-
- Να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό, Φόρεστ.
- Και βέβαια, μαμά.
-
Θυμάμαι πολύ καλά την διαδρομή με το λεωφορείο
την πρώτη μέρα στο σχολείο.
-
Θ' ανέβεις;
-
Η μαμά είπε να μην μπαίνω
σε αυτοκίνητα αγνώστων.
-
Αυτό είναι το σχολικό.
-
Είμαι ο Φόρεστ. Φόρεστ Γκαμπ.
-
- Εγώ είμαι η Ντόροθι Χάρις.
- Άρα, τώρα πια γνωριζόμαστε.
-
Αυτή η θέση είναι πιασμένη.
-
Πιασμένη!
-
Δεν μπορείς να καθήσεις εδώ.
-
Ξέρεις, είναι περίεργο τι μπορεί να θυμηθεί
ένα μικρό παιδί,
-
γιατί δεν θυμάμαι την γέννησή μου.
-
Δεν θυμάμαι τι δώρο πήρα στα πρώτα μου
Χριστούγεννα,
-
και δεν ξέρω πότε έκανα πικ-νικ για πρώτη φορά.
-
Όμως θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα
-
την ομορφότερη φωνή του κόσμου.
-
Αν θες μπορείς να καθήσεις εδώ.
-
Δεν είχα ξαναδεί τίποτα ομορφότερο
στη ζωή μου.
-
Ήταν σαν άγγελος.
-
Λοιπόν, θα καθήσεις ή όχι;
-
Τι έχουν τα πόδια σου;
-
Τίποτα, απολύτως τίποτα.
Τα πόδια μου είναι μια χαρά.
-
Απλά κάθησα δίπλα της σ' εκείνο το λεωφορείο
-
και μιλάγαμε σε όλη την διαδρομή προς το σχολείο.
-
... η πλάτη μου είναι στραβή σαν γάντζος.
-
Αυτά θα με κάνουν ...
-
Κι εκτός από την μαμά, κανένας ποτέ δεν μου μιλούσε
ούτε μου έκανε ερωτήσεις.
-
Χαζός είσαι;
-
Η μαμά λέει, «Χαζός είναι αυτός που κάνει χαζά».
-
- Με λένε Τζένυ.
- Εμένα Φόρεστ. Φόρεστ Γκαμπ.
-
Από εκείνη την ημέρα,
ήμασταν πάντα μαζί.
-
Η Τζένυ κι εγώ ήμασταν αυτοκόλλητοι.
-
Μου έμαθε πώς να σκαρφαλώνω.
-
Έλα, Φόρεστ, μπορείς να τα καταφέρεις.