτές!
728
00:43:35,640 --> 00:43:37,035
Παραμύθια, βλέπετε.
729
00:43:37,308 --> 00:43:42,766
Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
730
00:43:43,349 --> 00:43:48,054
"Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
731
00:43:48,054 --> 00:43:51,150
παραδίνεται, για να σωθεί,
στο έλεος του Θεού
732
00:43:51,150 --> 00:43:52,992
και στους νόμους των Κλεφτών".
733
00:44:04,869 --> 00:44:11,893
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Μερος τριτο
734
00:44:12,820 --> 00:44:16,423
τι περιμένεις ἀπό ναν ἄνθρωπο σηµανδιακό,
στριµένονε χαὶ φαρμαχκόψυχο.
735
00:44:16,886 --> 00:44:18,959
Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
736
00:44:18,959 --> 00:44:21,575
τα βαζε με τους άλλους,
πού κοιτάγανε τή δουλειά τους.
737
00:44:21,575 --> 00:44:23,957
Τού φταίγαν εκείνοι γιὰ
τη δικιά του τὴν κατάντια!
738
00:44:23,957 --> 00:44:25,510
Κι όλοι φέβγαν ἀπὸ κοντά του
739
00:44:25,510 --> 00:44:29,350
-- μῆτε τὸ διάβολο νὰ ἰδεῖς
μήτε τὸ σταβρό σου νὰ κάνεις!
740
00:44:29,525 --> 00:44:32,654
Υστερα παινεβότανε, πὼς δὲ ζητοῦσε
πλερωμὴ γιὰ τὴ σοφία του!...
741
00:44:32,881 --> 00:44:35,765
᾿Αφτὸ μᾶς ἔλειπε! Νὰ μᾶς φορτώνεται
μὲ τὸ στανιὸ
742
00:44:35,765 --> 00:44:37,476
καὶ νὰ τὸν πλερώνουμε κιόλας!...
743
00:44:37,866 --> 00:44:40,215
Τώρα τοῦ δώσαμε τὴν πλερωμῆ,
ποὺ τοῦ χρειαζότανε!
744
00:44:40,618 --> 00:44:43,953
"Αβριο δὲ θά µαστε µῆτε πιὸ πλούσιοι
µῆτε πιὸ φτωχοί!
745
00:44:44,210 --> 00:44:46,498
"Ὅμως θά χουμε ἕναν μπελὰ λιγότερο!»
746
00:44:47,576 --> 00:44:50,770
᾿Eσεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
παίρνετε τὰ σκιάχτρα
747
00:44:50,770 --> 00:44:53,375
γι’ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους
καὶ τοὺς ἀέρηδες γιὰ θεοὺς·
748
00:44:53,752 --> 00:44:57,456
ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ψέφτικα σκιάχτρα
καὶ τοὺς θεοὺς γι’ ἀέρηδες.
749
00:44:57,742 --> 00:44:59,897
᾿Εσεῖς ὀνειρέβεστε κ ἐγὼ βλέπω.
750
00:45:00,194 --> 00:45:02,653
Βλέπω, γιατὶ ἔχω περισσότερο µυαλὀ,
751
00:45:02,653 --> 00:45:05,397
τὸ περισσότερο, ποὺ γένηκε ποτὲ
στη χώρα σας.
752
00:45:06,100 --> 00:45:07,528
K’ ἐπειδὴ μποροῦσα νὰ βλέπω,
753
00:45:07,528 --> 00:45:10,676
γι’ἀφτὸ καὶ μοῦ φανιζόντανε ὅλα
κατάµαβρα κι ἄσκημα.
754
00:45:10,974 --> 00:45:15,369
᾿Αφοῦ κατάλαβα, πὼς οἱ τριγυρινοί µου
δὲν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα,
755
00:45:15,369 --> 00:45:18,400
κ’ η ζωὴ δὲν ἔχει κανένα σκοπό
μα το θάνατο
756
00:45:18,779 --> 00:45:22,154
δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
να γίνω καλύτερος.
757
00:45:22,262 --> 00:45:23,000
Έιμουνα.
758
00:45:23,360 --> 00:45:27,672
Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
759
00:45:28,243 --> 00:45:30,748
Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας
στο φανερό
760
00:45:30,748 --> 00:45:32,375
και τον εαφτό μου στα κρυφά.
761
00:45:32,487 --> 00:45:37,439
προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο.
762
00:45:38,106 --> 00:45:41,648
Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
μια και καλή με το .......
763
00:45:41,849 --> 00:45:44,253
Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
764
00:45:44,797 --> 00:45:49,153
Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
765
00:45:49,508 --> 00:45:51,186
Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
766
00:45:51,441 --> 00:45:55,187
Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
τελεφταία θα με.....
767
00:45:55,765 --> 00:45:57,836
Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
768
00:45:57,847 --> 00:46:02,299
Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
δεν αξίζουνε τίποτα.
769
00:46:03,002 --> 00:46:05,386
Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν.
770
00:46:05,386 --> 00:46:09,088
Αν τά γραφα... //////
771
00:48:41,541 --> 00:48:45,536
μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, ποὺ μᾶς
ἔβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα,
772
00:48:45,536 --> 00:48:49,605
για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
773
00:48:52,649 --> 00:48:55,197
Να δουλέβω!... Τί νὰ δουλέβω ;
774
00:48:55,484 --> 00:48:58,560
Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανα τὸ μαρμαρά
κοντὰ στὸν πατέρα μου.
775
00:48:58,800 --> 00:49:01,355
Κι όπως μ' ἔκαιγεν ο πόθος
τοῦ γυναίκειο κορμιού,
776
00:49:01,355 --> 00:49:05,789
κάθισα, για νὰ μερώνω τὴν ψυχή μου,
κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
777
00:49:05,789 --> 00:49:08,009
ποὺ μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς ἀποθυμοῦσα.
778
00:49:08,371 --> 00:49:11,530
Κι ὅταν τῆς ἀποτέλειωσα, βρέθηκα
να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
779
00:49:12,038 --> 00:49:15,192
Κι ἀργότερα, πολύ συχνά,
ἔπαιρνα τὸν ἀνήφορο τῆς ᾿Ακρόπολης,
780
00:49:15,192 --> 00:49:17,659
γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ νὰ ξαναθυμούμαι
τὰ παλιά.
781
00:49:18,090 --> 00:49:21,183
Μὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχω τις φαγούρες
τῆς νιότης καὶ δὲν πιστέβω
782
00:49:21,183 --> 00:49:24,019
μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
της Τέχνης...
783
00:49:24,588 --> 00:49:28,042
Τὸ πολὺ θὰ μποροῦσα ν' ἀνοίξω μαγαζί
στην ὁδὸν ᾿Αναπαύσεως,
784
00:49:28,324 --> 00:49:32,429
γιὰ νὰ φτιάχνω καὶ νὰ πουλάω μαρμαρένιους
σταβρούς κι ἀγγέλους γιὰ τὰ μνήματα...
785
00:49:32,797 --> 00:49:35,715
Ολ' ἀφτὰ μοναχὰ νὰ τὰ κοροϊδέψω
θα μποροῦσα τώρα.
786
00:49:36,026 --> 00:49:38,523
Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
787
00:49:38,779 --> 00:49:42,356
Μοῦ δεσε τὰ χέρια·
δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κάνω τίποτα.
788
00:49:43,373 --> 00:49:47,140
Μήπως να «δουλέβων σὰν καὶ σᾶς,
ποὺ σταβρώνοντας τὰ χέρια σας
789
00:49:47,140 --> 00:49:51,159
αγκομαχάτε ποιὸς θὰ γελάσει τὸν ἄλλονε
καὶ ποιὸς θὰ πουληθεῖ περισσότερο;
790
00:49:53,383 --> 00:49:57,060
Μιὰ φορά, σὰ μὲ καλούσαν ἡ τιμὴ τῆς
πατρίδας κι ο κατάλογος τῶν ἐφέδρων
791
00:49:57,060 --> 00:50:01,489
να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢ νὰ σκοτωθώ,
πολεμοῦσα πρῶτος κ' ἔφεβγα τελευταῖος
792
00:50:01,971 --> 00:50:04,044
καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
793
00:50:04,323 --> 00:50:07,291
Συλλογιζόμουνα, πὼς οἱ συντρόφοι μου
θα χυθοῦνε μετὰ τὴ μάχη
794
00:50:07,291 --> 00:50:10,650
στα τριγυρινά χωριὰ νὰ σφάζουνε
τὸν ἄμαχο πληθυσμό,
795
00:50:10,650 --> 00:50:13,572
νὰ κλέβουν ὅ,τι λάχει
καὶ νὰ βιάζουνε τὶς γυναῖκες.
796
00:50:15,016 --> 00:50:16,967
Στὸ κρασὶ δὲ μοῦ παράβγαινε κανείς.
797
00:50:17,218 --> 00:50:20,155
Μποροῦσα νὰ πίνω μὲ τὴν κούπα
κ' εἴκοσι ώρες κορδόνι,
798
00:50:20,493 --> 00:50:23,776
κ' ἐνῶ κυλιότανε ἡ παρέα μου
μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
799
00:50:23,776 --> 00:50:24,729
μέσα στα ξερατά,
800
00:50:25,006 --> 00:50:29,595
στητός έγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
801
00:50:29,825 --> 00:50:34,756
καὶ ξεχνώντας όλες μου τίς μιζέριες
- έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
802
00:50:35,468 --> 00:50:37,630
Στὸν Έρωτα τί νὰν τὰ λέω ;
803
00:50:37,851 --> 00:50:41,678
Μοναχοί σας μὲ παρανομιάσατε
θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
804
00:50:42,535 --> 00:50:45,146
Μονάχα στὸ φαγὶ δὲν εἴμουνα
καὶ τόσο μερακλής.
805
00:50:45,530 --> 00:50:47,505
Ετρωγα μιὰ φορὰ τὴ μέρα καὶ λίγο.
806
00:50:47,955 --> 00:50:50,229
Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θὰ μ' ἔβλαφτε.
807
00:50:50,401 --> 00:50:52,197
Ήθελα να χω τὸ στομάχι μου λαφρό
808
00:50:52,197 --> 00:50:54,874
για να χω καὶ τὸ μυαλό μου
φρέσκο κι ἀλέγρο.
809
00:50:55,638 --> 00:50:57,557
Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο:
810
00:50:57,557 --> 00:51:02,261
ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
811
00:51:02,261 --> 00:51:04,786
Δε σκουριάζει καὶ δὲν ξυνίζει
τὸ γαίμα του,
812
00:51:04,786 --> 00:51:07,455
δὲ βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
813
00:51:08,289 --> 00:51:11,307
Επαιρνα μὲ τὸ πρώτο χρυσορόδισμα
τα μακρινά χωράφια.
814
00:51:11,506 --> 00:51:15,250
Ἐκεῖ διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
στὴν ούγια τοῦ πεφκόδασου,
815
00:51:15,250 --> 00:51:17,988
αντίκρα στον ήλιο νὰ τὸν κοιτάω
καὶ νὰ μὲ θαμπώνει,
816
00:51:17,988 --> 00:51:22,341
καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ
μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
817
00:51:22,778 --> 00:51:24,786
Κ' ἡ θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της.
818
00:51:25,071 --> 00:51:29,674
Μου λαμπικάριζε τὰ μάτια, μοῦ ἀκόνιζε
τὸ μυαλό, μοῦ δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
819
00:51:30,279 --> 00:51:32,945
"Α ! δὲ θὰ γινόμουνα
τόσο μεγάλος ἄνθρωπος,
820
00:51:32,945 --> 00:51:35,182
ἂν εἴχανε τίποτα κουσούρι τὰ λούκια μου.
821
00:51:35,439 --> 00:51:36,910
Είχα στομάχι κούρκου.
822
00:51:37,187 --> 00:51:40,544
Μπορούσα να καταπίνω καὶ νὰ χωνέβω
καρύδια μὲ τὰ τσόφλια τους,
823
00:51:40,544 --> 00:51:43,046
καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες ἄμμο.
824
00:51:43,777 --> 00:51:45,365
Για κοιτάχτε καὶ τὰ δόντια μου !
825
00:51:45,734 --> 00:51:50,139
Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
Κι ὅμως ἔτρωγα λίγο.
826
00:51:50,508 --> 00:51:54,734
Μποροῦσα τὸ λοιπὸν νὰ μὴ δουλέβω,
δηλαδή νὰ μὴν πολιτέβομαι.
827
00:51:56,041 --> 00:51:59,844
Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
πῶς δὲ σκορπούσα
828
00:51:59,844 --> 00:52:03,816
χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα
παντου φαρμάκι καὶ χολή;
829
00:52:04,264 --> 00:52:09,051
Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σᾶς ἔβλεπα
πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι.
830
00:52:09,629 --> 00:52:13,307
επειδῆς ἤξερα, πὼς δὲ θὰ σᾶς διόρθωνα
μοναχός μου, κορόιδεβα.
831
00:52:13,695 --> 00:52:16,381
"Α ! δὲν εἶναι τόσο ἔφκολο πράμα
ἡ κοροϊδία.
832
00:52:16,381 --> 00:52:18,523
Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη.
833
00:52:18,749 --> 00:52:22,286
Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
καὶ κρίση καὶ πείρα τῆς ζωῆς.
834
00:52:22,596 --> 00:52:27,574
Καὶ νὰ μπορεῖς όλ' ἀφτὰ νὰν τὰ παίζεις
ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια.
835
00:52:28,172 --> 00:52:31,825
Η κοροϊδία δὲν εἶναι ἡ ἀρχή, μὰ τὸ τέλος
της φιλοσοφίας.
836
00:52:32,258 --> 00:52:34,611
Χρειάζεται να χεις περάσει πρῶτα
ἀπὸ τὸ δράμα
837
00:52:34,611 --> 00:52:39,170
τῆς συλλογῆς καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς γιὰ νὰ
φτάσεις στο γέλιο, - στὸ πικρόγελο.
838
00:52:39,318 --> 00:52:41,260
Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις !
839
00:52:42,544 --> 00:52:45,464
Τις περισσότερες φορές προσπαθοῦσα
νὰ μὴ σᾶς βλέπω.
840
00:52:45,778 --> 00:52:48,299
Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
πότε στις παλαίστρες.
841
00:52:48,485 --> 00:52:52,220
Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
τὰ λυγερά σὰν τὰ στάχια,
842
00:52:52,220 --> 00:52:55,563
μὲ κάνανε νὰ ξεχνιέμαι σὰν ἐμπροστά
στὴν ἀπέραντη θάλασσα
843
00:52:55,563 --> 00:52:56,919
τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
844
00:52:57,249 --> 00:53:00,697
Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα...
χαρούμενος αέρας,
845
00:53:00,697 --> 00:53:04,320
ποὺ μὲ σιγομεθοῦσε καὶ μὲ βύθιζε
σὲ μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
846
00:53:04,753 --> 00:53:08,318
"Ηθελα να γινόμουν ἄμυαλο παιδί
καὶ μοῦ ρχότανε νὰ σηκωθώ κ' ἐγὼ
847
00:53:08,318 --> 00:53:11,121
νὰ κυλιστῶ μὲ τ' ἄλλα μέσα στη σκόνη
και στὸν μπουχό,
848
00:53:11,457 --> 00:53:14,273
σὰν τοὺς γαϊδάρους τὸ καλοκαίρι
μὲ τὸ σαμάρι στην πλάτη,
849
00:53:14,557 --> 00:53:16,691
- καὶ νὰ γκαρίζω, νὰ γκαρίζω !
850
00:53:17,514 --> 00:53:20,743
Αν ἐκείνη τὴν ὥρα με ζύγωνε κανείς,
γιὰ νὰ μοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο,
851
00:53:20,743 --> 00:53:22,181
θὰ τὸν ἔτρωγα ζωντανό.
852
00:53:22,999 --> 00:53:24,196
Ὕστερις, ὅταν ἔφεβγα,
853
00:53:24,196 --> 00:53:26,885
τραβοῦσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος
τοίχο τοίχο
854
00:53:26,885 --> 00:53:31,545
και μετροῦσα τὰ βήματά μου... δέκα...
τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
855
00:53:31,545 --> 00:53:34,824
Χωρὶς νὰν τὸ καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
ξαφνικά στα λιβάδια.
856
00:53:35,518 --> 00:53:41,252
Να ! νὰ ! νά ! Ἔδερνα μὲ τὸ μπαστούνι μου
τα στάχια καὶ τὰ στρωνα χάμου.
857
00:53:41,606 --> 00:53:47,144
Ἔτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνοῦσα, πὼς μήτ' ἐγὼ
θὰ γίνω παιδί μήτε καὶ σεῖς ἀνθρώποι,
858
00:53:47,896 --> 00:53:51,450
Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ ἐποχὴ τῶν φτωχών...
859
00:53:51,918 --> 00:53:55,633
Μοναχά τὸ καλοκαίρι ζοῦσα πλέρια
τὸ κορμί μου καὶ τὴ σκέψη μου.
860
00:53:56,590 --> 00:54:00,990
Όλα μου τὸ εἶναι βοοῦσε καὶ φωρτούλιζε
χαρούμενα τὰ λέφκα στὸν ὄχτο,
861
00:54:00,990 --> 00:54:02,583
γεμάτη ἀστρώματα
και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια.
862
00:54:03,350 --> 00:54:07,200
Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου
μὲ τὸ κεφάλι ψηλά καρφωτό,
863
00:54:07,240 --> 00:54:10,579
πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε
πλήθιο το φαρμάκι
864
00:54:10,579 --> 00:54:12,283
στα κανάλια των δοντιῶν τῆς !
865
00:54:12,482 --> 00:54:14,751
Καὶ ἀλὶ σὲ κείνονε, που δάγκωνε ...
866
00:54:16,521 --> 00:54:19,500
Πήγατε λοιπὸν νὰ μὲ καταδικάσετε
στη δόξα τοῦ καλοκαιριού,
867
00:54:19,500 --> 00:54:23,897
τὸ Μάη μὲ τὰ λουλούδια ... Τὴν ὥρα,
που χω το πιότερο φαρμάκι ...
868
00:54:24,554 --> 00:54:26,952
"Αν εἶτανε χειμώνας, δὲ θὰ βγαζα λέξη.
869
00:54:27,543 --> 00:54:30,441
Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι
νὰ σᾶς δαγκώνω.
870
00:54:30,441 --> 00:54:33,613
(βήχας(
871
00:54:35,388 --> 00:54:40,534
Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, ἔβηξε
δυο τρεῖς φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
872
00:54:41,241 --> 00:54:44,613
Διηγήθηκε στο δικαστήριο
μιὰν ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
873
00:54:45,830 --> 00:54:50,451
Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν ἀβλὴ πάνου
σὲ στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια,
874
00:54:50,451 --> 00:54:56,840
κάτου ἀπὸ τ' ἄστρα, δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω
μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
875
00:54:56,561 --> 00:55:00,300
Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
876
00:55:00,300 --> 00:55:03,293
(παλιὸ τὸ σπίτι, βλέπετε),
τὶς ἰδέες ἡ κάκητα.
877
00:55:03,636 --> 00:55:05,995
Αυτή ναι, θαρρῶ, τὸ θεϊκό μας στοιχείο !
878
00:55:06,191 --> 00:55:10,282
Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν ἀποκοιμηθώ,
ξακολουθεῖ νὰ δουλέβει...
879
00:55:10,543 --> 00:55:14,911
᾿Αναχαράζω τις κουβέντες τῆς ἡμέρας,
τις βάζω σὲ τéaξη, τίς ξεκαθαρίζω.
880
00:55:15,362 --> 00:55:18,690
Τότε βρίσκω τὶς πιὸ θανάσιμες ἀντιλογίες,
881
00:55:18,690 --> 00:55:20,379
ποὺ θὰν τὶς ξεφουρνίσω
τὸ πρωὶ στὴν ᾿Αγορά...
882
00:55:20,718 --> 00:55:23,892
Στάσου καὶ θὰ δεῖς, τί ἔχω νὰ σὲ κάνω
κύριε Τάδε...
883
00:55:24,807 --> 00:55:29,238
Λίγο λίγο γαληνέβουνε τὰ μέσα μου κι ἀργὰ
πολὺ κλείνουνε βαριὰ τὰ μάτια μου.
884
00:55:29,782 --> 00:55:34,860
Μόλις κοκκινίσουνε τὰ μάγουλα τῆς ᾿Αβγῆς,
πετιέμαι ψηλὰ σὰν τὸ πετεινάρι
885
00:55:34,860 --> 00:55:36,888
κι ἀρχίζω νὰ λαλῶ : νὰ πειράζω
τὴν Ξανθίππη...
886
00:55:37,457 --> 00:55:41,473
Αφοῦ μοῦ φέρει τὴν πρωινή μου κρασοψυχιά
μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
887
00:55:41,473 --> 00:55:44,316
μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
καὶ τραβάει νερό.
888
00:55:45,510 --> 00:55:47,665
Ὕστερις μοῦ χύνει κατακέφαλα
τὸν κουβὰ γεμάτο.
889
00:55:48,157 --> 00:55:51,940
Κι ἐνῶ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
μὲ τὰ μανίκια
890
00:55:51,940 --> 00:55:54,787
καὶ χτενίζω τὰ γένια µου μὲ τὰ δάχτυλα...
κείνη δυναμώνει τὸ χαβά της.
891
00:55:55,531 --> 00:55:57,734
«Δὲ μ᾿ ἄφησες ὅλην τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ.
892
00:55:57,734 --> 00:56:01,815
Κλωτσοῦσες, ῥροχάλιζες, ἔτριζες τὰ δόντια
σου καὶ βρωμοῦσες σχκὀρδο.
893
00:56:01,815 --> 00:56:03,873
Δὲ ντρέπεσαι τουλάχιστο τὰ παιδιά ;»
894
00:56:04,379 --> 00:56:07,999
(Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν ἀβλη κατάχαµα,
ἕνας πλάι στὸν ἄλλονε).
895
00:56:08,304 --> 00:56:12,372
Αἴ τότες ἐγὼ βγάνω φτερά,
τῆς τσιµπάω τὸ μπράτσο... καὶ δρόµο !
896
00:56:12,822 --> 00:56:17,595
"Αν δὲ μὲ βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι
ξυνισμένος κι ἄκεφος ὅλη τὴν ημέρα !...
897
00:56:18,579 --> 00:56:22,886
Πρὶν πάει μισὸ καλάμι ὁ γῆλιος
κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικὸ καὶ ξεπορτίζω.
898
00:56:23,267 --> 00:56:26,510
Ἕνα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ
899
00:56:26,510 --> 00:56:28,712
καὶ χαράζουνε στὸν ἀέρα
δυὸ φωτεινὲς γραμµές,
900
00:56:28,712 --> 00:56:32,167
ἀπὸ τὴν καβαλίνα τοῦ δρόμου
στὴν κορφὴ τῆς διπλανῆς ροδακινιᾶς.
901
00:56:33,500 --> 00:56:37,602
Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ἀνοιχτά...
περιβόλια... ρεματιές...
902
00:56:38,130 --> 00:56:40,989
ν ἀνασάνω βαθιά... νὰ ξαλαφρώσω...
903
00:56:42,183 --> 00:56:44,407
᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς
τὰ πρῶτᾳ κάρα,
904
00:56:44,407 --> 00:56:47,589
ποὺ κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα
δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα.
905
00:56:48,209 --> 00:56:51,905
Σὲ λίγο στὰ καλντερίµια τῶν σοκακιῶν
ἀνακατέβονται τὰ πέταλα τῶν ἀβασταγῶν
906
00:56:51,905 --> 00:56:53,578
μὲ τὰ χουγιαχτὰ τῶν ἀγωγιάτηδων.
907
00:56:53,578 --> 00:56:58,106
Λεκάνες καὶ ντενεκέδες ἀδειάζούυνε
σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει.
908
00:56:58,441 --> 00:57:02,918
Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
στράκες ἀπάνου στὰ κεφάλια τῶν Θεῶν...
909
00:57:03,357 --> 00:57:07,388
Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας ἀξημέρωτα
πᾶνε νὰ δικάσουν
910
00:57:07,388 --> 00:57:10,436
η νὰ συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
γιὰ τὶς δεκάρες...
911
00:57:10,709 --> 00:57:15,342
Ὅσο νὰ κατέβω στὸ παζαρι, σύνεφα μύγες,
κουρνιαχτός, κάτουρα,
912
00:57:15,342 --> 00:57:20,128
ποὺ ἀχνίζουνε, κι ἀνθρωπήσια βαρβατίλα
μαγαρίζουνε τὴν παρθενικὴν ημέρα.
913
00:57:21,801 --> 00:57:25,252
Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια,
τὸν Πρίφτη,
914
00:57:25,252 --> 00:57:29,603
τὸ Δέδε, τὸ Γκίκα, τὸ Δεδεγκίχα...
τοὺς μεγάλους ἄντρες !
915
00:57:29,900 --> 00:57:32,006
Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες.
916
00:57:32,218 --> 00:57:34,205
Κι ἂν δὲν εἶναι, θά ρτει.
917
00:57:34,336 --> 00:57:35,846
Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
918
00:57:36,279 --> 00:57:40,242
Τοὺς λέω τὰ σπουδαῖα τῆς Ἠμέρας :
γιὰ τὸ γάιδαρο τοῦ Μελέτη,
919
00:57:40,242 --> 00:57:43,769
πού σπασε τὴν τριχιά του ψὲς τὸ βράδι
καὶ λάκηξε κατὰ τὰ Τουρκοβούνια
920
00:57:43,769 --> 00:57:47,544
κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακἰστρα·
γιὰ τὸ κρασὶ τοῦ Μπαρμπαχρίστου,
921
00:57:47,544 --> 00:57:50,279
ποὺ ξύνισε κι ὁ γιατρὸς δὲν μπόρεσε
νὰν τὸ γιάνει΄
922
00:57:50,279 --> 00:57:53,576
γιὰ τὴν Παπαλάμπραινα,
ποὺ σήκωσε τὴ γειτονιὰ στὸ ποδάρι,
923
00:57:53,576 --> 00:57:56,130
γιατὶ τ᾿ ἀγγούρι, ποὺ τῆς ἔδωκε ψὲς
ὁ µανάβης,
924
00:57:56,130 --> 00:57:58,966
εἴτανε καὶ μικρὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι !
925
00:58:00,212 --> 00:58:05,940
Καὶ ποιὸς εἴτανε ἀφτὸς ὁ κ. Τάδες ;
Ὁ σοφιστῆς, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος.
926
00:58:06,254 --> 00:58:10,186
"Όσοι φαντάζονιαι πὼς εἶναι πανήξεροι, καὶ
τό χουνε καμάρι ποὺ λένε ψέματα.
927
00:58:10,691 --> 00:58:11,866
Τοὺς ἀλάλιαζα.
928
00:58:11,866 --> 00:58:14,449
"Οχι γιατί θελα νὰ φαίνομαι
καλὐτερός τους.
929
00:58:14,449 --> 00:58:18,081
Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς
πρῶτος η τελεφταῖος
930
00:58:18,081 --> 00:58:20,984
ἀνάμεσα σὲ τελεφταίους, ποὺ θαρροῦνε
πὼς εἶναι πρῶτοι.
931
00:58:21,623 --> 00:58:24,362
Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε
τοὺς κοριοὺς...
932
00:58:24,724 --> 00:58:26,900
Δὲ ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε
933
00:58:26,900 --> 00:58:30,312
μήτε νὰ σώσουμε τοὺς γειτόνους η
τὶς μελλούμενες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων !
934
00:58:30,635 --> 00:58:34,433
Ἕνας λύκος μοναχά, τοῦ ᾿Αγκούμπιο,
τὰ κατάφερε νὰ καλυτερέψει,
935
00:58:34,433 --> 00:58:38,185
νὰ γίνει θεοφοβούμενος καὶ νὰ μὴν τρώγει
κρέατα ζωντανά, µά...
936
00:58:38,185 --> 00:58:42,134
ραδίκια βραστά,ποὺ κατέβαινε καὶ
τ᾽ ἀγόραζε πρωὶ πρωὶ στὸ Λαχανοπάζαρο.
937
00:58:43,314 --> 00:58:47,830
Γιὰ τὴν πλεμπάχγια τὴν παρακατιανη,
γιὰ σᾶς, ἔνιωθα μονάχα λύπηση.
938
00:58:48,105 --> 00:58:51,279
“Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας
δὲν εἶναι δικά οας :
939
00:58:51,815 --> 00:58:55,602
αἰστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε
ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους.
940
00:58:56,102 --> 00:58:59,193
Οἱ Λύκοι σᾶς µάθανε, πὼς εἶναι καὶ δίκιο
καὶ θέλημα τῶν θεῶν,
941
00:58:59,193 --> 00:59:04,817
ἀφτοὶ νὰ τρῶνε κρέας ἀνθρωπινὸ καὶ
σεῖς ραδίκια βραστὰ -- καὶ νὰ βρίσκονται !
942
00:59:07,400 --> 00:59:10,218
Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλεῖο !
943
00:59:10,535 --> 00:59:14,954
᾿Ἐρχόντουσαν ἀπὸ πολὺ µακριά. ψηλοί,
γεμάτοι, χαρούμενοι.
944
00:59:15,614 --> 00:59:19,137
Σὰν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
καὶ γινόντανε σὲ μιὰ βδομάδα
945
00:59:19,137 --> 00:59:21,372
βέροι Αθηναῖοι, γέννημα - θρἐµα.
946
00:59:21,797 --> 00:59:25,523
Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
σπαρµένους ἄστρα µαλαματένια,
947
00:59:25,523 --> 00:59:28,095
κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
στὸν καθρέφτη,
948
00:59:28,095 --> 00:59:31,759
προβαίνανε ἀργὰ καὶ πίσηµα
μὲ τὰ σκαλισµένα μπαστούνια τους
949
00:59:31,759 --> 00:59:34,225
καὶ τὸ φιλντισένιο μῆλο, σὰ βασιλιάδες.
950
00:59:35,175 --> 00:59:38,881
Μᾶς περνούσανε γιὰ ἐπαρχιῶτες ---
καὶ τάχατες δὲν εἴμαστε ;
951
00:59:39,904 --> 00:59:44,803
'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους ἔκανε
τὸ µίληµά τους κελαηδιστὸ καὶ ζαχαρένιο.
952
00:59:44,803 --> 00:59:47,252
Έτσι τὸ ψέβδισµα τῶν σπαθάτων ἀχειλιῶν
953
00:59:47,252 --> 00:59:50,211
ἢ τ᾽ ἀλαφρὸ ἀλλοιθώρισμα
τῶν παιχνιδιάρικων ματιῶν
954
00:59:50,211 --> 00:59:54,154
κάνει τὶς κοκέτες γυναικοῦλες πιὸ
τσαχπίνισσες καὶ πιὸ λαχταρισµένες.
955
00:59:55,038 --> 00:59:57,535
Κάθε τους λέξη τῆνε βροντούσανε
στ᾽ ἀφτιά σας,
956
00:59:57,535 --> 01:00:00,317
ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
ἀπάνου στὴν πέτρα,
957
01:00:00,317 --> 01:00:04,601
μὰ ἐσᾶς δὲ σᾶς ἔνοιαζε νὰ ξεχωρίζετε
τὶς ἀληθινὲς ἀπὸ τὶς κάλπικες.
958
01:00:04,808 --> 01:00:07,938
Ο Πήγασος τῆς ρητορείας τους
σᾶς ἀνέβαζε καμαρωτὸς
959
01:00:07,938 --> 01:00:09,786
στ᾽ ἀτέλειωτα βάθη τῶν ὑψῶν,
960
01:00:09,786 --> 01:00:12,554
κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
τῆς Πεντέλης,
961
01:00:12,554 --> 01:00:15,256
δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ ἀχολογητό του.
962
01:00:15,471 --> 01:00:19,531
Χάνοντας ἀπὸ τὰ πόδια σας τὴ γῆς,
ἐχάνατε στὸ τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
963
01:00:19,531 --> 01:00:21,944
γινάµενοι σὰν τοὺς ἥσκιους
τοῦ Κάτου Κόσμου.
964
01:00:22,514 --> 01:00:24,874
"Όταν λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἀρωτοῦσα ξαφνικά :
965
01:00:24,874 --> 01:00:28,208
«Ἔχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
γιὰ νὰ φωνάζετε τόσο :»
966
01:00:28,537 --> 01:00:30,704
χάλαγ᾽ ἐφτὺς η παράσταση.
967
01:00:30,950 --> 01:00:33,478
Καἱ σεῖς ἀπὸ τὰ ψηλά, ποὺ ἁρμενίζατε,
968
01:00:33,478 --> 01:00:36,818
πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
τῆς γῆς καὶ τσακιζόσαστε
969
01:00:36,818 --> 01:00:38,890
σὰν τὶς χελῶνες τοῦ Γεροαίσωπου.
970
01:00:39,223 --> 01:00:41,445
Εἴτανε λοιπὸν νὰ μὲ χωνέβετε ;
971
01:00:42,965 --> 01:00:47,208
Ἐγὼ βέβαια τὰ πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τὰ παπούτσια.
972
01:00:47,494 --> 01:00:50,701
Ποτές µου δὲν πῆγα νὰ ψηφίσω'
νὰ διαλέγω μοναχός µου
973
01:00:50,701 --> 01:00:53,827
ποιὸς κλέφτης θὰ μὲ κλέβει
καὶ ποιὸς τζελάτης θὰ μὲ κόβει.
974
01:00:54,472 --> 01:00:58,245
Ἔλεγα ἔτσι στοὺς σοφιστάδες,
γιὰ νὰ θυµώνετε σεῖς κ᾿ ἐγὼ νὰ γελάω
975
01:00:58,855 --> 01:01:02,504
Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
Πέντε µνές...
976
01:01:02,840 --> 01:01:05,126
Θὰ πεῖ, πὼς ἡ σοφία τους ἄξιζε τόσο.
977
01:01:05,404 --> 01:01:08,092
᾿Απὸ τὴν τιμή καταλαβαίνεις
τὴν ἀξία τῆς πραμάτειας.
978
01:01:08,473 --> 01:01:13,265
᾿Εγὼ τὴ φτωχή µου τὴ γνώση τή χάριζα
τζάμπα καὶ κανένας δὲν τήνε δεχότανε.
979
01:01:13,613 --> 01:01:15,635
Θὰ πεῖ πὼς δὲν ἄξιζε τίποτα.
980
01:01:16,021 --> 01:01:19,667
Μὰ θὰ πεῖ καὶ κατιτὶς ἄλλο :
γιὰ νὰ ἐπιμένω
981
01:01:19,667 --> 01:01:22,673
νὰ σᾶς τήνε δίνω μὲ τὸ ζόρι
καὶ μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς µου,
982
01:01:22,866 --> 01:01:26,373
κάποιος ὀχτρός σας θὰ μὲ πλῆρωνε.
Προπαγάντα !
983
01:01:26,661 --> 01:01:31,773
Οἱ Σλάβοι μὲ πλερώνανε νὰ ξεβιδώσω
τὴν ἰδεαλιστικὴ μηχανή τῆς πολιτείας !
984
01:01:32,451 --> 01:01:36,800
Μὰ γιὰ νὰ µπορῷ νὰ ρεζιλέβω
τὴν παντογνωσία τῶν κοτζάµου σοφιστάδων,
985
01:01:36,800 --> 01:01:42,108
δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶχα δίκιο, μὰ πὼς εἴμουνα
πιὸ πονηρὸς καὶ πιὸ καπάτσος ἀπὸ δάφτους.
986
01:01:42,443 --> 01:01:46,477
Μποροῦσα νὰ κάνω τ' ἄσπρο µάβρο.
Σημάδι τῶν καιρῶν...
987
01:01:46,770 --> 01:01:50,068
᾿Αφοῦ μὲ τὶς λογῆς ἀλλαξοκαθεστοσύνες
καὶ προδοσίες
988
01:01:50,068 --> 01:01:53,961
µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
ρίξατε τὸ φταίξιμο σὲ μένα.
989
01:01:54,431 --> 01:01:57,181
Ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία µου
καὶ μὲ τὶς κοροϊδίες µου
990
01:01:57,181 --> 01:02:00,912
κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ τῶν πολιτῶν
κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
991
01:02:00,912 --> 01:02:03,854
Εἴμουνα λοιπὸν κ᾿ ἐγὼ ἕνας
ἀπὸ τοὺς σοφιστάδες !
992
01:02:03,854 --> 01:02:04,779
Μακάρι !
993
01:02:04,779 --> 01:02:08,960
Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, ποὺ
κοροϊδέβοντας τὴ θεατρική τους ρητορεία,
994
01:02:08,960 --> 01:02:11,759
χτύπαγα μαζὶ
καὶ τὶς μεγάλες τους ἀλήθειες...
995
01:02:11,759 --> 01:02:16,535
Ὅταν ἐπιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
κάθισα καὶ συλλογίστηκα τὰ λεγόμενά τους.
996
01:02:16,873 --> 01:02:18,560
Μέσα µου τί χαλασμός !
997
01:02:18,560 --> 01:02:22,485
Λυπᾶμαι πολὺ, ποὺ δὲν πρόλαβα
ν᾿ ἀνοίξω τὴν ψυχη µου στὸν κόσμο,
998
01:02:22,485 --> 01:02:26,349
πρὶν ἐσεῖς μοῦ τῆνε κουκουλώσετε
γιὰ πάντα μὲ μιὰν ὀργιὰ χώμα !
999
01:02:26,800 --> 01:02:30,483
Αἴ ! στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας µου
θὰ σᾶς ἀμολήσω τὰ σφαλάγγια,
1000
01:02:30,483 --> 01:02:32,361
ποὺ βράζουνε µέσα µου ἀπὸ καιρό.
1001
01:02:35,704 --> 01:02:37,472
Νὰ κι ὁ πολιτικὸς ἀριβάρει.
1002
01:02:37,706 --> 01:02:40,811
Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ ἀστραφτερά του μάτια
καὶ πίσου ἀφτός.
1003
01:02:41,056 --> 01:02:42,595
Πριχοῦ πατήσει τὸ ποδάρι,
1004
01:02:42,595 --> 01:02:45,890
δοκιμάζει τὰ γεφυροσάνιδα μὲ τὰ μάτια του
σὰν τὸ µουλάρι.
1005
01:02:46,455 --> 01:02:49,261
Ξεροβήχει, γιὰ νὰ γυρίσουμε
νὰ τὸν κοιτάξουμε.
1006
01:02:49,504 --> 01:02:53,331
Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
Τὸν καληµερίζουµε κι ἀφτὸς ζυγώνει.
1007
01:02:53,858 --> 01:02:56,635
Σφίγγει τὰ χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
καὶ μὲ δύναμη.
1008
01:02:56,853 --> 01:02:59,827
Mὲ τέτιο δυνατὸ χέρι βαστάει
τὸ τιμόνι τοῦ Καραβιοῦ.
1009
01:03:00,096 --> 01:03:02,678
Μᾶς ἀγαπάει καὶ γίνεται θυσία γιὰ μᾶς !
1010
01:03:02,860 --> 01:03:06,492
Γιὰ χατίρι µας βουτάει τὸ δημόσιο ταμεῖο,
γιὰ νὰ δίνει σ᾿ ἐμᾶς
1011
01:03:06,492 --> 01:03:09,991
καὶ γιὰ χατίρι µας τσαλαπατάει
τοὺς νόμους, γιὰ νὰ μᾶς σώζει.
1012
01:03:10,464 --> 01:03:13,781
Αφτὸς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε
ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
1013
01:03:13,781 --> 01:03:16,478
καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε τὸ λόγο
μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
1014
01:03:17,207 --> 01:03:20,492
Αφοῦ ναι μεγάλος τσορµπατζῆς,
εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
1015
01:03:20,753 --> 01:03:23,964
“Αν νικούσαν οἱ στρατιῶτες,
ἀφτὸς δοξαζότανε.
1016
01:03:24,225 --> 01:03:27,077
Μά κι ἂν τήνε παθαίνανε,
ἀφτὸς δὲν πάθαινε τίποτα.
1017
01:03:27,431 --> 01:03:29,392
Δὲν ἔφταιγε. Φταίγανε...
1018
01:03:29,839 --> 01:03:31,933
Θὰ σᾶς τὸ πῶ παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
1019
01:03:32,769 --> 01:03:36,241
Κι ἄν παράδινε τὸ στρατὸ στοὺς ὀχτροὺς
κι ἂν τοὺς πουλοῦσε τὰ κάστρα
1020
01:03:36,241 --> 01:03:39,748
κι ἂν ἔφεβγε πρῶτος πρῶτος,
ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορῆήσει ;
1021
01:03:40,024 --> 01:03:42,401
᾿Αφτὸς εἴταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
1022
01:03:42,877 --> 01:03:46,567
"Αμα λοιπὸν ξέκοβα ἀπὸ τὴν παρέα
καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
1023
01:03:46,567 --> 01:03:49,351
καὶ τοῦ λεγα
«Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
1024
01:03:49,500 --> 01:03:52,074
τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
στὶς τρύπες τους,
1025
01:03:52,074 --> 01:03:54,173
σὰν τὰ ποντίκια ποὺ τὰ τρόμαξε η γάτα.
1026
01:03:54,684 --> 01:03:56,246
Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
1027
01:03:56,685 --> 01:04:00,140
Ποιὸς κὺρ Θόδωρος;
“Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
1028
01:04:01,421 --> 01:04:03,420
Αμέσως τὰ πράµατα σκουραίνουν.
1029
01:04:03,420 --> 01:04:06,286
Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
νά κι ἀνασκουμπώνοντα!.
1030
01:04:06,778 --> 01:04:09,782
Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
νὰν τοὺς κάνει τὸ νόηµα.
1031
01:04:10,297 --> 01:04:12,179
Μὰ τοῦτος δὲν εἶναι τόσο µπόσικος.
1032
01:04:12,179 --> 01:04:16,684
Παίρνει τὴν κουβέντα µου γιὰ χωρατὀ.
Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
1033
01:04:17,362 --> 01:04:21,136
Κοιτάει τὰ µπράτσα µου τὰ χοντρά,
ποὺ καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
1034
01:04:21,499 --> 01:04:25,148
"Ὑστερις ἔχουνε σφιχτεῖ γύρα µου πολλοί,
γιὰ νὰ πάρουνε τὸ µέρος µου.
1035
01:04:25,470 --> 01:04:29,627
Δὲν εἶναι φιλοσόφοι, δὲν εἶναι φίλοι µου·
εἶναι λέρες σὰν κι ἀφτόν.
1036
01:04:29,896 --> 01:04:31,527
Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
1037
01:04:32,643 --> 01:04:37,039
Γελώντας ἀποτραβιέται μὲ τοὺς δικούς του.
«Ἔννοια σου», λέει µέσα του,
1038
01:04:37,039 --> 01:04:40,020
«καὶ θὰ σοῦ τῆνε φέρω ἐγὼ
ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις».
1039
01:04:40,976 --> 01:04:44,306
Οἱ πιὸ µαλαγάνες ἀπὸ δάφτους κοιτάζανε
πῶς νὰ μὲ καλοπιάσουνε,
1040
01:04:44,306 --> 01:04:45,777
γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρίζω.
1041
01:04:45,995 --> 01:04:51,435
Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μοῦ
στέλνανε στὸ σπίτι λογής πεσκέσια :
1042
01:04:51,691 --> 01:04:55,409
κόκκιν᾽ ἀβγὰ καὶ τσουρέκια τὸ Πάσκα·
γουρουνόπουλα τὴν Πρωτοχρονιά·
1043
01:04:55,409 --> 01:05:00,437
τσαντῆλες Γιαούρτι Μανωλάδας τὸ Φλεβάρη·
ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
1044
01:05:00,693 --> 01:05:04,832
καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
1045
01:05:05,737 --> 01:05:09,375
Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ἂς φώναζε
η Ξανθίππη, πὼς εἶμαι κορόιδο.
1046
01:05:09,874 --> 01:05:14,617
Στὸ θεό σας ! Θέλανε
νὰ μοῦ κλείσουνε τὸ στόµα ! Θά σκαγα...
1047
01:05:14,617 --> 01:05:18,971
Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανὸς ἀπὸ
δάφτους μοῦ στειλε γιὰ σκλάβους
1048
01:05:18,971 --> 01:05:22,728
δυὸ ἀραπάκια τῶν ἑκατὸν ἑξήντα μηνῶν,
ποὺ δὲν ξέραν ἑλληνικά·
1049
01:05:22,964 --> 01:05:27,018
κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
1050
01:05:27,018 --> 01:05:29,838
«Γιὰ νὰν τὰ κάνω», μοῦ γραφε,
«φιλοσόφους» !
1051
01:05:30,233 --> 01:05:33,278
Τὰ τύλιξα μὲ μισὸ σεντόνι
(εἴτανε τσίτσιδα)
1052
01:05:33,278 --> 01:05:36,700
καὶ τὰ ξανάστειλα πίσου.
Ποιὸς θὰν τά τρεφε ;
1053
01:05:37,572 --> 01:05:39,778
᾽Αφτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ ξέρουνε πολλοί.
1054
01:05:40,064 --> 01:05:42,848
Κείνη τὴ µέρα σηκώθηκε
ὅλο τὸ Κολωνάκι στὸ ποδάρι.
1055
01:05:43,115 --> 01:05:46,939
Βγήκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ µαγαζιά τους
κι ἀραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
1056
01:05:46,939 --> 01:05:50,001
γιὰ νὰν τὰ κοιτᾶνε, ποὺ περνούσανε
πιασµένα χέρι χέρι...
1057
01:05:50,632 --> 01:05:53,359
Καὶ τί, θαρρεῖτε, μὲ κουτσομπολέψανε
κατόπι ;
1058
01:05:53,775 --> 01:05:57,101
Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τὰ θελε
νά ταν ἄσπρα !
1059
01:05:59,097 --> 01:06:02,233
'Ὁ Περικλής, σὰν ἄκουσε νὰ γίνεται
τόση κουβέντα γιὰ μένα,
1060
01:06:02,233 --> 01:06:04,950
ἔβαλε τὴν ᾿Ασπασία νὰ μὲ φωνάξει
στὸ παλάτι του.
1061
01:06:05,207 --> 01:06:07,252
Καὶ κείνη μοῦ στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
1062
01:06:07,646 --> 01:06:09,180
Μποροῦσα νὰ χαλάσω τὸ χατίρι
1063
01:06:09,180 --> 01:06:11,401
τοῦ καλόπαιδου
καὶ τῆς μεγάλης ἀρχόντισσας ;
1064
01:06:11,895 --> 01:06:13,548
Πήγα μὲ σκοπὸ νὰ τσακωθῶ.
1065
01:06:13,888 --> 01:06:16,969
Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς ἔλεγα,
δὲ μοῦ φέρνανε ἀντίρρηση.
1066
01:06:17,244 --> 01:06:21,421
Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
1067
01:06:21,421 --> 01:06:25,432
σᾶς εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
γελώντας τὴ σουβλερή του καράφλα
1068
01:06:25,432 --> 01:06:28,028
καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ κακολογῶ
τοὺς ὀχτρούς του
1069
01:06:28,028 --> 01:06:29,993
καὶ νὰ λέω ἀρσίζικα χωρατά.
1070
01:06:30,392 --> 01:06:34,879
Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι ἀφτὴ
μοῦ χάιδεβε μὲ τὰ θεῖα της κρινοδάχτυλα
1071
01:06:34,879 --> 01:06:38,586
τούτην ἐδῶ τὴν παλιοπατατούκα,
ποὺ βλέπετε, καὶ μοῦ λεγε σιγανά :
1072
01:06:38,793 --> 01:06:41,395
«Βγάλ’ τηνε, καημένε,
νὰ σοῦ τήνε µπαλώσω ...»
1073
01:06:42,362 --> 01:06:46,305
Μοῦ κάνανε μεγάλα ἰκράµια καὶ μ᾿ ἀκούγανε
μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
1074
01:06:46,716 --> 01:06:49,653
Μὰ δὲν εἶναι γι’ ἀφτά, ποὺ δὲν ἔβρισα
καὶ τὸν Περικλή.
1075
01:06:49,913 --> 01:06:52,169
Μοῦ δινε τὸ λόγο του, πὼς ὅπου νά ναι,
1076
01:06:52,169 --> 01:06:55,368
θὰν τὰ ταίριαζε μὲ τοὺς Μωραΐτες
καὶ θὰ τέλειωνε τὸν πόλεμο...
1077
01:06:55,564 --> 01:06:57,872
Τώρα τὸ βλέπω, μὲ κορόιδεβε.
1078
01:06:58,250 --> 01:07:03,668
Ὁ µόνος ποὺ μὲ κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
Αν ἐζοῦσε, θὰ πολεμοῦσε ἀκόμα Ι...
1079
01:07:03,960 --> 01:07:06,454
Εξουσία καὶ πόλεμος δὲν μπορεῖ
νὰ χωριστοῦνε !...
1080
01:07:07,626 --> 01:07:12,525
Θαρρῶ βγηκ᾽ ἀπὸ τὸ θέµα...
Γεροντικὴ φλυαρία. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε !
1081
01:07:15,928 --> 01:07:20,774
Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, ποὺ
κουβεντιάζουνε μὲ τοὺς θεούς,
1082
01:07:20,774 --> 01:07:22,214
σὰν παλιοὶ κουμπάροι...
1083
01:07:22,469 --> 01:07:26,291
Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ μὲ κομένα μάτια,
κεῖ ποὺ περπατᾶνε
1084
01:07:26,291 --> 01:07:28,930
σκορπίζοντας ἀρώματα
καὶ χάχανα καμπανιστά,
1085
01:07:28,930 --> 01:07:33,463
σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τὰ µάτια
καὶ κοιτάζουνε τ᾽ ἄστρα µέρα μεσημέρι.
1086
01:07:33,764 --> 01:07:36,356
Κείνη τὴ στιγμή κατεβαίνουν
ἄγγελοι τῶν Θεῶν
1087
01:07:36,356 --> 01:07:38,777
καὶ τοὺς καλοῦνε
στὸν "Όλυμπο τῆς Μωρίας !... ᾿
1088
01:07:39,048 --> 01:07:41,441
Εκεῖ μεθᾶνε κ ἐδῶ χρησμολογοῦνε.
1089
01:07:41,736 --> 01:07:45,824
Μὲ τὰ μάγια τῶν στίχων μᾶς λυτρώνουν
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς µαταιότητας.
1090
01:07:46,084 --> 01:07:49,735
᾿Αφτοὶ δίνουν αἰωνιότητα σ’᾿ ὅτι ἀγγίσουνε
μὲ τὴν πνοή τους.
1091
01:07:50,268 --> 01:07:55,387
Χάρη σ᾿ ἀφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
1092
01:07:55,764 --> 01:07:57,484
Καλὴ ὥρα σὰν τὸ Μέλητο...
1093
01:07:58,653 --> 01:08:01,591
Αμα λοιπὸν τοὺς ἔπαιρνε τὸ µάτι µου
καὶ τοὺς χαιρετοῦσα :
1094
01:08:01,591 --> 01:08:06,999
«τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
θυµώνανε κι ἀφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
1095
01:08:07,472 --> 01:08:11,299
Καὶ νά πούρθανε τὰ πράματα δεξιὰ
κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
1096
01:08:11,299 --> 01:08:13,949
στάθηκε πρῶτος θανάσιµος κατηγορός µου.
1097
01:08:15,211 --> 01:08:18,089
Στὸ ἀναμεταξὺ μοῦ γραφαν
ἐπιγράμματα τσουχτερά,
1098
01:08:18,089 --> 01:08:20,932
ποὺ κάνανε τὴ βόλτα τους
στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
1099
01:08:21,442 --> 01:08:25,769
Ὅσο ποὺ κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
ὁ μόνος ποὺ τοῦ ταίριαζε νά ναι ποιητῆς,
1100
01:08:25,769 --> 01:08:29,173
γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
μ᾿ ἀνέβασε στὸ θέατρο...
1101
01:08:29,872 --> 01:08:31,909
Πρωταγωνιστῆς τῶν «Νεφελῶν» !
1102
01:08:32,824 --> 01:08:34,938
Γελοῦσε ὁ κόσμος κ᾿ ἐγὼ καµάρωνα...
1103
01:08:34,938 --> 01:08:38,881
ὅσο ποὺ μ᾿ ἀναγκάσανε νὰ πηδήξω πάνου σὲ
μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦνε !
1104
01:08:39,477 --> 01:08:41,738
᾿Απὸ τότες ἔγινα «σπουδαῖος» ἄνθρωπος.
1105
01:08:42,002 --> 01:08:44,003
“Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλοῦσε γιὰ μένα...
1106
01:08:44,223 --> 01:08:47,184
Πρωτύτερα δὲ μὲ καλοξέρανε,
μήτε μὲ λογαριάζανε.
1107
01:08:47,977 --> 01:08:51,383
Μετὰ τὴν παράσταση μὲ πῆραν οἱ φίλοι
καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
1108
01:08:51,383 --> 01:08:53,034
νὰ γιορτάσουµε τὴ δόξα µου.
1109
01:08:53,321 --> 01:08:57,160
Γενήκαμε στουπὶ στὸ µεθύσι κ᾿ εἴπαμε
σωρὸ καρίπικα τραγούδια...
1110
01:08:57,699 --> 01:08:59,725
Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στὸ σπίτι...
1111
01:09:00,044 --> 01:09:02,813
Πατοῦσα στὰ νύχια, γιὰ νὰ μὴ
μὲ μυριστεῖ η Ξανθίππη.
1112
01:09:03,033 --> 01:09:06,672
Μὰ ποῦ ! Τινάχτηκε ἀπάνου
κι ἄρχισε τὸν ἀναβαλλόμενο...
1113
01:09:07,091 --> 01:09:12,003
«Ξέρεις», τῆς λέω, «ἀπὸ σήµερις εἶμαι
ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
1114
01:09:12,286 --> 01:09:14,269
(ἔτσι τό λεγα, γιὰ νὰ τὴν καλμάρω).
1115
01:09:14,269 --> 01:09:16,941
Καἱ σύ, ποὺ μ᾿εἶχες τοῦ µπάτσου
καὶ τοῦ κλώτσου !...
1116
01:09:16,941 --> 01:09:18,823
Μ’ ἀνεβάσανε στὸ θέατρο...»
1117
01:09:20,355 --> 01:09:24,691
Ἔτριψε τὰ μάτια της, στάθηκε λίγο
κ᾿ὕστερις γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
1118
01:09:24,691 --> 01:09:27,657
μ᾿ ἀγκάλιασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ πε:
«χρυσό µου !»
1119
01:09:29,519 --> 01:09:34,271
Ὡς τὸ πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξε νὰ βρεῖς
καμιὰ δουλειά᾿ νὰ διοριστεῖς...
1120
01:09:34,271 --> 01:09:37,963
καὶ νὰν τ᾽ ἀφῆσεις ἀφτά...
Γεροπαραλυµένε... ἀγράμματε !»
1121
01:09:40,779 --> 01:09:44,045
᾿Αφτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲ γινόντανε
κάθε µέρα τὰ ἴδια.
1122
01:09:44,246 --> 01:09:46,962
Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
νὰ φέβγω ἀπὸ τὸν κόσμο...
1123
01:09:47,202 --> 01:09:51,788
Νὰ κατεβαίνω στὴ θάλασσα τὴν πολύμορφη
καὶ χιλιότροπη, τὴν ἀχόρταστην ἐρωμένη ἱ
1124
01:09:52,552 --> 01:09:57,107
Νὰ πέφτω µέσα, νὰ τὴν ἀγκαλιάζω
καὶ νὰ πηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
1125
01:09:57,107 --> 01:09:59,317
συντροφιὰ μὲ τὶς Νεράιδες
καὶ τοὺς Τρίτωνες.
1126
01:09:59,847 --> 01:10:02,534
Νὰ κυλιέμαι κατόπι
στὴν πυρωμένην ἀμμουδιά,
1127
01:10:02,534 --> 01:10:04,666
νὰ ξαπλώνω τ᾽ ἀνάσκελα στὸν ἥλιο
1128
01:10:04,666 --> 01:10:08,066
καὶ νὰ τόνε χορέβω σὰν τόπι πἀνου
στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
1129
01:10:08,528 --> 01:10:13,173
Έπαιρνα τὸ λοιπὸν τ'ἀπόμερα σοκάκια καὶ
τραβοῦσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
1130
01:10:13,750 --> 01:10:17,090
᾿Εκεῖ στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
κι ἔβγαζα τό να τσαρούχι
1131
01:10:17,090 --> 01:10:20,238
κ’ ὕστερα στ᾽ ἄλλο ποδάρι κ᾽ ἔβγαζα
τὸ δεύτερο τσαρούχι.
1132
01:10:20,635 --> 01:10:24,614
Τά σφιγγα καὶ τὰ δυὸ κάτου στὴν ἁμασκάλη
-- γιὰ νὰ μὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
1133
01:10:24,614 --> 01:10:27,962
κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυὸ κατέβαινα στὸ Φάληρο.
1134
01:10:28,375 --> 01:10:31,102
Καμιὰ φορὰ μοῦ τύχαινε νὰ πατήσω
καμιὰ μαγαρισιὰ
1135
01:10:31,102 --> 01:10:36,039
(γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τὰ σοκάκια !).
«Νὰ τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
1136
01:10:36,474 --> 01:10:40,164
«Καλύτερα νὰ πατᾶς µαγαρισιές,
παρὰ νὰ σκοντάβεις ὅλη µέρα
1137
01:10:40,164 --> 01:10:44,438
πάνου σὲ διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
«'"Ελληνες Ἑλλήνων”
1138
01:10:54,492 --> 01:11:03,165
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
1139
01:11:07,966 --> 01:11:10,078
Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
1140
01:11:10,078 --> 01:11:12,541
Καιρός να σᾶς ἐξηγήσω
καὶ τὴ φιλοσοφία μου...
1141
01:11:12,907 --> 01:11:16,033
Τι κατσουφιάζετε ;...
Δὲ σᾶς ἀρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
1142
01:11:16,200 --> 01:11:18,098
Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
1143
01:11:18,098 --> 01:11:21,115
Αξαφνα, τὸ πῶς μοῦ ρίχτηκε κάποτες
ή Θεοδότη...
1144
01:11:21,516 --> 01:11:23,232
Μὰ δὲ μὲ παίρν' η ώρα.
1145
01:11:23,535 --> 01:11:27,510
Ανάγκη, πρὶν πεθάνω, νὰ μαθεφτεῖ,
πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
1146
01:11:27,510 --> 01:11:30,182
τὰ σφάλματα τῆς διδασκαλίας του
καὶ μετάνιωσε...
1147
01:11:31,480 --> 01:11:36,165
Αλήθεια, της είχανε πει τῆς Θεοδότης, πως
δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - ἐγώ !
1148
01:11:36,553 --> 01:11:37,792
Καὶ πικαρίστηκε.
1149
01:11:38,210 --> 01:11:39,985
Το βαλε πεῖσμα νὰ μὲ καταφέρει.
1150
01:11:40,433 --> 01:11:43,837
Μὲ καλοῦσε κάθε τόσο στη βίλα της
να συζητάμε φιλοσοφία.
1151
01:11:43,837 --> 01:11:46,389
Κι όλο τύχαινε νὰ λούζεται, ν' ἀλείφεται
1152
01:11:46,389 --> 01:11:49,594
καὶ νὰ προβάρει γυμνή μπροστά μου
τους νέους χορούς της.
1153
01:11:49,839 --> 01:11:53,119
«Σαν άνθρωπος ἀνώτερος», μου λεγε,
«δὲν παρεξηγείς»...
1154
01:11:53,801 --> 01:11:59,072
Ἔπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
γιὰ νὰ ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
1155
01:11:59,072 --> 01:12:02,498
κ' ἐνῶ ζεστὸς καὶ φωτεινὸς ὁ κόρφος της
ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα,
1156
01:12:02,498 --> 01:12:05,359
τῆς μιλοῦσα γιά τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
1157
01:12:05,844 --> 01:12:07,784
Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μοῦ λεγε :
1158
01:12:07,784 --> 01:12:10,776
«Ξέρω σωστοὺς ἐξηνταεννιὰ τρόπους
νὰ κάνω τὸν ἔρωτα».
1159
01:12:11,300 --> 01:12:15,186
Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
«Τι έχεις;» μὲ ρωτούσε.
1160
01:12:15,791 --> 01:12:18,384
«Κοιτάω νὰ βρῶ, ποιὸς ἀπὸ
τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
1161
01:12:18,384 --> 01:12:21,573
εἶναι... φιλοσοφικότερος, ἀπόλυτος»...
1162
01:12:22,283 --> 01:12:25,111
Φωνές: «Ποιὸς εἶναι; Ποιὸς εἶναι;»
1163
01:12:26,310 --> 01:12:29,048
Βλέπετε, πὼς χρειάζεται νὰ ξέρουμε
καὶ φιλοσοφία :
1164
01:12:29,332 --> 01:12:32,559
Ἔτσι κ' η Θεοδότη, σὰν κ' ἐσᾶς,
μὲ ρωτοῦσε καὶ μὲ ξαναρωτοῦσε...
1165
01:12:32,559 --> 01:12:33,808
«ποιὸς εἶναι :»
1166
01:12:33,965 --> 01:12:36,033
"Ὥσπου μιὰ µέρα, γιὰ νὰ γλυτώσω, τῆς λέω :
1167
01:12:36,033 --> 01:12:39,742
«Ο τρόπος ἀφτὸς εἶναι νὰ... δείρεις πρῶτα
δίχως λύπηση τὴ γυναίκα
1168
01:12:39,742 --> 01:12:43,082
καὶ κεῖ ποὺ κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
στὸ πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
1169
01:12:43,082 --> 01:12:44,518
νὰ τὴν ἀναποδογυρίζεις...»
1170
01:12:44,961 --> 01:12:49,155
Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε ἀπάνω µου
καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τὰ μάτια της
1171
01:12:49,155 --> 01:12:51,881
μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δεῖρε µε».
1172
01:12:53,112 --> 01:12:55,690
᾿᾽Αφτὰ δὲ σᾶς τὰ λέω μοναχὰ
γιὰ νὰ σᾶς πειράξω.
1173
01:12:56,202 --> 01:12:58,865
Θέλησα καὶ μὲ τρὀπο νὰ σᾶς µπάσω
στὴ φιλοσοφία µου...
1174
01:12:59,534 --> 01:13:00,992
Πάλε κατσουφιάζετε :
1175
01:13:01,279 --> 01:13:03,948
Ἕλληνες ἀρχαῖοι
καὶ νὰ φοβόσαστε τὴ σκέψη Ι...
1176
01:13:04,331 --> 01:13:06,822
'Ἠσυχάστε ! «Διὸς κριταί»
1177
01:13:06,822 --> 01:13:09,486
σὰν κ᾿ ἐσᾶς δὲν πάει νὰ πονοχεφαλιάζετε.
1178
01:13:10,085 --> 01:13:14,255
Μ’ ὅσο κέφι μοῦ περισσέβει, θὰ κοροϊδέψω
τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία µου.
1179
01:13:14,744 --> 01:13:17,504
Σὰν ἔξυπνοι γκαγχαρέοι θὰ µισοκαταλάβετε,
1180
01:13:17,504 --> 01:13:20,794
πὼς ἂν δὲν ὑπάρχει στὶς ἐρωτοδουλειὲς
ἀπόλυτον «εἶδος»,
1181
01:13:20,794 --> 01:13:23,791
ἄλλο τόσο δὲν ὑπάρχει
καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
1182
01:13:24,740 --> 01:13:27,030
Καὶ πρῶτα πρῶτα δὲν εἶμαι φιλόσοφος.
1183
01:13:27,413 --> 01:13:29,553
Δὲν ἔχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
1184
01:13:29,804 --> 01:13:34,297
λαμπερὸ ναὸ τῆς Σκέψης μὲ κολόνες,
μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βῆμα
1185
01:13:34,297 --> 01:13:35,732
κι ἄδυτα τῶν ἀδύτων.
1186
01:13:36,203 --> 01:13:39,037
Είχα βρεῖ μοναχὰ μιὰ δικιά µου
«μέθοδο» σκέψης.
1187
01:13:39,510 --> 01:13:42,393
Τ’ ᾿Αφάλι τῆς Γῆς, τ᾽ ἀχνιστὸ
καὶ σκανταλιάρικο,
1188
01:13:42,393 --> 01:13:45,525
μοῦ δωσε πιστοποιητικὸ σοφοῦ
κι ὄχι φιλοσόφου.
1189
01:13:45,976 --> 01:13:49,290
Καὶ δὲ μὲ σύγκρινε μὲ τὸν τρανὸ
τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἔμπεδοκλή
1190
01:13:49,290 --> 01:13:53,925
τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους ἄλλους,
μὰ μὲ τὸ Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
1191
01:13:54,189 --> 01:13:55,724
-- μὲ δυὸ ποιητάδες !
1192
01:13:56,363 --> 01:13:59,616
Φαίνεται, ήθελε νὰ ρεζιλέψει κι ἀφτουνούς,
ὁμολογώντας,
1193
01:13:59,616 --> 01:14:02,574
πὼς ξέρουνε λιγότερα ἀπ᾿ τὸ δικό µου
τὸ «τίποτα»,
1194
01:14:02,574 --> 01:14:06,776
κ᾿ ἐμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ
μὲ δυὸ φημισμένους «ἄερολόγους»
1195
01:14:06,776 --> 01:14:09,415
-- κεῖνοι τῆς καρδιᾶς
κ᾿ ἐγὼ τοῦ στοχασμοῦ.
1196
01:14:10,575 --> 01:14:13,291
ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δὲ μὲ φωνάζανε
φιλόσοφο,
1197
01:14:13,537 --> 01:14:16,228
μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε».
1198
01:14:18,431 --> 01:14:23,460
'Ὁ θεῖος Καπνὸς τῶν Δελφῶν, ποὺ μὲ
ρεκλαμάρισε σὲ ὅλον τὸ κόσµο γιὰ σοφότατο,
1199
01:14:23,460 --> 01:14:26,659
δὲν ἀστειεβότανε. Ηθελε νὰ μὲ στραβώσει.
1200
01:14:26,659 --> 01:14:29,637
Νὰ μὲ κάνει νὰ πιστέψω,
πὼς εἶχα βρεῖ τὴν ᾿Αλήθεια,
1201
01:14:29,858 --> 01:14:32,646
γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀναζητῷ καὶ τὴν πετύχω
καμιὰ μέρα,
1202
01:14:32,944 --> 01:14:34,907
-- Φοβότανε τὸ µεγάλο μυαλό µου.
1203
01:14:35,477 --> 01:14:38,091
Δὲ συφέρνει καὶ στοὺς ἀθάνατους ᾽Αφέντες
1204
01:14:38,091 --> 01:14:40,688
νὰ µαθαίνουνε τὴν ἀλήθεια
τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς.
1205
01:14:40,906 --> 01:14:45,017
Καὶ σὰν εἶδε, πὼς ἄρχισα
νὰ τῆνε µυρίζοµαι, δὲν ἔχασε καιρό·
1206
01:14:45,442 --> 01:14:50,397
ἔπεσε πηχτὸς καὶ μάβρος µέσα στὸ μυαλό σας
καὶ σᾶς φλόμωσε γιὰ νὰ μὲ σκοτώσετε...
1207
01:14:51,502 --> 01:14:56,378
Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς
εἶμαι σοφότατος, ἐννοοῦσε, βέβαια,
1208
01:14:56,378 --> 01:15:00,615
πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἴμουν
ὅτι κι ἀφτὸς ἀνάμεσα στοὺς θεούς :
1209
01:15:01,016 --> 01:15:02,926
ὁ πρῶτος κοροϊδεφτῆς.
1210
01:15:06,249 --> 01:15:10,361
Όταν ἀκόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα
στὴν ἀγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους,
1211
01:15:10,361 --> 01:15:14,595
παραξενεβόµουνα, ποὺ γιὰ κάθε ζήτημα
µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνῶμες
1212
01:15:14,595 --> 01:15:16,354
κι ὅλες φαινόντανε σωστές.
1213
01:15:16,772 --> 01:15:20,269
Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά,
πὼς εἶναι καὶ σωστές.
1214
01:15:20,810 --> 01:15:24,108
Στὴν ἀρχή μὲ τ᾽ ἄγουρο μυαλό µου
κι ἀργότερα μὲ τὸ γινωμένο
1215
01:15:24,108 --> 01:15:26,970
προσπαθοῦσα νὰ βρίσκω πάντοτε
μιὰ μοναδικὴ γνώμη,
1216
01:15:26,970 --> 01:15:30,133
ποὺ νᾶ ναι σὲ καθε περίσταση
καὶ γιὰ ὅλους ὑποχρεωτικὴ,
1217
01:15:30,133 --> 01:15:34,710
δηλαδη παντοτινἡ κι ἀνάλλαγη, πάνου ἀπὸ
καιροὺς καὶ τόπους κι ἀνθρώπους,
1218
01:15:34,980 --> 01:15:36,018
-- ἀπόλυτη.
1219
01:15:36,483 --> 01:15:40,380
Θά πρεπε νά χει κάτι τὸ θεϊκὸ µέσα της,
νά ναι «ἰδέα».
1220
01:15:40,789 --> 01:15:43,233
Καἱ γιὰ νὰν τήνε βροῦμε, δὲ θά πρεπε
καθόλου
1221
01:15:43,233 --> 01:15:47,031
νὰ φάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο,
πού ναι διαβατικὸς καὶ ψέφτικος,
1222
01:15:47,031 --> 01:15:50,258
μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι
κι ἄυλη κι ἀθάνατη.
1223
01:15:51,128 --> 01:15:55,237
στὰ βάθια τῆς ψυχῆς μας κοίτονται θαμένες
οἱ ἰδέες - ἀλήθειες
1224
01:15:55,237 --> 01:15:58,394
κάτου ἀπὸ σκουριὰ πολλή,
ποὺ τῆνε σωριάζουνε µέσα της
1225
01:15:58,394 --> 01:16:01,682
οἱ αἴστησες - ἀποθυμιὲς
κ᾿ οἱ ἀποθυμιὲς - συφέρα.
1226
01:16:02,281 --> 01:16:06,280
Γιὰ νὰ τὴν ξεσύρουµε λοιπὸν στὸ φὼς
τῆς ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
1227
01:16:06,632 --> 01:16:08,910
Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμῆς.
1228
01:16:09,086 --> 01:16:11,908
Καὶ γίνηκα μὲ τὰ χρόνια
μαμὴ τῆς πολιτείας.
1229
01:16:12,394 --> 01:16:15,758
"Ἔπιανα τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τὶς μάλαζα
μὲ τρόπο
1230
01:16:15,758 --> 01:16:18,917
κ΄ ἔχωνα στὴν ἀνάγκη µέσα τους
τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες
1231
01:16:18,917 --> 01:16:20,240
γιὰ νὰ βγάλω τὸ μωρό.
1232
01:16:20,522 --> 01:16:23,576
Ξεγεννοῦσα τὶς ἀλῆθειες,
ὦ ἄντρες ᾿Αθήναῖοι,
1233
01:16:23,576 --> 01:16:28,322
γι’ ἀφτὸ γεµίσανε γῆς, οὐρανὸς
καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
1234
01:16:28,679 --> 01:16:29,694
Γιατί ;
1235
01:16:30,166 --> 01:16:34,184
Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, γιὰ νὰ
φανερώσουνε τὰ θεϊκά τους στοιχεῖα,
1236
01:16:34,184 --> 01:16:36,615
τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τὴ σκουριά τους :
1237
01:16:37,180 --> 01:16:40,512
Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη,
Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ
1238
01:16:40,512 --> 01:16:44,394
κι ὅλα τὰ ρέστα ποὺ δὲν εἶναι
μήτε πρῶτες ἀρχὲς μήτε χ᾿ ἔσχατοι σκοποί·
1239
01:16:44,394 --> 01:16:47,251
µῆτε χαρίσματα τῶν θεῶν
µῆτε κατορθώματα τοῦ νοῦ,
1240
01:16:47,476 --> 01:16:52,142
μὰ πλάσματα καιρικἀ, μὲ νόηµα τρεχούμενο
κι ἄπιαστο, µέσα ταπεινά,
1241
01:16:52,142 --> 01:16:56,211
ποὺ μὲ δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της
1242
01:16:56,211 --> 01:16:57,579
καὶ πνίγει τὴν ψυχη τους.
1243
01:16:57,885 --> 01:17:00,495
Οἱ ἀνθρῶποι χωριζόµαστε σὲ κείνους
ποὺ διατάζουνε,
1244
01:17:00,495 --> 01:17:02,391
καὶ σὲ κείνους ποὺ κάνουνε θελήματα·
1245
01:17:02,391 --> 01:17:04,874
σὲ κείνους ποὺ κάθονται,
καὶ σὲ κείνους ποὺ μοχτᾶνε·
1246
01:17:04,874 --> 01:17:08,566
σὲ κείνους ποὺ βλέπουνε, καὶ σὲ
κείνους ποὺ φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια:
1247
01:17:08,566 --> 01:17:10,679
σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
1248
01:17:11,055 --> 01:17:14,318
'Ἡ ζωή µας µπλέκεται μιᾶς ἀρχῆς
µέσα στὰ δίχτια,
1249
01:17:14,318 --> 01:17:16,235
ποὺ μᾶς εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθοῦμε.
1250
01:17:16,455 --> 01:17:19,099
Μωρὰ στὸ σπίτι, στὸ δρόµο, στὸ σχολειό,
1251
01:17:19,099 --> 01:17:23,000
µαθαίνουµε, χωρὶς νὰν τὸ ρωτᾶμε,
ποιό ναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό,
1252
01:17:23,267 --> 01:17:25,073
--- «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
1253
01:17:25,665 --> 01:17:28,980
Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
1254
01:17:28,980 --> 01:17:32,141
δίνουμε συγκινηµένα
μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριῶν
1255
01:17:32,141 --> 01:17:36,899
τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά,
---«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
1256
01:17:37,591 --> 01:17:41,312
Σὰν ἀπολυθοῦμε ἀπ᾿τὸ στρατὸ
καὶ πάρουμε φῆφο, τὰ ἴδια θ᾿ἀκοῦμε
1257
01:17:41,312 --> 01:17:45,600
-- καὶ θά λέμε -- στὴν ἀγορά, στὰ
δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα
1258
01:17:45,862 --> 01:17:47,985
--«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
1259
01:17:48,301 --> 01:17:51,582
Κι ἀφοῦ μικροὶ καὶ μεγάλοι
καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ ἄβριο
1260
01:17:51,582 --> 01:17:57,712
τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θὰ πεῖ, πὼς εἶναι
νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αἰθέρα τεκνωθέντες».
1261
01:17:58,665 --> 01:18:02,462
"Ἔτσι τραβᾶμε, χωρὶς νὰ συλλογιζόμαστε,
τὴ µοιραία µας στράτα,
1262
01:18:02,462 --> 01:18:06,418
δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι
πὼς τὸ συφέρο τοῦ ««κρείττονος»
1263
01:18:06,418 --> 01:18:07,933
εἶναι δικό µας συφέρο.
1264
01:18:08,218 --> 01:18:10,866
Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
1265
01:18:11,066 --> 01:18:13,946
συφέρο µας ν᾿ ἀδικιούμαστε
παρὰ νὰ τιμωροῦμε !
1266
01:18:14,175 --> 01:18:18,505
Κι ἂν ἄξαφνα κανεὶς ἀπόκοτος χυμοῦσε
μὲ τὸ μαχαίρι νὰ ξεκοιλιάσει τὸ Λύκο,
1267
01:18:18,505 --> 01:18:23,062
θὰ βάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ κορµιά
µας νὰ δεχτοῦμ’ ἐμεῖς τὴ μαχαιριά.
1268
01:18:23,515 --> 01:18:26,616
Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα
νὰ μᾶς λείψει ὁ Λύκος,
1269
01:18:26,616 --> 01:18:30,223
θὰ τρέχαμε νὰ βροῦμε
ἄλλονε χειρότερο, γιὰ νὰ μᾶς τρώει.
1270
01:18:32,158 --> 01:18:34,839
Τέτιες ἀλῆθειες ἔβγαζα
ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ Κοπαδιοῦ.
1271
01:18:35,000 --> 01:18:39,271
᾿Αλήθειες, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καὶ τη
συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
1272
01:18:39,271 --> 01:18:41,717
πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ τὴν πείνα
κι ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
1273
01:18:42,411 --> 01:18:45,556
Μὲ τὴν ἴδια µαμικῆ μποροῦσα
νὰ βγάνω ἀπὸ τὶς ψυχὲς
1274
01:18:45,556 --> 01:18:48,086
-- μιὰ κι ἀρχίσανε νὰ μὲ παίρνουνε
γιὰ παντογνώστη, --
1275
01:18:48,086 --> 01:18:52,126
καὶ πράματα, ποὺ δὲν τά χανε µέσα τους,
ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες
1276
01:18:52,126 --> 01:18:54,563
βγάνουνε σκουλήκια ἀπὸ τὰ μάτια
τῶν Μεγαριτῶν.
1277
01:18:54,988 --> 01:18:58,613
Τὰ σκουλήκια, θὰ μοῦ πεῖτε, τὰ βλέπεις
πρῶτα κ ὕστερα τὰ πιστέβεις.
1278
01:18:58,839 --> 01:19:02,706
Μὰ τὶς ἰδέες ;
᾿Ἀφτές, ὦ ἄντρες Αθηναῖοι,
1279
01:19:02,706 --> 01:19:05,437
πρῶτα τὶς πιστέβεις
κ᾿ ὕστεοὰ τὶς βλέπεις.
1280
01:19:05,861 --> 01:19:10,150
"Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ
ξεφωνίσει μὲς στὴν ἐκκλησιὰ
1281
01:19:10,150 --> 01:19:15,507
δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα :
«Νάτος ! σαλέβει... μᾶς κάνει νοηµατα !»,
1282
01:19:15,507 --> 01:19:19,705
οὗλες οἱ ἄλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε
μὲ τὰ μάτια τους τὸ σάλεμα,
1283
01:19:19,705 --> 01:19:21,396
τὰ δάκρυα γαὶ τὰ νοήματα
1284
01:19:21,396 --> 01:19:24,355
κι ἀκοῦνε μὲ τ᾽ ἀφτιά τους τὴ μιλιὰ
καὶ τὴ φοβέρα του.
1285
01:19:25,130 --> 01:19:26,743
᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
1286
01:19:26,922 --> 01:19:31,242
Μὰ τὸ πιὸ συνειθισµένο θάµα γίνεται
σὰν βάζεις μοναχὸς μὲς στὴν ψυχή σου
1287
01:19:31,242 --> 01:19:32,574
κεῖνο ποὺ θὲς νὰ βρεῖς.
1288
01:19:32,574 --> 01:19:36,018
Καὶ κατόπι σκάβοντας μὲ τὰ νύχια
τῆς λογικῆς τὸ βρίσκεις,
1289
01:19:36,018 --> 01:19:37,293
ὅπως τό θελες.
1290
01:19:38,055 --> 01:19:41,523
Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε
στὴ ρίζα κανενοῦ κυπαρισσιοῦ
1291
01:19:41,636 --> 01:19:44,980
η πλάι σὲ καμιὰ βρύση τὴν εἰκόνα
κ᾿ ὕστερα βλέπαν ὄνειρο,
1292
01:19:44,980 --> 01:19:47,822
πὼς σὲ κεῖνο τὸ µέρος κοίτεται
χρόνια θαμένος ὁ «ἄγιος»
1293
01:19:47,822 --> 01:19:49,057
καὶ φωνάζει νὰ βγεῖ.
1294
01:19:49,454 --> 01:19:53,203
Καὶ ξεσηκώνοντας τὸ χωριὸ
μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαἰναν ἐκεῖ,
1295
01:19:53,203 --> 01:19:55,571
τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολοῦσε ὁ τόπος !
1296
01:19:56,077 --> 01:20:00,541
Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι
δίσκοι μὲ δεκάρες καὶ τὰ πιθάρια μὲ λάδι
1297
01:20:00,541 --> 01:20:04,905
κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σὰν
«ὄργανο θείας ἐκλογῆς».
1298
01:20:06,742 --> 01:20:10,600
Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
τη βασιλεία τῶν Ὁραμάτων
1299
01:20:10,600 --> 01:20:12,739
στην Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος.
1300
01:20:12,739 --> 01:20:16,400
Στράβωνα τὸ Κορόιδο κ᾿ ἔτσι φελοῦοα
τὸ καθεστὸς τῆς ᾽Αδικίας,
1301
01:20:16,400 --> 01:20:17,704
σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα :
1302
01:20:17,843 --> 01:20:21,234
«ὅσο πιὸ στραβὸ τὸ Κορόιδο,
τόσο πιὸ ντρέτα πορπατεῖ».
1303
01:20:22,508 --> 01:20:24,740
Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μὲ σκοτώσετε.
1304
01:20:25,056 --> 01:20:29,321
Θάρτουν ἄλλοι χαιροὶ ποὺ οἱ «κρείττονες»
θὰ πλερώνουν ἀκριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες
1305
01:20:29,321 --> 01:20:34,471
ὄχι νὰ βγάζουνε, μὰ νὰ βάνουνε σκουλήκια
µέσα στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχή τῶν Μεγαριτῶν
1306
01:20:34,705 --> 01:20:38,936
καὶ νὰ κάνουνε θάµατα’ νὰ µαθαίνουνε
στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους,
1307
01:20:38,936 --> 01:20:46,180
πὼς «πατρός τε καὶ μητρὸς κτλ., τιμιώτερον
καὶ ἁγιώτερόν ἐστιν η ἐχμετἆλλευσις».
1308
01:20:46,843 --> 01:20:49,705
Ἔτσι βυθισμένος ὁ λαὸς
µέσα σὲ γαλάζια καταχνιά,
1309
01:20:49,705 --> 01:20:52,140
στὴν ἀνυπαρξία τῆς σκέψης καὶ τῆς θέλησης,
1310
01:20:52,140 --> 01:20:56,292
δὲ θὰ μπορεῖ νὰ σαλέβει τὴ γλώσσα του,
τὸ μυαλό του καὶ τὰ χέρια του.
1311
01:20:56,482 --> 01:21:01,591
Ἡ ψυχή, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπόλυτο ψῆλος,
πιασμένη σε χορὸ μὲ τὶς αἰώνιες οὐσίες,
1312
01:21:01,591 --> 01:21:05,267
τρέμει νὰ τὴν ἀγγίξουν οἱ νόμοι
τῆς φύσης καὶ τῶν ἀνθρώπων :
1313
01:21:05,267 --> 01:21:07,446
ἀσκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά !
1314
01:21:07,979 --> 01:21:11,712
Τὸ σῶμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη
κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει...
1315
01:21:11,902 --> 01:21:16,897
Δὲν πονάει, δὲν παθαίνει, δὲν ἀδικιέται.
Δὲν ἀντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
1316
01:21:17,667 --> 01:21:22,193
Μὲ τὸ κεντρὶ τῆς φιλοσοφίας µου χτυπώντας
τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ
1317
01:21:22,193 --> 01:21:25,874
τοὺς παραλυοῦσα κ᾿ ἔτσι ἀσφάλιζα
τὸ χαροκόπι τῶν ἔξυπνων.
1318
01:21:26,071 --> 01:21:28,479
Τί σᾶς ήρτε λοιπὸν καὶ μὲ σκοτώσατε ;
1319
01:21:29,732 --> 01:21:33,344
Βλέπω τὶς πολιτεῖες τοῦ µέλλοντος,
ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
1320
01:21:33,626 --> 01:21:36,605
Θεοποιοῦνε τὴν πείνα, τὸν πόνο
καὶ τὴ βλακεία·
1321
01:21:36,989 --> 01:21:40,718
χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι
καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες,
1322
01:21:40,718 --> 01:21:43,649
ποὺ ξεγελᾶνε τὸ λαὸ νὰ καταφρονάει την ὕλη
1323
01:21:43,824 --> 01:21:47,797
καὶ νὰ προσµένει τὴν ἀνταπόδοση
στὀν... «κόσμο τοῦ πνεύματος !».
1324
01:21:50,222 --> 01:21:54,928
Αν ἐλάθεβα στη θεωρία, δὲ λάθεβα
καὶ στὴν κριτική τῶν δημόσιων ἀντρῶν.
1325
01:21:55,258 --> 01:21:58,879
Κι ἀφτοὶ γιὰ νὰ μὲ ξεκάνουνε
μιὰ καὶ καλη μὲ βγάλαν ἄθεο.
1326
01:21:59,415 --> 01:22:01,404
'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς
1327
01:22:01,404 --> 01:22:04,456
κ’ ἐρεθίζει τὴν παντοδυναµία τους
ἐνάντια στὴν πολιτεία.
1328
01:22:04,995 --> 01:22:08,014
Εξ αἰτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ
ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα
1329
01:22:08,014 --> 01:22:11,860
κι ἀφήσανε τὸ βράχο τῆς ᾿Ακρόπολης
καὶ τὴν ᾿Ακρόπολη τῶν ψυχῶνε σας
1330
01:22:11,860 --> 01:22:13,900
στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια τῶν Ἓρυννύων.
1331
01:22:14,620 --> 01:22:18,483
Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή μὲ χαλάζι
καὶ κατάστρεφε τὴ σπορά
1332
01:22:18,483 --> 01:22:22,230
κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα,
φυλλοξέρα στ᾽ ἀμπέλια,
1333
01:22:22,230 --> 01:22:24,468
μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια·
1334
01:22:24,778 --> 01:22:30,226
κι ἂν ἐρῆμαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, ἄφτρα
τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ ἀλόγατα
1335
01:22:30,226 --> 01:22:35,021
κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σὲ κανένα µαχαλὰ κ᾿
ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
1336
01:22:35,021 --> 01:22:38,873
κι ἄν ἐβαστοῦσε δυὸ τρεῖς βδομάδες
η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα
1337
01:22:38,873 --> 01:22:43,137
καὶ ποδίζανε τὰ καϊΐκια μὲ τὸ σιτάρι
καὶ την παλαμίδα καὶ πεινοῦσε ὁ κόσμος·
1338
01:22:43,137 --> 01:22:47,748
κι ἂν ἑρχότανε τὸ θλιβερὸ µαντάτο,
πὼς νικηθήκανε τὰ «παληκάρια µας»
1339
01:22:47,748 --> 01:22:50,501
στὴν ἄχρη τῆς γῆς καὶ μαβροφορούσαν
οἱ µανάδες
1340
01:22:50,501 --> 01:22:52,108
-- ποιὸς ἔφταιγε ;
1341
01:22:52,473 --> 01:22:54,658
Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄθεους !
1342
01:22:54,814 --> 01:22:57,951
Αν δὲν εἶχα πεισµώσει τοὺς ἀθάνατους
μὲ τὴ φιλοσοφία µου
1343
01:22:58,167 --> 01:23:01,186
θὰ μᾶς στέλνανε τὴν πανούκλα τοῦ 404.;
1344
01:23:01,532 --> 01:23:03,939
Μὰ τότες ἐγὼ δὲ φιλοσοφοῦσα !
1345
01:23:04,123 --> 01:23:08,318
Αν ὁ γιὸς τοῦ Κλεινία μὲ τὴν παρέα του
δὲ σπάζανε τὰ κεφάλια τῶν Ἑρμήδων
1346
01:23:08,318 --> 01:23:11,315
ἀντὶς νὰ σπάσονε τὰ δικά σας,
ποὺ μοῦ θέλατε µεγαλεῖα,
1347
01:23:11,315 --> 01:23:13,588
θὰ παθαίναµε τὴ συφορὰ τῆς Σικελίας :
1348
01:23:13,914 --> 01:23:17,941
Κι ἄν οἱ στρατηγοὶ τῶν ᾽Αργινουσῶν
δὲν εἴταν ἄθεοι, θ' ἀναποδογύριζεν
1349
01:23:17,941 --> 01:23:21,691
η Νέμεση τὰ πέλαγα, γιὰ νὰ μὴν µπορέσουνε
νὰ µαζέψουνε τοὺς πνιµένους ;
1350
01:23:22,514 --> 01:23:25,065
Κ’ ἐπειδῆς ἐγὼ τοὺς ἀθώωσα, θυμᾶστε ;
1351
01:23:25,359 --> 01:23:28,725
ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ νὰ ρίξουνε
ζεματιστὸ νερὸ νὰ μᾶς κάψουνε
1352
01:23:29,081 --> 01:23:33,022
μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !)
τοὺς Τριάντα Τυράννους !...
1353
01:23:33,780 --> 01:23:36,467
Νά λοιπὸν ποιοὶ φταίγανε γιὰ ὅλα τὰ ζαβά,
1354
01:23:36,467 --> 01:23:40,006
καθὼς σᾶς ὑποσκέθηχα νὰ σᾶς τὸ ἔηγήσω
πρωτύτερα
1355
01:23:42,226 --> 01:23:44,392
Ἔτσι μὲ τὴν ἀθεῖα µου
καὶ τὴν προδοσιά µου
1356
01:23:44,392 --> 01:23:47,208
φελοῦσα μὲ τὸ παραπάνου τὴν Πατρίδα
καὶ τη θρησκεία...
1357
01:23:47,391 --> 01:23:50,633
ὅσους θρέφονται ἀπὸ τὰ µαστάριο
τῶν μεγάλων ἀφτῶν ἰδεῶν !
1358
01:23:50,999 --> 01:23:54,900
Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
φορτώνανε στὴν πλάτη µου
1359
01:23:54,900 --> 01:23:59,312
κάθε δικιά τους ἀναξιοσύνη κι ἀτιμία,
κάθε ζημιὰ τῶν φυσικῶν στοιχείων,
1360
01:23:59,312 --> 01:24:01,573
ὅλες τὶς ἀναποδιὲς τῆς Μοίρας !
1361
01:24:02,191 --> 01:24:05,529
Ὅταν ἐγὼ λείψω, θὰ ψάξουνε νὰ βροῦνε
κάποιον ἄλλο Σωκράτη
1362
01:24:05,529 --> 01:24:09,181
νὰ τόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια
κολυμπήθρα τῆς δημόσιας γνώμης
1363
01:24:09,181 --> 01:24:10,773
ἄθεο καὶ προδότη.
1364
01:24:11,092 --> 01:24:14,294
Τοὺς χρειάζεται νὰ τὸν πετᾶνε στὰ δόντια
τοῦ µανιασµένου πλήθους
1365
01:24:14,294 --> 01:24:17,908
γιὰ ἐξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
ποὺ θὰν τὰ βρίσκουνε σκοῦρα.
1366
01:24:18,478 --> 01:24:22,946
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ζῆσει μηδὲ μιὰ στιγμὴ
καὶ τὸ κοπάδι χωρὶς Λύκους
1367
01:24:22,946 --> 01:24:25,788
κ οἱ Λύκοι χωρὶς ἄθεους καὶ προδότες.
1368
01:24:28,301 --> 01:24:30,717
Ὅλοι γχρινιάζετε πὼς χάλασε ὁ κόσμος.
1369
01:24:31,106 --> 01:24:33,502
Ποιὸς κόσµος ; Τὰ βουνὰ κι ὁ οὐρανός ;
1370
01:24:33,823 --> 01:24:35,316
Φόβο δὲν ἔχουνε !
1371
01:24:35,667 --> 01:24:36,821
Οἱ δυὸ τρεῖς ἀθέοι ;
1372
01:24:37,133 --> 01:24:39,581
Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν ἀμέσως τὰ πράματα.
1373
01:24:40,241 --> 01:24:43,760
Νά τος ὁ κόσμος, η ἀφεντιά σας,
ὢ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
1374
01:24:44,046 --> 01:24:49,505
Ὅλα σας τὰ ζακόνια, γραμμένα κι ἄγραφα :
φόβος τῶν θεῶν, σεβασμὸς τῶν νόμων,
1375
01:24:49,505 --> 01:24:53,810
ἀγάπη τοῦ καλοῦ κι ἀντρισμός,
σέπονται ψοφίµια τούμπανα
1376
01:24:53,810 --> 01:24:57,221
µέσα στὸ Βάραθρο, συντροφιὰ
τῶν σκοτωμένων σκλάβων.
1377
01:24:57,774 --> 01:25:02,341
Ψεφτιά, κλεψιά, κι ἀτιμία,
νὰ τὰ «δαιμόνια» τῆς Πολιτείας,
1378
01:25:02,341 --> 01:25:05,393
-- «τὸ µέσα πλοῦτος» ! --
ποὺ σᾶς ὁδηγᾶνε ψηλά.
1379
01:25:06,034 --> 01:25:09,836
Κ' ὕστερα βγήκε τὸ δικό µου τὸ δαιμόνιο
(«καινὸ δαιμόνιο»)
1380
01:25:09,836 --> 01:25:14,021
νὰ ξαναζωντανέψει τὰ ψοφίµια φυσώντας
μὲ τὸ καλάμι τῆς φιλοσοφίας
1381
01:25:14,021 --> 01:25:16,670
µέσα στὴν κοιλιά τους
τὸ «πνέβμα τῆς ἀληθείας»,
1382
01:25:16,670 --> 01:25:19,024
γιὰ νὰν τὰ στήσει καθάριες ἰδέες,
1383
01:25:19,024 --> 01:25:21,755
ἀπείραχτες ἀπ᾿τοῦ καιροῦ
καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ καμώματα,
1384
01:25:21,755 --> 01:25:23,267
µέσα στὸν ἄπειρο Νού !
1385
01:25:23,849 --> 01:25:25,788
Τὰ τυφλὰ κινήματα τῆς ψυχής,
1386
01:25:25,788 --> 01:25:28,707
ἅμα πιάσεις νὰν τὰ κάνεις
προστάγµατα τοῦ λογικοῦ,
1387
01:25:28,707 --> 01:25:32,112
δηλαδη νὰν τὰ µεταφέρεις ἀπὸ
τὴν ἀσύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια
1388
01:25:32,112 --> 01:25:35,753
στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση,
πάει τὰ σκότωσες.
1389
01:25:36,049 --> 01:25:37,963
Ὅμως κ' ἔτσι σᾶς ὠφελοῦσα.
1390
01:25:38,147 --> 01:25:41,480
Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες»
τὶς ἀφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε
1391
01:25:41,480 --> 01:25:43,931
οἱ ποντικοὶ τῶν λαγουμιῶν
καὶ τῶν ἀποπάτων,
1392
01:25:43,931 --> 01:25:48,439
ἐγὼ σᾶς συµβούλεβα, πὼς δὲν πρέπει
νὰ γελᾶτε καὶ νὰ καµαρώνετε γι' ἀφτὸ
1393
01:25:48,439 --> 01:25:52,923
νομίζοντας, πὼς ὁ πιὸ φανερὸς μπαγαμπόντης
εἶναι καὶ πιὸ ξυπνὸς ᾿Αθηναῖος !
1394
01:25:53,363 --> 01:25:56,664
Σᾶς µάθαινα γιὰ τὸ συφέρο σας
νὰ τιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους
1395
01:25:56,664 --> 01:25:59,914
καὶ νὰ λιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους
μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ
1396
01:25:59,914 --> 01:26:03,399
καὶ τοὺς σκλάβους, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν
ἀέρα καὶ κατεβοῦνε καμιὰ µέρα
1397
01:26:03,399 --> 01:26:05,769
στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε
χειρότερ᾽ ἀπὸ σᾶς !
1398
01:26:06,255 --> 01:26:09,515
Σᾶς µάθαινα, πὼς πρέπει ν᾿ἀσεβεῖτε
καὶ νὰ παρανομεῖτε
1399
01:26:09,515 --> 01:26:11,482
στ᾽ ὄνομα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων !
1400
01:26:12,661 --> 01:26:14,653
΄"Ὅλα ποῦ νὰν τὰ θυμᾶμαι τώρα !
1401
01:26:14,843 --> 01:26:18,551
Μὰ δὲν ξεχνῶ, πὼς ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ
καὶ τοῦτος καὶ κεῖνος...
1402
01:26:18,551 --> 01:26:21,649
οὖλοι σας εἴσαστε σύμφωνοι
σ᾿ ὅ,τι σᾶς ἔλεγα
1403
01:26:21,649 --> 01:26:25,364
καὶ σκύβατε τ᾽ ἀδειανό σας κεφάλι μπροστὰ
στην Κουκουβάγια καὶ στὸ Μῶμο.
1404
01:26:25,629 --> 01:26:28,315
Τρεῖς μοναχὰ κουβέντες
µου φτάνουνε νὰ δείξουνε,
1405
01:26:28,315 --> 01:26:30,456
πὀσο δούλεψα γιὰ τὸ καλὸ τῆς Πατρίδας,
1406
01:26:30,456 --> 01:26:33,509
γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν πολιτῶν
σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
1407
01:26:34,273 --> 01:26:37,625
α᾿) Απόδειξα, πὼς η ψυχή µας
εἶναι ἀθάνατη !
1408
01:26:38,059 --> 01:26:39,495
᾿Υπάρχει λοιπὸν ψυχή !
1409
01:26:39,884 --> 01:26:43,109
Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε
(πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑπάρχουνε)
1410
01:26:43,109 --> 01:26:45,879
κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί !
1411
01:26:46,173 --> 01:26:48,350
“Ἡ φοβέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων
1412
01:26:48,350 --> 01:26:50,744
μᾶς συγκρατάει νὰ μὴν κολάζουµε
τὴν ψυχη µας...
1413
01:26:50,744 --> 01:26:52,467
καὶ νὰ μὴν πηγαίνουμε φυλακή !
1414
01:26:53,053 --> 01:26:58,614
"Αντρες ᾿Αθηναῖοι ! Αν δὲν ὑπῆρχε κράτος,
δὲ θὰ ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες
1415
01:26:58,614 --> 01:27:00,162
μήτε κι ἀθάνατη ψυχη !
1416
01:27:00,387 --> 01:27:03,239
Οἱ βασανισμένοι τῆς ζωῆς
πρέπει νὰ πιστέβουµε,
1417
01:27:03,239 --> 01:27:05,869
πὼς θὰ χαροῦμε καὶ θὰ βασιλέψουμ’ αἰώνια,
1418
01:27:06,240 --> 01:27:07,832
-- φτάνει νὰ πεθάνουμε πρῶτα !
1419
01:27:08,224 --> 01:27:10,716
Δὲν κάνει νὰ παίρνουμε πίσου
μὲ τὰ χέρια µας
1420
01:27:10,716 --> 01:27:13,577
ὅ,τι μᾶς παίρνουν οἱ ἀφέντες
μὲ τὴ δύναμη καὶ μὲ τὴν πονηριὰ
1421
01:27:13,577 --> 01:27:17,357
-- δηλαδη μὲ τὰ δικά µας τ᾽ἅρματα
καὶ μὲ τὴν ψῆφο τὴ δικιά µας.
1422
01:27:17,855 --> 01:27:20,942
᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ
στὸν ἄλλο κόσµο.
1423
01:27:21,222 --> 01:27:24,699
Θὰ βράζουνε µέσα στὸ καζάνι τῆς πἰσσας
στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.
1424
01:27:25,114 --> 01:27:29,783
Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ ἐμεῖς, θὰ γίνουμε
κακοὶ καὶ τότε θὰ χάσουμε τὴν ψυχἠ µας
1425
01:27:29,783 --> 01:27:31,981
καὶ θὰ βράζουμ’ ἐμεῖς µέσα στὸ καζάνι ! !
1426
01:27:32,976 --> 01:27:38,955
β’) Δὲν εἴτανε λόγος-ἀέρας, εἴταν ἀγκωνάρι
µαρμαρένιο τούτ’ ἡ διδασκαλία µου.
1427
01:27:39,358 --> 01:27:44,700
Γι αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωκα τὴν τετράγωνη φόρμα:
«προτιμῶ ν᾿ ἀδικιέμαι παρὰ ν ἆδικῶ !»
1428
01:27:45,326 --> 01:27:48,434
Τοῦτο τ᾿ ἀγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
στὸν ἅμμο καὶ στὸ νερό:
1429
01:27:48,434 --> 01:27:50,273
στὶς φυχὲς τῶν ἀδυνάτων !
1430
01:27:50,656 --> 01:27:54,483
"Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ ἄνθρωπος,
τόσο πιότερο κι ἀναποφάσιστος᾽
1431
01:27:54,749 --> 01:27:59,106
ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο
ἀνασαίνει καὶ σχέφτεται καὶ θυµώνει.
1432
01:27:59,487 --> 01:28:02,160
Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη
στὸν ἑαφτό σου,
1433
01:28:02,160 --> 01:28:03,850
γιὰ ν᾿ ἀντισταθεῖς στὴν ἀδικιὰ ---
1434
01:28:03,850 --> 01:28:06,293
καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα γιὰ ν᾿ ἀδικῆσεις !
1435
01:28:06,551 --> 01:28:09,975
Μαθημένος νὰ φοβᾶσαι,
δὲ θέλεις νὰ φοβηθεῖς περισσότερο.
1436
01:28:10,340 --> 01:28:13,838
᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα τῆς ἀβουλίας,
στὸν ἐγωισμὸ τοῦ πόνου.
1437
01:28:14,039 --> 01:28:17,444
Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σοῦ παίρνουν
τὰ ὅσα δὲν ἔχεις,
1438
01:28:17,444 --> 01:28:19,938
μὰ δὲν ἀγγίζεις καὶ τὰ λίγα πὀ χεις :
1439
01:28:20,205 --> 01:28:24,162
νηστέβεις ἀπὸ δικοῦ σου τὸ φαγί,
τὸ πιοτὸ καὶ τὶς γυναῖκες·
1440
01:28:24,345 --> 01:28:28,427
μισεῖς τὸν ήλιο, τὴ θάλασσα,
τὸν ἀγέρα τοῦ δάσου καὶ τὴν κίνηση
1441
01:28:28,427 --> 01:28:33,113
κι ἆποζητᾶς τὴν ἀρρώστια, τὰ βάσανα,
την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
1442
01:28:33,113 --> 01:28:35,120
για να πας στον παράδεισο,
1443
01:28:35,983 --> 01:28:37,756
«Ό πόνος ἠθικοποιεῖ »
1444
01:28:38,137 --> 01:28:42,824
Ύψωνα λοιπὸν μεσουρανὶς γιὰ φλάμπουρο
τοῦ κοπαδιοῦ τὴ χαρὰ τοῦ πόνου.
1445
01:28:43,063 --> 01:28:45,279
Γιὰ ὅσους δὲν µποροῦνε
νὰ βαστάξουνε τὸν πόνο,
1446
01:28:45,279 --> 01:28:47,224
φροντίσαν οἱ νόμοι τοῦ Σόλωνα·
1447
01:28:47,577 --> 01:28:51,003
χτίσανε παράµερες ἐκκλησιὲς
τῆς Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
1448
01:28:51,314 --> 01:28:54,618
᾿Ἔκεῖ μέσ᾽ ἀγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ
τὴν τελειότητα,
1449
01:28:54,848 --> 01:28:56,889
δηλαδή τὴ λησμονιὰ τοῦ ἑαφτοῦ του.
1450
01:28:58,357 --> 01:29:03,562
γ’) Τὴν ἴδια γνώμη τὴν εἶπα κι ἀλλιῶς :
«Οὐδεὶς εκὼν κακός».
1451
01:29:03,891 --> 01:29:06,549
᾿Αφτὸ θὰ πεῖ : μὴν τιμωρεῖτε
τοὺς ἀδικητάδες
1452
01:29:06,549 --> 01:29:08,133
γιατὶ θὰν τοὺς... ἄδικῆσετε.
1453
01:29:08,453 --> 01:29:12,563
Εΐναι ἀθῶοι ! Δὲν ξέρουν
ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή !
1454
01:29:12,780 --> 01:29:15,343
"Αμα τοὺς διδάξουµε
τί είναι καλὸ καὶ κακό,
1455
01:29:15,343 --> 01:29:18,272
θὰ λείψουν ἀπὸ τὸν κόσμο
κάκητα κι αδικεμὸς
1456
01:29:18,272 --> 01:29:19,830
καὶ θὰ βασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
1457
01:29:20,456 --> 01:29:21,648
Χρειάζονται σκολειά.
1458
01:29:21,848 --> 01:29:24,330
Καὶ τὰ σκολειὰ θὰν τὰ χτίζουν
οἱ ἀδικητάδες.
1459
01:29:24,756 --> 01:29:25,944
Ξέρετε γιατί ;
1460
01:29:26,515 --> 01:29:29,777
Καλὸ καὶ δίκιο καὶ χρέος
εἶναι ἢ σακούλα τους.
1461
01:29:29,994 --> 01:29:32,688
Θα μαθαίνουνε λοιπὸν οἱ ἴδιοι
στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ
1462
01:29:32,817 --> 01:29:35,658
νὰ μην ἄντιστέκονται στὴν ἀδικιά,
ὅταν μεγαλώσουν.
1463
01:29:37,660 --> 01:29:41,373
Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
τὸ καθεστὸς τῆς ἄνισότητας,
1464
01:29:41,373 --> 01:29:43,433
«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
1465
01:29:43,760 --> 01:29:46,250
Φυσικὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ σκοτώσετε
γι ἀφτό !
1466
01:29:46,687 --> 01:29:49,727
Οἱ μελλούμενες πολιτεῖες θὰ ξέρουνε
καλύτερα τὴ δουλειά τους.
1467
01:29:50,275 --> 01:29:54,577
Αμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ
θὰ δουλέβουν ἀδερφικὰ
1468
01:29:54,577 --> 01:29:57,731
νὰ χωρίζουνε τοὺς πολίτες σὲ χορτάτους
καὶ σὲ κορόιδα
1469
01:29:57,731 --> 01:30:00,964
καὶ νὰ ταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα
μὲ τὴν «ἁρμονία τῶν τάξεων».
1470
01:30:01,490 --> 01:30:04,628
Αϕτηνῆς τῆς ἁρμονίας στάθηκα
πρῶτος μαέστρος.
1471
01:30:04,628 --> 01:30:06,597
Κι ἂς μὲ σκοτώνετε γι ἄθεο.
1472
01:30:07,511 --> 01:30:11,578
Τὰ δικά µου τὰ µαθήµατα θὰν τὰ κάνουνε
µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί.
1473
01:30:12,006 --> 01:30:14,301
Θἁ μὲ τιµήσουνε γιὰ προφήτη τοῦ Θεοῦ τους
1474
01:30:14,301 --> 01:30:17,237
καὶ θὰ ζωγραφίζουνε τὰ μοῦτρα µου
στὶς ἐκκλησιές τους
1475
01:30:17,237 --> 01:30:20,069
μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο
γύρω στὰ τσουλούφια µου.
1476
01:30:29,585 --> 01:30:36,163
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
1477
01:30:36,368 --> 01:30:39,901
Δεν ήτανε γέννα τῆς κόλασης, ποὺ
ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
1478
01:30:39,901 --> 01:30:43,805
γιὰ νὰ σᾶς βάνει τρικλοποδιὲς καὶ νὰ σᾶς
γρουσουζέβει, τὸ δαιµόνιό µου !
1479
01:30:43,940 --> 01:30:45,491
Είτανε κάτι χειρότερο !
1480
01:30:45,735 --> 01:30:49,659
Δὲν εἴτανε καινούριο, καθὼς
τὸ γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι,
1481
01:30:49,922 --> 01:30:54,205
Ἐϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση τοῦ Κοπαδιοῦ,
η προπατορικὴ σκλαβιά,
1482
01:30:54,205 --> 01:30:58,031
πού δενε τὴν ψυχη µου μὲ τὶς δικές σας,
γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρτες,
1483
01:30:58,031 --> 01:31:00,965
ἀκατάλυτο κάστρο τῆς πολιτείας τῶν ἀνόμων.
1484
01:31:01,599 --> 01:31:04,081
Δὲν εἴταν ἄγγελος ὁδηγός, ποὺ μὲ φώτιζε·
1485
01:31:04,081 --> 01:31:08,207
εἴτανε φύλακας ἄγγελος
τῆς δηµόσιας Ψεφτιᾶς, ποὺ μὲ τύφλωνε.
1486
01:31:08,642 --> 01:31:10,987
Είτανε «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον»
1487
01:31:10,987 --> 01:31:14,912
γινομένο µέσα µου φωνή καὶ θέλημα
τῶν θεῶν καὶ τοῦ Λόγου.
1488
01:31:15,424 --> 01:31:19,855
Εἴταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα
«Μη ! » καὶ «Πίσω !».
1489
01:31:20,453 --> 01:31:23,592
Είτανε τὸ δαιμόνιο τὸ δικό σας,
ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι
1490
01:31:23,833 --> 01:31:26,602
-- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε
καὶ δυνατότερο.
1491
01:31:28,305 --> 01:31:29,950
Αν τὸ μισῶ, λέει !
1492
01:31:30,402 --> 01:31:33,871
"Αχ ! νὰ μποροῦσα νὰν τὸ παράδινα
στὸ πατριωτικὀ σας μένος
1493
01:31:33,871 --> 01:31:37,308
νὰν τοῦ βγάζατε τὰ μάτια
νὰν τοῦ κόβατε τὴ μύτη καὶ τ ἀφτιά·
1494
01:31:37,308 --> 01:31:41,507
νὰν τοῦ χύνατε λάδι τσιτσιριστὸ
κι ἁλάτι χοντρὸ µέσα στὶς πληγές του'
1495
01:31:41,507 --> 01:31:45,092
νὰν τοῦ καρφώνατε πέταλα στὶς πατοῦσες του
μὲ ταβανόπροχες·
1496
01:31:45,322 --> 01:31:49,199
νὰν τὸ δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι
καὶ βρέχοντάς το μὲ πετρόλαδο καὶ πίσσα
1497
01:31:49,199 --> 01:31:51,847
νὰν τοῦ βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τοῦρκος !
1498
01:31:52,105 --> 01:31:54,183
᾽Αφτὸ μὲ σαλαγοῦσε καὶ μὲ κέντρωνε
1499
01:31:54,183 --> 01:31:56,764
ζεμένονε στὸ κάρο τῆς Δημοκρατίας
τῶν «ἀρίστων»,
1500
01:31:57,078 --> 01:32:01,630
ἀφτὸ μ᾿ ἔκανε νὰ περπατάω κοιµάµενος
σὰν τ᾽ ἄλογα τὸν ἴσιο δρόµο τῆς συνήθειας
1501
01:32:01,630 --> 01:32:03,573
-- καὶ νὰ μὴν παραστρατίζω.
1502
01:32:03,781 --> 01:32:06,945
Αφτό μ'έκανε νὰ ξετινάζω καὶ νὰ κοροϊδέβω
τοὺς ἄνομους,
1503
01:32:06,945 --> 01:32:09,565
ἀντὶς νὰ κοροϊδέβω καὶ νὰ ξετινάζω
τοὺς νόµους᾽
1504
01:32:09,804 --> 01:32:12,831
νὰ ταπεινώνω τοὺς ἀνίδεους,
ἀντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι.
1505
01:32:13,728 --> 01:32:15,891
Μὰ τώρα τὸ ζητάω καὶ δὲν τὸ βρίσκω.
1506
01:32:16,267 --> 01:32:19,798
Μ᾽ ἔχει παρατήσει δῶ καὶ
κάµποσους μῆνες, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι.
1507
01:32:19,950 --> 01:32:23,985
Ξαναγύρισε, μιὰς καὶ πεθαίνω,
στη Διεύθυνση τῆς Γενικῆς ”Ασφάλειας
1508
01:32:23,985 --> 01:32:26,434
νὰ παραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶ νὰ προβιβαστεῖ !
1509
01:32:28,969 --> 01:32:33,328
Ὅταν ὁ Περικλὴς μᾶς ἔλεγε, πὼς η δύναμη
κ᾿ η καλοπέραση τῆς πολιτείας
1510
01:32:33,328 --> 01:32:37,589
εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη)
τῶν δυστυχισµένων,
1511
01:32:37,589 --> 01:32:40,076
δὲν ήθελα νὰ παραδεχτῶ πὼς
κορόιδεβε.
1512
01:32:40,328 --> 01:32:44,845
Τί ἐννοοῦσε λέγοντας πολιτεία;
Όλους μας; "Όχι βέβαια.
1513
01:32:45,591 --> 01:32:49,238
᾿Αν ὅλοι µας ἐφτυχοῦμε, δὲν ἔχει κανένας
ἀνάγχκη νὰ σωθεῖ.
1514
01:32:49,442 --> 01:32:55,078
᾿Εννοοῦσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραλῆδες
καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους.
1515
01:32:55,595 --> 01:32:58,261
"Όταν ἐκεῖνοι τρῶνε, χορταίνουμ᾽ ἐμεῖς'
1516
01:32:58,261 --> 01:33:00,818
κι ὅταν ἀφτοὶ θησαβρίζουν,
ἐμεῖς πλουταίνουµε΄
1517
01:33:00,818 --> 01:33:04,905
κι ὅταν ἐκεῖνοι δὲ γίνονται πλουσιὁτεροι,
φτωχαίνουµ’ ἐμεῖς περισσότερο·
1518
01:33:04,905 --> 01:33:07,813
κι ὅταν ἐκεινῶν η περιουσία
βρίσκεται σὲ κίντυνο,
1519
01:33:07,813 --> 01:33:09,594
χάνουμ’ ἐμεῖς τὸν ὕπνο µας !...
1520
01:33:10,129 --> 01:33:13,296
Ὁ πρῶτος, βλέπετε, πολιτικὸς
καὶ παραλὴς τῆς ᾿Αθήνας
1521
01:33:13,296 --> 01:33:16,784
ὕψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια
τοῦ φλομωμένου πλήθους
1522
01:33:16,784 --> 01:33:18,933
τὴν ἀτιμία τῶν ὀλίγων σὲ χρέος,
1523
01:33:18,933 --> 01:33:22,318
µεγαλεῖο καὶ δόξα τῶν πολλῶν,
-- τῆς Πατρίδας !
1524
01:33:22,823 --> 01:33:26,823
Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπε νὰ δώσουμε
τὴ ζωή µας γιὰ τοὺς «ἀρίστους»,
1525
01:33:26,823 --> 01:33:29,542
ἂν θέλαµε νὰ σώσουμε
τὴν πείνα µας τὴν παντοτινὴ
1526
01:33:29,542 --> 01:33:32,674
καὶ τὸν ὕπνο µας τὸ µακάριο,
γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αἰώνιο !...
1527
01:33:33,139 --> 01:33:34,403
Καταλάβατε :
1528
01:33:34,705 --> 01:33:37,058
Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰς τὸ ἔξηγῶ.
1529
01:33:37,249 --> 01:33:39,476
Μὰ τότες η µέσα µου φωνή τοῦ κοπαδιοῦ,
1530
01:33:39,476 --> 01:33:42,171
-- τὸ δαιμόνιο --- δὲ μ᾿ ἄφηνε
νὰν τὸ νιώσω.
1531
01:33:42,544 --> 01:33:45,666
"Ἔβρισκα μάλιστα,
πὼς καλὰ μᾶς τά λεγε ὁ γέρος,
1532
01:33:45,666 --> 01:33:49,074
γιατὶ συμφωνούσανε μὲ τὴν...
ἀπόλυτη Λογική !
1533
01:33:50,944 --> 01:33:54,727
Σὰν ἄρχεψε νὰ μοῦ στρίβει,
νὰ ψυχανεμίζοµαι, πὼς δὲν κρίνω σωστὰ
1534
01:33:54,727 --> 01:33:56,429
καὶ πὼς τὸ μυαλό µου κάνει νερά,
1535
01:33:56,429 --> 01:34:00,408
ὁ φύλακας ἄγγελός σας ἔσφιξε
τὴ βρακοζώνα του κι ἄνοιξε τὰ φτερά του
1536
01:34:00,408 --> 01:34:03,259
καὶ πέταξε τρίζοντας τὰ δόντια του.
Οὔστ !...
1537
01:34:03,619 --> 01:34:05,387
Μὰ πάλε δὲν ησύχασα !
1538
01:34:05,387 --> 01:34:08,458
Μόλις ἔφυγε, κι ἄρχεψε νὰ μὲ τρώει
ἄλλο σαράκι.
1539
01:34:08,458 --> 01:34:12,070
Ο μετανιωμὸς γιὰ τὸ κακό, ποὺ ἔκανα
καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου
1540
01:34:12,070 --> 01:34:13,449
καὶ στοὺς µελλούμενους,
1541
01:34:13,449 --> 01:34:16,191
ὅσο θὰ κυβερνᾶνε τὸν κόσμο
τ᾽ ἄδικο κ᾿ η ψεφτιά.
1542
01:34:16,413 --> 01:34:18,014
Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
1543
01:34:18,195 --> 01:34:20,070
Έπρεπε νὰ διορθώσω τὸ κακό !
1544
01:34:20,477 --> 01:34:24,130
Καὶ νὰ τί θά κανα, ἂν δὲν προλαβαίνατε
νὰ μὲ σκοτώσετε.
1545
01:34:24,841 --> 01:34:27,477
Τὸ λαρύγγι του στέγνωσε.
1546
01:34:27,477 --> 00:00:00,250
Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό,
μὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ ποτήρι καὶ νερό!
1547
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Κάποιος ἀστεῖος τοῦ φώχαξε :
1548
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
«Δὲν καταπίνεις τὴν κλεψύδρα
νὰ τελειώνουμε ;»
1549
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Χάχανα καὶ θόρυβος.
1550
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Πολλοί, ποὺ κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι
1551
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
κι ἀρχίσανε νὰ γρυλλίξουν.
1552
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
"Αλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα
τοῦ κλητήρα νὰν τοὺς πεῖ,
1553
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
πόσο νερὸ µνέσκει ἀκόμα µέσα στὸ λαγήνι.
1554
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ὕστερα
σηκώνοντας τὸ δεξί του χέρι
1555
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ἔσυρε δυὸ τρεῖς φορὲς τὸ µεγάλο δάχτυλο
πάνου στὸ δέφτερο κόµπο τοῦ δείχτη.
1556
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
"ο Σωκράτης κατάπιε τὸ σάλιο του καὶ ξακολούθησε.
1557
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Γι ἀφτὰ ποὺ δίδαξα, θά πρεπε νὰ μὲ κάνετε
χρυσόνε καὶ νὰ μὲ προσχυνᾶτε.
1558
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Gι’ ἀφτὰ ποὺ θά κανα, ἂν ἐζοῦσα,
θά πρεπε μὲ τὸ δίκιο σας
1559
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὄχι νὰ μὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰ νὰ μὲ
κοπανίσετε ζωντανὸ µέσα στὸ γουδί,
1560
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θὰ κοπανἰσει
τὸ «ἤνωνα τὸν Ελεάτη,
1561
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
γιὰ νὰ μάθει νὰ διδάσκει τὴν ἀρετὴ
ὅσο θέλει,
1562
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
μὰ νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὴν παλιανθρωπιὰ
τῶν ἀρχόντων.
1563
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Θά πρεπε νὰ μοῦ κόψετε τὴ γλώσσα,
1564
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θὰ κόψει
τὴ γλώσσα τοῦ ᾿Υπερείδη τοῦ ρήτορα,
1565
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
γιὰ νὰ µάθει, πὼς μπορεῖ νὰ προδίνει
τὴν πατρίδα του,
1566
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
μὰ δὲν κάνει νὰ βρίζει
καὶ τὸν ξένο µισθοδότη...
1567
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Θά µουνα πραγματικὰ ἐπικίντυνος
στὴ δηµόσια τάξη,
1568
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
στὸ «συμφέρον τοῦ κρείττονος».
1569
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Καἱ νὰ ρίχνατε τὸ κουφάρι µου
μακριὰ στὸν Κορινθιακὸ
1570
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
η σὲ χανένα φαράγγι τοῦ Κιθαιρώνα
-- «μὴ ταφήναι ἐν γη ἁττικῇ»
1571
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Δὲν ὑπάρχει µεγαλύτερη ἀτιμία καὶ
προδοσία ἀπὸ τὸ νὰ λὲς τὴν ἀληθεια !...
1572
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Θὰ πήγαινα, ποὺ λέτε, στοὺς λαϊκοὺς
µαχαλάδες τῆς ᾽Αθῄνας,
1573
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
στὰ βρωμοχώρια τῆς ᾽Αττικῆς
ἀπὸ τὶς Κάβο Κολόνες
1574
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ἴσαμε τὰ Κούντουρα
κι ἀπὸ τὴν Μούλουρη ἴσαμε τὸ Καπαντρίτι.
1575
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Θὰ κατέβαινα στὰ σκοτεινὰ χαµόσπιτα,
γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα,
1576
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα τῆς φτωχολογιᾶς,
1577
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
στὰ καρβουνιάρικα τοῦ λιμανιοῦ,
γιοµάτα λέρα καὶ βόχα.
1578
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολἰτες !
1579
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Αφτὸς ὁ τόπος, κι ἄν ἀκόμα
βρισκότανε στη Σκυθία,
1580
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ
µάβρα σύνεφα
1581
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια,
1582
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
πἆλε θά τανε ὁ καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους,
γιατὶ τὸ θέλ᾽ η καρδιά σας.
1583
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Είναι η πατρίδα.
1584
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα
δικό σας µέσα σ᾿ ἀφτῆνε :
1585
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα,
θεοὶ χ᾿ ἐξουσία, σκέψη καὶ θέληση
1586
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
--- ὅλα ξένα !
1587
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος,
ὅσο νὰ τρυπώνετε ζωντανοὶ
1588
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καὶ νὰ θάβεστε πεθαμένοι
1589
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καὶ τόση λεφτεριά, ὅσο νὰ κάνετε
τὴ φυσική σας ἀνάγκη στη ρεματιά,
1590
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὅταν δὲ σᾶς βλέπει χὠροφύλακας...
1591
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Καὶ ὅταν βυθίζετε τὸ μάτι σας
πέρα στὸ γαλάζιο πέλαγος,
1592
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες
1593
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
κουβαλώντας ἀπὸ τὸ στόµα τοῦ Νείλου
κι ἀπ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο
1594
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
κι ἀπ᾿ τὶς Ἡράκλειες στῆλες
σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες,
1595
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
περηφανέβεστε,
πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «ἐθνικά !»
1596
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Καὶ κανένας δὲ συλλογᾶται,
πὼς ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ
1597
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
μαζέβονται σὲ λίγα χέρια.
1598
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαῖοι καὶ Μορθιανοὶ
σᾶς σκοτώνουνε μιὰ φορὰ
1599
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
οἱ ξένοι’ μὲ τὰ χέρια τ᾽ ἀδερφικὰ σᾶς
σφίγγουνε τὸ καρύδι τοῦ λαρυγγιοῦ
1600
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
σ᾿ ὅλη σας τὴ ζωὴ καὶ σᾶς δολοφονοῦνε
κάθε µέρα.
1601
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
"Οχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
1602
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
μὰ χι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας
εἶναι δικά τους».
1603
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Ὕστερα θὰ πῄγαινα
στὰ νταμάρια τῆς Πεντέλης,
1604
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
στὶς μίνες τοῦ Δασκαλειοῦ καὶ τοῦ Λάβριου,
στοὺς ταρσανάδες τοῦ Περαία,
1605
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
στὶς φάμπρικες, ποὺ φκιάνουνε σκουτάρια
καὶ λουρίκια τοῦ πολέμου -- στοὺς δούλους!
1606
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Θὰ κατέβαινα στ᾽ ἀμπᾶρια τῶν καραβιῶν,
ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
1607
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
(ἄσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
μὲ τὸ πυρωμένο σίδερο)
1608
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους
1609
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καὶ ξεφωνίζουν ἀπὸ τὰ χτυπήµατα
τοῦ βούρδουλα,
1610
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
σὰν τύχει καὶ λιγοθυµίσουν
ἀπὸ τὴν κοὐραση.
1611
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
θὰ πηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια,
σὰν τοῦ ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά,
1612
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὅπου ζεμένοι μὲ τὰ καματερὰ
ὀργώνουνε τὰ κατσάβραχα καὶ τὰ πουρνάρια.
1613
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
θὰ πήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα,
στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες,
1614
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ὅπου σηκώνουνε μὲ τὰ χέρια τους
στὸν ἀψηλὸ οὖρανὸ
1615
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς
τοῦ πνεµατός σας, τοὺς Παρθενῶνες.
1616
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα :
1617
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
«Θρακιῶτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ
καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί !
1618
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Οἰκέτες, θεράποντες, ἐπιστάτες,
παιδαγωγοί, τσογλάνια.
1619
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Μαντινοῦτες τοῦ γυναικωνίτη
κι ἅγιες πόρνες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων.
1620
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ἰδιωτικοί.
1621
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
'Ἡ ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
πὼς εἴσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
1622
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε
τὸ σπέρµα τοῦ πατέρα σας
1623
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
νὰ σᾶς γεννήσει τέτιους.
1624
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Ἡ τὐχη σᾶς ἔκανε κι η συνήθεια
σᾶς ἀποτέλειωσε.
1625
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Εἴσαστε σκλάβοι ἐσεῖς,
γιὰ νά μαστ᾽ ἐμεῖς οἱ λέφτεροι.
1626
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Σηχκῶστε τὸ κεφάλι καὶ κοιτάχτε
τὸν ἀνοιξιάτικο ουρανὀ.
1627
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Ἔχετε ξεχάσει τὸ βάθος καὶ τὸ χρῶμα του.
1628
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ἀκρογιάλια
κι ἀστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος.
1629
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Κάποτες εἴσαστε καὶ σεῖς λέφτεροι
κι ἄδικοι,
1630
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
γιὰ νὰ γίνετ ἐδῶ σκλάβοι χι ἀδικημένοι
1631
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
--- σεῖς, οἱ προγόνοι σας, ἀδιάφορο !
1632
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Εϊσαστε τὸ µεγάλο ψυχομέτρι.
1633
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Νιῶστε τὴ δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθεῖτε
μὲ τοὺς ἀδικημένους λέφτερους.
1634
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Νὰ σηκώσετε μοναχὰ τὰ σφυριά, τὰ δρεπάνια,
τὰ πελέκια, τὰ κρικέλια σας
1635
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καὶ θὰ γίνει κουρνιαχτὸς ὁλάκερ'
η δημοκρατία τῶν “ἀρίστων”
1636
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Νὰ τοὺς πάρετε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ νὰ τοὺς
βάνετε νὰ δουλέβουνε, γιὰ νὰ τρῶνε».
1637
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
-- «Καὶ νὰ καθόμαστ᾽ ἐμεῖς»,
1638
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
θ᾽ἀπαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι
νὰ σέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ
1639
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ
ξεκοιλιάζουνε τοὺς ἀδύνατους.
1640
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
-- «Όχι», θὰ φώναζα ἐγώ.
1641
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
«Θὰ δουλέβουνε κ᾿ ἀφτοὶ καὶ σεῖς.
1642
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Κοινή δουλειά, κοινὰ τ᾽ ἀγαθὰ
κι ἡ λεφτεριά...»
1643
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
-- «Αμ τότες ἂς λείπει τέτια λεφτεριά.
Δὲ μᾶς κάνει...»
1644
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
-- «Μην πειράζεστε !
Σὰν ἔρτει κείν᾽ ἡ ὥρα,
1645
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
θὰ μπεῖτε σὲ δρόµο νὰ γίνετε ἀνθρῶποι·
νὰ λυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη,
1646
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
τὸ σῶμα σας, τὴν ψυχή σας
καὶ τὸ πνέµα σας».
1647
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
-- «Ποιοί, µωρέ, θὰ μᾶς βάλουνε σὲ δρόµο ;»
πάλε θὰ ξεφωνούσανε.
1648
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
-- «Οἱ Σκύθες !».
1649
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ
σὰ ρουκέτα :
1650
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
«Τέλειωσε τὸ νερό !» Εἴταν ὁ κλητήρας.
1651
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν ἀπάνου μ᾿ὁρμὴ
ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας
1652
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
καὶ τρέξαν ὅλοι πατεῖς µε πατῶ σε κατὰ τὴν πόρτα.
1653
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Δὲν εἴτανε πυρκαϊά. Δὲν εἴτανε σεισμός.
1654
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
ἀναμεταξύ τους
1655
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ποιὸς θὰ πάει πρῶτος στὸ ταμεῖο
νὰ πάρει τὸ µιστό του !
1656
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητῆρες ὁρμήσανε
κατὰ τὴν πόρτα γιὰ τὴν ἴδια δουλειὰ
1657
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
κι ἀφήσανε τὸ Σωκράτη µοναχό του
πάνου στὸ βῆμα νὰ πικρογελᾶ.
1658
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
Καὶ κεῖνος, μὲ τὴν παντοτινή του γαλήνη
στὴν ψυχἠ καὶ στὸ πρόσωπο,
1659
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ βῆμα
παρακάλεσε τὸν Πλάτωνα,
1660
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
ποὺ στεκότανε σαστισµένος ἐκεῖ κοντά,
νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή :
1661
99:59:59,999 --> 99:59:59,999
«Δὲν ξέρω, καημένε, µήτε ποῦ βρίσκεται
µήτε κι ἀπὸ ποιὸ δρόµο πᾶνε !»