-
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
-
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
-
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
-
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
-
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
-
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
-
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
καὶ τὴ θολὴ ματιά),
-
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
-
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
-
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
-
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
-
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
-
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
-
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
-
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
-
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
-
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
-
Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
-
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
-
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
-
Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
-
περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
-
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
-
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
-
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
-
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
-
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
-
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
-
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
-
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
-
(τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
-
λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
-
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
-
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
-
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
-
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
-
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
-
το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
-
Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
-
μπροστά στο Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
-
Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
-
Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
-
τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
-
Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
-
πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
-
και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
-
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
-
πού τον κατηγόρησαν
οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
-
'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
έκανε: χμ.
-
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
-
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
-
και δεν απάντησε τίποτα.
-
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
-
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
-
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
-
Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
-
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
-
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
-
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
-
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
-
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
-
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
-
ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
τις ὡραίες µελόπιτες,
-
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
-
τον γιό τῆς Παρθένας.
-
Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
-
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
-
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
-
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
-
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
-
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
-
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
-
ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
-
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
-
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
-
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
-
για να τον ξεσχίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
-
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
-
᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
-
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
-
και χασοµερίσαν όλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
-
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
-
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
-
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
-
Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
-
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
-
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
-
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
-
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
απὸ κέφι και δύναμη.
-
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
-
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
-
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
-
ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
-
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
-
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
-
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
-
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
-
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
-
Το πώς γενήκανε τα πράματα
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
-
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
-
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
-
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
-
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
-
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
-
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
-
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
-
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
-
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
-
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
-
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
-
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
-
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
-
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
-
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
-
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
-
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
-
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
-
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
-
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
-
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
-
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
-
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
-
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
-
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
-
και πόνους αβάσταγους.
-
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
-
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
-
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
-
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
-
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
-
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
-
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
-
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
-
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
-
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
-
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
-
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
-
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
-
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
-
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
-
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
-
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
-
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
-
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
-
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
-
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
-
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
-
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
-
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
-
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
-
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
-
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
-
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
-
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
-
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
-
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
-
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
-
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
-
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
-
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
-
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
-
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
-
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
-
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
-
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
-
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
-
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
-
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
-
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
-
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
-
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
-
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
-
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
-
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
-
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
-
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
-
σ’ ομορφιά και πλούτο!
-
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
-
Για το καλό της πολιτείας!
-
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
-
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
-
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
-
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
-
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
-
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
-
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
-
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
-
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
-
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
-
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
-
Ο γενναίος στρατηγός!
-
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
-
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
-
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
-
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
-
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
-
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
-
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
-
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
-
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
-
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
-
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
-
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
-
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
-
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
-
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
-
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
-
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
-
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
-
όπως θαν το κάνω τώρα.
-
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
-
την καλύτερη μάρκα,
-
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
-
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
-
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
-
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
-
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
-
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
-
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
-
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
-
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
-
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
-
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
-
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
-
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
-
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
-
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
-
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
-
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
-
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
-
Τίμημα θάνατος!».
-
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
-
Όμως αληθινό παλικάρι.
-
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
-
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
-
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
-
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
-
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
-
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
-
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
-
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
-
και με τα γούστα του λαού,
-
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
-
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
-
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
-
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
-
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
-
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
-
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
-
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
-
«Διὸς κριταί!».
-
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
-
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
-
Μια κι όξω!
-
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
-
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
-
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
-
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
-
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
-
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
-
— κι αυτός βλέπει!
-
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
-
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
-
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
-
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
-
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
-
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
-
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
-
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
-
μπας κι είναι ξύκικα!
-
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
-
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
-
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
-
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
-
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
-
λουσμένος στ’ αρώματα
-
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
-
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
-
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
-
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
-
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
-
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
-
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
-
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
-
για να σώσει την ψυχή του !
-
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
-
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
-
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
-
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
-
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
-
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
-
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
-
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
-
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
-
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
-
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
-
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
-
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
-
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
-
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
-
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
-
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
-
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
-
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
-
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
-
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
-
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
-
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
-
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
-
παρακαλεί και βρίζει».
-
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
-
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
-
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
-
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
-
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
-
Σας χρωστάω και χάρη…
-
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
-
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
-
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
-
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
-
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
-
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
-
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
-
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
-
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
-
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
-
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
-
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
-
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
-
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
-
Κι αυτό ήταν όλο!…
-
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
-
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
-
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
-
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
-
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
-
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
-
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
-
Είσαστε αθάνατοι!
-
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
-
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
-
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
-
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
-
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
-
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
απάνου στο σανιδοκρέβατο
-
με την κωμικήν επισημότητα
πόχουν τα λείψανα,
-
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
-
τη δική σας αγαθοσύνη
και την παρθενιά των νόμων,
-
γέλασα με την καρδιά μου.
-
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
φέβγουν από τους πεθαμένους
-
και πάνε στους ζωντανούς.
-
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου να βρομάτε
-
σαν ψοφίμια δέκα μερών
-
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
-
κι ωστόσο να χετε την όρεξη
να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
-
πήγε ο νους μου στα ζώα :
-
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
τον εαφτό τους αθάνατο˙
-
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
-
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
σε καλύτερη ζωή.
-
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
-
να στέκεσαι πάνω στο βήμα
"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
-
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
-
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
-
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
-
ξέρεις τι θα γινότανε ;
-
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
-
θα κουνούσανε λυπητερά
το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
-
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...
Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
-
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
-
στένεψε και μάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
-
Έγινε μια χαρά!...
-
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
-
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
και τους κάλπηδες!...
-
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
-
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
-
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
-
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
-
μα κατεργάρης δεν είναι˙
-
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
και με τα λόγια του
-
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
κ' η ψυχή του...
-
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
-
Χρειάζονται παραδείγματα
για τα παιδιά μας".
-
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
να χω πεθάνει μοναχός μου,
-
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
-
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
-
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν' αγαπάνε την αρετή,
-
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
-
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
-
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
-
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
-
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
-
το δάσκαλο του Κριτία
και του Θηραμένη του κόθορνου,
-
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
-
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
-
δε βαραίνει βέβαια
μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
-
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
-
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
-
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
στο να τάσι της παλάντζας,
-
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
-
Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
και φίλοι κι αρνητάδες μου,
-
και ντόπιοι και ξένοι,
και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
-
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
γύρα στο θάνατό μου.
-
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
"αηδόνα Μουσών",
-
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
"κορώνα της Ελλάδος".
-
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
το "Σωκρατείον",
-
και θα μου κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, την άνοιξη...
-
Θα με προσκυνάνε για θεό
-
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
-
και για ποιό λόγο;)
-
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
δίπλα στο δικό μου
-
και ν' ακούγονται μαζί μου˙
-
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
-
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
-
Μπόσικα πράματα.
-
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
-
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
-
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
-
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
γιατί παρέβηκα το Νόμο,
-
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
απάνου του και να περάσω!...
-
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
-
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
-
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
-
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
-
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
-
τόσο λιγότερ' η κρίση τους
και πιότερ' η κάκητα.
-
Κι αν είσαστε κολλημένοι
πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
-
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
μισό Μπερτόλδο˙
-
όχι τώρα, που σαστε
πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
-
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
-
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
-
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα,
-
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
απ' τα συνήθεια του,
-
να του λύσει την αλυσίδα.
-
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
πως χαλάω τη Θρησκεία,
-
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
-
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
τα σαγόνια σας,
-
για να με λιώσετε κει μέσα...
-
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
-
δε θα παραξενεβόσαστε,
γιατί θα πιστέβατε,
-
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
-
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
-
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
χρωστάτε τη ζωή σας.
-
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
-
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
-
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
-
Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
-
ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
-
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
και να πιστέβουνε πραγματικά,
-
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
-
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
-
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
-
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
-
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
-
Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
-
πως είναι σωστότερο να τρώει
παρά να νηστέβει;
-
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
-
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
-
θελήσατε να σταματήσετε
τους κακούς ανέμους.
-
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
-
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
-
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
τις άντζες...
-
Όμως για να με ξεκάνετε,
μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
-
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
-
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
-
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
-
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
-
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
-
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
τους κάνετε πολύ σοφά
-
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
-
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
-
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
και τη μουρνταροσύνη του,
-
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
-
Και ο λαός, ο Σκύλος,
ξέχασε τις αγάπες του
-
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
-
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
την εφτυχία του από τον ουρανό
-
και να μην τήνε ζητάει από σας!
-
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
του τίποτα, του παίρνεις το παν!
-
Και σε ξεσκίζει!
-
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
-
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
-
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
να φιλάω τη χέρα του παπά.
-
Δε σας φτάνανε τούτα;
-
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
-
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
-
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
-
την άφηνα και μασκάρεβε
τα ντουβάρια με εικόνες.
-
Φιλούσα και τη χέρα του παπά
μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
-
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
στον ταρτουφισμό!"
-
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
-
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
κάπως οι απλοϊκοί,
-
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
το μυαλό των αλλωνών!...
-
Δε θα πει πως μ' αφτό
χαλούσα τη θρησκεία!
-
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
(μερμήγκια!...)
-
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
-
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
σε κάθε τρύπα
-
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
-
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
-
κι από να κούτσουρο της σόμπας
- κι από κάθε τρύπα;
-
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
-
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
-
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
-
κι ο θάνατος κι αν ακόμα
το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
-
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
-
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
καινούριο θεόπουλο...
-
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
-
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
-
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
μετά χαράς.
-
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
-
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
-
σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
-
να τάζετε τις σκλάβες και τους
σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
-
ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
-
και να παραδίνεστε
"σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
-
για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
-
και τ' άλλα παπαδόσογα,
-
τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
-
και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
να βρίσκω το σωστό,
-
χωρίς να βγάζει δίσκο
και να θέλει ναούς και θυσίες;
-
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
για χατίρι του.
-
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
-
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
στην καταραμένη χώρας σας!
-
Να τι λένε τώρα μέσα τους
οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
-
Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
-
δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
-
πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
-
Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
-
Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
μα το πλήθος;...
-
Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
-
οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
-
άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
ποιος θα τους συγκρατήσει;
-
Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
είναι πρόωρα πράματα!...
-
Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
της πατρίδας και της ηθικής.
-
Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
θα χυθεί ν' αρπάζει
-
τους παράδες και τα χτήματα,
τους "κόπους" των αλλωνών
-
και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
-
Δε συμφέρει, δε θέλετε
να σας μιμηθεί κι ο λαός.
-
Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
τ΄άθλιο κουφάρι μου,
-
για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
το μεγαλύτερο φταίξιμο...
-
Μα χαλούσα και την ηθική!
Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
-
Ούλ' οι μαθητάδες μου
τα χανε περασμένα τα σαράντα...
-
Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
είτανε φίλοι μου...
-
Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
-
Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
-
Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
-
βαριεστίζουνε και το σκάνε
από το σκολειό!...
-
Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
-
να δένουνε και να δέρνουνε
τους πατεράδες τους
-
όταν αφτοί μπεκρολογούνε
και χαλάνε τα λεφτά τους
-
στο τζόγο και στις γυναίκες
κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
-
Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
τα λεγα στους πατεράδες!
-
Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
-
Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
-
Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
-
Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
-
κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
- το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
-
Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
-
Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
να νικά τα πάθη της...
-
να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
στην ομορφιά και στα νιάτα...
-
Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
κι όχι αφτός δικός μου.
-
Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
πως ο πνευματικός έρωτας,
-
δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
-
Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
να κλείσουν οι ταβέρνες
-
κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
-
Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
και τα παπαδόσογα,
-
γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
-
Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
την... ελληνική οικογένεια!...
-
Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
-
Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
-
Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
δεν τους δικάζουνε.
-
Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
-
Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
μια μέρα,
-
γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
-
Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
-
θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
-
να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
στο κρασί μου, στον καφέ μου...
-
Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
μήτε κι απολογιέται...
-
Δικάζει και θανατώνει.
-
Γιατί κατέχει την εξουσία!
-
Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
-
αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
-
Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
-
Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
-
αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
και περισσότερο παλιάνθρωπος.
-
Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
σας εξορίζουν,
-
σας λένε και "προδότες".
-
Και σεις μιλιά!
-
Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
στο παζάρι,
-
σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
-
για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
κόβουνε τα λιόδεντρα
-
και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
-
και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
-
κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
από σας, τους πιο πλούσιους,
-
για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
-
έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
-
για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
για σωτήρα,
-
ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
- όχι να με δικάσει;
-
Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
-
Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
το ξερό τους στον τοίχο,
-
που δεν προλάβανε να κάνουν
αφτοί χειρότερα
-
για να πλουτήνουνε περισσότερο.
-
Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
-
μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
με το θάνατό του.
-
Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
στα πόδια της.
-
Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
κοίτουνται χάμου,
-
ναν τα κλαις.
-
Καράβια δεν έχετε.
-
Συμμάχους να πλερώνουνε
χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
-
Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
και τις εξορίες που κάνατε,
-
κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
τον καλό καιρό της τυραννίας˙
-
γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
-
όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
τώρα τα όσα χάσατε τότες.
-
Όποιος είναι στα πράματα
φοβάται την αλλαγή˙
-
κι ο πεσμένος την αποθυμάει
και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
-
Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
και πλερώνει τα σπασμένα˙
-
το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
και με τα νόμιμα καθεστώτα
-
και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
-
Για να μην καταλαβαίνει
και να μην αντιστέκεται,
-
του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
-
Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
-
όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
Βάρβαροι λαοί!
-
Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
του κόσμου,
-
έχουμε τους σοφότερους νόμους,
δεν τρώμε τις ψείρες μας
-
κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
που μας τρώνε.
-
Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
δίχως προσκήματα.
-
Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
- την κυριαρχία του λαού!
-
Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
και μαχαιροβγάλτες.
-
"Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
- μια κι όξω.
-
Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
και βιαζόντανε.
-
Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
-
Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
τα πολιτικά δικαιώματα
-
μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
είναι κι από σόι,
-
για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
χιλιάδες φτωχούς.
-
Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
-
εσείς πάτε να μποδίσετε
τη λεφτεριά της σκέψης
-
και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
-
Από κείνους επήρατε το φτηνό
και σύντομο θανατικό μέσο,
-
το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
-
Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
μασκαρεμένη τυραννία.
-
"Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
Εφαρμόσαμε τους νόμους",
-
ακούω κάποιονε που φωνάζει.
-
Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
-
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
τιμωρούνε τους φταίχτες,
-
μα τους αδικημένους,
-
και να μποδίζουνε τους κλεμένους
να κλέψουνε κι αφτοί.
-
Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
κι αδυναμία των άβουλων.
-
"Δίκαιον ουκ άλλο τι
ή το του κρείττονος συμφέρον".
-
Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
και μοναχός μου,
-
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
-
Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
θα πει δυνατότερος.
-
Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
-
πως έφερε την τάξη
στην τρικυμισμένη πολιτεία:
-
"κράτει νόμου βίην
τε και δίκην συναρμόσας".
-
Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
το δίκιο,
-
ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
-
Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
-
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
και γυμνασμένα κορμιά :
-
οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
-
ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
-
γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
-
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
κι ανωφέλεφτα μυαλά :
-
φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
-
Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
-
ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
ένας Κυναίγειρος
-
- μυθικά προσώπατα, πλάσματα
της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
-
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
είναι οι κλέφτες.
-
"Παραμύθια;"...
-
Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
για να ξεκουραστείτε!
-
Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
-
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
-
Μπλοκάρανε το λοιπόν
τους φτωχούς της πολιτείας
-
κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
τους είπανε:
-
"Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
-
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
-
τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
με το ψωμοτύρι,
-
τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
και τις απάτωτες καλύβες σας,
-
που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
-
Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
-
να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
-
και να πεθαίνετε.
-
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
-
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
κ' αισθαντική καρδιά˙
-
θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
-
Κι όποιος από σας του γουστάρει,
θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
-
να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
-
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
-
Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
-
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
της τιμής και της περιουσίας σας
-
- μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
-
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
-
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
φτάνει να βρίσκεται,
-
και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
-
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
-
θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
στο Κράτος,
-
- στον εαφτό μας!
-
"Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
-
που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
και να μην τρώτε
-
κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
-
Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
-
που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
-
και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
ενάντια στον εαφτό σας.
-
Και για να μην πλακώνουν
απ' άλλες στεριές και θάλασσες
-
κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
το υστέρημά σας
-
και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
-
θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
-
για να μπορείτε να διαφεντέβετε
τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
-
δηλαδή την πατρίδα.
-
Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
-
Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
να σκεφτείτε το συφέρο σας
-
και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
-
(ψηλά τα χέρια!).
-
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
-
Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
-
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
και λέφτερα σκεφτότανε.
-
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
-
Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
-
και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
το καλοκαίρι
-
- και σωρό γυναικούλες όμορφες
τους ψειρίζανε το σβέρκο
-
και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
(πολύ συντελεί!).
-
Κ' η εφτυχία τους, είτανε
δύναμη της πατρίδας
-
κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
-
Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
τους έδιωχνε,
-
ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
-
δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
-
Γελάτε και με το δίκιο σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
-
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
μήτε θα γίνει ποτές!
-
Παραμύθια, βλέπετε.
-
Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
-
"Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
-
παραδίνεται, για να σωθεί,
στο έλεος του Θεού
-
και στους νόμους των Κλεφτών".
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Μερος τριτο
-
τι περιμένεις ἀπό ναν ἄνθρωπο σηµανδιακό,
στριµένονε χαὶ φαρμαχκόψυχο.
-
Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
-
τα βαζε με τους άλλους,
πού κοιτάγανε τή δουλειά τους.
-
Τού φταίγαν εκείνοι γιὰ
τη δικιά του τὴν κατάντια!
-
Κι όλοι φέβγαν ἀπὸ κοντά του
-
-- μῆτε τὸ διάβολο νὰ ἰδεῖς
μήτε τὸ σταβρό σου νὰ κάνεις!
-
Υστερα παινεβότανε, πὼς δὲ ζητοῦσε
πλερωμὴ γιὰ τὴ σοφία του!...
-
᾿Αφτὸ μᾶς ἔλειπε! Νὰ μᾶς φορτώνεται
μὲ τὸ στανιὸ
-
καὶ νὰ τὸν πλερώνουμε κιόλας!...
-
Τώρα τοῦ δώσαμε τὴν πλερωμῆ,
ποὺ τοῦ χρειαζότανε!
-
"Αβριο δὲ θά µαστε µῆτε πιὸ πλούσιοι
µῆτε πιὸ φτωχοί!
-
"Ὅμως θά χουμε ἕναν μπελὰ λιγότερο!»
-
᾿Eσεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
παίρνετε τὰ σκιάχτρα
-
γι’ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους
καὶ τοὺς ἀέρηδες γιὰ θεοὺς·
-
ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ψέφτικα σκιάχτρα
καὶ τοὺς θεοὺς γι’ ἀέρηδες.
-
᾿Εσεῖς ὀνειρέβεστε κ ἐγὼ βλέπω.
-
Βλέπω, γιατὶ ἔχω περισσότερο µυαλὀ,
-
τὸ περισσότερο, ποὺ γένηκε ποτὲ
στη χώρα σας.
-
K’ ἐπειδὴ μποροῦσα νὰ βλέπω,
-
γι’ἀφτὸ καὶ μοῦ φανιζόντανε ὅλα
κατάµαβρα κι ἄσκημα.
-
᾿Αφοῦ κατάλαβα, πὼς οἱ τριγυρινοί µου
δὲν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα,
-
κ’ η ζωὴ δὲν ἔχει κανένα σκοπό
μα το θάνατο
-
δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
να γίνω καλύτερος.
-
Έιμουνα.
-
Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
-
Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας
στο φανερό
-
και τον εαφτό μου στα κρυφά.
-
προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο.
-
Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
μια και καλή με το .......
-
Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
-
Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
-
Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
-
Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
τελεφταία θα με.....
-
Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
-
Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
δεν αξίζουνε τίποτα.
-
Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν.
-
Αν τά γραφα... //////
-
μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, ποὺ μᾶς
ἔβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα,
-
για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
-
Να δουλέβω!... Τί νὰ δουλέβω ;
-
Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανα τὸ μαρμαρά
κοντὰ στὸν πατέρα μου.
-
Κι όπως μ' ἔκαιγεν ο πόθος
τοῦ γυναίκειο κορμιού,
-
κάθισα, για νὰ μερώνω τὴν ψυχή μου,
κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
-
ποὺ μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς ἀποθυμοῦσα.
-
Κι ὅταν τῆς ἀποτέλειωσα, βρέθηκα
να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
-
Κι ἀργότερα, πολύ συχνά,
ἔπαιρνα τὸν ἀνήφορο τῆς ᾿Ακρόπολης,
-
γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ νὰ ξαναθυμούμαι
τὰ παλιά.
-
Μὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχω τις φαγούρες
τῆς νιότης καὶ δὲν πιστέβω
-
μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
της Τέχνης...
-
Τὸ πολὺ θὰ μποροῦσα ν' ἀνοίξω μαγαζί
στην ὁδὸν ᾿Αναπαύσεως,
-
γιὰ νὰ φτιάχνω καὶ νὰ πουλάω μαρμαρένιους
σταβρούς κι ἀγγέλους γιὰ τὰ μνήματα...
-
Ολ' ἀφτὰ μοναχὰ νὰ τὰ κοροϊδέψω
θα μποροῦσα τώρα.
-
Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
-
Μοῦ δεσε τὰ χέρια·
δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κάνω τίποτα.
-
Μήπως να «δουλέβων σὰν καὶ σᾶς,
ποὺ σταβρώνοντας τὰ χέρια σας
-
αγκομαχάτε ποιὸς θὰ γελάσει τὸν ἄλλονε
καὶ ποιὸς θὰ πουληθεῖ περισσότερο;
-
Μιὰ φορά, σὰ μὲ καλούσαν ἡ τιμὴ τῆς
πατρίδας κι ο κατάλογος τῶν ἐφέδρων
-
να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢ νὰ σκοτωθώ,
πολεμοῦσα πρῶτος κ' ἔφεβγα τελευταῖος
-
καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
-
Συλλογιζόμουνα, πὼς οἱ συντρόφοι μου
θα χυθοῦνε μετὰ τὴ μάχη
-
στα τριγυρινά χωριὰ νὰ σφάζουνε
τὸν ἄμαχο πληθυσμό,
-
νὰ κλέβουν ὅ,τι λάχει
καὶ νὰ βιάζουνε τὶς γυναῖκες.
-
Στὸ κρασὶ δὲ μοῦ παράβγαινε κανείς.
-
Μποροῦσα νὰ πίνω μὲ τὴν κούπα
κ' εἴκοσι ώρες κορδόνι,
-
κ' ἐνῶ κυλιότανε ἡ παρέα μου
μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
-
μέσα στα ξερατά,
-
στητός έγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
-
καὶ ξεχνώντας όλες μου τίς μιζέριες
- έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
-
Στὸν Έρωτα τί νὰν τὰ λέω ;
-
Μοναχοί σας μὲ παρανομιάσατε
θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
-
Μονάχα στὸ φαγὶ δὲν εἴμουνα
καὶ τόσο μερακλής.
-
Ετρωγα μιὰ φορὰ τὴ μέρα καὶ λίγο.
-
Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θὰ μ' ἔβλαφτε.
-
Ήθελα να χω τὸ στομάχι μου λαφρό
-
για να χω καὶ τὸ μυαλό μου
φρέσκο κι ἀλέγρο.
-
Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο:
-
ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
-
Δε σκουριάζει καὶ δὲν ξυνίζει
τὸ γαίμα του,
-
δὲ βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
-
Επαιρνα μὲ τὸ πρώτο χρυσορόδισμα
τα μακρινά χωράφια.
-
Ἐκεῖ διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
στὴν ούγια τοῦ πεφκόδασου,
-
αντίκρα στον ήλιο νὰ τὸν κοιτάω
καὶ νὰ μὲ θαμπώνει,
-
καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ
μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
-
Κ' ἡ θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της.
-
Μου λαμπικάριζε τὰ μάτια, μοῦ ἀκόνιζε
τὸ μυαλό, μοῦ δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
-
"Α ! δὲ θὰ γινόμουνα
τόσο μεγάλος ἄνθρωπος,
-
ἂν εἴχανε τίποτα κουσούρι τὰ λούκια μου.
-
Είχα στομάχι κούρκου.
-
Μπορούσα να καταπίνω καὶ νὰ χωνέβω
καρύδια μὲ τὰ τσόφλια τους,
-
καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες ἄμμο.
-
Για κοιτάχτε καὶ τὰ δόντια μου !
-
Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
Κι ὅμως ἔτρωγα λίγο.
-
Μποροῦσα τὸ λοιπὸν νὰ μὴ δουλέβω,
δηλαδή νὰ μὴν πολιτέβομαι.
-
Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
πῶς δὲ σκορπούσα
-
χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα
παντου φαρμάκι καὶ χολή;
-
Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σᾶς ἔβλεπα
πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι.
-
επειδῆς ἤξερα, πὼς δὲ θὰ σᾶς διόρθωνα
μοναχός μου, κορόιδεβα.
-
"Α ! δὲν εἶναι τόσο ἔφκολο πράμα
ἡ κοροϊδία.
-
Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη.
-
Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
καὶ κρίση καὶ πείρα τῆς ζωῆς.
-
Καὶ νὰ μπορεῖς όλ' ἀφτὰ νὰν τὰ παίζεις
ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια.
-
Η κοροϊδία δὲν εἶναι ἡ ἀρχή, μὰ τὸ τέλος
της φιλοσοφίας.
-
Χρειάζεται να χεις περάσει πρῶτα
ἀπὸ τὸ δράμα
-
τῆς συλλογῆς καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς γιὰ νὰ
φτάσεις στο γέλιο, - στὸ πικρόγελο.
-
Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις !
-
Τις περισσότερες φορές προσπαθοῦσα
νὰ μὴ σᾶς βλέπω.
-
Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
πότε στις παλαίστρες.
-
Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
τὰ λυγερά σὰν τὰ στάχια,
-
μὲ κάνανε νὰ ξεχνιέμαι σὰν ἐμπροστά
στὴν ἀπέραντη θάλασσα
-
τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
-
Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα...
χαρούμενος αέρας,
-
ποὺ μὲ σιγομεθοῦσε καὶ μὲ βύθιζε
σὲ μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
-
"Ηθελα να γινόμουν ἄμυαλο παιδί
καὶ μοῦ ρχότανε νὰ σηκωθώ κ' ἐγὼ
-
νὰ κυλιστῶ μὲ τ' ἄλλα μέσα στη σκόνη
και στὸν μπουχό,
-
σὰν τοὺς γαϊδάρους τὸ καλοκαίρι
μὲ τὸ σαμάρι στην πλάτη,
-
- καὶ νὰ γκαρίζω, νὰ γκαρίζω !
-
Αν ἐκείνη τὴν ὥρα με ζύγωνε κανείς,
γιὰ νὰ μοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο,
-
θὰ τὸν ἔτρωγα ζωντανό.
-
Ὕστερις, ὅταν ἔφεβγα,
-
τραβοῦσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος
τοίχο τοίχο
-
και μετροῦσα τὰ βήματά μου... δέκα...
τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
-
Χωρὶς νὰν τὸ καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
ξαφνικά στα λιβάδια.
-
Να ! νὰ ! νά ! Ἔδερνα μὲ τὸ μπαστούνι μου
τα στάχια καὶ τὰ στρωνα χάμου.
-
Ἔτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνοῦσα, πὼς μήτ' ἐγὼ
θὰ γίνω παιδί μήτε καὶ σεῖς ἀνθρώποι,
-
Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ ἐποχὴ τῶν φτωχών...
-
Μοναχά τὸ καλοκαίρι ζοῦσα πλέρια
τὸ κορμί μου καὶ τὴ σκέψη μου.
-
Όλα μου τὸ εἶναι βοοῦσε καὶ φωρτούλιζε
χαρούμενα τὰ λέφκα στὸν ὄχτο,
-
γεμάτη ἀστρώματα
και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια.
-
Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου
μὲ τὸ κεφάλι ψηλά καρφωτό,
-
πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε
πλήθιο το φαρμάκι
-
στα κανάλια των δοντιῶν τῆς !
-
Καὶ ἀλὶ σὲ κείνονε, που δάγκωνε ...
-
Πήγατε λοιπὸν νὰ μὲ καταδικάσετε
στη δόξα τοῦ καλοκαιριού,
-
τὸ Μάη μὲ τὰ λουλούδια ... Τὴν ὥρα,
που χω το πιότερο φαρμάκι ...
-
"Αν εἶτανε χειμώνας, δὲ θὰ βγαζα λέξη.
-
Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι
νὰ σᾶς δαγκώνω.
-
(βήχας(
-
Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, ἔβηξε
δυο τρεῖς φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
-
Διηγήθηκε στο δικαστήριο
μιὰν ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
-
Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν ἀβλὴ πάνου
σὲ στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια,
-
κάτου ἀπὸ τ' ἄστρα, δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω
μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
-
Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
-
(παλιὸ τὸ σπίτι, βλέπετε),
τὶς ἰδέες ἡ κάκητα.
-
Αυτή ναι, θαρρῶ, τὸ θεϊκό μας στοιχείο !
-
Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν ἀποκοιμηθώ,
ξακολουθεῖ νὰ δουλέβει...
-
᾿Αναχαράζω τις κουβέντες τῆς ἡμέρας,
τις βάζω σὲ τéaξη, τίς ξεκαθαρίζω.
-
Τότε βρίσκω τὶς πιὸ θανάσιμες ἀντιλογίες,
-
ποὺ θὰν τὶς ξεφουρνίσω
τὸ πρωὶ στὴν ᾿Αγορά...
-
Στάσου καὶ θὰ δεῖς, τί ἔχω νὰ σὲ κάνω
κύριε Τάδε...
-
Λίγο λίγο γαληνέβουνε τὰ μέσα μου κι ἀργὰ
πολὺ κλείνουνε βαριὰ τὰ μάτια μου.
-
Μόλις κοκκινίσουνε τὰ μάγουλα τῆς ᾿Αβγῆς,
πετιέμαι ψηλὰ σὰν τὸ πετεινάρι
-
κι ἀρχίζω νὰ λαλῶ : νὰ πειράζω
τὴν Ξανθίππη...
-
Αφοῦ μοῦ φέρει τὴν πρωινή μου κρασοψυχιά
μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
-
μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
καὶ τραβάει νερό.
-
Ὕστερις μοῦ χύνει κατακέφαλα
τὸν κουβὰ γεμάτο.
-
Κι ἐνῶ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
μὲ τὰ μανίκια
-
καὶ χτενίζω τὰ γένια µου μὲ τὰ δάχτυλα...
κείνη δυναμώνει τὸ χαβά της.
-
«Δὲ μ᾿ ἄφησες ὅλην τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ.
-
Κλωτσοῦσες, ῥροχάλιζες, ἔτριζες τὰ δόντια
σου καὶ βρωμοῦσες σχκὀρδο.
-
Δὲ ντρέπεσαι τουλάχιστο τὰ παιδιά ;»
-
(Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν ἀβλη κατάχαµα,
ἕνας πλάι στὸν ἄλλονε).
-
Αἴ τότες ἐγὼ βγάνω φτερά,
τῆς τσιµπάω τὸ μπράτσο... καὶ δρόµο !
-
"Αν δὲ μὲ βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι
ξυνισμένος κι ἄκεφος ὅλη τὴν ημέρα !...
-
Πρὶν πάει μισὸ καλάμι ὁ γῆλιος
κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικὸ καὶ ξεπορτίζω.
-
Ἕνα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ
-
καὶ χαράζουνε στὸν ἀέρα
δυὸ φωτεινὲς γραμµές,
-
ἀπὸ τὴν καβαλίνα τοῦ δρόμου
στὴν κορφὴ τῆς διπλανῆς ροδακινιᾶς.
-
Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ἀνοιχτά...
περιβόλια... ρεματιές...
-
ν ἀνασάνω βαθιά... νὰ ξαλαφρώσω...
-
᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς
τὰ πρῶτᾳ κάρα,
-
ποὺ κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα
δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα.
-
Σὲ λίγο στὰ καλντερίµια τῶν σοκακιῶν
ἀνακατέβονται τὰ πέταλα τῶν ἀβασταγῶν
-
μὲ τὰ χουγιαχτὰ τῶν ἀγωγιάτηδων.
-
Λεκάνες καὶ ντενεκέδες ἀδειάζούυνε
σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει.
-
Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
στράκες ἀπάνου στὰ κεφάλια τῶν Θεῶν...
-
Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας ἀξημέρωτα
πᾶνε νὰ δικάσουν
-
η νὰ συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
γιὰ τὶς δεκάρες...
-
Ὅσο νὰ κατέβω στὸ παζαρι, σύνεφα μύγες,
κουρνιαχτός, κάτουρα,
-
ποὺ ἀχνίζουνε, κι ἀνθρωπήσια βαρβατίλα
μαγαρίζουνε τὴν παρθενικὴν ημέρα.
-
Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια,
τὸν Πρίφτη,
-
τὸ Δέδε, τὸ Γκίκα, τὸ Δεδεγκίχα...
τοὺς μεγάλους ἄντρες !
-
Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες.
-
Κι ἂν δὲν εἶναι, θά ρτει.
-
Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
-
Τοὺς λέω τὰ σπουδαῖα τῆς Ἠμέρας :
γιὰ τὸ γάιδαρο τοῦ Μελέτη,
-
πού σπασε τὴν τριχιά του ψὲς τὸ βράδι
καὶ λάκηξε κατὰ τὰ Τουρκοβούνια
-
κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακἰστρα·
γιὰ τὸ κρασὶ τοῦ Μπαρμπαχρίστου,
-
ποὺ ξύνισε κι ὁ γιατρὸς δὲν μπόρεσε
νὰν τὸ γιάνει΄
-
γιὰ τὴν Παπαλάμπραινα,
ποὺ σήκωσε τὴ γειτονιὰ στὸ ποδάρι,
-
γιατὶ τ᾿ ἀγγούρι, ποὺ τῆς ἔδωκε ψὲς
ὁ µανάβης,
-
εἴτανε καὶ μικρὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι !
-
Καὶ ποιὸς εἴτανε ἀφτὸς ὁ κ. Τάδες ;
Ὁ σοφιστῆς, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος.
-
"Όσοι φαντάζονιαι πὼς εἶναι πανήξεροι, καὶ
τό χουνε καμάρι ποὺ λένε ψέματα.
-
Τοὺς ἀλάλιαζα.
-
"Οχι γιατί θελα νὰ φαίνομαι
καλὐτερός τους.
-
Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς
πρῶτος η τελεφταῖος
-
ἀνάμεσα σὲ τελεφταίους, ποὺ θαρροῦνε
πὼς εἶναι πρῶτοι.
-
Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε
τοὺς κοριοὺς...
-
Δὲ ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε
-
μήτε νὰ σώσουμε τοὺς γειτόνους η
τὶς μελλούμενες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων !
-
Ἕνας λύκος μοναχά, τοῦ ᾿Αγκούμπιο,
τὰ κατάφερε νὰ καλυτερέψει,
-
νὰ γίνει θεοφοβούμενος καὶ νὰ μὴν τρώγει
κρέατα ζωντανά, µά...
-
ραδίκια βραστά,ποὺ κατέβαινε καὶ
τ᾽ ἀγόραζε πρωὶ πρωὶ στὸ Λαχανοπάζαρο.
-
Γιὰ τὴν πλεμπάχγια τὴν παρακατιανη,
γιὰ σᾶς, ἔνιωθα μονάχα λύπηση.
-
“Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας
δὲν εἶναι δικά οας :
-
αἰστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε
ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους.
-
Οἱ Λύκοι σᾶς µάθανε, πὼς εἶναι καὶ δίκιο
καὶ θέλημα τῶν θεῶν,
-
ἀφτοὶ νὰ τρῶνε κρέας ἀνθρωπινὸ καὶ
σεῖς ραδίκια βραστὰ -- καὶ νὰ βρίσκονται !
-
Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλεῖο !
-
᾿Ἐρχόντουσαν ἀπὸ πολὺ µακριά. ψηλοί,
γεμάτοι, χαρούμενοι.
-
Σὰν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
καὶ γινόντανε σὲ μιὰ βδομάδα
-
βέροι Αθηναῖοι, γέννημα - θρἐµα.
-
Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
σπαρµένους ἄστρα µαλαματένια,
-
κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
στὸν καθρέφτη,
-
προβαίνανε ἀργὰ καὶ πίσηµα
μὲ τὰ σκαλισµένα μπαστούνια τους
-
καὶ τὸ φιλντισένιο μῆλο, σὰ βασιλιάδες.
-
Μᾶς περνούσανε γιὰ ἐπαρχιῶτες ---
καὶ τάχατες δὲν εἴμαστε ;
-
'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους ἔκανε
τὸ µίληµά τους κελαηδιστὸ καὶ ζαχαρένιο.
-
Έτσι τὸ ψέβδισµα τῶν σπαθάτων ἀχειλιῶν
-
ἢ τ᾽ ἀλαφρὸ ἀλλοιθώρισμα
τῶν παιχνιδιάρικων ματιῶν
-
κάνει τὶς κοκέτες γυναικοῦλες πιὸ
τσαχπίνισσες καὶ πιὸ λαχταρισµένες.
-
Κάθε τους λέξη τῆνε βροντούσανε
στ᾽ ἀφτιά σας,
-
ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
ἀπάνου στὴν πέτρα,
-
μὰ ἐσᾶς δὲ σᾶς ἔνοιαζε νὰ ξεχωρίζετε
τὶς ἀληθινὲς ἀπὸ τὶς κάλπικες.
-
Ο Πήγασος τῆς ρητορείας τους
σᾶς ἀνέβαζε καμαρωτὸς
-
στ᾽ ἀτέλειωτα βάθη τῶν ὑψῶν,
-
κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
τῆς Πεντέλης,
-
δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ ἀχολογητό του.
-
Χάνοντας ἀπὸ τὰ πόδια σας τὴ γῆς,
ἐχάνατε στὸ τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
-
γινάµενοι σὰν τοὺς ἥσκιους
τοῦ Κάτου Κόσμου.
-
"Όταν λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἀρωτοῦσα ξαφνικά :
-
«Ἔχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
γιὰ νὰ φωνάζετε τόσο :»
-
χάλαγ᾽ ἐφτὺς η παράσταση.
-
Καἱ σεῖς ἀπὸ τὰ ψηλά, ποὺ ἁρμενίζατε,
-
πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
τῆς γῆς καὶ τσακιζόσαστε
-
σὰν τὶς χελῶνες τοῦ Γεροαίσωπου.
-
Εἴτανε λοιπὸν νὰ μὲ χωνέβετε ;
-
Ἐγὼ βέβαια τὰ πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τὰ παπούτσια.
-
Ποτές µου δὲν πῆγα νὰ ψηφίσω'
νὰ διαλέγω μοναχός µου
-
ποιὸς κλέφτης θὰ μὲ κλέβει
καὶ ποιὸς τζελάτης θὰ μὲ κόβει.
-
Ἔλεγα ἔτσι στοὺς σοφιστάδες,
γιὰ νὰ θυµώνετε σεῖς κ᾿ ἐγὼ νὰ γελάω
-
Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
Πέντε µνές...
-
Θὰ πεῖ, πὼς ἡ σοφία τους ἄξιζε τόσο.
-
᾿Απὸ τὴν τιμή καταλαβαίνεις
τὴν ἀξία τῆς πραμάτειας.
-
᾿Εγὼ τὴ φτωχή µου τὴ γνώση τή χάριζα
τζάμπα καὶ κανένας δὲν τήνε δεχότανε.
-
Θὰ πεῖ πὼς δὲν ἄξιζε τίποτα.
-
Μὰ θὰ πεῖ καὶ κατιτὶς ἄλλο :
γιὰ νὰ ἐπιμένω
-
νὰ σᾶς τήνε δίνω μὲ τὸ ζόρι
καὶ μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς µου,
-
κάποιος ὀχτρός σας θὰ μὲ πλῆρωνε.
Προπαγάντα !
-
Οἱ Σλάβοι μὲ πλερώνανε νὰ ξεβιδώσω
τὴν ἰδεαλιστικὴ μηχανή τῆς πολιτείας !
-
Μὰ γιὰ νὰ µπορῷ νὰ ρεζιλέβω
τὴν παντογνωσία τῶν κοτζάµου σοφιστάδων,
-
δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶχα δίκιο, μὰ πὼς εἴμουνα
πιὸ πονηρὸς καὶ πιὸ καπάτσος ἀπὸ δάφτους.
-
Μποροῦσα νὰ κάνω τ' ἄσπρο µάβρο.
Σημάδι τῶν καιρῶν...
-
᾿Αφοῦ μὲ τὶς λογῆς ἀλλαξοκαθεστοσύνες
καὶ προδοσίες
-
µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
ρίξατε τὸ φταίξιμο σὲ μένα.
-
Ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία µου
καὶ μὲ τὶς κοροϊδίες µου
-
κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ τῶν πολιτῶν
κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
-
Εἴμουνα λοιπὸν κ᾿ ἐγὼ ἕνας
ἀπὸ τοὺς σοφιστάδες !
-
Μακάρι !
-
Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, ποὺ
κοροϊδέβοντας τὴ θεατρική τους ρητορεία,
-
χτύπαγα μαζὶ
καὶ τὶς μεγάλες τους ἀλήθειες...
-
Ὅταν ἐπιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
κάθισα καὶ συλλογίστηκα τὰ λεγόμενά τους.
-
Μέσα µου τί χαλασμός !
-
Λυπᾶμαι πολὺ, ποὺ δὲν πρόλαβα
ν᾿ ἀνοίξω τὴν ψυχη µου στὸν κόσμο,
-
πρὶν ἐσεῖς μοῦ τῆνε κουκουλώσετε
γιὰ πάντα μὲ μιὰν ὀργιὰ χώμα !
-
Αἴ ! στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας µου
θὰ σᾶς ἀμολήσω τὰ σφαλάγγια,
-
ποὺ βράζουνε µέσα µου ἀπὸ καιρό.
-
Νὰ κι ὁ πολιτικὸς ἀριβάρει.
-
Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ ἀστραφτερά του μάτια
καὶ πίσου ἀφτός.
-
Πριχοῦ πατήσει τὸ ποδάρι,
-
δοκιμάζει τὰ γεφυροσάνιδα μὲ τὰ μάτια του
σὰν τὸ µουλάρι.
-
Ξεροβήχει, γιὰ νὰ γυρίσουμε
νὰ τὸν κοιτάξουμε.
-
Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
Τὸν καληµερίζουµε κι ἀφτὸς ζυγώνει.
-
Σφίγγει τὰ χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
καὶ μὲ δύναμη.
-
Mὲ τέτιο δυνατὸ χέρι βαστάει
τὸ τιμόνι τοῦ Καραβιοῦ.
-
Μᾶς ἀγαπάει καὶ γίνεται θυσία γιὰ μᾶς !
-
Γιὰ χατίρι µας βουτάει τὸ δημόσιο ταμεῖο,
γιὰ νὰ δίνει σ᾿ ἐμᾶς
-
καὶ γιὰ χατίρι µας τσαλαπατάει
τοὺς νόμους, γιὰ νὰ μᾶς σώζει.
-
Αφτὸς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε
ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
-
καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε τὸ λόγο
μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
-
Αφοῦ ναι μεγάλος τσορµπατζῆς,
εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
-
“Αν νικούσαν οἱ στρατιῶτες,
ἀφτὸς δοξαζότανε.
-
Μά κι ἂν τήνε παθαίνανε,
ἀφτὸς δὲν πάθαινε τίποτα.
-
Δὲν ἔφταιγε. Φταίγανε...
-
Θὰ σᾶς τὸ πῶ παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
-
Κι ἄν παράδινε τὸ στρατὸ στοὺς ὀχτροὺς
κι ἂν τοὺς πουλοῦσε τὰ κάστρα
-
κι ἂν ἔφεβγε πρῶτος πρῶτος,
ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορῆήσει ;
-
᾿Αφτὸς εἴταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
-
"Αμα λοιπὸν ξέκοβα ἀπὸ τὴν παρέα
καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
-
καὶ τοῦ λεγα
«Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
-
τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
στὶς τρύπες τους,
-
σὰν τὰ ποντίκια ποὺ τὰ τρόμαξε η γάτα.
-
Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
-
Ποιὸς κὺρ Θόδωρος;
“Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
-
Αμέσως τὰ πράµατα σκουραίνουν.
-
Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
νά κι ἀνασκουμπώνοντα!.
-
Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
νὰν τοὺς κάνει τὸ νόηµα.
-
Μὰ τοῦτος δὲν εἶναι τόσο µπόσικος.
-
Παίρνει τὴν κουβέντα µου γιὰ χωρατὀ.
Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
-
Κοιτάει τὰ µπράτσα µου τὰ χοντρά,
ποὺ καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
-
"Ὑστερις ἔχουνε σφιχτεῖ γύρα µου πολλοί,
γιὰ νὰ πάρουνε τὸ µέρος µου.
-
Δὲν εἶναι φιλοσόφοι, δὲν εἶναι φίλοι µου·
εἶναι λέρες σὰν κι ἀφτόν.
-
Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
-
Γελώντας ἀποτραβιέται μὲ τοὺς δικούς του.
«Ἔννοια σου», λέει µέσα του,
-
«καὶ θὰ σοῦ τῆνε φέρω ἐγὼ
ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις».
-
Οἱ πιὸ µαλαγάνες ἀπὸ δάφτους κοιτάζανε
πῶς νὰ μὲ καλοπιάσουνε,
-
γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρίζω.
-
Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μοῦ
στέλνανε στὸ σπίτι λογής πεσκέσια :
-
κόκκιν᾽ ἀβγὰ καὶ τσουρέκια τὸ Πάσκα·
γουρουνόπουλα τὴν Πρωτοχρονιά·
-
τσαντῆλες Γιαούρτι Μανωλάδας τὸ Φλεβάρη·
ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
-
καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
-
Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ἂς φώναζε
η Ξανθίππη, πὼς εἶμαι κορόιδο.
-
Στὸ θεό σας ! Θέλανε
νὰ μοῦ κλείσουνε τὸ στόµα ! Θά σκαγα...
-
Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανὸς ἀπὸ
δάφτους μοῦ στειλε γιὰ σκλάβους
-
δυὸ ἀραπάκια τῶν ἑκατὸν ἑξήντα μηνῶν,
ποὺ δὲν ξέραν ἑλληνικά·
-
κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
-
«Γιὰ νὰν τὰ κάνω», μοῦ γραφε,
«φιλοσόφους» !
-
Τὰ τύλιξα μὲ μισὸ σεντόνι
(εἴτανε τσίτσιδα)
-
καὶ τὰ ξανάστειλα πίσου.
Ποιὸς θὰν τά τρεφε ;
-
᾽Αφτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ ξέρουνε πολλοί.
-
Κείνη τὴ µέρα σηκώθηκε
ὅλο τὸ Κολωνάκι στὸ ποδάρι.
-
Βγήκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ µαγαζιά τους
κι ἀραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
-
γιὰ νὰν τὰ κοιτᾶνε, ποὺ περνούσανε
πιασµένα χέρι χέρι...
-
Καὶ τί, θαρρεῖτε, μὲ κουτσομπολέψανε
κατόπι ;
-
Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τὰ θελε
νά ταν ἄσπρα !
-
'Ὁ Περικλής, σὰν ἄκουσε νὰ γίνεται
τόση κουβέντα γιὰ μένα,
-
ἔβαλε τὴν ᾿Ασπασία νὰ μὲ φωνάξει
στὸ παλάτι του.
-
Καὶ κείνη μοῦ στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
-
Μποροῦσα νὰ χαλάσω τὸ χατίρι
-
τοῦ καλόπαιδου
καὶ τῆς μεγάλης ἀρχόντισσας ;
-
Πήγα μὲ σκοπὸ νὰ τσακωθῶ.
-
Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς ἔλεγα,
δὲ μοῦ φέρνανε ἀντίρρηση.
-
Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
-
σᾶς εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
γελώντας τὴ σουβλερή του καράφλα
-
καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ κακολογῶ
τοὺς ὀχτρούς του
-
καὶ νὰ λέω ἀρσίζικα χωρατά.
-
Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι ἀφτὴ
μοῦ χάιδεβε μὲ τὰ θεῖα της κρινοδάχτυλα
-
τούτην ἐδῶ τὴν παλιοπατατούκα,
ποὺ βλέπετε, καὶ μοῦ λεγε σιγανά :
-
«Βγάλ’ τηνε, καημένε,
νὰ σοῦ τήνε µπαλώσω ...»
-
Μοῦ κάνανε μεγάλα ἰκράµια καὶ μ᾿ ἀκούγανε
μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
-
Μὰ δὲν εἶναι γι’ ἀφτά, ποὺ δὲν ἔβρισα
καὶ τὸν Περικλή.
-
Μοῦ δινε τὸ λόγο του, πὼς ὅπου νά ναι,
-
θὰν τὰ ταίριαζε μὲ τοὺς Μωραΐτες
καὶ θὰ τέλειωνε τὸν πόλεμο...
-
Τώρα τὸ βλέπω, μὲ κορόιδεβε.
-
Ὁ µόνος ποὺ μὲ κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
Αν ἐζοῦσε, θὰ πολεμοῦσε ἀκόμα Ι...
-
Εξουσία καὶ πόλεμος δὲν μπορεῖ
νὰ χωριστοῦνε !...
-
Θαρρῶ βγηκ᾽ ἀπὸ τὸ θέµα...
Γεροντικὴ φλυαρία. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε !
-
Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, ποὺ
κουβεντιάζουνε μὲ τοὺς θεούς,
-
σὰν παλιοὶ κουμπάροι...
-
Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ μὲ κομένα μάτια,
κεῖ ποὺ περπατᾶνε
-
σκορπίζοντας ἀρώματα
καὶ χάχανα καμπανιστά,
-
σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τὰ µάτια
καὶ κοιτάζουνε τ᾽ ἄστρα µέρα μεσημέρι.
-
Κείνη τὴ στιγμή κατεβαίνουν
ἄγγελοι τῶν Θεῶν
-
καὶ τοὺς καλοῦνε
στὸν "Όλυμπο τῆς Μωρίας !... ᾿
-
Εκεῖ μεθᾶνε κ ἐδῶ χρησμολογοῦνε.
-
Μὲ τὰ μάγια τῶν στίχων μᾶς λυτρώνουν
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς µαταιότητας.
-
᾿Αφτοὶ δίνουν αἰωνιότητα σ’᾿ ὅτι ἀγγίσουνε
μὲ τὴν πνοή τους.
-
Χάρη σ᾿ ἀφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
-
Καλὴ ὥρα σὰν τὸ Μέλητο...
-
Αμα λοιπὸν τοὺς ἔπαιρνε τὸ µάτι µου
καὶ τοὺς χαιρετοῦσα :
-
«τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
θυµώνανε κι ἀφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
-
Καὶ νά πούρθανε τὰ πράματα δεξιὰ
κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
-
στάθηκε πρῶτος θανάσιµος κατηγορός µου.
-
Στὸ ἀναμεταξὺ μοῦ γραφαν
ἐπιγράμματα τσουχτερά,
-
ποὺ κάνανε τὴ βόλτα τους
στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
-
Ὅσο ποὺ κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
ὁ μόνος ποὺ τοῦ ταίριαζε νά ναι ποιητῆς,
-
γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
μ᾿ ἀνέβασε στὸ θέατρο...
-
Πρωταγωνιστῆς τῶν «Νεφελῶν» !
-
Γελοῦσε ὁ κόσμος κ᾿ ἐγὼ καµάρωνα...
-
ὅσο ποὺ μ᾿ ἀναγκάσανε νὰ πηδήξω πάνου σὲ
μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦνε !
-
᾿Απὸ τότες ἔγινα «σπουδαῖος» ἄνθρωπος.
-
“Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλοῦσε γιὰ μένα...
-
Πρωτύτερα δὲ μὲ καλοξέρανε,
μήτε μὲ λογαριάζανε.
-
Μετὰ τὴν παράσταση μὲ πῆραν οἱ φίλοι
καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
-
νὰ γιορτάσουµε τὴ δόξα µου.
-
Γενήκαμε στουπὶ στὸ µεθύσι κ᾿ εἴπαμε
σωρὸ καρίπικα τραγούδια...
-
Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στὸ σπίτι...
-
Πατοῦσα στὰ νύχια, γιὰ νὰ μὴ
μὲ μυριστεῖ η Ξανθίππη.
-
Μὰ ποῦ ! Τινάχτηκε ἀπάνου
κι ἄρχισε τὸν ἀναβαλλόμενο...
-
«Ξέρεις», τῆς λέω, «ἀπὸ σήµερις εἶμαι
ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
-
(ἔτσι τό λεγα, γιὰ νὰ τὴν καλμάρω).
-
Καἱ σύ, ποὺ μ᾿εἶχες τοῦ µπάτσου
καὶ τοῦ κλώτσου !...
-
Μ’ ἀνεβάσανε στὸ θέατρο...»
-
Ἔτριψε τὰ μάτια της, στάθηκε λίγο
κ᾿ὕστερις γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
-
μ᾿ ἀγκάλιασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ πε:
«χρυσό µου !»
-
Ὡς τὸ πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξε νὰ βρεῖς
καμιὰ δουλειά᾿ νὰ διοριστεῖς...
-
καὶ νὰν τ᾽ ἀφῆσεις ἀφτά...
Γεροπαραλυµένε... ἀγράμματε !»
-
᾿Αφτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲ γινόντανε
κάθε µέρα τὰ ἴδια.
-
Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
νὰ φέβγω ἀπὸ τὸν κόσμο...
-
Νὰ κατεβαίνω στὴ θάλασσα τὴν πολύμορφη
καὶ χιλιότροπη, τὴν ἀχόρταστην ἐρωμένη ἱ
-
Νὰ πέφτω µέσα, νὰ τὴν ἀγκαλιάζω
καὶ νὰ πηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
-
συντροφιὰ μὲ τὶς Νεράιδες
καὶ τοὺς Τρίτωνες.
-
Νὰ κυλιέμαι κατόπι
στὴν πυρωμένην ἀμμουδιά,
-
νὰ ξαπλώνω τ᾽ ἀνάσκελα στὸν ἥλιο
-
καὶ νὰ τόνε χορέβω σὰν τόπι πἀνου
στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
-
Έπαιρνα τὸ λοιπὸν τ'ἀπόμερα σοκάκια καὶ
τραβοῦσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
-
᾿Εκεῖ στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
κι ἔβγαζα τό να τσαρούχι
-
κ’ ὕστερα στ᾽ ἄλλο ποδάρι κ᾽ ἔβγαζα
τὸ δεύτερο τσαρούχι.
-
Τά σφιγγα καὶ τὰ δυὸ κάτου στὴν ἁμασκάλη
-- γιὰ νὰ μὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
-
κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυὸ κατέβαινα στὸ Φάληρο.
-
Καμιὰ φορὰ μοῦ τύχαινε νὰ πατήσω
καμιὰ μαγαρισιὰ
-
(γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τὰ σοκάκια !).
«Νὰ τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
-
«Καλύτερα νὰ πατᾶς µαγαρισιές,
παρὰ νὰ σκοντάβεις ὅλη µέρα
-
πάνου σὲ διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
«'"Ελληνες Ἑλλήνων”
-
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
-
Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
-
Καιρός να σᾶς ἐξηγήσω
καὶ τὴ φιλοσοφία μου...
-
Τι κατσουφιάζετε ;...
Δὲ σᾶς ἀρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
-
Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
-
Αξαφνα, τὸ πῶς μοῦ ρίχτηκε κάποτες
ή Θεοδότη...
-
Μὰ δὲ μὲ παίρν' η ώρα.
-
Ανάγκη, πρὶν πεθάνω, νὰ μαθεφτεῖ,
πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
-
τὰ σφάλματα τῆς διδασκαλίας του
καὶ μετάνιωσε...
-
Αλήθεια, της είχανε πει τῆς Θεοδότης, πως
δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - ἐγώ !
-
Καὶ πικαρίστηκε.
-
Το βαλε πεῖσμα νὰ μὲ καταφέρει.
-
Μὲ καλοῦσε κάθε τόσο στη βίλα της
να συζητάμε φιλοσοφία.
-
Κι όλο τύχαινε νὰ λούζεται, ν' ἀλείφεται
-
καὶ νὰ προβάρει γυμνή μπροστά μου
τους νέους χορούς της.
-
«Σαν άνθρωπος ἀνώτερος», μου λεγε,
«δὲν παρεξηγείς»...
-
Ἔπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
γιὰ νὰ ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
-
κ' ἐνῶ ζεστὸς καὶ φωτεινὸς ὁ κόρφος της
ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα,
-
τῆς μιλοῦσα γιά τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
-
Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μοῦ λεγε :
-
«Ξέρω σωστοὺς ἐξηνταεννιὰ τρόπους
νὰ κάνω τὸν ἔρωτα».
-
Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
«Τι έχεις;» μὲ ρωτούσε.
-
«Κοιτάω νὰ βρῶ, ποιὸς ἀπὸ
τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
-
εἶναι... φιλοσοφικότερος, ἀπόλυτος»...
-
Φωνές: «Ποιὸς εἶναι; Ποιὸς εἶναι;»
-
Βλέπετε, πὼς χρειάζεται νὰ ξέρουμε
καὶ φιλοσοφία :
-
Ἔτσι κ' η Θεοδότη, σὰν κ' ἐσᾶς,
μὲ ρωτοῦσε καὶ μὲ ξαναρωτοῦσε...
-
«ποιὸς εἶναι :»
-
"Ὥσπου μιὰ µέρα, γιὰ νὰ γλυτώσω, τῆς λέω :
-
«Ο τρόπος ἀφτὸς εἶναι νὰ... δείρεις πρῶτα
δίχως λύπηση τὴ γυναίκα
-
καὶ κεῖ ποὺ κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
στὸ πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
-
νὰ τὴν ἀναποδογυρίζεις...»
-
Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε ἀπάνω µου
καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τὰ μάτια της
-
μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δεῖρε µε».
-
᾿᾽Αφτὰ δὲ σᾶς τὰ λέω μοναχὰ
γιὰ νὰ σᾶς πειράξω.
-
Θέλησα καὶ μὲ τρὀπο νὰ σᾶς µπάσω
στὴ φιλοσοφία µου...
-
Πάλε κατσουφιάζετε :
-
Ἕλληνες ἀρχαῖοι
καὶ νὰ φοβόσαστε τὴ σκέψη Ι...
-
'Ἠσυχάστε ! «Διὸς κριταί»
-
σὰν κ᾿ ἐσᾶς δὲν πάει νὰ πονοχεφαλιάζετε.
-
Μ’ ὅσο κέφι μοῦ περισσέβει, θὰ κοροϊδέψω
τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία µου.
-
Σὰν ἔξυπνοι γκαγχαρέοι θὰ µισοκαταλάβετε,
-
πὼς ἂν δὲν ὑπάρχει στὶς ἐρωτοδουλειὲς
ἀπόλυτον «εἶδος»,
-
ἄλλο τόσο δὲν ὑπάρχει
καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
-
Καὶ πρῶτα πρῶτα δὲν εἶμαι φιλόσοφος.
-
Δὲν ἔχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
-
λαμπερὸ ναὸ τῆς Σκέψης μὲ κολόνες,
μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βῆμα
-
κι ἄδυτα τῶν ἀδύτων.
-
Είχα βρεῖ μοναχὰ μιὰ δικιά µου
«μέθοδο» σκέψης.
-
Τ’ ᾿Αφάλι τῆς Γῆς, τ᾽ ἀχνιστὸ
καὶ σκανταλιάρικο,
-
μοῦ δωσε πιστοποιητικὸ σοφοῦ
κι ὄχι φιλοσόφου.
-
Καὶ δὲ μὲ σύγκρινε μὲ τὸν τρανὸ
τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἔμπεδοκλή
-
τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους ἄλλους,
μὰ μὲ τὸ Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
-
-- μὲ δυὸ ποιητάδες !
-
Φαίνεται, ήθελε νὰ ρεζιλέψει κι ἀφτουνούς,
ὁμολογώντας,
-
πὼς ξέρουνε λιγότερα ἀπ᾿ τὸ δικό µου
τὸ «τίποτα»,
-
κ᾿ ἐμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ
μὲ δυὸ φημισμένους «ἄερολόγους»
-
-- κεῖνοι τῆς καρδιᾶς
κ᾿ ἐγὼ τοῦ στοχασμοῦ.
-
ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δὲ μὲ φωνάζανε
φιλόσοφο,
-
μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε».
-
'Ὁ θεῖος Καπνὸς τῶν Δελφῶν, ποὺ μὲ
ρεκλαμάρισε σὲ ὅλον τὸ κόσµο γιὰ σοφότατο,
-
δὲν ἀστειεβότανε. Ηθελε νὰ μὲ στραβώσει.
-
Νὰ μὲ κάνει νὰ πιστέψω,
πὼς εἶχα βρεῖ τὴν ᾿Αλήθεια,
-
γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀναζητῷ καὶ τὴν πετύχω
καμιὰ μέρα,
-
-- Φοβότανε τὸ µεγάλο μυαλό µου.
-
Δὲ συφέρνει καὶ στοὺς ἀθάνατους ᾽Αφέντες
-
νὰ µαθαίνουνε τὴν ἀλήθεια
τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς.
-
Καὶ σὰν εἶδε, πὼς ἄρχισα
νὰ τῆνε µυρίζοµαι, δὲν ἔχασε καιρό·
-
ἔπεσε πηχτὸς καὶ μάβρος µέσα στὸ μυαλό σας
καὶ σᾶς φλόμωσε γιὰ νὰ μὲ σκοτώσετε...
-
Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς
εἶμαι σοφότατος, ἐννοοῦσε, βέβαια,
-
πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἴμουν
ὅτι κι ἀφτὸς ἀνάμεσα στοὺς θεούς :
-
ὁ πρῶτος κοροϊδεφτῆς.
-
Όταν ἀκόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα
στὴν ἀγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους,
-
παραξενεβόµουνα, ποὺ γιὰ κάθε ζήτημα
µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνῶμες
-
κι ὅλες φαινόντανε σωστές.
-
Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά,
πὼς εἶναι καὶ σωστές.
-
Στὴν ἀρχή μὲ τ᾽ ἄγουρο μυαλό µου
κι ἀργότερα μὲ τὸ γινωμένο
-
προσπαθοῦσα νὰ βρίσκω πάντοτε
μιὰ μοναδικὴ γνώμη,
-
ποὺ νᾶ ναι σὲ καθε περίσταση
καὶ γιὰ ὅλους ὑποχρεωτικὴ,
-
δηλαδη παντοτινἡ κι ἀνάλλαγη, πάνου ἀπὸ
καιροὺς καὶ τόπους κι ἀνθρώπους,
-
-- ἀπόλυτη.
-
Θά πρεπε νά χει κάτι τὸ θεϊκὸ µέσα της,
νά ναι «ἰδέα».
-
Καἱ γιὰ νὰν τήνε βροῦμε, δὲ θά πρεπε
καθόλου
-
νὰ φάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο,
πού ναι διαβατικὸς καὶ ψέφτικος,
-
μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι
κι ἄυλη κι ἀθάνατη.
-
στὰ βάθια τῆς ψυχῆς μας κοίτονται θαμένες
οἱ ἰδέες - ἀλήθειες
-
κάτου ἀπὸ σκουριὰ πολλή,
ποὺ τῆνε σωριάζουνε µέσα της
-
οἱ αἴστησες - ἀποθυμιὲς
κ᾿ οἱ ἀποθυμιὲς - συφέρα.
-
Γιὰ νὰ τὴν ξεσύρουµε λοιπὸν στὸ φὼς
τῆς ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
-
Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμῆς.
-
Καὶ γίνηκα μὲ τὰ χρόνια
μαμὴ τῆς πολιτείας.
-
"Ἔπιανα τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τὶς μάλαζα
μὲ τρόπο
-
κ΄ ἔχωνα στὴν ἀνάγκη µέσα τους
τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες
-
γιὰ νὰ βγάλω τὸ μωρό.
-
Ξεγεννοῦσα τὶς ἀλῆθειες,
ὦ ἄντρες ᾿Αθήναῖοι,
-
γι’ ἀφτὸ γεµίσανε γῆς, οὐρανὸς
καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
-
Γιατί ;
-
Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, γιὰ νὰ
φανερώσουνε τὰ θεϊκά τους στοιχεῖα,
-
τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τὴ σκουριά τους :
-
Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη,
Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ
-
κι ὅλα τὰ ρέστα ποὺ δὲν εἶναι
μήτε πρῶτες ἀρχὲς μήτε χ᾿ ἔσχατοι σκοποί·
-
µῆτε χαρίσματα τῶν θεῶν
µῆτε κατορθώματα τοῦ νοῦ,
-
μὰ πλάσματα καιρικἀ, μὲ νόηµα τρεχούμενο
κι ἄπιαστο, µέσα ταπεινά,
-
ποὺ μὲ δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της
-
καὶ πνίγει τὴν ψυχη τους.
-
Οἱ ἀνθρῶποι χωριζόµαστε σὲ κείνους
ποὺ διατάζουνε,
-
καὶ σὲ κείνους ποὺ κάνουνε θελήματα·
-
σὲ κείνους ποὺ κάθονται,
καὶ σὲ κείνους ποὺ μοχτᾶνε·
-
σὲ κείνους ποὺ βλέπουνε, καὶ σὲ
κείνους ποὺ φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια:
-
σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
-
'Ἡ ζωή µας µπλέκεται μιᾶς ἀρχῆς
µέσα στὰ δίχτια,
-
ποὺ μᾶς εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθοῦμε.
-
Μωρὰ στὸ σπίτι, στὸ δρόµο, στὸ σχολειό,
-
µαθαίνουµε, χωρὶς νὰν τὸ ρωτᾶμε,
ποιό ναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό,
-
--- «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
-
Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
-
δίνουμε συγκινηµένα
μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριῶν
-
τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά,
---«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
-
Σὰν ἀπολυθοῦμε ἀπ᾿τὸ στρατὸ
καὶ πάρουμε φῆφο, τὰ ἴδια θ᾿ἀκοῦμε
-
-- καὶ θά λέμε -- στὴν ἀγορά, στὰ
δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα
-
--«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
-
Κι ἀφοῦ μικροὶ καὶ μεγάλοι
καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ ἄβριο
-
τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θὰ πεῖ, πὼς εἶναι
νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αἰθέρα τεκνωθέντες».
-
"Ἔτσι τραβᾶμε, χωρὶς νὰ συλλογιζόμαστε,
τὴ µοιραία µας στράτα,
-
δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι
πὼς τὸ συφέρο τοῦ ««κρείττονος»
-
εἶναι δικό µας συφέρο.
-
Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
-
συφέρο µας ν᾿ ἀδικιούμαστε
παρὰ νὰ τιμωροῦμε !
-
Κι ἂν ἄξαφνα κανεὶς ἀπόκοτος χυμοῦσε
μὲ τὸ μαχαίρι νὰ ξεκοιλιάσει τὸ Λύκο,
-
θὰ βάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ κορµιά
µας νὰ δεχτοῦμ’ ἐμεῖς τὴ μαχαιριά.
-
Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα
νὰ μᾶς λείψει ὁ Λύκος,
-
θὰ τρέχαμε νὰ βροῦμε
ἄλλονε χειρότερο, γιὰ νὰ μᾶς τρώει.
-
Τέτιες ἀλῆθειες ἔβγαζα
ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ Κοπαδιοῦ.
-
᾿Αλήθειες, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καὶ τη
συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
-
πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ τὴν πείνα
κι ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
-
Μὲ τὴν ἴδια µαμικῆ μποροῦσα
νὰ βγάνω ἀπὸ τὶς ψυχὲς
-
-- μιὰ κι ἀρχίσανε νὰ μὲ παίρνουνε
γιὰ παντογνώστη, --
-
καὶ πράματα, ποὺ δὲν τά χανε µέσα τους,
ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες
-
βγάνουνε σκουλήκια ἀπὸ τὰ μάτια
τῶν Μεγαριτῶν.
-
Τὰ σκουλήκια, θὰ μοῦ πεῖτε, τὰ βλέπεις
πρῶτα κ ὕστερα τὰ πιστέβεις.
-
Μὰ τὶς ἰδέες ;
᾿Ἀφτές, ὦ ἄντρες Αθηναῖοι,
-
πρῶτα τὶς πιστέβεις
κ᾿ ὕστεοὰ τὶς βλέπεις.
-
"Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ
ξεφωνίσει μὲς στὴν ἐκκλησιὰ
-
δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα :
«Νάτος ! σαλέβει... μᾶς κάνει νοηµατα !»,
-
οὗλες οἱ ἄλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε
μὲ τὰ μάτια τους τὸ σάλεμα,
-
τὰ δάκρυα γαὶ τὰ νοήματα
-
κι ἀκοῦνε μὲ τ᾽ ἀφτιά τους τὴ μιλιὰ
καὶ τὴ φοβέρα του.
-
᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
-
Μὰ τὸ πιὸ συνειθισµένο θάµα γίνεται
σὰν βάζεις μοναχὸς μὲς στὴν ψυχή σου
-
κεῖνο ποὺ θὲς νὰ βρεῖς.
-
Καὶ κατόπι σκάβοντας μὲ τὰ νύχια
τῆς λογικῆς τὸ βρίσκεις,
-
ὅπως τό θελες.
-
Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε
στὴ ρίζα κανενοῦ κυπαρισσιοῦ
-
η πλάι σὲ καμιὰ βρύση τὴν εἰκόνα
κ᾿ ὕστερα βλέπαν ὄνειρο,
-
πὼς σὲ κεῖνο τὸ µέρος κοίτεται
χρόνια θαμένος ὁ «ἄγιος»
-
καὶ φωνάζει νὰ βγεῖ.
-
Καὶ ξεσηκώνοντας τὸ χωριὸ
μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαἰναν ἐκεῖ,
-
τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολοῦσε ὁ τόπος !
-
Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι
δίσκοι μὲ δεκάρες καὶ τὰ πιθάρια μὲ λάδι
-
κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σὰν
«ὄργανο θείας ἐκλογῆς».
-
Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
τη βασιλεία τῶν Ὁραμάτων
-
στην Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος.
-
Στράβωνα τὸ Κορόιδο κ᾿ ἔτσι φελοῦοα
τὸ καθεστὸς τῆς ᾽Αδικίας,
-
σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα :
-
«ὅσο πιὸ στραβὸ τὸ Κορόιδο,
τόσο πιὸ ντρέτα πορπατεῖ».
-
Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μὲ σκοτώσετε.
-
Θάρτουν ἄλλοι χαιροὶ ποὺ οἱ «κρείττονες»
θὰ πλερώνουν ἀκριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες
-
ὄχι νὰ βγάζουνε, μὰ νὰ βάνουνε σκουλήκια
µέσα στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχή τῶν Μεγαριτῶν
-
καὶ νὰ κάνουνε θάµατα’ νὰ µαθαίνουνε
στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους,
-
πὼς «πατρός τε καὶ μητρὸς κτλ., τιμιώτερον
καὶ ἁγιώτερόν ἐστιν η ἐχμετἆλλευσις».
-
Ἔτσι βυθισμένος ὁ λαὸς
µέσα σὲ γαλάζια καταχνιά,
-
στὴν ἀνυπαρξία τῆς σκέψης καὶ τῆς θέλησης,
-
δὲ θὰ μπορεῖ νὰ σαλέβει τὴ γλώσσα του,
τὸ μυαλό του καὶ τὰ χέρια του.
-
Ἡ ψυχή, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπόλυτο ψῆλος,
πιασμένη σε χορὸ μὲ τὶς αἰώνιες οὐσίες,
-
τρέμει νὰ τὴν ἀγγίξουν οἱ νόμοι
τῆς φύσης καὶ τῶν ἀνθρώπων :
-
ἀσκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά !
-
Τὸ σῶμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη
κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει...
-
Δὲν πονάει, δὲν παθαίνει, δὲν ἀδικιέται.
Δὲν ἀντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
-
Μὲ τὸ κεντρὶ τῆς φιλοσοφίας µου χτυπώντας
τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ
-
τοὺς παραλυοῦσα κ᾿ ἔτσι ἀσφάλιζα
τὸ χαροκόπι τῶν ἔξυπνων.
-
Τί σᾶς ήρτε λοιπὸν καὶ μὲ σκοτώσατε ;
-
Βλέπω τὶς πολιτεῖες τοῦ µέλλοντος,
ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
-
Θεοποιοῦνε τὴν πείνα, τὸν πόνο
καὶ τὴ βλακεία·
-
χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι
καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες,
-
ποὺ ξεγελᾶνε τὸ λαὸ νὰ καταφρονάει την ὕλη
-
καὶ νὰ προσµένει τὴν ἀνταπόδοση
στὀν... «κόσμο τοῦ πνεύματος !».
-
Αν ἐλάθεβα στη θεωρία, δὲ λάθεβα
καὶ στὴν κριτική τῶν δημόσιων ἀντρῶν.
-
Κι ἀφτοὶ γιὰ νὰ μὲ ξεκάνουνε
μιὰ καὶ καλη μὲ βγάλαν ἄθεο.
-
'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς
-
κ’ ἐρεθίζει τὴν παντοδυναµία τους
ἐνάντια στὴν πολιτεία.
-
Εξ αἰτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ
ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα
-
κι ἀφήσανε τὸ βράχο τῆς ᾿Ακρόπολης
καὶ τὴν ᾿Ακρόπολη τῶν ψυχῶνε σας
-
στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια τῶν Ἓρυννύων.
-
Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή μὲ χαλάζι
καὶ κατάστρεφε τὴ σπορά
-
κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα,
φυλλοξέρα στ᾽ ἀμπέλια,
-
μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια·
-
κι ἂν ἐρῆμαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, ἄφτρα
τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ ἀλόγατα
-
κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σὲ κανένα µαχαλὰ κ᾿
ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
-
κι ἄν ἐβαστοῦσε δυὸ τρεῖς βδομάδες
η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα
-
καὶ ποδίζανε τὰ καϊΐκια μὲ τὸ σιτάρι
καὶ την παλαμίδα καὶ πεινοῦσε ὁ κόσμος·
-
κι ἂν ἑρχότανε τὸ θλιβερὸ µαντάτο,
πὼς νικηθήκανε τὰ «παληκάρια µας»
-
στὴν ἄχρη τῆς γῆς καὶ μαβροφορούσαν
οἱ µανάδες
-
-- ποιὸς ἔφταιγε ;
-
Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄθεους !
-
Αν δὲν εἶχα πεισµώσει τοὺς ἀθάνατους
μὲ τὴ φιλοσοφία µου
-
θὰ μᾶς στέλνανε τὴν πανούκλα τοῦ 404.;
-
Μὰ τότες ἐγὼ δὲ φιλοσοφοῦσα !
-
Αν ὁ γιὸς τοῦ Κλεινία μὲ τὴν παρέα του
δὲ σπάζανε τὰ κεφάλια τῶν Ἑρμήδων
-
ἀντὶς νὰ σπάσονε τὰ δικά σας,
ποὺ μοῦ θέλατε µεγαλεῖα,
-
θὰ παθαίναµε τὴ συφορὰ τῆς Σικελίας :
-
Κι ἄν οἱ στρατηγοὶ τῶν ᾽Αργινουσῶν
δὲν εἴταν ἄθεοι, θ' ἀναποδογύριζεν
-
η Νέμεση τὰ πέλαγα, γιὰ νὰ μὴν µπορέσουνε
νὰ µαζέψουνε τοὺς πνιµένους ;
-
Κ’ ἐπειδῆς ἐγὼ τοὺς ἀθώωσα, θυμᾶστε ;
-
ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ νὰ ρίξουνε
ζεματιστὸ νερὸ νὰ μᾶς κάψουνε
-
μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !)
τοὺς Τριάντα Τυράννους !...
-
Νά λοιπὸν ποιοὶ φταίγανε γιὰ ὅλα τὰ ζαβά,
-
καθὼς σᾶς ὑποσκέθηχα νὰ σᾶς τὸ ἔηγήσω
πρωτύτερα
-
Ἔτσι μὲ τὴν ἀθεῖα µου
καὶ τὴν προδοσιά µου
-
φελοῦσα μὲ τὸ παραπάνου τὴν Πατρίδα
καὶ τη θρησκεία...
-
ὅσους θρέφονται ἀπὸ τὰ µαστάριο
τῶν μεγάλων ἀφτῶν ἰδεῶν !
-
Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
φορτώνανε στὴν πλάτη µου
-
κάθε δικιά τους ἀναξιοσύνη κι ἀτιμία,
κάθε ζημιὰ τῶν φυσικῶν στοιχείων,
-
ὅλες τὶς ἀναποδιὲς τῆς Μοίρας !
-
Ὅταν ἐγὼ λείψω, θὰ ψάξουνε νὰ βροῦνε
κάποιον ἄλλο Σωκράτη
-
νὰ τόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια
κολυμπήθρα τῆς δημόσιας γνώμης
-
ἄθεο καὶ προδότη.
-
Τοὺς χρειάζεται νὰ τὸν πετᾶνε στὰ δόντια
τοῦ µανιασµένου πλήθους
-
γιὰ ἐξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
ποὺ θὰν τὰ βρίσκουνε σκοῦρα.
-
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ζῆσει μηδὲ μιὰ στιγμὴ
καὶ τὸ κοπάδι χωρὶς Λύκους
-
κ οἱ Λύκοι χωρὶς ἄθεους καὶ προδότες.
-
Ὅλοι γχρινιάζετε πὼς χάλασε ὁ κόσμος.
-
Ποιὸς κόσµος ; Τὰ βουνὰ κι ὁ οὐρανός ;
-
Φόβο δὲν ἔχουνε !
-
Οἱ δυὸ τρεῖς ἀθέοι ;
-
Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν ἀμέσως τὰ πράματα.
-
Νά τος ὁ κόσμος, η ἀφεντιά σας,
ὢ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
-
Ὅλα σας τὰ ζακόνια, γραμμένα κι ἄγραφα :
φόβος τῶν θεῶν, σεβασμὸς τῶν νόμων,
-
ἀγάπη τοῦ καλοῦ κι ἀντρισμός,
σέπονται ψοφίµια τούμπανα
-
µέσα στὸ Βάραθρο, συντροφιὰ
τῶν σκοτωμένων σκλάβων.
-
Ψεφτιά, κλεψιά, κι ἀτιμία,
νὰ τὰ «δαιμόνια» τῆς Πολιτείας,
-
-- «τὸ µέσα πλοῦτος» ! --
ποὺ σᾶς ὁδηγᾶνε ψηλά.
-
Κ' ὕστερα βγήκε τὸ δικό µου τὸ δαιμόνιο
(«καινὸ δαιμόνιο»)
-
νὰ ξαναζωντανέψει τὰ ψοφίµια φυσώντας
μὲ τὸ καλάμι τῆς φιλοσοφίας
-
µέσα στὴν κοιλιά τους
τὸ «πνέβμα τῆς ἀληθείας»,
-
γιὰ νὰν τὰ στήσει καθάριες ἰδέες,
-
ἀπείραχτες ἀπ᾿τοῦ καιροῦ
καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ καμώματα,
-
µέσα στὸν ἄπειρο Νού !
-
Τὰ τυφλὰ κινήματα τῆς ψυχής,
-
ἅμα πιάσεις νὰν τὰ κάνεις
προστάγµατα τοῦ λογικοῦ,
-
δηλαδη νὰν τὰ µεταφέρεις ἀπὸ
τὴν ἀσύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια
-
στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση,
πάει τὰ σκότωσες.
-
Ὅμως κ' ἔτσι σᾶς ὠφελοῦσα.
-
Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες»
τὶς ἀφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε
-
οἱ ποντικοὶ τῶν λαγουμιῶν
καὶ τῶν ἀποπάτων,
-
ἐγὼ σᾶς συµβούλεβα, πὼς δὲν πρέπει
νὰ γελᾶτε καὶ νὰ καµαρώνετε γι' ἀφτὸ
-
νομίζοντας, πὼς ὁ πιὸ φανερὸς μπαγαμπόντης
εἶναι καὶ πιὸ ξυπνὸς ᾿Αθηναῖος !
-
Σᾶς µάθαινα γιὰ τὸ συφέρο σας
νὰ τιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους
-
καὶ νὰ λιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους
μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ
-
καὶ τοὺς σκλάβους, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν
ἀέρα καὶ κατεβοῦνε καμιὰ µέρα
-
στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε
χειρότερ᾽ ἀπὸ σᾶς !
-
Σᾶς µάθαινα, πὼς πρέπει ν᾿ἀσεβεῖτε
καὶ νὰ παρανομεῖτε
-
στ᾽ ὄνομα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων !
-
΄"Ὅλα ποῦ νὰν τὰ θυμᾶμαι τώρα !
-
Μὰ δὲν ξεχνῶ, πὼς ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ
καὶ τοῦτος καὶ κεῖνος...
-
οὖλοι σας εἴσαστε σύμφωνοι
σ᾿ ὅ,τι σᾶς ἔλεγα
-
καὶ σκύβατε τ᾽ ἀδειανό σας κεφάλι μπροστὰ
στην Κουκουβάγια καὶ στὸ Μῶμο.
-
Τρεῖς μοναχὰ κουβέντες
µου φτάνουνε νὰ δείξουνε,
-
πὀσο δούλεψα γιὰ τὸ καλὸ τῆς Πατρίδας,
-
γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν πολιτῶν
σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
-
α᾿) Απόδειξα, πὼς η ψυχή µας
εἶναι ἀθάνατη !
-
᾿Υπάρχει λοιπὸν ψυχή !
-
Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε
(πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑπάρχουνε)
-
κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί !
-
“Ἡ φοβέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων
-
μᾶς συγκρατάει νὰ μὴν κολάζουµε
τὴν ψυχη µας...
-
καὶ νὰ μὴν πηγαίνουμε φυλακή !
-
"Αντρες ᾿Αθηναῖοι ! Αν δὲν ὑπῆρχε κράτος,
δὲ θὰ ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες
-
μήτε κι ἀθάνατη ψυχη !
-
Οἱ βασανισμένοι τῆς ζωῆς
πρέπει νὰ πιστέβουµε,
-
πὼς θὰ χαροῦμε καὶ θὰ βασιλέψουμ’ αἰώνια,
-
-- φτάνει νὰ πεθάνουμε πρῶτα !
-
Δὲν κάνει νὰ παίρνουμε πίσου
μὲ τὰ χέρια µας
-
ὅ,τι μᾶς παίρνουν οἱ ἀφέντες
μὲ τὴ δύναμη καὶ μὲ τὴν πονηριὰ
-
-- δηλαδη μὲ τὰ δικά µας τ᾽ἅρματα
καὶ μὲ τὴν ψῆφο τὴ δικιά µας.
-
᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ
στὸν ἄλλο κόσµο.
-
Θὰ βράζουνε µέσα στὸ καζάνι τῆς πἰσσας
στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.
-
Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ ἐμεῖς, θὰ γίνουμε
κακοὶ καὶ τότε θὰ χάσουμε τὴν ψυχἠ µας
-
καὶ θὰ βράζουμ’ ἐμεῖς µέσα στὸ καζάνι ! !
-
β’) Δὲν εἴτανε λόγος-ἀέρας, εἴταν ἀγκωνάρι
µαρμαρένιο τούτ’ ἡ διδασκαλία µου.
-
Γι αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωκα τὴν τετράγωνη φόρμα:
«προτιμῶ ν᾿ ἀδικιέμαι παρὰ ν ἆδικῶ !»
-
Τοῦτο τ᾿ ἀγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
στὸν ἅμμο καὶ στὸ νερό:
-
στὶς φυχὲς τῶν ἀδυνάτων !
-
"Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ ἄνθρωπος,
τόσο πιότερο κι ἀναποφάσιστος᾽
-
ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο
ἀνασαίνει καὶ σχέφτεται καὶ θυµώνει.
-
Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη
στὸν ἑαφτό σου,
-
γιὰ ν᾿ ἀντισταθεῖς στὴν ἀδικιὰ ---
-
καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα γιὰ ν᾿ ἀδικῆσεις !
-
Μαθημένος νὰ φοβᾶσαι,
δὲ θέλεις νὰ φοβηθεῖς περισσότερο.
-
᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα τῆς ἀβουλίας,
στὸν ἐγωισμὸ τοῦ πόνου.
-
Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σοῦ παίρνουν
τὰ ὅσα δὲν ἔχεις,
-
μὰ δὲν ἀγγίζεις καὶ τὰ λίγα πὀ χεις :
-
νηστέβεις ἀπὸ δικοῦ σου τὸ φαγί,
τὸ πιοτὸ καὶ τὶς γυναῖκες·
-
μισεῖς τὸν ήλιο, τὴ θάλασσα,
τὸν ἀγέρα τοῦ δάσου καὶ τὴν κίνηση
-
κι ἆποζητᾶς τὴν ἀρρώστια, τὰ βάσανα,
την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
-
για να πας στον παράδεισο,
-
«Ό πόνος ἠθικοποιεῖ »
-
Ύψωνα λοιπὸν μεσουρανὶς γιὰ φλάμπουρο
τοῦ κοπαδιοῦ τὴ χαρὰ τοῦ πόνου.
-
Γιὰ ὅσους δὲν µποροῦνε
νὰ βαστάξουνε τὸν πόνο,
-
φροντίσαν οἱ νόμοι τοῦ Σόλωνα·
-
χτίσανε παράµερες ἐκκλησιὲς
τῆς Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
-
᾿Ἔκεῖ μέσ᾽ ἀγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ
τὴν τελειότητα,
-
δηλαδή τὴ λησμονιὰ τοῦ ἑαφτοῦ του.
-
γ’) Τὴν ἴδια γνώμη τὴν εἶπα κι ἀλλιῶς :
«Οὐδεὶς εκὼν κακός».
-
᾿Αφτὸ θὰ πεῖ : μὴν τιμωρεῖτε
τοὺς ἀδικητάδες
-
γιατὶ θὰν τοὺς... ἄδικῆσετε.
-
Εΐναι ἀθῶοι ! Δὲν ξέρουν
ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή !
-
"Αμα τοὺς διδάξουµε
τί είναι καλὸ καὶ κακό,
-
θὰ λείψουν ἀπὸ τὸν κόσμο
κάκητα κι αδικεμὸς
-
καὶ θὰ βασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
-
Χρειάζονται σκολειά.
-
Καὶ τὰ σκολειὰ θὰν τὰ χτίζουν
οἱ ἀδικητάδες.
-
Ξέρετε γιατί ;
-
Καλὸ καὶ δίκιο καὶ χρέος
εἶναι ἢ σακούλα τους.
-
Θα μαθαίνουνε λοιπὸν οἱ ἴδιοι
στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ
-
νὰ μην ἄντιστέκονται στὴν ἀδικιά,
ὅταν μεγαλώσουν.
-
Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
τὸ καθεστὸς τῆς ἄνισότητας,
-
«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
-
Φυσικὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ σκοτώσετε
γι ἀφτό !
-
Οἱ μελλούμενες πολιτεῖες θὰ ξέρουνε
καλύτερα τὴ δουλειά τους.
-
Αμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ
θὰ δουλέβουν ἀδερφικὰ
-
νὰ χωρίζουνε τοὺς πολίτες σὲ χορτάτους
καὶ σὲ κορόιδα
-
καὶ νὰ ταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα
μὲ τὴν «ἁρμονία τῶν τάξεων».
-
Αϕτηνῆς τῆς ἁρμονίας στάθηκα
πρῶτος μαέστρος.
-
Κι ἂς μὲ σκοτώνετε γι ἄθεο.
-
Τὰ δικά µου τὰ µαθήµατα θὰν τὰ κάνουνε
µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί.
-
Θἁ μὲ τιµήσουνε γιὰ προφήτη τοῦ Θεοῦ τους
-
καὶ θὰ ζωγραφίζουνε τὰ μοῦτρα µου
στὶς ἐκκλησιές τους
-
μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο
γύρω στὰ τσουλούφια µου.
-
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
-
Δεν ήτανε γέννα τῆς κόλασης, ποὺ
ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
-
γιὰ νὰ σᾶς βάνει τρικλοποδιὲς καὶ νὰ σᾶς
γρουσουζέβει, τὸ δαιµόνιό µου !
-
Είτανε κάτι χειρότερο !
-
Δὲν εἴτανε καινούριο, καθὼς
τὸ γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι,
-
Ἐϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση τοῦ Κοπαδιοῦ,
η προπατορικὴ σκλαβιά,
-
πού δενε τὴν ψυχη µου μὲ τὶς δικές σας,
γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρτες,
-
ἀκατάλυτο κάστρο τῆς πολιτείας τῶν ἀνόμων.
-
Δὲν εἴταν ἄγγελος ὁδηγός, ποὺ μὲ φώτιζε·
-
εἴτανε φύλακας ἄγγελος
τῆς δηµόσιας Ψεφτιᾶς, ποὺ μὲ τύφλωνε.
-
Είτανε «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον»
-
γινομένο µέσα µου φωνή καὶ θέλημα
τῶν θεῶν καὶ τοῦ Λόγου.
-
Εἴταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα
«Μη ! » καὶ «Πίσω !».
-
Είτανε τὸ δαιμόνιο τὸ δικό σας,
ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι
-
-- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε
καὶ δυνατότερο.
-
Αν τὸ μισῶ, λέει !
-
"Αχ ! νὰ μποροῦσα νὰν τὸ παράδινα
στὸ πατριωτικὀ σας μένος
-
νὰν τοῦ βγάζατε τὰ μάτια
νὰν τοῦ κόβατε τὴ μύτη καὶ τ ἀφτιά·
-
νὰν τοῦ χύνατε λάδι τσιτσιριστὸ
κι ἁλάτι χοντρὸ µέσα στὶς πληγές του'
-
νὰν τοῦ καρφώνατε πέταλα στὶς πατοῦσες του
μὲ ταβανόπροχες·
-
νὰν τὸ δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι
καὶ βρέχοντάς το μὲ πετρόλαδο καὶ πίσσα
-
νὰν τοῦ βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τοῦρκος !
-
᾽Αφτὸ μὲ σαλαγοῦσε καὶ μὲ κέντρωνε
-
ζεμένονε στὸ κάρο τῆς Δημοκρατίας
τῶν «ἀρίστων»,
-
ἀφτὸ μ᾿ ἔκανε νὰ περπατάω κοιµάµενος
σὰν τ᾽ ἄλογα τὸν ἴσιο δρόµο τῆς συνήθειας
-
-- καὶ νὰ μὴν παραστρατίζω.
-
Αφτό μ'έκανε νὰ ξετινάζω καὶ νὰ κοροϊδέβω
τοὺς ἄνομους,
-
ἀντὶς νὰ κοροϊδέβω καὶ νὰ ξετινάζω
τοὺς νόµους᾽
-
νὰ ταπεινώνω τοὺς ἀνίδεους,
ἀντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι.
-
Μὰ τώρα τὸ ζητάω καὶ δὲν τὸ βρίσκω.
-
Μ᾽ ἔχει παρατήσει δῶ καὶ
κάµποσους μῆνες, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι.
-
Ξαναγύρισε, μιὰς καὶ πεθαίνω,
στη Διεύθυνση τῆς Γενικῆς ”Ασφάλειας
-
νὰ παραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶ νὰ προβιβαστεῖ !
-
Ὅταν ὁ Περικλὴς μᾶς ἔλεγε, πὼς η δύναμη
κ᾿ η καλοπέραση τῆς πολιτείας
-
εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη)
τῶν δυστυχισµένων,
-
δὲν ήθελα νὰ παραδεχτῶ πὼς
κορόιδεβε.
-
Τί ἐννοοῦσε λέγοντας πολιτεία;
Όλους μας; "Όχι βέβαια.
-
᾿Αν ὅλοι µας ἐφτυχοῦμε, δὲν ἔχει κανένας
ἀνάγχκη νὰ σωθεῖ.
-
᾿Εννοοῦσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραλῆδες
καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους.
-
"Όταν ἐκεῖνοι τρῶνε, χορταίνουμ᾽ ἐμεῖς'
-
κι ὅταν ἀφτοὶ θησαβρίζουν,
ἐμεῖς πλουταίνουµε΄
-
κι ὅταν ἐκεῖνοι δὲ γίνονται πλουσιὁτεροι,
φτωχαίνουµ’ ἐμεῖς περισσότερο·
-
κι ὅταν ἐκεινῶν η περιουσία
βρίσκεται σὲ κίντυνο,
-
χάνουμ’ ἐμεῖς τὸν ὕπνο µας !...
-
Ὁ πρῶτος, βλέπετε, πολιτικὸς
καὶ παραλὴς τῆς ᾿Αθήνας
-
ὕψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια
τοῦ φλομωμένου πλήθους
-
τὴν ἀτιμία τῶν ὀλίγων σὲ χρέος,
-
µεγαλεῖο καὶ δόξα τῶν πολλῶν,
-- τῆς Πατρίδας !
-
Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπε νὰ δώσουμε
τὴ ζωή µας γιὰ τοὺς «ἀρίστους»,
-
ἂν θέλαµε νὰ σώσουμε
τὴν πείνα µας τὴν παντοτινὴ
-
καὶ τὸν ὕπνο µας τὸ µακάριο,
γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αἰώνιο !...
-
Καταλάβατε :
-
Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰς τὸ ἔξηγῶ.
-
Μὰ τότες η µέσα µου φωνή τοῦ κοπαδιοῦ,
-
-- τὸ δαιμόνιο --- δὲ μ᾿ ἄφηνε
νὰν τὸ νιώσω.
-
"Ἔβρισκα μάλιστα,
πὼς καλὰ μᾶς τά λεγε ὁ γέρος,
-
γιατὶ συμφωνούσανε μὲ τὴν...
ἀπόλυτη Λογική !
-
Σὰν ἄρχεψε νὰ μοῦ στρίβει,
νὰ ψυχανεμίζοµαι, πὼς δὲν κρίνω σωστὰ
-
καὶ πὼς τὸ μυαλό µου κάνει νερά,
-
ὁ φύλακας ἄγγελός σας ἔσφιξε
τὴ βρακοζώνα του κι ἄνοιξε τὰ φτερά του
-
καὶ πέταξε τρίζοντας τὰ δόντια του.
Οὔστ !...
-
Μὰ πάλε δὲν ησύχασα !
-
Μόλις ἔφυγε, κι ἄρχεψε νὰ μὲ τρώει
ἄλλο σαράκι.
-
Ο μετανιωμὸς γιὰ τὸ κακό, ποὺ ἔκανα
καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου
-
καὶ στοὺς µελλούμενους,
-
ὅσο θὰ κυβερνᾶνε τὸν κόσμο
τ᾽ ἄδικο κ᾿ η ψεφτιά.
-
Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
-
Έπρεπε νὰ διορθώσω τὸ κακό !
-
Καὶ νὰ τί θά κανα, ἂν δὲν προλαβαίνατε
νὰ μὲ σκοτώσετε.
-
Τὸ λαρύγγι του στέγνωσε.
-
Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό,
μὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ ποτήρι καὶ νερό!
-
Not Synced
Κάποιος ἀστεῖος τοῦ φώχαξε :
-
Not Synced
«Δὲν καταπίνεις τὴν κλεψύδρα
νὰ τελειώνουμε ;»
-
Not Synced
Χάχανα καὶ θόρυβος.
-
Not Synced
Πολλοί, ποὺ κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι
-
Not Synced
κι ἀρχίσανε νὰ γρυλλίξουν.
-
Not Synced
"Αλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα
τοῦ κλητήρα νὰν τοὺς πεῖ,
-
Not Synced
πόσο νερὸ µνέσκει ἀκόμα µέσα στὸ λαγήνι.
-
Not Synced
'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ὕστερα
σηκώνοντας τὸ δεξί του χέρι
-
Not Synced
ἔσυρε δυὸ τρεῖς φορὲς τὸ µεγάλο δάχτυλο
πάνου στὸ δέφτερο κόµπο τοῦ δείχτη.
-
Not Synced
"ο Σωκράτης κατάπιε τὸ σάλιο του καὶ ξακολούθησε.
-
Not Synced
Γι ἀφτὰ ποὺ δίδαξα, θά πρεπε νὰ μὲ κάνετε
χρυσόνε καὶ νὰ μὲ προσχυνᾶτε.
-
Not Synced
Gι’ ἀφτὰ ποὺ θά κανα, ἂν ἐζοῦσα,
θά πρεπε μὲ τὸ δίκιο σας
-
Not Synced
ὄχι νὰ μὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰ νὰ μὲ
κοπανίσετε ζωντανὸ µέσα στὸ γουδί,
-
Not Synced
ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θὰ κοπανἰσει
τὸ «ἤνωνα τὸν Ελεάτη,
-
Not Synced
γιὰ νὰ μάθει νὰ διδάσκει τὴν ἀρετὴ
ὅσο θέλει,
-
Not Synced
μὰ νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὴν παλιανθρωπιὰ
τῶν ἀρχόντων.
-
Not Synced
Θά πρεπε νὰ μοῦ κόψετε τὴ γλώσσα,
-
Not Synced
καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θὰ κόψει
τὴ γλώσσα τοῦ ᾿Υπερείδη τοῦ ρήτορα,
-
Not Synced
γιὰ νὰ µάθει, πὼς μπορεῖ νὰ προδίνει
τὴν πατρίδα του,
-
Not Synced
μὰ δὲν κάνει νὰ βρίζει
καὶ τὸν ξένο µισθοδότη...
-
Not Synced
Θά µουνα πραγματικὰ ἐπικίντυνος
στὴ δηµόσια τάξη,
-
Not Synced
στὸ «συμφέρον τοῦ κρείττονος».
-
Not Synced
Καἱ νὰ ρίχνατε τὸ κουφάρι µου
μακριὰ στὸν Κορινθιακὸ
-
Not Synced
η σὲ χανένα φαράγγι τοῦ Κιθαιρώνα
-- «μὴ ταφήναι ἐν γη ἁττικῇ»
-
Not Synced
Δὲν ὑπάρχει µεγαλύτερη ἀτιμία καὶ
προδοσία ἀπὸ τὸ νὰ λὲς τὴν ἀληθεια !...
-
Not Synced
Θὰ πήγαινα, ποὺ λέτε, στοὺς λαϊκοὺς
µαχαλάδες τῆς ᾽Αθῄνας,
-
Not Synced
στὰ βρωμοχώρια τῆς ᾽Αττικῆς
ἀπὸ τὶς Κάβο Κολόνες
-
Not Synced
ἴσαμε τὰ Κούντουρα
κι ἀπὸ τὴν Μούλουρη ἴσαμε τὸ Καπαντρίτι.
-
Not Synced
Θὰ κατέβαινα στὰ σκοτεινὰ χαµόσπιτα,
γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα,
-
Not Synced
θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα τῆς φτωχολογιᾶς,
-
Not Synced
στὰ καρβουνιάρικα τοῦ λιμανιοῦ,
γιοµάτα λέρα καὶ βόχα.
-
Not Synced
Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολἰτες !
-
Not Synced
Αφτὸς ὁ τόπος, κι ἄν ἀκόμα
βρισκότανε στη Σκυθία,
-
Not Synced
ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ
µάβρα σύνεφα
-
Not Synced
καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια,
-
Not Synced
πἆλε θά τανε ὁ καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους,
γιατὶ τὸ θέλ᾽ η καρδιά σας.
-
Not Synced
Είναι η πατρίδα.
-
Not Synced
Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα
δικό σας µέσα σ᾿ ἀφτῆνε :
-
Not Synced
χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα,
θεοὶ χ᾿ ἐξουσία, σκέψη καὶ θέληση
-
Not Synced
--- ὅλα ξένα !
-
Not Synced
Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος,
ὅσο νὰ τρυπώνετε ζωντανοὶ
-
Not Synced
καὶ νὰ θάβεστε πεθαμένοι
-
Not Synced
καὶ τόση λεφτεριά, ὅσο νὰ κάνετε
τὴ φυσική σας ἀνάγκη στη ρεματιά,
-
Not Synced
ὅταν δὲ σᾶς βλέπει χὠροφύλακας...
-
Not Synced
Καὶ ὅταν βυθίζετε τὸ μάτι σας
πέρα στὸ γαλάζιο πέλαγος,
-
Not Synced
ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες
-
Not Synced
κουβαλώντας ἀπὸ τὸ στόµα τοῦ Νείλου
κι ἀπ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο
-
Not Synced
κι ἀπ᾿ τὶς Ἡράκλειες στῆλες
σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες,
-
Not Synced
περηφανέβεστε,
πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «ἐθνικά !»
-
Not Synced
Καὶ κανένας δὲ συλλογᾶται,
πὼς ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ
-
Not Synced
μαζέβονται σὲ λίγα χέρια.
-
Not Synced
Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαῖοι καὶ Μορθιανοὶ
σᾶς σκοτώνουνε μιὰ φορὰ
-
Not Synced
οἱ ξένοι’ μὲ τὰ χέρια τ᾽ ἀδερφικὰ σᾶς
σφίγγουνε τὸ καρύδι τοῦ λαρυγγιοῦ
-
Not Synced
σ᾿ ὅλη σας τὴ ζωὴ καὶ σᾶς δολοφονοῦνε
κάθε µέρα.
-
Not Synced
"Οχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
-
Not Synced
μὰ χι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας
εἶναι δικά τους».
-
Not Synced
Ὕστερα θὰ πῄγαινα
στὰ νταμάρια τῆς Πεντέλης,
-
Not Synced
στὶς μίνες τοῦ Δασκαλειοῦ καὶ τοῦ Λάβριου,
στοὺς ταρσανάδες τοῦ Περαία,
-
Not Synced
στὶς φάμπρικες, ποὺ φκιάνουνε σκουτάρια
καὶ λουρίκια τοῦ πολέμου -- στοὺς δούλους!
-
Not Synced
Θὰ κατέβαινα στ᾽ ἀμπᾶρια τῶν καραβιῶν,
ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
-
Not Synced
(ἄσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
μὲ τὸ πυρωμένο σίδερο)
-
Not Synced
βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους
-
Not Synced
καὶ ξεφωνίζουν ἀπὸ τὰ χτυπήµατα
τοῦ βούρδουλα,
-
Not Synced
σὰν τύχει καὶ λιγοθυµίσουν
ἀπὸ τὴν κοὐραση.
-
Not Synced
θὰ πηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια,
σὰν τοῦ ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά,
-
Not Synced
ὅπου ζεμένοι μὲ τὰ καματερὰ
ὀργώνουνε τὰ κατσάβραχα καὶ τὰ πουρνάρια.
-
Not Synced
θὰ πήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα,
στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες,
-
Not Synced
ὅπου σηκώνουνε μὲ τὰ χέρια τους
στὸν ἀψηλὸ οὖρανὸ
-
Not Synced
τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς
τοῦ πνεµατός σας, τοὺς Παρθενῶνες.
-
Not Synced
Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα :
-
Not Synced
«Θρακιῶτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ
καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί !
-
Not Synced
Οἰκέτες, θεράποντες, ἐπιστάτες,
παιδαγωγοί, τσογλάνια.
-
Not Synced
Μαντινοῦτες τοῦ γυναικωνίτη
κι ἅγιες πόρνες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων.
-
Not Synced
Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ἰδιωτικοί.
-
Not Synced
'Ἡ ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
πὼς εἴσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
-
Not Synced
Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε
τὸ σπέρµα τοῦ πατέρα σας
-
Not Synced
νὰ σᾶς γεννήσει τέτιους.
-
Not Synced
Ἡ τὐχη σᾶς ἔκανε κι η συνήθεια
σᾶς ἀποτέλειωσε.
-
Not Synced
Εἴσαστε σκλάβοι ἐσεῖς,
γιὰ νά μαστ᾽ ἐμεῖς οἱ λέφτεροι.
-
Not Synced
Σηχκῶστε τὸ κεφάλι καὶ κοιτάχτε
τὸν ἀνοιξιάτικο ουρανὀ.
-
Not Synced
Ἔχετε ξεχάσει τὸ βάθος καὶ τὸ χρῶμα του.
-
Not Synced
Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ἀκρογιάλια
κι ἀστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος.
-
Not Synced
Κάποτες εἴσαστε καὶ σεῖς λέφτεροι
κι ἄδικοι,
-
Not Synced
γιὰ νὰ γίνετ ἐδῶ σκλάβοι χι ἀδικημένοι
-
Not Synced
--- σεῖς, οἱ προγόνοι σας, ἀδιάφορο !
-
Not Synced
Εϊσαστε τὸ µεγάλο ψυχομέτρι.
-
Not Synced
Νιῶστε τὴ δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθεῖτε
μὲ τοὺς ἀδικημένους λέφτερους.
-
Not Synced
Νὰ σηκώσετε μοναχὰ τὰ σφυριά, τὰ δρεπάνια,
τὰ πελέκια, τὰ κρικέλια σας
-
Not Synced
καὶ θὰ γίνει κουρνιαχτὸς ὁλάκερ'
η δημοκρατία τῶν “ἀρίστων”
-
Not Synced
Νὰ τοὺς πάρετε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ νὰ τοὺς
βάνετε νὰ δουλέβουνε, γιὰ νὰ τρῶνε».
-
Not Synced
-- «Καὶ νὰ καθόμαστ᾽ ἐμεῖς»,
-
Not Synced
θ᾽ἀπαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι
νὰ σέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ
-
Not Synced
μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ
ξεκοιλιάζουνε τοὺς ἀδύνατους.
-
Not Synced
-- «Όχι», θὰ φώναζα ἐγώ.
-
Not Synced
«Θὰ δουλέβουνε κ᾿ ἀφτοὶ καὶ σεῖς.
-
Not Synced
Κοινή δουλειά, κοινὰ τ᾽ ἀγαθὰ
κι ἡ λεφτεριά...»
-
Not Synced
-- «Αμ τότες ἂς λείπει τέτια λεφτεριά.
Δὲ μᾶς κάνει...»
-
Not Synced
-- «Μην πειράζεστε !
Σὰν ἔρτει κείν᾽ ἡ ὥρα,
-
Not Synced
θὰ μπεῖτε σὲ δρόµο νὰ γίνετε ἀνθρῶποι·
νὰ λυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη,
-
Not Synced
τὸ σῶμα σας, τὴν ψυχή σας
καὶ τὸ πνέµα σας».
-
Not Synced
-- «Ποιοί, µωρέ, θὰ μᾶς βάλουνε σὲ δρόµο ;»
πάλε θὰ ξεφωνούσανε.
-
Not Synced
-- «Οἱ Σκύθες !».
-
Not Synced
Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ
σὰ ρουκέτα :
-
Not Synced
«Τέλειωσε τὸ νερό !» Εἴταν ὁ κλητήρας.
-
Not Synced
Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν ἀπάνου μ᾿ὁρμὴ
ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας
-
Not Synced
καὶ τρέξαν ὅλοι πατεῖς µε πατῶ σε κατὰ τὴν πόρτα.
-
Not Synced
Δὲν εἴτανε πυρκαϊά. Δὲν εἴτανε σεισμός.
-
Not Synced
Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
ἀναμεταξύ τους
-
Not Synced
ποιὸς θὰ πάει πρῶτος στὸ ταμεῖο
νὰ πάρει τὸ µιστό του !
-
Not Synced
᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητῆρες ὁρμήσανε
κατὰ τὴν πόρτα γιὰ τὴν ἴδια δουλειὰ
-
Not Synced
κι ἀφήσανε τὸ Σωκράτη µοναχό του
πάνου στὸ βῆμα νὰ πικρογελᾶ.
-
Not Synced
Καὶ κεῖνος, μὲ τὴν παντοτινή του γαλήνη
στὴν ψυχἠ καὶ στὸ πρόσωπο,
-
Not Synced
κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ βῆμα
παρακάλεσε τὸν Πλάτωνα,
-
Not Synced
ποὺ στεκότανε σαστισµένος ἐκεῖ κοντά,
νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή :
-
Not Synced
«Δὲν ξέρω, καημένε, µήτε ποῦ βρίσκεται
µήτε κι ἀπὸ ποιὸ δρόµο πᾶνε !»