-
-
Κοιμήσου αδελφούλα μου,
κοιμήσου.
-
Κοιμήσου βαθειά,
στο σκοτάδι.
-
Όλα τα ποτάμια
καταλήγουν στη θάλασσα,
-
κοιμήσου αδελφούλα μου
για χάρη μου.
-
Ονειρεύσου αδελφούλα μου,
ονειρεύσου.
-
Ονειρεύσου, εγώ είμαι εδώ.
Δές τα όνειρά σου.
-
Όλα όσα θές να γίνεις,
-
αδελφούλα μου,
ονειρεύσου για χάρη μου.
-
Κάπου υπάρχουν λιβάδια.
-
Κάπου υπάρχουν υψώματα.
-
Κάπου τα άλογα τρέχουν,
-
και τα πρόβατα μένουν ακίνητα.
-
Κοιμήσου αδελφούλα μου,
κοιμήσου.
-
Κράτα το χέρι μου
και κοιμήσου βαθειά.
-
Ποτέ δεν θα φύγω απ΄το πλευρό σου,
-
Αδελφούλα μου
κλείσε τα μάτια σου.
-
Κριστίν!
Λία! Γλυκό μου!
-
Πώς τα κατάφερες?
Σσσσ. Μετά.
-
Πολύ καλά.
-
150 φράγκα το μήνα,
-
τις Κυριακές ελεύθερη μέχρι τις 4.
-
Δεν το πιστεύω!
-
Πώς το έκανες?
-
Πώς τους έκανες όλους να συμφωνήσουν?
-
Της είπα οτι έτσι θα της στέλνουμε
περισσότερα χρήματα.
-
Είσαι τόσο έξυπνη,
είσαι τόσο ευφυής.
-
Τους είπα οτι μέχρι να μάθεις
θα έπρεπε κάποιος να σε προστατεύει.
-
Κι αυτή είσαι εσύ, Κριστίν!
-
Το δωμάτιο είναι κρύο.
-
Λοιπόν, καλή μου
-
Τί νομίζεις?
Σχετικά με τί, μαμά?
-
Τι εννοείς,
''σχετικά με τί, μαμά;''
-
Για αυτήν! Για τί άλλο;
-
Δεν έχεις ούτε μια γνώμη
να εκφέρεις, Ιζαμπέλ;
-
Ξέρεις πόσο εκτιμώ την γνώμη σου.
-
Ναι, μαμά. Ξέρω.
-
Θυμάσαι πώς με φώναζες?
-
Τα πόδια μου ακόμα παγώνουν το βράδυ,
γίνονται σαν παγάκια.
-
Ακόμα το έχεις αυτό το παλιό πράγμα;
-
Δεν με νοιάζει,
δεν είναι δικό μου θέμα.
-
Δεν σου αρέσει?
-
Ποτέ δεν μου άρεσε το πλέξιμο της μαμάς.
Είναι φτηνό.
-
Κριστίν, τι συμβαίνει?
-
Αν θέλεις θα το πετάξω,
δεν με ενδιαφέρει...
-
Χαίρομαι τόσο που είμαι μαζί σου.
-
Κι εγώ χαίρομαι, κρυόγατσουλό μου.
-
Είμαστε μαζί τώρα,
μόνο αυτό μετράει.
-
Θα ρίξουμε την κουβέρτα εδώ πέρα.
-
Αδελφές
-
Και δύο στην τιμή της μίας,
σχεδόν.
-
Κάνω καλή οικονομία.
-
Και δεν ήθελαν κάν ξεχωριστά δωμάτια.
-
Μόνο αυτή τη απόμερη τρύπα.
-
Δεν της φαίνεται οτι μεγάλωσε στις καλόγριες.
Τέτοιο κέντημα, τέτοιο εργόχειρο...
-
Μόνο πλέξιμο,
αυτό τις διδάσκουν.
-
Δεν χρειάζεται να σε πηγαίνουμε
στην μοδίστρα πλέον.
-
Τι ευτυχία!
-
Κοίταξε αυτό το ρόζ!
-
Φωτίζει το δωμάτιο.
-
Της άρεσε. Το είδες?
Της αρέσει ό,τι κι αν φτιάχνεις.
-
Τα παρατηρεί όλα.
-
Αυτό φαίνεται νοστιμότατο!
-
Φυσικά, σου αρέσει το μοσχάρι.
-
Εσένα όχι?
-
Το ξέρεις πως όχι.
-
Είναι τόσο βαρύ
στη μέση της ημέρας.
-
Εξάλλου, άκουσα οτι καταστρέφει
την επιδερμίδα.
-
Πού το άκουσες αυτό?
-
Το διάβασα.
-
Ιζαμπέλ, αν συνεχίσεις έτσι,
θα καταστρέψεις το δείπνο μου.
-
Περίμενε να έρθουν οι Μπλανσάρ
για βραδινό.
-
Η καλύτερη κουζίνα που είχαμε
εδώ και χρόνια.
-
Δεν έχεις ιδέα πόσο τυχερές είμαστε,
Ιζαμπέλ.
-
Οι καλύτεροι υπηρέτες είχα
στην ζωή μου!
-
Η μεγαλύτερη με ενθουσιάζει.
-
Ποτέ δεν είχα καλύτερη.
-
Απολύτως αξιόπιστη.
-
Μου αρέσει η μικρότερη.
-
Είναι αρκετά όμορφη.
-
Απλώς, πολύ ήσυχη.
Όχι οτι είναι κακό αυτό.
-
Ήσυχη; Ποτέ δεν μιλάει!
Καμμία τους δεν μιλάει.
-
Λοιπόν
-
υποθέτω οτι πρέπει...
-
να τα λένε μεταξύ τους.
-
Δεν μπορώ να φανταστώ τι λένε.
-
Λοιπόν.. ίσως προσεύχονται.
-
Έτσι είναι όταν έχεις μεγαλώσει
με τις καλόγριες.
-
Σταμάτα τώρα, Ιζαμπέλ.
Κοίτα το πιάτο σου.
-
Είναι τόσο διακριτικές.
-
Δεν δείχνουν το παραμικρό.
-
Δεν ξέρεις πώς είναι να έχεις
μια περίεργη υπηρέτρια.
-
Να έχεις κάποια που
ανακατεύεται στα πράγματά σου.
-
Όταν ο πατέρας σου κι εγώ
-
Θεός σχωρέστ'τον
-
ήμασταν νιόπαντροι
Ώ, ήταν αυτή μία!
-
Αλλά αυτές οι δυό είναι αλλιώτικες.
-
Να θυμάσαι τα λόγια μου.
-
Είμαστε τόσο τυχερές, Λία.
-
Στα άλλα σπίτια που ήμουν,
παρέμβαιναν στην κουζίνα.
-
Η κυρία γνωρίζει την θέση της.
-
Η κυρία ελέγχει τα πάντα.
Μου αρέσει αυτό.
-
Αλήθεια; Εμένα με τρομάζει
ο τρόπος που μας τσεκάρει.
-
Ω, όχι. Μ'αρέσει.
Το προτιμώ έτσι.
-
Η κυρία είναι τόσο ακριβής,
τόσο προσεκτική.
-
Αλλά δεν μας αφήνει να πάρουμε μια ανάσα.
-
Γιατί θα'πρεπε; Σπίτι της είναι.
-
Βλέπεις, όλη η πόλη θα μας ζηλεύει.
-
Έχουμε διαμάντα στη δούλεψή μας,
Ιζαμπέλ. Δύο διαμάντια.
-
Εμπρός, Λία.
-
Έλα.
-
Χθές έπλυνα τα κάγκελα. Το είδες;
- Το είδα.
-
Δεν σε απογοήτευσα, έτσι;
Λυπάμαι που ήρθα εδώ.
-
Λία, μην είσαι ανόητη.
-
Ίσως να ήταν λάθος.
Καθυστερώ τις δουλειές σου.
-
Κόφ'το, Λία.
-
Είσαι τόσο γρήγορη!
-
Η αδελφή Βερόνικα έλεγε,
οτι ποτέ δεν θα γίνω τόσο γρήγορη όσο εσύ.
-
Η αδελφή Βερόνικα... τι ξέρει αυτή!
-
Όταν ήσουν στην Αγία Μαρία,
πίστευες οτι τα ξέρει όλα.
-
Αυτό ήταν πρίν από καιρό.
Τα έχω ξεπεράσει πια όλα αυτά.
-
Όταν ήμουν στην Αγία Μαρία,
-
φοβόμουν μέχρι και να κατέβω τις σκάλες
όπως οι υπόλοιπες.
-
Δεν μπορούσα ποτέ να κουνήσω
το αριστερό μου πόδι.
-
Πάντα ήταν το δεξί, το δεξί...
-
Ζήλευα τις άλλες που έτρεχαν στις σκάλες,
όταν εμένα που έπαιρνε μια αιωνιότητα.
-
Κριστίν
-
Πές μου μια ιστορία.
-
Μόνο μια, πρίν κατεβούμε κάτω.
-
Ποιά?
Εμ από τότε που ήμουν μικρή.
-
Ακόμα είσαι μικρή.
Όχι, εννοούσα πολύ μικρή.
-
Εκείνη με το άλογο.
Δεν βαριέσαι ποτέ να την ακούς?
-
Όχι, πές μου.
-
Όταν ήσουν τόση δα μικρούλα,
-
η μαμά με έστειλε έξω
για να αγοράσω ψωμί.
-
Εσύ ήρθες μαζί μου,
όπως έκανες πάντα.
-
Και όπως περπατούσαμε, άφησες το χέρι μου
και έτρεξες στους δρόμους.
-
Λέγε το αργά,
πηγαίνεις πολύ γρήγορα.
-
Ήταν ένας μακρύς, στενός δρόμος.
Θυμάσαι; Σε έναν λόφο.
-
Και στην κορυφή του λόφου,
μία άμαξα και ένα άλογο
-
κατέβαιναν καλπάζοντας,
προς το μέρος σου.
-
Έτρεξα μέσα στο δρόμο,
σε τράβηξα μαζί μου.
-
Και πέσαμε μαζί στο αυλάκι του δρόμου.
-
Τι φασαρία που έκανε η άμαξα
όταν πέρασε δίπλα μας!
-
Και όλοι τσίριζαν.
-
Όταν σηκωθήκαμε όρθιες,
και οι δύο αιμορραγούσαμε.
-
Όμως ήταν η ίδια πληγή.
-
Ξεκινούσε στο χέρι μου,
-
και συνέχιζε κάθετα,
φτάνοντας στον καρπό σου.
-
Κοίτα, ακόμα την έχουμε.
-
Και η μαμά, τι είπε;
- Η μαμά; Ξέρεις πως είναι.
-
Μας φώναξε.
-
Και μετά τι συνέβη?
-
Μετά, ήταν μια γύφτισσα.
-
Την έλεγαν τρελο- Μαργαρίτα.
Και τί είπε;
-
Ω, μα το ξέρεις πολύ καλά.
Αλλά πές το μου πάλι, Κριστίν.
-
"Είναι δεμένες για μια ζωή",
είπε. "Δεμένες με αίμα."
-
Ασε με να δώ, Ιζαμπέλ.
-
Ωραίο, πολύ ωραίο.
Δένουν μαζί, κομμάτι-κομμάτι.
-
Ξέρεις, δεν μπορείς να βιαστείς
σε αυτά τα πράγματα καλή μου. Πίστεψέ με.
-
Μια τσάντα σαν αυτή θα έπαιρνε...
δύο χρόνια.
-
Ίσως και περισσότερα.
-
Αλλά δεν υπάρχει βιασύνη, σωστά;
-
Κανένας λόγος βιασύνης.
-
Έχεις όλο τον χρόνο μπροστά σου.
-
Ακουσε την βροχή!
-
Βρέχει έτσι εδώ και μια βδομάδα.
-
Θα μπορούσε να βρέχει για ένα μήνα.
Είναι ό,τι πρέπει.
-
Ακούς τι σου λέω, Ιζαμπέλ;
-
Ακούω, μαμά.
-
Ίσως να ανεβούμε στο Παρίσι φέτος.
-
Μαμά, μπορούμε?
Για λίγα ψώνια.
-
Μαμά, πότε;
-
Ω, δεν ξέρω.
-
Τα πράγματα που φοράνε στο Παρίσι
-
δεν θα έδειχνες ωραία
με αυτά τα ρούχα, Ιζαμπέλ.
-
Το ξέρεις πως όχι. Πώς θα μπορούσες;
Ούτε εγώ δεν θα έδειχνα ωραία με αυτά.
-
Δώσε μου το ψαλίδι αν μπορείς.
-
Εκεί, πίσω σου.
-
Στο τραπέζι.
-
Τι έχεις πάθει, εσύ;
-
Όχι, όχι
-
Εξάλλου, δεν μου αρέσει να φεύγω από το σπίτι.
-
Γιατί, μαμά;
Τι θα πάθει αν το αφήσουμε;
-
Πολλά μπορούν να συμβούν σε ένα σπίτι,
όταν δεν είσαι εκεί.
-
Το Παρίσι
-
Νομίζω οτι πρέπει να αποφύγουμε
το Παρίσι για φέτος.
-
Δεν χρειάζεται να τα δώσεις όλα στην μαμά.
-
Δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε εκεί
κάθε Κυριακή.
-
Μα η μαμά το χρειάζεται. Η μαμά-
Η μαμά, η μαμά Πάντα η μαμά!
-
Κριστίν, τι ?
-
Όταν ήμου μικρή,
την ενοχλούσα όταν έκλαιγα.
-
Με ξεφορτωνόταν
όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
-
Επρεπε να δουλέψω, να βγάλω λεφτά.
Και μου τα έπαιρνε όλα.
-
Με έστελνε σε ένα μέρος,
και πρίν συνηθίσω μου άλλαζε σπίτι.
-
Ω, ναι, η μαμά
Η αγαπημένη, ακριβή μαμά!
-
Εμπρός, Λία. Ας μην κάνουμε
την μαμά να περιμένει.
-
Ποιός είναι?
Σσσσ!
-
Ασε με να ακούσω.
-
Ποιός μπορεί να είναι με τέτοια βροχή?
-
Ω, ταχυδρομείο.
-
Κάτι για μένα, μαμά?
-
Για κοίτα εδώ!
-
Χωρίς διεύθυνση αποστολέα.
-
Από ποιόν θα μπορούσε να είναι?
-
Λοιπόν, δεν είναι προσκλητήριο γάμου.
Ίσως για κηδεία.
-
Από ποιόν είναι επιτέλους?
-
Αλλο ένα γράμμα από τους μικρούς
Βοσκούς του Βουνού.
-
Δεν θα σταματήσουν ποτέ
να μας ζητούν χρήματα?
-
Αυτά τα παιδιά θα πρέπει να τρώνε
με χρυσά κουτάλια!
-
Αλήθεια πιστεύεις οτι θα βρέχει έτσι
όλο τον χειμώνα;
-
Καλά, ποτέ δεν ξέρεις.
-
Όμως έτσι δείχνει, σωστά;
-
Έστω, μην παραπονιέσαι Ιζαμπέλ.
Τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να βγούμε έξω.
-
Τι είναι, Λία;
Κι άλλο γράμμα από την μαμά;
-
Εμπρός λοιπόν, διαβασέ το.
-
Θα το διαβάσω μετά.
Διάβασέ το τώρα.
-
Διάβασέ το δυνατά!
-
"Λία, κουταβάκι μου,
μικρό μου περιστέρι."
-
"Ξέρω οτι θα σε δώ την Κυριακή
μαζί με την Κριστίν, ωσ συνήθως "
-
"όμως μου λείπεις, μικρή Λία."
-
"Πάντοτε θα είσαι η μικρή μου."
-
Καημένη μαμά.
-
Κριστίν, η μαμά--
Η μαμά, τι?
-
"Δεν μπορείς να έχεις τα μαλλιά σου
έτσι, Λία."
-
"Όλα αυτά τα μακριά μαλλιά, σαν κορίτσι."
-
"Την άλλη Κυριακή θα σου τα διορθώσω.
Θα είναι καλύτερα έτσι. "
-
"Όχι όπως της Κριστίν,
που πέφτουν μέσα στην σούπα."
-
"Αλλιώς ζήτα από την Κριστίν να στα φτιάξει,
αλλά να είναι μαλακή."
-
Δεν ξαναπάω ποτέ πίσω.
-
Μπορείς να πας εσύ αν θέλεις.
Ξέρεις οτι δεν θα πήγαινα χωρίς εσένα.
-
Ακόμα νοιάζεσαι γι'αυτήν.
-
Σε αγαπάει.
-
Η μαμά σε αγαπάει κι εσένα.
Απλώς--
-
Τι;
-
Σε φοβάται.
Με φοβάται?
-
Ποτέ δεν με υποστηρίζεις εμένα!
-
Καλά κάνεις όμως. Υπερασπίσου την
πάρε το μέρος της, όπως πάντα.
-
Μην θυμώνεις μαζί μου.
-
Δεν θυμώνω με εσένα.
Το πρόσωπό σου είναι τόσο--
-
Πώς?
Πώς είναι το πρόσωπό μου?
-
Δεν έχει τίποτα το πρόσωπό σου.
-
Μόνο που
-
Δεν έχει τίποτα το πρόσωπό σου.
Είναι όμορφο!
-
Θα σε χτενίσω,
όπως εκείνη θέλει.
-
Αν δεν γυρίζαμε πίσω,
-
θα μπορούσαμε να περνάμε τις Κυριακές μαζί,
οι δυό μας μόνο.
-
Θα κουβεντιάζαμε, θα πηγαίναμε στο σταθμό
για να βλέπουμε τα τρένα.
-
Θα καθόμασταν στο πάρκο
-
Αλλά δεν θα σου άρεσε αυτό,
έτσι δεν είναι;
-
Θέλεις να πάς εκεί,
έτσι δεν είναι;
-
Έτσι δεν είναι, Λία;
-
Έτσι είναι ωραία.
Έτσι τα θέλει.
-
Δεν σου αρέσουν;
-
Τα μισώ!
-
Σταμάτα, σε παρακαλώ!
-
Τα μισώ!
-
Είμαι ένα τέρας, έτσι?
-
Όπως λέει κι εκείνη.
-
Δεν είσαι τέρας.
-
Έλα
-
Ασε με να
-
Ασε με να τα φτιάξω.
-
Σε παρακαλώ.
-
Σε παρακαλώ.
-
Τι εννοούσες οταν έλεγες
οτι το πρόσωπό μου είναι όμορφο;
-
Αυτό που είπα.
-
Τι όμορφο υπάρχει σε αυτό;
-
Πές μου ένα πράγμα.
-
Αυτή τη φορά δεν θα τα δώσουμε όλα στην μαμά.
-
Κριστίν, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω.
-
Εσύ μπορείς, Λία.
Ποτέ δεν θα πάψει να σε αγαπάει.
-
Μα γιατί να μην κρατήσεις
τα χρήματά σου για σένα;
-
Θα σε συγχωρέσει, θα δείς.
Πάντα σε συγχωρούσε.
-
Και, Λία
-
Ξέρεις τι θα κάνουμε με τα χρήματα;
-
Θα τα φυλάξουμε.
Θα κάνουμε οικονομία στο εξής.
-
Θα τα βάλουμε μαζί,
δικά σου και δικά μου, οι οικονομίες μας...
-
και μια μέρα μια μέρα
-
Κοίτα.
-
Να θυμάσαι τι σου είπα.
-
Από δω και πέρα, θα περνάμε μαζί
τις Κυριακές μας, οι δυο μας μόνο.
-
Και, Λία. Εσύ θα αποφασίσεις.
Θα κάνουμε ό,τι θέλεις εσύ.
-
Υποσχέσου.
-
Το υπόσχομαι.
-
Κράτα αυτό.
-
Τράβα!
-
Τράβα!
-
Τράβα!
-
Αρκετά, πρέπει να πάμε κάτω.
-
Μα δεν είναι ώρα ακόμα.
Δεν θες να παίξουμε άλλο λίγο;
-
Πώς σου φαίνεται το δικό μου?
-
Θαυμάσιο.
-
Λοιπόν οι δυό μας, μπορώ να πώ
ότι φτιάχνουμε ένα δίδυμο.
-
Εμπρός.
-
Εμπρός, πόση ώρα έχουμε.
Βιάσου! Την πόρτα.
-
Κοίτα αυτή τη ραφή.
-
Ποτέ δεν θα κεντήσω σαν εσένα.
-
Όλα αυτά τα χρόνια με τις αδελφές
ποτέ δεν έμαθα.
-
Οι αδελφές δεν ξέρουν
πώς να σε διδάξουν.
-
Θυμάσαι όταν σε επισκεπτόμουν
στο μοναστήρι;
-
Με περίμενες στην είσοδο.
-
Ήσουν τόσο μικρή
και ταυτόχρονα τόσο πεινασμένη.
-
Ακόμα είσαι πεινασμένη
όλη την ώρα.
-
Κριστίν.
Μμμ?
-
Μπορώ
-
Μπορείς τι;
-
Μπορώ να δώ την δαντέλα;
-
Φυσικά και μπορείς.
-
Είναι όλο δικό σου.
-
Κανένας δεν ράβει όπως εσύ.
-
Κοίταξε.
-
Είναι σχεδόν έτοιμο.
-
Δοκίμασέ το.
-
Δεν το θέλεις;
-
Ναι, θέλω.
-
Θα κλείσω τα μάτια μου.
-
Θέλω να είναι έκπληξη.
-
Κριστίν
-
Μπορείς να δείς τώρα
-
Είναι πανέμορφο.
-
Εσύ είσαι πανέμορφη.
-
Κρυώνω.
-
Το ξέρω.
-
Κριστίν!
-
Κριστίν!
-
Κριστίν!
-
Λία, κοίταξέ με.
-
Δεν είναι κάν ραγισμένο.
-
Μην τρομάζεις.
-
Τίποτα δεν έσπασε.
Κοίταξε με!
-
Αγγελέ μου.
-
Και τώρα
-
Γρήγορα!
-
Θα είναι μια ωραία φωτογραφία.
-
Είστε αδελφές, δεν είστε?
-
Ναι.
-
Το μάντεψα αμέσως.
-
Πάντα έτσι σας έντυνε η μαμά σας?
-
Πώς δηλαδή?
Σαν δίδυμες.
-
Όχι δίδυμες. Είμαι πέντε χρόνια
μεγαλύτερη από την αδελφή μου.
-
Πέντε χρόνια;
-
Και η αδελφή σου;
-
Μιλάει ποτέ;
-
Είναι ντροπαλή.
-
Λοιπόν, πάντα ήθελα μια αδελφή,
ντροπαλή ή όχι.
-
Μια αδελφή στέκεται δίπλα σου,
ακόμα κι αν μπλέξεις.
-
Τι ντροπαλό παιδί.
-
Υποθέτω οτι θα είσαι
η αγαπημένη της μητέρασ σου.
-
Όχι, δεν
-
Τι όμορφο χαμόγελο!
-
Είναι ακόμα παιδί, δεν είναι;
-
Παρακαλώ, χαμογελάστε τώρα κι οι δυο.
Και κοιτάξτε με.
-
Έξοχα!
Θα είναι πολύ ωραία.
-
Κανείς δεν θα ξέρει οτι εσείς οι δύο
υπήρξατε υπηρέτριες.
-
Στους Ντανζάρ, δεν δουλεύετε;
Ναι.
-
Ακουσα οτι η κόρη τους
πρόκειται να παντρευτεί σύντομα.
-
Βεβαίως αυτό το ακούω από χρόνια.
-
Κι εσείς οι δύο είστε
σίγουρα διακριτικές.
-
Έλα, Λία. Μην αργείς.
-
Η κυρία Ντανζάρ σας βάζει
να δουλεύετε σκληρά, φαντάζομαι.
-
Σε σχέση με τα χρήματα που βγάζετε.
-
50 φράγκα, είπατε;
Για εσάς κορίτσια, θα πάρω
-
25.
-
50 είπατε,
50 θα σας πληρώσουμε.
-
Καταλαβαίνω.
Μια χαρά.
-
Βιάσου, Λία.
Ευχαριστώ.
-
1, 2, 3, πάμε!
-
Δεν έχω τίποτα να ρίξω.
Ω, δεν είχα δει αυτό το 7.
-
Περίμενε λίγο τώρα.
Μια στιγμή
-
Τι γίνεται εκεί πέρα;
Το 6 είναι ακόμα ακούνητο.
-
Και ένα 9.
Ποιό 9;
-
Το 9 καρό, πάνω στο 10 σπαθι.
Τι έχεις πάθει;
-
Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ!
Τι θέλεις να πεις;
-
Φυσικά μπορείς να συγκεντρωθείς.
Είναι ένα παιχνίδι συγκέντρωσης.
-
Πρέπει να δώσεις σημασία σε
κάθε λεπτομέρεια.
-
Διαφορετικά, θα χάσεις.
-
Τέλειο!
-
Πού είναι αυτός ο άσσος κούπα?
-
Έχω τον άσσο μπαστούνι και το 2 και το 3!
-
Ω, Ιζαμπέλ, πώς μπόρεσες;
-
Κόλλησα πάλι, είναι απίστευτο.
-
Θα αποχωρήσω σε λίγο.
-
Πρόσεξες κάτι?
Δεν ακούγονται πια.
-
Η μεγαλύτερη περνάει από δίπλα μου
σαν να μην είμαι εκεί.
-
Η μεγαλύτερη πάντα ήταν έτσι.
-
Κάθε Κυριακή την περνούν
σε εκείνο το δωμάτιο.
-
Είναι απίστευτο.
-
Και είναι πάντα η μία για την άλλη.
-
Δεν έχουν δεί την μητέρα τους
εδώ και μήνες.
-
Αλλά αυτό είναι καλό.
-
9, 10, βαλές!
-
Τι τρέχει με αυτήν?
-
Πάλι έβαλε πολύ αλάτι!
-
Έχουν ξεχάσει οτι θα έρθουν
οι Φλίντον;
-
Ξέρεις, χθές,
-
όταν επέστρεφα από τους Λουπέν,
-
τις είδα να κάθονται σε ένα πάρκο.
-
Στις 11 το πρωί!
Απίστευτο!
-
Στις 11 το πρωί!
-
Εννοώ, δεν είπα τίποτα,
αλλά κατάλαβαν.
-
Ναι ή όχι?
Εμπρός μαμά, πάρε σειρά.
-
Σπαθιά, αυτό περίμενα!
Ασσος, 2, 3
-
6, 7, 8
-
Κριστίν
-
Μαμά;
-
Το βλέπεις;
-
Φυσικά και βλέπω.
Νομίζεις οτι είμαι στραβή;
-
Τι στην ευχή την κάνει να νομίζει...
-
οτι μπορεί να φοράει τέτοια ρούχα,
ενώ βρίσκεται σε αυτό το σπίτι;
-
Δεν πιστεύω στα μάτια μου!
-
Ένα τέτοιο πλεχτό,
σίγουρα θα κόστισε...
-
αναρωτιέμαι αν τις πληρώνω ακριβά.
-
Μου είπες οτι μπορούσα να το φορέσω.
-
Όταν σου το έδωσα,
ποτέ δεν είπα
-
οτι μπορείς να το φοράς κάτω,
έτσι;
-
Πώς σου ήρθε να το κάνεις;
-
Γιατί να φορέσεις αυτό το πλεκτό
οπουδήποτε έξω από το δωμάτιο μας;
-
Σκεφτόμουν μόνο εμάς.
Λές ψέμματα!
-
Έχω μάτια και βλέπω.
-
Όταν καθαρίζεις τις σκάλες,
το βλέμμα σου πέφτει αλλού.
-
Όταν κεντάς,
τρυπάς τα δαχτυλά σου.
-
Όταν γυαλίζεις το πάτωμα,
σου πέφτει το κερί στα παπούτσια σου.
-
Σπάς τα πιάτα, γδέρνεις τα φλιτζάνια
και καίγεσαι με το σίδερο!
-
Έσπασα αυτό το πιάτο πρίν 6 βδομάδες!
Και το φλιτζάνι;
-
Το φλιτζάνι ράγισε όταν πρωτοήρθα εδώ.
Κάνω την δουλειά μου σωστά.
-
Και κρατιέσαι τέλεια, έτσι δεν είναι;
-
Ο γιακάς σου είναι απέξω,
-
και τα μανίκια σου διπλωμένα κομψά.
-
Και γιατί;
-
Τα κάνεις όλα για εκείνη;
-
Για να σε πάρει μαζί της όταν φύγει;
-
Πάντα έτσι ντυνόμουν!
Κοίταξέ με.
-
Είσαι διαφορετική.
Πίστεψέ με, το ξέρω.
-
Τώρα το βλέπω.
-
Χειροποίητο
-
Αυτό το μαλλί!
-
Δεν πιστεύεις οτι είναι απ'τους Ντιπέν, έτσι;
-
Τι πολυτέλεια!
-
Φαντάσου να την έβλεπε κανείς.
-
Μαμά, υπερβάλλεις.
-
Α,ναι?
-
Α, ναι? Καλή μου, δεν ξέρεις
αυτή την πόλη όπως εγώ.
-
Νομίζεις οτι υπερβάλλω?
-
Όχι, καλή μου.
-
Δεν έχεις ζήσει αρκετό καιρό
εδώ γύρω.
-
Τί σου έλεγα? Τέλειο!
-
Πρέπει να με εμπιστεύεσαι, Ιζαμπέλ.
-
Διάλεξα ποτέ κάτι για σένα
που να μην σου άρεσε?
-
Ενδεχομένως.
-
Μοιάζει καλύτερο στο σπίτι.
-
Φυσικά και είναι. Όλα δείχνουν
ωραιότερα στο σπίτι.
-
Θέλω να δώ τα πρόσωπα ορισμένων,
όταν θα περπατάς-
-
Ω, κατέβασε το χέρι σου Ιζαμπέλ!
-
Θυμήσου πόση ώρα μας πήρε
την τελευταία φορά.
-
Τι γίνεται με το σίδερό μου?
-
Το επισκευάζουμε για δεύτερη φορά
από τον περασμένο Οκτώβρη.
-
Λοιπόν,
-
άλλα 5 φράγκα θα κρατηθούν
από τον μισθό της.
-
Απίστευτο, πόση ώρα θέλει
για μια απλή ραφή.
-
Ξέρεις, αγάπη μου, νομίζω οτι
είναι ιδιαίτερα στενό στον λαιμό.
-
Δεν μπορείς να φοράς τόσο στενά ρούχα,
-
εκτός από το νυφικό σου,
φυσικά.
-
Τώρα πώς θα σε πάω στους Φλίντον
με στραβή ραφή;
-
Ο λαιμός χρειάζεται να χαμηλώσει.
Οπωσδήποτε πιο χαμηλά.
-
Αυτό είναι απίστευτο!
-
Αλήθεια.
-
Με ύφασμα 7 φράγκων το μέτρο.
-
Αλλη φορά θα σε πάω σε μόδιστρο!
-
Δεν υπήρχε τίποτα στραβό στην ραφή!
Τίποτα!
-
Το είδες, ήταν απόλυτα ίσιο.
-
Δεν ήταν?
-
Δεν ήταν?
Φυσικά και ήταν.
-
Βλέπει πράγματα.
Πράγματα που δεν υπάρχουν καν.
-
Αυτή και η κόρη της.
-
Θα φύγεις σωστά?
-
Να φύγω; Πού να πάω;
-
Ακόμα κι αν φύγει, εσύ θα μείνεις εδώ?
-
Λία! Το σκέφτεσαι συνεχώς,
έτσι δεν είναι?
-
Γι'αυτό πάντα είσαι αφηρημένη,
πάντα σκέφτεσαι τον άλλο κόσμο.
-
Δεν υπάρχει άλλος κόσμος, Κριστίν.
Μην στενοχωριέσαι.
-
Ακουσες την κυρία.
Ακουσες τι είπε.
-
Τι ειπε?
Την άκουσες, μην υποκρίνεσαι!
-
Δεν άκουσα τίποτα!
Τίποτα για την κόρη της;
-
Την δεσποινίδα Ιζαμπέλ εννοείς?
Ποιά άλλη?
-
Κριστίν, μην είσαι έτσι,
ακούγεσαι σαν την μαμά.
-
Της χαμογελούσες, σε είδα.
Δεν χαμογέλασα.
-
Υποσχέσου μου οτι δεν θα την ακολουθήσεις
αν φύγει.
-
Αν φύγει. Μπορεί να μην φύγει ποτέ,
να μην παντρευτεί ποτέ.
-
Απλά απάντησέ μου.
-
Απαντησέ μου! Μην λές μόνο
συνέχεια ''Κριστίν!΄΄
-
Είσαι το μόνο που έχω, Λία.
-
Είσαι το μόνο που θα έχω ποτέ.
-
Μερικές φορές σκέφτομαι οτι
δεν θα έχουμε ποτέ αρκετό χρόνο.
-
Μερικές φορές... Κάθε πρωί
φαντάζομαι πράγματα, οτι εσύ...
-
Ω, Λία, δεν θα έχουμε ποτέ
αρκετό χρόνο για εμάς.
-
Έλα, κάθισε μαζί μου.
-
Προσπάθησα να της μιλήσω.
-
Σε ποιά?
Στην αδελφή Βερόνικα.
-
Την περίμενα,
μετά την πρωινή εκκλησία.
-
Την περίμενα.
-
Αλλά δεν ήθελε να μου μιλήσει.
-
Τα παπούτσια της, χτυπούσαν
πάνω στην πέτρα.
-
Και δεν σταματούσε.
-
Δεν γύριζε πίσω.
-
Ποτέ δεν γύρισε να κοιτάξει.
-
Δεν μου το είχες πει ποτέ.
-
Κριστίν.
-
Ναι?
-
Ας υποκριθούμε οτι εγώ είμαι εκείνη.
-
Κλείσε τα μάτια σου.
-
Μπορείς να τα ανοίξεις τώρα.
-
Τις είδες;
Γυρίζουν απ'την εκκλησία.
-
Με αυτά τα λευκά γάντια.
-
Και εκείνα τα καπέλα.
-
Δεν μοιάζουν κάν με υπηρέτριες πλέον.
-
Αλλά χάνουν την ομορφιά τους, καλή μου.
-
Έχεις προσέξει πόσο αδυνάτισαν?
-
Ειδικά η μικρότερη.
-
Και αυτοί οι κύκλοι κάτω από τα μάτια
-
Λες και δεν κοιμούνται ποτέ.
-
Δες αυτό μαμά.
Τι?
-
Εκεί, εκεί πέρα.
Δεν βλέπεις;
-
Εχουν γίνει αδιάφορες.
-
Λία
-
Κάποιος από πίσω μου,
με τραβάει
-
Και πρίν γυρίσω να δω, ξέρω
-
το χέρι της γύρω μου
-
Μπορώ να νιώσω τα λεπτά της κόκκαλα
-
Σσσσ. Προσπάθησε να κοιμηθείς Λία.
-
Με αρπάζει...
μέσα στο σπίτ, και....
-
Τρέχω από γωνιά σε γωνιά, αλλά
-
παντού με πιάνει πρώτη.
-
Κοιμήσου αδελφούλα μου,
κοιμήσου.
-
Ονειρεύσου, είμαι εδώ.
Τώρα δες τα όνειρά σου.
-
Όλα όσα θέλεις να γίνεις..
-
Δεν θα με αφήσεις ποτέ,
έτσι Κριστίν?
-
Δεν θα με αφήσεις?
-
Ονειρεύσου αδελφούλα μου,
ονειρεύσου.
-
Δεν ξέρω αν θα άντεχα να ζήσω
μόνη σε αυτό το σπίτι.
-
Σε κάθε σπίτι.
-
Με ακούς?
-
Φοβάμαι τόσο πολύ.
-
Όταν γυρίσαμε πίσω από το πάρκο,
-
η κυρία μας περίμενε.
-
Δεν φοβήθηκες;
-
Η κυρία δεν μας μιλάει ποτέ πια.
-
Δεν έχει πεί λέξη για βδομάδες.
-
Ποτέ δεν είπε.
-
Κριστίν, ποτέ δεν είπε.
-
Κάπου υπάρχουν λιβάδια,
-
κάπου υπάρχουν λόφοι.
-
Κάπου τρέχουν τα άλογα,
-
και τα πρόβατα μένουν ακίνητα.
-
Κοιμήσου αδελφούλα μου,
κοιμήσου.
-
Μέσα στο σκοτάδι,
κοιμήσου βαθιά.
-
Όλα τα ποτάμια βρίσκουν τη θάλασσα,
-
Αδελφούλα μου,
κοιμήσου για χάρη μου.
-
Κριστίν!
-
Κριστίν!
-
Τι είναι αυτό;
Τι έγινε;
-
Το σίδερο
-
Ήμουν στην μέση μιας
σατέν μπλούζας....
-
Την έκαψες?
-
Τι θα κάνει η κυρία;
-
Τι θα μας κάνει;
-
Πώς να θυμώσει η κυρία;
Δεν είναι δικό σου το λάθος.
-
Ασε με να δω την μπλούζα.
-
Είναι εντάξει?
-
Είναι?
-
Είναι?
-
Μην ανησυχείς.
-
Είσαι σίγουρη?
-
Είναι εντάξει.
-
Τι θα συμβεί τώρα, Κριστίν?
-
Τίποτα δεν θα συμβεί.
-
Απλώς θα περιμένουμε.
-
Πόσα χρήματα έχουμε μαζέψει?
-
Όχι αρκετά.
-
Το ξέρω πως δεν είναι αρκετά.
-
Αλλά θα είναι μια μέρα,
σωστά?
-
Σωστά?
-
Ξεκουράσου τώρα.
-
Και τότε
-
Τότε θα φύγουμε μακριά απο δω.
-
Και
-
Ναι, Λία μου.
-
Κάποτε.
-
Το έκαψα έτσι δεν είναι?
-
Πες μου.
-
Πες μου.
-
Αγγελέ μου.
-
Αγάπη μου.
-
Είναι εντάξει.
-
Πού είναι?
-
Πού θες να ξέρω?
-
Μην μου απαντάς έτσι.
Πήγαινε να τις βρείς!
-
Με άκουσες;
Αυτό είναι αδιανόητο!
-
Θα έπρεπε να είναι εδώ για να πάρουν τις τσάντες.
Να ανοίξουν την πόρτα.
-
Είναι 5 το απόγευμα.
Τι ώρα είναι, επιτέλους;
-
Πέντε και τέταρτο.
5.15! Μα, σοβαρά!
-
5.15 και ούτε ένα σημάδι τους!
Ποτέ δεν το'χω ξαναδεί αυτό.
-
Πήγαινε να δείς στην κουζίνα.
Εκεί θα βρίσκονται.
-
Λία, άκου!
-
Λοιπόν, γιατί αργήσατε τόσο?
-
Αυτές είναι.
-
Ω, όχι
-
Δεν είναι εδώ, μαμά.
-
Αδύνατον, πάω να δω.
Πρέπει να είναι εκεί.
-
Και λοιπόν?
-
Υπάρχει ένα ποτήρι στο νεροχύτη,
σπασμένο.
-
Σπασμένο?
-
Αρκετά.
-
Τι στην ευχή μπορεί να κάνουν?
-
Ίσως να το σκάσουν.
-
Ακου!
-
Τι θα κάνουμε, Κριστίν?
-
Τι θα κάνουμε?
Λία
-
Ίσως να είναι επάνω.
-
Πηγαίνω εκεί αμέσως.
-
Πρέπει να κατεβούμε κάτω..
-
Περίμενε!
-
Μαμά, περίμενε!
-
Να περιμένω; Γιατί;
Νομίζω οτι δεν θα έπρεπε...
-
Θέλεις να έρθουν εδώ?
-
Αυτό είναι το σπίτι μου,
φυσικά και θα πάω επάνω αμέσως.
-
Εσύ δεν χρειάζεται να έρθεις,
αν δεν θέλεις.
-
Αν δεν κατέβω κάτω,
θα ανεβούν επάνω.
-
Φοβάμαι Κριστίν!
Μη μ'αφήνεις!
-
Τι είναι αυτά;
Τα φώτα είναι κλειστά εδωπάνω.
-
Ω, αυτό παραπάει.
-
Κυρία
-
Η κυρία επέστρεψε στο σπίτι.
-
Τί είναι αυτά?
-
Πως τολμάς να με αναγκάζεις να γυρίσω
σε ένα σκοτεινό σπίτι;
-
Είναι το σίδερο, κυρία.
Έριξε τον γενικό διακόπτη.
-
Ξανά?
-
Απίστευτο.
Αυτό το σίδερο μόλις επισκευάστηκε.
-
Και τί απέγινε η μπλούζα μου?
-
Η αδελφή σου δεν την έκαψε, έτσι;
Δεν άκαψε την μπλούζα μου;
-
Η μπλούζα της δεσποινίδος
δεν είναι έτοιμη ακόμα.
-
Δεν είναι;
Μα πρέπει να πάμε στους Μπλανσάρ!
-
Ήρθαμε στο σπίτι για να αλλάξω ρούχα.
-
Γιατί δεν ήσουν κάτω;
Πού είναι η στολή σου;
-
Τελείωσα νωρίς, κυρία.
-
Μη μου λες ψέμματα.
-
Δεν θα ανεχτώ μια ψεύτρα στο σπίτι μου.
-
Η κυρία ξέρει οτι δεν λέω ψέμματα.
-
Λέει ψέμματα,
είμαι σίγουρη.
-
Με απογοητεύεις.
-
Στείλε κάτω την αδερφή σου
με την μπλούζα της κόρης μου, αμέσως.
-
Η κυρία δεν μπορεί να δει την αδελφή μου
τώρα.
-
Πώς;
Κοίτα πως σου μιλάει!
-
Ασε με να δω που είναι
η αδελφή σου τώρα.
-
Εκείνη θα μου εξηγήσει
πώς κατέστρεψε το σίδερό μου.
-
Έχω ήδη εξηγήσει στην κυρία
σχετικά με το σίδερο.
-
Το ονομάζεις αυτό εξήγηση?
Δεν ήταν δικό μας σφάλμα.
-
Όχι; Και τίνος ήταν τότε;
Το άκουσες αυτό;
-
Το άκουσα. Ποιός ξέρει τι άλλο
έχουν κάνει.
-
Αν η κυρία δεν μας εμπιστεύεται...
Αν πιστεύει...?
-
Θα φύγουμε από αυτό το σπίτι.
-
Θα φύγετε?
-
Και πού νομίζετε οτι θα πάτε?
-
Θα βρούμε άλλο σπίτι.
-
Θα βρείτε?
-
Όχι μετά απ'οσα είδα απόψε.
-
Η κυρία δεν είδε τίποτα.
-
Τίποτα?
-
Αυτά τα μαλλιά, αυτό το πρόσωπο....
-
Βρωμάς ολόκληρη, καλή μου.
-
Ω, κυρία.. σας παρακαλώ.
Ούτε λέξη παραπάνω από το στόμα σου!
-
Χάλασες το σίδερό μου!
Το σπίτι μου είναι στα σκοτάδια!
-
Σας εξήγησα ήδη κυρία.
Δεν φταίμε εμείς.
-
Και πηγαίνεις στην εκκλησία κάθε Κυριακή,
νομίζοντας οτι είσαι παιδί του Θεού;
-
Κυρία, δεν έχετε καθόλου δίκιο!
-
Δεν έχω;
Θα πρέπει να είσαι τρελή..
-
Είναι τρελή.
Κοίταξε την.
-
Εσύ είσαι η άδικη, Κριστίν.
-
Μαμά!
-
Απλά κοίτα την αδερφή σου.
-
Δεν θα δουλέψετε ποτέ ξανά μαζί.
-
Ο Θεός να με συγχωρήσει για αυτά
που έτρεφα στο σπίτι μου.
-
Βρωμιάρα!
Αλήτισσα!
-
Αλήτισσες αδερφές!
-
Όχι την αδελφή μου!
-
Μαμά!
-
Όχι την αδελφή μου!
-
Τα πτώματα της κυρίας και της
δεσποινίδας Ντανζάρ,
-
βρέθηκαν στον διάδρομο.
-
Στο πάτωμα υπήρχαν κομμάτια
από κόκκαλα και δόντια,
-
ένα διαμαντένιο σκουλαρίκι,
μια τσάντα, τσιμπιδάκια μαλλιών,
-
ένα ζευγάρι κλειδιά,
μια σακούλα κρέας.
-
Οι τοίχοι και οι πόρτες ήταν καλυμμένα
με αίμα ώς τα 2 μέτρα.
-
Το σώμα την κυρίας Ντανζάρ ανάσκελα,
-
το σώμα της δεσποινίδος Ντανζάρ, μπρούμυτα.
-
Το παλτό τραβηγμένο,
η φούστα σηκωμένη,
-
τα εσώρουχα κατεβασμένα,
βαθιές πληγές στα μπούτια,
-
και πολλαπλές αμυχές στις γάμπες.
-
Στο τελευταίο σκαλοπάτι
ένα μάτι βρέθηκε, ακέραιο,
-
μαζί με την οπτική νεύρα.
-
Το μάτι είχε τραβηχτεί έξω,
χωρίς την χρήση κανενός οργάνου.
-
Τι είχατε εναντίον της Κυρίας
και της Δεσποινίδος Ντανζάρ;
-
Η κυρία ήταν καλή μαζί σας;
-
Συνέβη τίποτα παρά φύσιν
ανάμεσα σε εσάς και την αδελφή σας;
-
Καταλαβαίνετε τι εννοώ, έτσι?
-
Ήταν απλώς αδελφική αγάπη?
-
Μιλήστε.
-
Μπορείτε να υπερασπιστείτε
τον εαυτό σας.
-
Θα κριθείτε.
-
Λία
-
Θέλω την Λία.
-
Σας ικετεύω.
-
Φέρτε μου την αδελφή μου.
-
Δώστε μου την Λία.
-
Λία!
-
(Βασισμένο σε αληθινή ιστορία)