-
-Πρέπει να την πάμε
στο παλάτι.
-
-Οδυσσέα...
-
...κάνε γρήγορα!
-
-Οδυσσέα!
-
-Αφέντη,
έρχεται το μωρό.
-
-Πάρε με σπίτι!
-
-Αφέντη!
-
-Πες τους να ετοιμαστούν.
-
-Σκέψου εμάς...
-
Εσύ κι εγώ...
-
... ξαπλωμένοι στην παραλία.
-
-Κρατήσου γερά.
-
-Δώσε μου τον πόνο σου.
-
-Αφέντη.
-
-Έρχεται.
-
-Ελάτε από δω.
-
-Από δω.
-
-Έρχεται το μωρό.
-
-Αφέντρα Αντίκλεια.
-
-Το μωρό της Πηνελόπης
έρχεται.
-
- Έρχεται το μωρό.
-
-Το μωρό της βασίλισσας.
-
-Ηρέμησε μικρέ.
-
-Κοίτα με στα μάτια.
-
-Αγόρι.
-
-Σ΄ αγαπώ.
-
-Δείξε του το καινούριο
του σπίτι.
-
-Βλέπεις, Τηλέμαχε.
-
-Η Ιθάκη, το βασίλειό σου.
-
-Βλέπεις, πόσο
όμορφη είναι;
-
-Κοίτα...
-
Εκείνη ήταν η πιο περήφανη
μέρα της ζωής μου.
-
Η γλυκιά μου Πηνελόπη κι
οι θεοί μου έδωσαν ένα γιο.
-
Αλλά συγχρόνως ο κόσμος που
χτίζαμε μαζί άλλαξε για πάντα.
-
’σχημα νέα έφτασαν στις ακτές μας.
-
Η αγαπημένη Ελλάδα ήταν
σε πόλεμο με την Τροία...
-
...ένα μακρινό βασίλειο
πέρα από τη θάλασσα.
-
Οι ισχυρότεροι συνάδελφοι
βασιλιάδες...
-
ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος
ήρθαν να με βρουν.
-
Έχοντας δώσει όρκο αφοσίωσης...
-
δεσμευμένος να προστατεύω
το βασίλειό μου...
-
...αναγκάστηκα να αφήσω
το σπίτι μου...
-
...μη ξέροντας αν θα ξανάβλεπα
τη γυναίκα μου και το παιδί μου.
-
Είμαι ο Οδυσσέας,
ο βασιλιάς της Ιθάκης...
-
... κι αυτή είναι η ιστορία μου.
-
-Όχι άφησε το εδώ.
-
Το τόξο ανήκει τώρα στο γιο σου,
στον εγγονό μου.
-
Εσύ θα το μάθεις να
το χρησιμοποιεί, όταν μεγαλώσει.
-
-Μητέρα...
-
-Ξέρω πως πρόκειται για πόλεμο.
-
-Ευρυβάτη.
-
-Κάλεσε τους καπετάνιους
και τα πληρώματα...
-
...σαλπάρουμε για την Τροία.
-
-Τροία;
Οι θεοί μαζί μας.
-
-Αθηνά, θεά που
πάντα με προστατεύεις...
-
...κι όμως σήμερα
παραμένεις σιωπηλή.
-
-Δεν υπάρχει τρόπος να
αποφύγω αυτόν τον πόλεμο.
-
-Αθηνά, μίλησέ μου.
-
-Όχι δάκρυα.
-
-Όχι δάκρυα.
-
-Είναι δυνατός σαν εσένα,
δεν κλαίει.
-
-Υποσχέσου ότι θα γυρίσεις.
-
-Δε μπορώ...
-
Η Τροία δε θα πέσει εύκολα.
-
-Σ αγαπώ.
-
-Πηνελόπη, αν δε γυρίσω...
-
-Θα γυρίσεις.
-
-Αν αποτύχω κι αν πεθάνω...
-
-Μη λες τέτοια λόγια.
-
-Πρέπει να με αφήσεις
να πεθάνω στην καρδιά σου.
-
-Δε μπορείς να
ζήσεις ολομόναχη.
-
Θα 'σαι πάντα η γυναίκα μου.
-
Αν βγάλει γένια στο πρόσωπο
και δεν έχω γυρίσει...
-
... θα διαλέξεις έναν άλλο
και θα παντρευτείς...
-
... και θα δώσεις στο γιο
μας ένα βασίλειο...
-
... κι όλα όσα πασχίσαμε
να αποκτήσουμε.
-
-Ορκίσου.
-
Σ αγαπώ.
-
-Οδυσσέα!
-
-Θα μείνω ζωντανός..
-
... ζωντανός σαν
αυτό το δέντρο...
-
... που γύρω του κτίσαμε
τον κόσμο μας.
-
-Θα περιμένω.
-
-’ντιφε ,παίξε το τραγούδι
του αποχαιρετισμού .
-
-Σηκώστε τα πανιά .
-
-Κάνε σκόνη την Τροία
-
γύρνα με τα λάφυρα των
σκοτωμένων εχθρών
-
και η καρδιά μου
θα αγαλλιάσει .
-
-Δώσε στην Πηνελόπη την ίδια
δύναμη που έδωσες σε μένα .
-
-Θα φροντίσω το γιο σου
όπως φρόντισα εσένα .
-
-Οι θεοί της θάλασσας και του
ουρανού με πήγαιναν στην Τροία
-
οι πολεμιστές μου δίπλα μου
-
αλλά ήμουν μόνος μου .
-
-Είσαι άρρωστος Ευρύλοχε ;
-
Έχει την αρρώστια του ψεύτη .
-
-Αλήθεια .Τα τείχη της Τροίας
φτάνουν στα σύννεφα .
-
-Βλέπω ότι δεν είσαι
πια μαζί μου ,Αθηνά
-
Δεν πειράζει
-
μπορώ να τα κάνω
όλα μόνος μου .
-
-Μ αυτό τον τρόπο μιλάς
στην προστάτιδά σου ;
-
-Αθηνά .
-
-Το κρασί σου φούσκωσε τα
μυαλά ,Οδυσσέα μου .
-
-Πίνεις επειδή φοβάσαι
το μέλλον σου .
-
-Δεν φοβάμαι τίποτα .
-
-Σε πειράζω.
Θύμωσες μαζί μου.
-
-Θα μπορούσες να με βοηθήσεις
να πείσω τον Αγαμέμνονα
-
τη μέρα της γέννησης
του γιου μου.
-
-Θεά είμαι .
Έχω κι άλλα καθήκοντα .
-
-Και μην ξεχνάς .
Με βλέπουν μόνο όταν θέλω εγώ.
-
-Δεν ήθελα να γλιτώσεις
από αυτό το ταξίδι
-
επειδή θέλω να πας .
-
-Θέλω γενναίε μου Οδυσσέα
να νικήσεις τους Τρώες .
-
-Αρκετά έχω πολεμήσει .
-
-Η μοίρα σου είναι να πολεμάς ,
να γίνεις αθάνατος
-
να βάλεις τ όνομά σου στα
χείλη ατέλειωτων γενεών .
-
-Δεν έχω ανάγκη να με θυμούνται
ατέλειωτες γενιές .
-
-Οδυσσέα! Σε μένα δε μπορείς
να πεις ψέματα !
-
Ξέρω τον χαρακτήρα σου .
-
-Ξέρω την περηφάνια σου.
-
-Τη ματαιοδοξία σου
-
-Περιβάλλεσαι από ανθρώπους
που δε σου λένε ποτέ όχι .
-
-Κοίτα τους , φοβάμαι για σένα .
-
-Ο Πολίτης είναι
απερίγραπτα πεισματάρης .
-
-Αυτό που τον κάνει ανίκητο .
-
-Ο Ευρύλοχος είναι ψεύτης .
-
-Είναι ο καλύτερος σιδεράς
σ όλη την Ελλάδα .
-
Ο ’ντικλος, η περιέργειά του
θα τον βάζει πάντα σε φασαρίες .
-
-Βλέπω την Τροία !
-
-Αυτό τον κάνει ατρόμητο .
-
-Τους βλέπεις καλούς
επειδή σ αγαπάνε .
-
-Πρέπει να τους εκμεταλλευτείς
για να νικήσεις τους Τρώες.
-
-Πρέπει να είσαι γενναίος
Οδυσσέα μου.
-
-Δε φοβάμαι
-
αρκεί να είσαι μαζί μου .
-
Χρόνια πολεμούσαμε κάτω
από τα τείχη της Τροίας .
-
Στεκόμουν με το δυνατό Αχιλλέα,
δίπλα δίπλα
-
εναντίον του Έκτορα, του πιο
φοβερού πολεμιστή των Τρώων...
-
και των στρατευμάτων του.
Χιλιάδες άντρες πέθαναν
-
Μητέρες και σύζυγοι περνούσαν
ατέλειωτες νύχτες άυπνες...
-
και κανείς δεν ήξερε
με ποιον ήταν οι θεοί.
-
- Σταματήστε!
Παίξε! Παίξε!
-
Πολεμήστε!
Πολεμήστε!
-
-Αχιλλέα!
Ακούστε με Έλληνες!
-
Είμαι ο Έκτορας, ο υπερασπιστής
της Τροίας και σε προκαλώ.
-
Εδώ μπροστά στους θεούς
και στο λαό σου
-
θα ξεσκίσω το στήθος σου
να πάρω την καρδιά σου
-
και θα φτύσω το αίμα σου
στα μούτρα των σκλάβων σου!
-
-Έκτορα!
-
- Ο Έκτορας είναι δικός μου!
-
Δικός μου!
-
- Σκότωσα τον Έκτορα,
θα θάψω την Τροία!
-
Τον έβδομο χρόνο του αίματος
-
ο ημίθεος Αχιλλέας σκοτώθηκε.
-
Χάσαμε τις ελπίδες μας.
-
Η Τροία είχε πάρει τους
καλύτερους από μας
-
και ακόμα έμενε απόρθητη.
-
Η λέξη στα χείλη όλων των
Ελλήνων στρατιωτών...
-
ήταν εγκατάλειψη του πολέμου.
-
Αλλά αρνιόμουν να δεχτώ
τόσους μάταιους θανάτους.
-
Είχα ένα σχέδιο και έπεισα
τους συναγωνιστές μου...
-
...πως υπήρχε τρόπος
να μπούμε στην Τροία.
-
-Ο βασιλιάς Πρίαμος.
-
-Φτιαγμένο από τα
ξεχασμένα πλοία τους.
-
Πολύτιμο τρόπαιο.
-
-Αφήστε με,
αφήστε με!
-
- Έλεος καλέ βασιλιά,
λυπήσου τον γέρο άνθρωπο.
-
- Εγώ έπεισα τους Έλληνες
να υποχωρήσουν...
-
και να σας προσφέρουν
αυτό το δώρο, μεγάλε βασιλιά.
-
Τους είπα "αδέρφια μου, μετά από
δέκα χρόνια πολέμου νικήσατε",
-
αφού κανένας ποτέ δεν θα μπορέσει
να εκπορθήσει τα τείχη της Τροίας.
-
Τους έπεισα να φτιάξουν αυτό
το μεγαλοπρεπές άλογο...
-
ως δώρο υποχώρησης σ εσάς
και για τους κόπους μου
-
με αποκάλεσαν δειλό
και μ' άφησαν εδώ να ικετεύω.
-
- Βασιλιά Πρίαμε, χάρισε μου
τη ζωή και θα μαι δούλος σου.
-
- Κι ένας ηλίθιος μπορεί
να δει ότι λέει ψέματα!
-
- Ο μάντης Λαοκόων!
Θα μας καταστρέψει!
-
- Αυτό το στόμα ποτέ
δεν είπε αλήθεια.
-
-Καλέ βασιλιά τ' ορκίζομαι!
-
- «Φόβου τους Δαναούς
και δώρα φέροντες».
-
Ο Ποσειδώνας έστειλε το
θαλάσσιο ερπετό του.
-
- Είναι σημάδι! Ο μάντης σου
προσέβαλε τον Ποσειδώνα!
-
Πρέπει να δεχτείς το
δώρο των Ελλήνων.
-
- Κυλήστε το στην πύλη.
-
- Ρίξτε το σκοινί.
-
-Ακίνητος!
-
- Βλέπετε Θεοί της θάλασσας και του
ουρανού; Κατέκτησα την Τροία!
-
- Εγώ ο Οδυσσέας, ένας κοινός θνητός
με σάρκα και κόκαλα, αίμα και νου!
-
- Δε σας χρειάζομαι τώρα!
-
- Μπορώ να κάνω τα πάντα.
-
- Οδυσσέα, γιατί μ αψηφάς;
-
-Ποιος είσαι;
-
-Εγώ ο Ποσειδώνας.
Ο Θεός της σκοτεινής θάλασσας.
-
- Ξέχασες κιόλας πως σε βοήθησα;
-
-Με βοήθησες;
-
- Για δέκα χρόνια έπαιζες μαζί μας
λες και ήμασταν παιγνίδια.
-
- Για δέκα χρόνια άφηνες να
χύνεται αίμα στις παραλίες σου.
-
-Ήταν όμως το φίδι μου που
έκλεισε το στόμα του Λαοκόωντα...
-
... αλλιώς το άλογο σου
ήταν καταδικασμένο.
-
Και αρνείσαι ακόμα
να μ' ευχαριστήσεις;
-
- Ξεχνάς πως ο άνθρωπος δεν
είναι τίποτα χωρίς τους θεούς;
-
Θα πληρώσεις γι αυτή την
προσβολή και την αλαζονεία σου.
-
Θα περιπλανιέσαι στη
θάλασσα μου αιώνια...
-
ποτέ δε θα ξαναδείς
τις ακτές της Ιθάκης.
-
- Δεν μπορείς να με εμποδίσεις!
-
- Θα υποφέρεις!
-
Κάνεις δε θα μ εμποδίσει
να δω την Ιθάκη!
-
’κουσα το βρυχηθμό
του Ποσειδώνα...
-
...μα τα λόγια του χάθηκαν.
-
Νικητής, αγέρωχος, σαλπάρισα
από την Τροία.
-
Το μυαλό μου γεμάτο με
τη σκέψη της πατρίδας...
-
... που είχα 10 χρόνια να δω.
-
- Βλέπεις Τηλέμαχε,
είναι εύκολο.
-
-Τηλέμαχε, Τηλέμαχε
πού είσαι;
-
- Δε με πιάνεις!
-
- Θα σε πιάσω!
-
- Μητέρα, σώσε με!
-
- Τηλέμαχε, που θα
έπρεπε να είσαι;
-
-Στο χωράφι και να
αρμέγω πρόβατα.
-
- Εύμαιε, πήγαινε πίσω
τον Τηλέμαχο.
-
-Έλα αγόρι μου, πάμε.
-
-Έξω!
-
- Παιδί είναι, δεν είναι
έτοιμος γι αντρική δουλειά.
-
- Επειδή εσύ δεν τον
αφήνεις να μεγαλώσει.
-
- Δικός μου γιος είναι,
όχι δικός σου.
-
- Ο γιος μου ήταν
έτοιμος για όλα.
-
- Ναι, αλλά ο γιος σου
είχε τον πατέρα του.
-
- Κι ο δικός σου σύντομα.
-
- Κάθε μέρα χωρίς τον Οδυσσέα
μου φαίνεται αιώνας.
-
- Αλλά αν δεν γυρίσει...
-
- Μη μου λες τέτοια λόγια!
-
- Δεν μπορείς να το αποφύγεις.
-
Αν ο Οδυσσέας είναι νεκρός, πρέπει
να το αντέξεις και να συνεχίσεις.
-
-Πρέπει να ζήσεις για
χάρη του γιου σου.
-
Όπως έκανα κι εγώ.
-
Πρέπει να αναθρέψεις
ένα Βασιλιά.
-
-Έχεις καρδιά από πέτρα.
-
- Ναι, αν η πέτρα μπορεί
να τρέμει και να ματώνει.
-
-Οδυσσέα, επέστρεψε κοντά μου!
-
Σύντομα άρχισε η εκδίκηση
του Ποσειδώνα.
-
Για μήνες σκέπασε
τη θάλασσα από ομίχλη.
-
Χωρισμένος από τον υπόλοιπο
στόλο...χάθηκα.
-
- ’ντικλε!
-
-Τίποτα.
Μόνο ομίχλη!
-
- ’ντιφε...αν σε βρω θα σε ρίξω
με τη φλογέρα σου στη θάλασσα.
-
- Στεριά!
Είναι στεριά!
-
-Πίσω στα κουπιά σας.
-
- Δεν είναι η Ιθάκη.
-
-Τράβα κουπί.
-
- Αν ζουν άνθρωποι εδώ, θα μας
πουν πόσο μακριά είμαστε.
-
- Ας πάνε οι άλλοι, αφέντη.
Εσύ πάς αργότερα.
-
- Περιμήδη
-
-Τ' ακούω.
Πρόβατα ή κατσίκες.
-
Και βάζω στοίχημα πως
θα τα βρω πρώτος.
-
- Ελπήνορα, φέρε τα δώρα μας
για τους οικοδεσπότες.
-
-Εσύ μείνε με το καράβι.
-Να μείνω μόνος εδώ αφέντη;
-
- Κέρδισα! Μια άδεια σπηλιά.
'Όχι γυναίκες αλλά πολύ τυρί!
-
-Έχουν τα πρόβατα
στη σπηλιά μαζί τους.
-
- Δεν έχουν εργαλεία.
-Καθόλου όπλα.
-
- Δεν έχουν σιτάρι, ούτε λάδι.
Μόνο τυρί.
-
- Φέρτε το κρασί.
- ’γριοι.
-
-Το κρασί είπα.
Θα το ανταλλάξουμε με νερό.
-
- Ανακάτεψε το κρασί με νερό,
είναι πολύ δυνατό.
-
-Ω, μικρό μου αγόρι!
-
- Θα σε κατεβάσουμε απ το λόφο
κυλώντας όταν μεθύσεις.
-
- Ας δούμε αυτούς τους βοσκούς.
-
-Ε;
Ποιοι είστε εσείς;
-
- Στρατιώτες είμαστε.
Χαθήκαμε.
-
- Και τώρα τρώτε
το φαγητό μου!
-
- Είναι αλήθεια, φάγαμε...
σαν φιλοξενούμενοι σας.
-
- Φέρνουμε δώρα.
Δε συνηθίζονται κι εδώ;
-
Έτσι λέει ο άγραφος νόμος.
-
- Εδώ δεν έχουμε νόμους,
κάνουμε ό,τι θέλουμε!
-
-Δεν είσαι μόνος σου;
-
- Όχι, τ αδέρφια μου
έχουν τις μεγάλες σπηλιές.
-
-Και πού είναι οι γονείς σου;
-
Η μητέρα μου είναι
θαλάσσια νύμφη.
-
Ο πατέρας μας είναι ο
παντοδύναμος Θεός Ποσειδώνας!
-
-Α, μάλιστα.
Ο Ποσειδώνας!
-
- Εγώ είμαι ο μικρότερος,
ο Πολύφημος. Τι φέρατε;
-
-Φέραμε δώρα...
-
νομίζοντας ότι μπορούμε να
τα ανταλλάξουμε με πρόβατα.
-
- Μπορούμε να ετοιμάσουμε
ένα τσιμπούσι.
-
-Τυρί;
-
- Προτιμώ το κρέας!
-
-Όχι!
-Και γιατί όχι;
-
- Επειδή οι άνθρωποι δεν
τρώνε ο ένας τον άλλο.
-
- Οι Κύκλωπες το κάνουν.
-
-Ποιου είναι η σειρά;
-
-Όχι, όχι.
Κάτσετε κάτω.
-
-Πάρε εμένα.
Σε παρακαλώ.
-
- Φυσικά, τότε θα φας τα μάγια
που έχω στο κεφάλι μου.
-
- Ξέρεις πόσα μάγια
έχω εδώ μέσα;
-
- Θα φτύσω το κεφάλι σου.
-
-Τότε δεν θα έχεις μάθει τίποτα.
-
-Ο γιος του Ποσειδώνα δεν
είναι χαζός, ε; Δεν είσαι βλάκας;
-
Αν με φας, θα σκοτώσεις
όλα τα μυστικά του κόσμου.
-
-Ποια μυστικά;
-
-Τί μυστικά;
-
- ’ντικλε, το κρασί.
-
-Τί είναι αυτό;
- Κρασί, το ποτό των Θεών.
-
- Δοκίμασε.
-
-Μ' άρεσε!
Κι άλλο!
-
-Πώς σε λένε;
-Εμένα;
-
- Είναι ο βασιλιάς της...
-Σταμάτα!
-
- Το όνομά μου είναι Κανένας.
-
-Κα-νέ-νας.
-Εντάξει Κανένας.
-
Το πρωί θα μου πεις
κι άλλα μυστικά, αφού φάω.
-
-Θα τον σκοτώσω τώρα.
-
-Και μετά ποιός θα
μετακινήσει την πέτρα;
-
- Πρέπει να υπάρχει άλλος
τρόπος να βγούμε.
-
- Υπάρχει.
-
-Το μάτι μου!
Το μάτι μου!
-
- Το μάτι μου!
Τί μου κάνατε;
-
-Δεν βλέπω!
Βοηθήστε με, δεν βλέπω.
-
- Αδέρφια, με τύφλωσε!
-
- Ο Κανένας με τύφλωσε!
-
-Πού είσαι;
Που βρίσκεσαι;
-
- Θα σε σκοτώσω και θα σε
φάω κομμάτι κομμάτι!
-
-Ελπήνορα!
Ελπήνορα!
-
-Ελπήνορα!
-
- Θα σε πιάσω!
Πού είσαι; Θα σε πιάσω!
-
- Σ ακούω, δε
μπορείς να ξεφύγεις!
-
- Θα σε πιάσω! Πού είσαι;
-
- Τί έγινε;
-
-’ντρες στα κουπιά!
-Τί έγινε;
-
-Πέστε μου.
Τί έγινε;
-
-Ένα τέρας!
-Πολύφημε! Πολύφημε!
-
Δεν μου άφησες άλλη επιλογή.
-
Ο πατέρας σου ο Ποσειδώνας
φταίει που σε τύφλωσα...
-
Μ' ακούς Ποσειδώνα;
-
Είμαι ζωντανός.
Ο Οδυσσέας είναι ζωντανός.
-
Και δεν μπορείς
να με σταματήσεις!
-
-Πατέρα. Πάρε εκδίκηση.
Πατέρα!
-
Αρμενίζαμε για μήνες.
-
Από το νησί των Κυκλώπων
προς τη δύση του Ήλιου.
-
Οι καρδιές μας βαριές
από το χαμό του ’ντιφου...
-
και της γλυκιάς του φλογέρας.
-
Με το στόμα μας
στεγνό από τη δίψα...
-
ψάχνοντας απελπισμένα
νερό για να πιούμε...
-
πλησιάσαμε σε μια
άλλη άγνωστη χώρα.
-
-Μείνε ακίνητο επιτέλους!
-
-Ξαφνιάστηκες;
Ομολόγησε το.
-
Το βλέπω ότι ξαφνιάστηκες!
-
-Ποιός είσαι;
-
-Είμαι ο Αίολος.
Ο Θεός των ανέμων.
-
Αυτό εδώ είναι το νησί μου...
-
απ' όπου οι απαλές αύρες και οι
λυσσαλέες καταιγίδες ξεκινάνε.
-
-Τιμή μου. Αλλά γιατί
δεν μου επιτρέπεις να πιω;
-
-Επειδή σε ξέρω Οδυσσέα,
βασιλιά της Ιθάκης.
-
Μην φοβάσαι.
Πέρνα μέσα από το νερό.
-
Έχω κάτι για σένα.
Έλα!
-
Μην φοβάσαι.
-
Έλα κοντά.
-Με ξέρεις;
-
-Όλοι ξέρουν τον Οδυσσέα, το μεγάλο
ήρωα που έφτιαξε το Δούρειο Ίππο.
-
Μα λίγοι Έλληνες ξέρουν
πως είσαι ο μόνος...
-
που δεν μπορείς να
επιστρέψεις στην πατρίδα σου.
-
-Ο Ποσειδώνας πιστεύει ακόμα
πως μπορεί να με σταματήσει.
-
-Ο Ποσειδώνας!
Σιγά τον Ποσειδώνα!
-
Κάνει το νταή!
Είναι ξάδερφος μου.
-
Είναι φαντασμένος και εγωιστής.
-
Ξεχνάει πως η θάλασσα δεν
είναι τίποτα χωρίς τον άνεμο!
-
Και ποιός είναι
ο Θεός των ανέμων;
-
Μάντεψε ποιός είναι:
Εγώ είμαι!
-
Θα του δείξουμε.
Δώσε μου το αυτό.
-
Δώσ' το Οδυσσέα. Ευχαριστώ.
Θα του δείξουμε!
-
Εδώ πάνω!
-
Πολύ ξεροκέφαλοι
αυτοί οι άνεμοι!
-
’φησα μόνο το δυτικό
άνεμο ελεύθερο.
-
Σε εννιά μέρες θα πάει εσένα
και το καράβι σου στην Ιθάκη.
-
Έλα 'δω.
Πιάσε!
-
-Γιατί με βοηθάς;
-Επειδή είσαι ο πρώτος θνητός...
-
που χρησιμοποίησε
ποτέ το μυαλό του.
-
Και κατάλαβες ότι πάντα υπάρχει
κάτι που μπορείς να μάθεις.
-
Πήγαινε τώρα και κοίτα
να μην ανοίξεις αυτό το σακί.
-
-Τυχερός ο Οδυσσέας. Εμείς
βρίσκουμε νερό, αυτός χρυσάφι.
-
Ίσως και κάτι καλύτερο.
-
-Όχι!
-
Μην το πειράζεις!
-
Θα σας πω τι είναι όταν
φτάσουμε στην Ιθάκη, όχι πριν.
-
Σύντομα μου είχε
υποσχεθεί ο Αίολος...
-
...πολύ σύντομα θα
έβλεπα την Πηνελόπη μου,
-
την οικογένεια μου,
το σπίτι μου.
-
-Πέταξε και πες στην Πηνελόπη
πως δεν θα κοιμηθώ...
-
μέχρι να αγκαλιαστούμε
στο κρεβάτι μας.
-
-Πήγαινε!
-
Η καρδιά μου φτερουγίζει λες
και...φοβάμαι να το πω...
-
-Επιτέλους, κοιμήθηκε.
-Ν' ανοίξουμε το σακί.
-
Θα ΄ναι γεμάτο θησαυρούς.
-Να βάλουμε στοίχημα.
-
Πολίτη τι λες να είναι;
-
-Δεν με νοιάζει,
αλλά θέλω το μερίδιο μου.
-
-Περιμήδη;
-Δεν μπορείτε να τ' ανοίξετε!
-
Είναι τ' αφέντη!
-
-Ό, τι ανήκει στον αφέντη
ανήκει και σ' εμάς.
-
-Ας το κρατήσει ο Οδυσσέας.
Απλά θέλω να δω τι είναι.
-
-Τότε θα πάρω και
το δικό μου μερίδιο.
-
-Εγώ λέω ότι είναι χρυσάφι.
-
-Η Ιθάκη, είναι η Ιθάκη!
-
-Φτάσαμε στην πατρίδα!
-Να ξυπνήσω τον αφέντη!
-
-Αν κουνηθείς θα σου
κόψω τ' αυτί!
-
Μόλις φτάσουμε, δεν θα
μας δείξει τι έχει στο σάκο!
-
-Με ξύπνησε ένα
παράξενο προαίσθημα.
-
-Ναι, έρχεται!
-
-Αφέντη!
-
-Γρήγορα!
Γρήγορα!
-
-Αντε!
-Κόφ' το.
-
-Τί κάνατε;
Μαζέψτε τα πανιά.
-
Μαζέψτε τα πανιά!
-
Σας είπα να μην τ' ανοίξετε
μέχρι να φτάσουμε στην Ιθάκη.
-
Τί κάνατε;
-
-Ανόητοι.
Με προδώσατε!
-
Με προδώσατε!
Ανόητοι!
-
Με προδώσατε!
-
-Πού ήσουν;
-
-Πλοίο είν' αυτό;
-
Αντίκρισα για μια
στιγμή την Ιθάκη...
-
κι οι ελπίδες μου να
ξαναδώ την Πηνελόπη
-
εξανεμίστηκαν από
τη μανία των ανέμων.
-
Ανεμοδαρμένοι, έχοντας
χάσει τρόφιμα και νερό...
-
βρεθήκαμε στην
άλλη άκρη του κόσμου.
-
-Φαγητό!
-Μακριά!
-
-Ορίστε αφέντη.
Μόνο αυτό βρήκα.
-
-Δεν θα πάρετε ούτε
σπυρί από 'μένα.
-
-Μόνοι σας τα κάνετε,
να πεθάνετε τώρα της πείνας!
-
-Αν υπάρχει θήραμα
θα το σκοτώσω.
-
Αλλά θα το μοιραστώ
με τ' αδέρφια μου.
-
-Πολίτη πήγαινε μαζί του.
Μάτια ανοιχτά.
-
-Περιμήδη.
-
-Χρυσάφι και ασήμι!
Εσύ άνοιξες το σακί...
-
και τώρα πεινάμε.
-
-Μπορώ να ανοίξω κι εσένα να
σε μαγειρέψουμε εδώ πέρα.
-
-Ησυχία!
-Προχώρα.
-
-Φαγητό!
-
-Πιάστε το!
-Εμπρός!
-
-Σταματήστε το!
-
-Όχι!
-Τώρα θα σε σφάξω!
-
-Σταματήστε!
Σε παρακαλώ αφέντη σταμάτα!
-
-Πού είναι οι άλλοι;
-Αιχμάλωτοι.
-
-Από ποιόν;
Πολεμιστές, άγριους, από ποιόν;
-
-Είναι ο Πολίτης, ο δικός μας
μεταμορφωμένος σε γουρούνι.
-
-Ευρύλοχε άσε τ' αστεία.
-Είναι αλήθεια, τ' ορκίζομαι!
-
Εδώ είναι το νησί μιας μάγισσας.
-
Έκανε τους συντρόφους μας ζώα,
το είδα με τα μάτια μου!
-
-Λέει ψέματα
για να δικαιολογηθεί!
-
Τί έκανες δειλέ; Έτρεξες να
γλιτώσεις από τη μάχη;
-
-Αφέντη!
-Ασ' τον μιλήσει.
-
-Μισή μέρα σκαρφαλώναμε από
ένα μονοπάτι στα βουνά.
-
Από το δάσος ακούσαμε μια
γλυκιά γυναικεία φωνή...
-
που μας καλούσε να πάμε...
ήταν η μάγισσα.
-
Φτάσαμε σ' ένα πέτρινο παλάτι που 'χε
γύρω άγρια ζώα, λιοντάρια, λύκους...
-
Την είδαμε από μακριά να περπατά από
παράθυρο σε παράθυρο τραγουδώντας.
-
Μας πρόσφερε φαΐ και κρασί με
τη μελένια της φωνή και πήγανε.
-
-Αλλά εσύ δεν μπήκες;
-
-Έμεινα πίσω, ναι! Και
νιώθω απαίσια που είχα δίκιο.
-
-Συνέχισε.
-
-Πλησίασα έρποντας και είδα.
-
Ακουγόταν μουσική, η
μάγισσα κούνησε τα χέρια της...
-
και οι σύντροφοι έγιναν
ζώα μπροστά στα μάτια μου!
-
-Αδύνατο!
-Μόνο ο Πολίτης ξέφυγε!
-
-Πράγματι, μοιάζει με τον Πολίτη.
-Σιωπή βλάκα!
-
Αφέντη μην τον πιστεύεις!
-
Θα πεθάνουμε της πείνας
για τις ψευτιές του;
-
-Αν αγγίξετε το γουρούνι θα σας
σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!
-
-Αρκετά!
Λες αλήθεια;
-
-Στη ζωή μου.
-
-Αν δεν γυρίσω μέχρι την αυγή,
φύγετε απ' αυτό το μέρος.
-
-Αφέντη, αφέντη!
-Αφέντη δεν μπορείς να πας!
-
Θα κάνει και σε σένα μάγια.
-
-Εγώ τους έστειλα,
θα τους φέρω πίσω.
-
-Μην τολμήσετε
να πλησιάσετε!
-
-’ντικλε;
-
Πού είναι οι άλλοι;
-
-Πρόσεχε! Θα χάσεις το
σπαθί σου και το χρειάζεσαι.
-
-Ο Ερμής,
ο αγγελιαφόρος των Θεών.
-
-Αυτοπροσώπως!
-
-Επιτέλους.
Η Αθηνά σ' έστειλε.
-
Στερέωσε μου το σπαθί
σε παρακαλώ.
-
-Συγνώμη, δεν μου
επιτρέπεται να αγγίζω.
-
Μόνο λόγια προσφέρω.
’κου τη συμβουλή μου.
-
Πιάσε εκείνο το βράχο.
-Ποιόν;
-
-Αυτόν εδώ.
-
-Έλα, φάε αυτό.
-Όχι, είναι δηλητήριο.
-
-Εγώ στο δίνω.
Ένας θεός σ' ένα θνητό.
-
-Όχι, αρνούμαι!
-
-Όπως νομίζεις.
Αλλά είναι ο μόνος τρόπος...
-
να σταματήσεις
τα μάγια της Κίρκης.
-
Δεν μ' εμπιστεύεσαι;
-
Ξέρει ότι έρχεσαι.
-
Αλλά τώρα αν πιεις το γλυκό της
ποτό θα παραμείνεις άνθρωπος.
-
Αυτό θα αιφνιδιάσει τη μάγισσα.
-
Τράβα το σπαθί σου
δήθεν για να τη σκοτώσεις.
-
Φόβισε τη λίγο.
-
Μετά θα σου κάνει μια προσφορά.
Να κοιμηθείτε μαζί.
-
Δεν μπορείς να αρνηθείς
σε μια θεά!
-
Μόνο τότε θα σου
παραδώσει τους άντρες σου.
-
Αντίο!
-
-Έλα κοντεύεις, σχεδόν έφτασες.
Μην φοβάσαι.
-
Πρέπει να πεινάς και να διψάς.
-
Κρασί με μέλι.
-
-Κι άλλο.
-
-Πολύ γλυκό!
-
-Περίμενα ένα λιοντάρι
από τέτοιο άντρα.
-
-Δεν θα με μεταμορφώσεις.
-
-Όχι;
-Όχι!
-
-Τί θα κάνεις με το μαχαίρι;
-Να θέσω τέρμα στη ζωή σου.
-
-Κάν' το και δεν θα ξαναδείς
τους άντρες σου ποτέ ξανά.
-
Οδυσσέα! Ο μόνος τρόπος
να τους ξανακάνω ανθρώπους...
-
είναι να κοιμηθούμε μαζί.
-
Γενναίε Οδυσσέα!
Εξακολουθείς να είσαι άντρας;
-
-Είστε δειλοί εγκληματίες!
Αυτό είστε!
-
-Τουλάχιστο θα γεμίσουμε
τις κοιλιές μας.
-
-Σε πιστεύω Ευρύλοχε αλλά δεν
μπορώ να τους σταματήσω.
-
-Θα φάω εγώ το μερίδιο σου.
-Κοίταξε με ηλίθιε!
-
-Έλα πιο κοντά.
Δεν μ' αναγνωρίζεις;
-
-Πολίτη!
Σας είπα πως είναι ο Πολίτης!
-
-Τώρα με θυμάσαι, ε!
-
-Φέρε τους άντρες σου εδώ.
-
Να φάνε και να ξεκουραστούν.
-
Η Κίρκη γέμισε τ' αυτιά
μας με μουσική.
-
Και τα μυαλά μας με το
μαγικό ανθό του λωτού.
-
Τα φίλτρα της έκαναν
αδύναμα τα κορμιά μας...
-
και θόλωσαν τις σκέψεις μας.
-
-Τηλέμαχε;
-Θα πάω κυνήγι.
-
-Όχι μ' αυτό.
Όχι ακόμα.
-
-Μα είναι δικό μου!
-Είναι.
-
-Αφού μπορώ να φυλάω τα
κοπάδια του πατέρα μου
-
και να σκοτώνω το θήραμα του...
-
τότε μπορώ να χρησιμοποιήσω
και το τόξο του.
-
-Αν μπορείς να το λυγίσεις είναι δικό
σου και μπορείς να κυνηγάς μ' αυτό.
-
Αν δεν μπορέσεις θα
μπει στο θησαυροφυλάκιο...
-
του πατέρα σου
μέχρι να στο δώσω εγώ.
-
-Η αφέντρα Αντίκλεια πάει
στην παραλία. Έλα γρήγορα.
-
-Αντίκλεια,
Αντίκλεια!
-
-Δεν μπορώ να περιμένω άλλο.
Αν ο Οδυσσέας έχει πεθάνει...
-
θα τον συναντήσω στο πέλαγος.
-
-Είναι ζωντανός.
Θα τον περιμένουμε μαζί.
-
-Όχι!
’φησε με!
-
-Αντίκλεια!
Αντίκλεια!
-
-Ντρέπομαι αλλά η πέτρινη
μου καρδιά ράγισε.
-
Δεν έχει άλλο αίμα
για να αιμορραγεί!
-
-Και τί θα γίνει με την υπόλοιπη
οικογένεια σου, με εμένα;
-
Δεν είσαι μόνο πεθερά μου,
είσαι και μητέρα μου...
-
είσαι ο πατέρας μου,
είσαι η δύναμη μου.
-
-Είσαι αρκετά δυνατή μόνη σου.
Θα με νιώθεις κοντά σου.
-
Ακόμα κι απ' τη
χώρα των νεκρών.
-
-Όχι!
-Σε παρακαλώ!
-
Δεν μπορείς να με σταματήσεις!
-
Όχι δάκρυα.
-
-Ξαπλώνεις μαζί μου και
σκέφτεσαι τη γυναίκα σου;
-
-Ναι!
-Γιατί;
-
Όσο μοιραζόμασταν αυτό
το κρεβάτι την ξεχνούσες.
-
-Όχι.
Μου 'δωσες πολλά Κίρκη...
-
αλλά ποτέ δεν πρόκειται...
-
να ξεχάσω την Ιθάκη
και την Πηνελόπη.
-
Ποτέ στη ζωή μου.
-
Πόσο μάλλον μέσα
σ' αυτές τις πέντε μέρες.
-
-Πέντε μέρες;
-
Καημένε, ταλαίπωρε Οδυσσέα!
Νομίζεις πως βρίσκεσαι εδώ...
-
για πέντε μέρες
αντί για πέντε χρόνια!
-
-Τί παιγνίδι παίζεις;
-
-Εσείς οι θνητοί
καταλαβαίνετε τόσο λίγα!
-
Εδώ στο παλάτι μου
ο χρόνος δεν έχει νόημα.
-
Περνάει, γλιστράει, σβήνει
με όποιο τρόπο θέλω εγώ.
-
Αυτό που σας φάνηκε
μια ώρα, ή μια μέρα εδώ μέσα...
-
ήταν χρόνος έξω από
αυτούς τους τοίχους.
-
-Είδα την Ανατολή και
τη Δύση, είναι αδύνατο!
-
-Αν θες αποδείξεις,
πήγαινε να δεις το καράβι σου...
-
που έχει θαφτεί στην
άμμο από την παλίρροια.
-
Και στο δρόμο αναρωτήσου
αν η γυναίκα σου...
-
έχει τόσο δυνατή
μνήμη όσο εσύ!
-
Ή αν έχει βρει
άλλο σύντροφο!
-
-Ξυπνήστε!
Όρθιοι!
-
Σηκωθείτε
αμέσως!
-
Ξυπνάτε!
-
-Βλέπω ότι με πιστεύεις τώρα!
-
-Συνωμότησες με τον
Ποσειδώνα εναντίον μου.
-
Μην τα φορτώνεις στους θεούς.
-
Σου έδωσα τους άντρες σου,
αλλά κόλλησες στο κρεβάτι μου.
-
Δεκαπέντε χρόνια
δεν είδα το γιο μου...
-
ή το σπίτι μου,
ή τη μάνα μου.
-
-Ούτε άγγιξες τη γυναίκα σου
που είναι μόνη της.
-
Θα χάσεις κι αλλά αν
δεν ανοίξεις τα μάτια σου.
-
Εσύ άνοιξε τα μάτια σου
και δες ποιος είμαι
-
Θα με βοηθήσεις να βρω
το δρόμο για το γυρισμό...
-
αλλιώς αυτή τη
φορά θα σε σκοτώσω.
-
-Ξέρω κάποιον που ξέρει
το δρόμο για την Ιθάκη.
-
-Πες μου.
-
-Ο μάντης Τειρεσίας.
-Ο Τειρεσίας είναι νεκρός.
-
-Αν θες να γυρίσεις σπίτι σου...
-
πρέπει πρώτα να πας
στον Κάτω Κόσμο.
-
Μόνο εκεί θα βρεις τις
απαντήσεις που ζητάς.
-
-Στον ’δη, το
Βασίλειο των νεκρών.
-
-Έχεις δίκαιο να φοβάσαι.
-
-Πως θα βρω των Τειρεσία;
-
Πρέπει να περάσεις τον πύρινο ποταμό
και να θυσιάσεις ένα κριάρι.
-
Μετά πρέπει να μπεις
μέσα στη φωτιά...
-
για να βρεις τον Τειρεσία.
-
Πήγαινε.
-
Πέντε χρόνια χάθηκαν
με την παλίρροια.
-
Πέντε χρόνια πόνου
για την Πηνελόπη.
-
Και ο γιος μου;
-
Θα είναι 15 χρόνων τώρα.
-
Και ακόμα δεν έχει
δει τον πατέρα του.
-
-Το παιδί.
-
-Αντίνοε, Ευρύμαχε.
Ευγενείς της Ιθάκης...
-
Φέρατε νέα για
τον πατέρα μου;
-
-Νέα; Όχι.
-
-Ο πατέρας σου έχει
πεθάνει από καιρό.
-
-Δεν μπορείτε να το λέτε αυτό.
Δεν έχετε αποδείξεις.
-
-Όσοι πολέμησαν στην Τροία,
έχουν γυρίσει από καιρό.
-
Ή ο Οδυσσέας είναι νεκρός στη
θάλασσα του Ποσειδώνα...
-
ή επέλεξε να μην γυρίσει.
-
Να εγκαταλείψει τη μητέρα σου,
το βασίλειο του κι εσένα.
-
-Τώρα η μητέρα σου θα
διαλέξει ένα από εμάς...
-
και να ξαναπαντρευτεί.
-
-Μητέρα!
Είναι άνδρες κάτω.
-
Λένε πως ήρθαν για σένα
και πως ο πατέρας πέθανε.
-
-Έφεραν δώρα και πρέπει να
τα δεχτώ, το ίδιο και εσύ.
-
Το έθιμο είναι ξεκάθαρο.
Καλωσορίζουμε τους ξένους.
-
Θα το σεβαστώ όπως έκανε και
ο πατέρας σου. Κάνε το ίδιο!
-
-Ούτε πρόκειται!
-
-Τέλειωνε Μελάνθη.
-
-Κυρία.
Είσαι ακόμα όμορφη.
-
Οι ευγενείς της Ιθάκης
πέφτουν στα πόδια σου.
-
Θα δεχτώ αυτούς τους
άνδρες κι αυτό είναι όλο.
-
Δεν θα πάρουν τίποτα που
ανήκει στον Οδυσσέα.
-
Ούτε την περιουσία του, αλλά
ούτε και τη γυναίκα του.
-
-Ο ποταμός της φωτιάς.
’σε με να 'ρθω μαζί σου.
-
-Όχι. Πρέπει να το
διασχίσω μόνος μου.
-
-Η ψυχή σου θα καεί!
-
-Ξέρω ότι θέλετε να μ' ακολουθήσετε.
Πάντα μ' ακολουθούσατε.
-
Είσαστε οι πολεμιστές μου.
-
Δεν ήρθε η ώρα να μπείτε
σ' αυτό το σπίτι του θανάτου.
-
Υποστήκαμε την απώλεια
πολλών ανδρών μαζί.
-
Επιβιώσαμε...
μαζί.
-
Και τώρα μπορεί να μην
ξαναϊδωθούμε ποτέ.
-
-Θα ξαναγυρίσεις!
-
-Κι αν δεν γυρίσω;
-
-Δεν θα φτάσουμε στην
Ιθάκη χωρίς εσένα!
-
-Ναι, θα φτάσετε,
μόνο εγώ έχω χαθεί.
-
Κι αν δεν γυρίσω,
κωπηλατήστε ασταμάτητα.
-
Θα φτάσετε στην Ιθάκη.
-
Σταθείτε!
-
Σταθείτε!
-
Κάντε πίσω!
-
Δεν είναι για
σας το κριάρι!
-
Πίσω!
Πίσω!
-
’ντιφε...πρέπει να μου
δείξεις τον Τειρεσία.
-
Σε παρακαλώ οδήγησε με σ' αυτόν.
-
Έχεις ρισκάρει πολλά για να
βρεις ένα τυφλό προφήτη.
-
Τειρεσία!
-
Φέρε το κριάρι και
κάνε την προσφορά.
-
Πρώτα να μου
δείξεις το δρόμο.
-
Είσαι έξυπνος, Οδυσσέα από την
Ιθάκη, μα όχι πολύ σοφός.
-
Έχεις τα μάτια σου καρφωμένα
μόνο στο σπίτι σου.
-
Τυφλωμένος, δεν βλέπεις ότι το
ταξίδι αυτό καθορίζει τη ζωή σου.
-
Μόνο όταν καταλάβεις αυτό,
θα ξέρεις το νόημα της σοφίας.
-
Όχι, τη σοφία θα τη
βρω μόνος μου.
-
Βοήθησε με να βρω το
δρόμο για το γυρισμό!
-
Η απάντηση είναι μπροστά
στα μάτια σου κάθε νύχτα.
-
Σ' αυτή την πλευρά του
Βασίλειου του Ποσειδώνα...
-
...υπάρχει ένας αστερισμός
που δεν δύει ποτέ.
-
...κι έχει σχήμα κυνηγού.
-
Ο Ωρίωνας!
-
Ναι! Πλεύσε προς το
πλησιέστερο αστέρι του...
-
...και θα βρεθείς στα στενά της
Σκύλλας και της Χάρυβδης.
-
Στη μια πλευρά είναι ένα
μοχθηρό πλάσμα, τερατώδες...
-
... είναι η Σκύλλα. Διψώντας για αίμα,
παραμονεύει στα σκοτάδια
-
...ελπίζοντας να γεμίσει την κοιλιά της.
-
Και η άλλη;
-
Η λίμνη Χάρυβδη.
-
Τα νερά της είναι ήρεμα,
σε προσκαλεί να μπεις...
-
...αλλά είναι σκέτος τρόμος Οδυσσέα!
Όταν ανοίξει το στόμα της...
-
...θα σας καταπιεί όλους
με τη δύναμη της.
-
Από 'δω γιε μου.
-
Μητέρα!
-
Ναι, εδώ είμαι κι εγώ!
-
Μητέρα!
-
Αυτοκτόνησα από θλίψη.
-
Δεν μπορούσα άλλο
να σε περιμένω.
-
Μητέρα!
-
Συγχώρεσε με.
-
Πρέπει να φύγεις
απ' αυτό το μέρος.
-
Πού είναι η Πηνελόπη;
-
Σε περιμένει...
-
Πού;
-
Βιάσου...άντρες προσπαθούν
να κλέψουν τον κόσμο σου.
-
Η Πηνελόπη ήταν ζωντανή
και με περίμενε...
-
...μα τα λόγια της μητέρας
μου έκαψαν τη ψυχή μου...
-
Οι μνηστήρες δεν θα δίσταζαν
να κάνουν τα πάντα...
-
...για να κλέψουν
το βασίλειο μου.
-
Ποιός είναι αυτός ο βλάκας;
-
Κοιτάξτε τον ηλίθιο!
-
Είσαι η βασίλισσα Πηνελόπη;
-
Είμαι η σύζυγος του
βασιλιά Οδυσσέα.
-
Εγώ ταπεινά...
-
Είμαι ο ταπεινός...
-
Τί πρέπει να πω;
-
Είμαι ο Έλατος από το Δουλίχιον.
-
Ιδιοκτήτης προβάτων και χοίρων.
-
Έχω έρθει εδώ...
-
Είμαι εδώ...
-
Τί.....
-
...για να προστεθώ
σ' αυτούς τους ευγενείς.
-
Φέρνω δώρα, χρυσάφι και μαλλί...
-
μουσική και ταχυδακτυλουργούς
για το παλάτι σας.
-
Παίξτε!
-
Τα εκλεκτότερα απ' το Δουλίχιον!
-
Γυναίκα!
Φέρε κι άλλο κρασί!
-
Ναι!
-
Ελπίζω ο πατέρας μου
να πέθανε σαν ήρωας.
-
Αν είναι ζωντανός
μ' έχει ξεχάσει.
-
Έλα,
έλα μαζί μου.
-
Τη μέρα που οι Θεοί
σ' έφεραν σ' εμάς...
-
...μου πήραν τον πατέρα σου.
-
Αλλά μου υποσχέθηκε εδώ,
μ' εσένα στην αγκαλιά μου...
-
ότι θα γύριζε ζωντανός,
όπως ζωντανό..
-
είναι αυτό το δέντρο που γύρω
του κτίσαμε τον κόσμο μας.
-
Αν είναι ζωντανός
γιατί δεν ήρθε ακόμα;
-
Ξέρω τον πατέρα σου.
Είναι ζωντανός.
-
Πρέπει να μάθεις
και κάτι άλλο.
-
Τη μέρα που έφυγε ο πατέρας σου,
του έδωσα ένα όρκο.
-
...ότι αν δεν γύριζε μέχρι
να γίνεις εσύ άντρας...
-
... με γένια στο πρόσωπο,
θα ξαναπαντρευόμουν.
-
Θα τηρήσω την υπόσχεση μου.
-
Έχουμε ακόμα χρόνο
για να περιμένουμε...
-
... δεν έχεις βγάλει γένια ακόμα.
-
Και αυτοί οι άνδρες;
-
Θα τους καθυστερώ.
-
Πάρε με στην κυρία σου.
-
Βασίλισσα Πηνελόπη...
-
Όλοι εδώ πιστεύουν πως
ο Οδυσσέας είναι νεκρός.
-
Ναι!
-
Εγώ όχι!
-
Σήμερα θα αρχίσω να υφαίνω
σάβανο για το χαμένο σύζυγο μου.
-
Αν δεν εμφανιστεί στην
Ιθάκη πριν το τελειώσω...
-
... θα διαλέξω έναν από εσάς για να
πάρει τη θέση του στο πλευρό μου.
-
Θα φέρω κοπέλες
να σε βοηθήσουν.
-
Μόνη μου πρέπει να το κάνω.
-
Μόνη; Θα γεράσουμε
μέχρι να τελειώσεις!
-
Φέρατε δώρα στην πόρτα μου...
-
...σας τα ανταπέδωσα με μια γιορτή.
Τώρα βασίζομαι στην τιμή σας.
-
Γυρίστε στις πατρίδες σας και
όταν τελειώσει το έργο μου...
-
... θα μάθετε την απόφαση μου.
-
Εδώ θα μείνουμε!
Δεν θα φύγουμε μέχρι να διαλέξεις.
-
Με την ησυχία σου, το κρασί
του άντρα σου είναι πολύ καλό.
-
Ο χειμώνας έγινε
καλοκαίρι καθώς πλησιάζαμε...
-
...στα στενά της Σκύλλας
και της Χάρυβδης.
-
Μετά από δοκιμασίες 16 χρόνων,
τίποτα δεν μπορούσε ...
-
να τρομάξει εμένα ή
τους συντρόφους μου.
-
Μα δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ
αυτό που μας περίμενε ....
-
...ανάμεσα σ' αυτούς
τους βράχους.
-
’ντικλε, άναψε ένα δαυλό.
-
Δεν υπάρχει τίποτα απ' εκεί.
-
Δώσε μου το δαυλό!
Δώσε μου το δαυλό!
-
Κωπηλατείτε,
Κωπηλατείτε!
-
Εκεί μέσα είναι;
-
Έλα!
Δοκίμασε εμένα!
-
Πολίτη,
δώσε του την κατσίκα.
-
Η Σκύλλα!
Αθηνά προστάτεψε μας!
-
Κωπηλατείτε!
Κωπηλατείτε!
-
Έλα!
-
Έλα!
-
Έλα, πάρε με!
-
Στα κουπιά!
Μείνετε στην άκρη.
-
Κωπηλατήστε να σωθείτε!
-
Η Χάρυβδη!
-
Κρατηθείτε!
-
Πολίτη, σκαρφάλωσε!
Σκαρφάλωσε!
-
’ντικλε!
-
Αφέντη!
Αφέντη!
-
Ευρυβάτη!
Ευρυβάτη!
-
Κρατάτε!
Κρατάτε!
-
’ντικλε!
-
-Αφέντη! Αφέντη!
-’ντικλε!
-
Κρατηθείτε!
Κρατηθείτε!
-
’ντικλε!
-
Ευρυβάτη!
-
Ευρύκλεια!
-
Δεν βλέπεις;
Οι άντρες διψάνε!
-
Αυτό το υφαντό
δεν θα τελειώσει ποτέ!
-
Θα το κάνω εγώ αν θέλεις.
-
Όχι!
-
Κλείδωσε την πόρτα.
-
Αφέντρα;
-
Την πόρτα!
-
Δεν υπηρετώ άλλο αυτούς
τους βρωμερούς ξένους!
-
Πίνουν, κοιμούνται
όπου βρεθούν.
-
Σέρνομαι πίσω απ' το
γουρούνι τον Έλατο!
-
Να βλέπω συμπατριώτες μας
να τρώνε το βιος σας!
-
Δεν το αντέχω!
-
Τουλάχιστο υπάρχει ζωή
εδώ στο παλάτι τώρα.
-
-Μελάνθη!
Σιώπα!
-
-Ναι, για πρόσεξε εσύ!
-
Είδα πως τρέχεις ξοπίσω αυτό
το φίδι τον Ευρύμαχο!
-
Μου ζήτησε να τον υπηρετήσω.
-
Δεν μπορώ να αρνηθώ
σε φιλοξενούμενο σας!
-
-’κου φιλοξενούμενοι!
-
Οι φιλοξενούμενοι φεύγουν
όταν τους το ζητήσουν!
-
Πόσο ακόμα πρέπει
να το ανεχτούμε αυτό;
-
...να ανεχόμαστε αυτά τα γουρούνια;
- Έλα, σταμάτα...
-
-Ηρέμησε, άκουσε με,
άκουσε ...
-
...διέταξα τον Εύμαιο, δεν θα
τους δίνουμε κρέας.
-
Θα φύγουν.
Δεν μπορώ να τους διώξω αλλά...
-
...άντρες είναι, θα ακολουθήσουν
τις άδειες κοιλιές τους.
-
-Πηνελόπη! Πηνελόπη,
νίκησα!
-
Εγώ, νίκησα εγώ!
-
Μόνος...
-
...οι άντρες μου χάθηκαν
μπροστά στα μάτια μου,
-
...έπλεα ασταμάτητα στη
θάλασσα του Ποσειδώνα...
-
...περιμένοντας πότε
θα μου έπαιρνε τη ζωή.
-
-’νθρωποι!
’νθρωποι!
-
-Πού είμαι;
-
-Είσαι ασφαλής.
-
-Χρειάζομαι νερό.
-
-Φέρτε του νερό.
-
-Χρειάζομαι ένα καράβι.
-
-Δεν υπάρχει εδώ.
-
-Κανείς δεν έρχεται ή φεύγει
απ' το νησί μου.
-
-Πρέπει να βρω το δρόμο
για το σπίτι μου.
-
-Νερό.
-
-Είσαι στο σπίτι σου.
-
-Μην δίνεις σημασία
στις υπηρέτριες μου.
-
Είσαι ο πρώτος άντρας που
βλέπουν στη ζωή τους.
-
-Εγώ η ίδια έχω πάνω από εκατό
χρόνια να αντικρίσω άντρα.
-
Είσαι θεά!
-
Είμαι η Καλυψώ.
-
Έλα, ξεκουράσου.
-
Όνειρο είναι.
-
Όχι.
Είναι αληθινό.
-
Οι άντρες μου...
-
...τ' αδέρφια μου...
-
... χάθηκαν όλοι.
-
-Πρέπει να ξεχάσεις.
-Όχι!
-
Ξέχνα!
-
-Τηλέμαχε, τί κάνεις
εδώ στα σκοτεινά;
-
-Θα σκοτώσω τον Αντίνοο,
όλους αν χρειαστεί.
-
-Ηρέμησε Τηλέμαχε.
-
Ο Αντίνοος είναι πολεμιστής,
έχει πάει στη μάχη...
-
...έχει σκοτώσει άντρες,
ενώ εσύ όχι.
-
-Τώρα ήρθε η ώρα!
-
- Όχι, δεν ήρθε!
-
Αν τον σκοτώσεις,
οι άλλοι δεν θα φύγουν.
-
Θα τους δώσεις δικαιολογία
να στραφούν εναντίον σου.
-
-Τότε πες μου
τι μπορώ τι να κάνω.
-
- Κάνε αυτό που θα
έκανε ο πατέρας σου.
-
Ζήτα τη βοήθεια αυτών
που του είναι ακόμα πιστοί.
-
-Εγώ, να συγκαλέσω συνέλευση;
Ποιός είμαι;
-
-Ξέρεις ποιός είσαι!
Είσαι ο γιος του Οδυσσέα!
-
Κάλεσε τους εδώ.
Θα σ' ακούσουν.
-
-Ακούστε με καλοί μου άνθρωποι.
Ακούστε με...
-
Εγώ ο Μέντορας,
φύλακας του κηρυκείου...
-
περίμενα πολύ καιρό
αυτή τη μέρα.
-
-Μέντορα,
άσε τον να μιλήσει.
-
-Καλά, εντάξει.
Έλα.
-
-Καλοί μου άντρες, είμαι εγώ,
ο πρίγκιπας Τηλέμαχος...
-
ο γιος του Οδυσσέα,
του βασιλιά της Ιθάκης...
-
που σας κάλεσα
σ' αυτό το μέρος.
-
Μια στρατιά μνηστήρων
έχει εισβάλει στο παλάτι μου.
-
Σφάζουν τα βόδια, τ' αρνιά,
τους χοίρους μου για να φάνε.
-
Σε λίγο δεν θα έχω
να φάω εγώ ο ίδιος.
-
Ενώ δεν έχουν καμιά
απόδειξη για το θάνατο...
-
...του πατέρα μου, ζητούν
να πάρουν τη θέση του.
-
Μπροστά στη μητέρα μου
χτυπούν τους υπηρέτες μου...
-
και βιάζουν τις υπηρέτριες.
-
Σας ζητάω άντρες της Ιθάκης,
στο όνομα του πατέρα μου...
-
να με βοηθήσετε να απαλλαγώ...
-
από αυτούς τους
αδιάντροπους κλέφτες.
-
-Καλοί μου άνθρωποι
ακούστε με.
-
Το παιδί λέει ψέματα.
-
Εμείς οι μνηστήρες δεν
παραβήκαμε κανένα νόμο...
-
δεν πήραμε τίποτα που να
μην μας ανήκει δικαιωματικά...
-
Η ντροπή ανήκει στη μητέρα του.
-
Της φέραμε πολύτιμα δώρα
και τα δέχτηκε ευχαρίστως.
-
Τώρα πρέπει να διαλέξει
έναν από εμάς.
-
Αυτό είναι το σωστό.
-
-Είναι δικαίωμα σας.
-
-Πρέπει να διαλέξει.
-
-Καλοί μου άνθρωποι!
-
Κανείς δεν θα χύσει αίμα
για γουρούνια και αρνιά.
-
-Έτσι δεν είναι;
-Έτσι!
-
-Μα ο πατέρας μου...
-Είναι νεκρός.
-
-Θέλεις να με σκοτώσεις.
Πες το μου, το βλέπω!
-
-Σταθείτε σας παρακαλώ.
Περιμένετε!
-
Αφού δεν με βοηθάτε,
τότε δώστε μου ένα καράβι.
-
Θα σαλπάρω απ' την Ιθάκη
και θα βρω τον πατέρα μου.
-
-Είναι ανώφελο Τηλέμαχε.
-
-Σταθείτε.
Σταθείτε.
-
-Δεν χρειάζεται να
τιμωρήσουμε το παιδί.
-
Αν θέλει καράβι,
να του το δώσουμε.
-
Ε, γέροντες;
-
-Θα πάρεις το καράβι
σου Τηλέμαχε.
-
-Πάρε το καράβι σου Τηλέμαχε...
-
και πήγαινε να βρεις
τον πατέρα σου.
-
-Και ποιός ο λόγος
παρακαλώ;
-
-Θα χαθεί σαν τον
πατέρα του.
-
-Κι αν γυρίσει;
-
-Θα τον υποδεχτούμε...
-
με μια λόγχη στην πλάτη του.
-
-Όταν σ' αγγίζω, αναρωτιέμαι
πως έγινε αυτή η ουλή.
-
-Στην Τροία.
-
Τη μέρα που χάσαμε
τον Αχιλλέα.
-
-Αυτή εδώ;
Από μάχη;
-
-Από αγριογούρουνο.
-
Ήμουν δεκαπέντε χρονών.
-
Η μάνα μου έκλαψε.
Από χαρά.
-
-Εδώ πάνω!
Εδώ!
-
-Εδώ!
Εδώ!
-
-Φέρτε τον πίσω!
-
-Θα έφευγες χωρίς
να μ' ευχαριστήσεις...
-
για την ευγένεια μου;
-
Δεν βλέπεις;
-
Κανένας δεν φεύγει
απ' το νησί μου.
-
Κι όσοι ζουν εδώ, υπάρχουν
για να με υπηρετούν!
-
-Θα 'ρθει άλλο καράβι.
-
-Ίσως. Σε δέκα χρόνια.
Μπορεί και ποτέ!
-
Ξέχνα την Ιθάκη.
-
Είσαι σπίτι σου τώρα.
-
-Δεν αποχαιρέτησες
τη μητέρα σου.
-
Η θλίψη είναι ζωγραφισμένη
στο πρόσωπο σου.
-
-Θα προσπαθούσε να
μ' εμποδίσει.
-
-Πράγματι. Έχεις δίκιο να
φοβάσαι τη θάλασσα.
-
-Δεν τη φοβάμαι!
-
Δεν έχω φύγει ποτέ
απ' την Ιθάκη.
-
-Μην ανησυχείς.
-
Οι θεοί σε βλέπουν
με καλό μάτι.
-
-Οι θεοί με
καταράστηκαν...
-
από την πρώτη μέρα
που γεννήθηκα.
-
’σε με ήσυχο!
-
-Το κεφάλι σου είναι χοντρό
σαν του πατέρα σου.
-
-Αθηνά!
-
-Ναι.
-
-Εσύ είσαι ο Μέντορας;
-
-Ναι, όποτε
το θελήσω.
-
Μίλησες πολύ καλά
στη συνέλευση.
-
Κράτησες τη ψυχραιμία σου
και πήρες το καράβι σου.
-
-Μα δεν με βοήθησες
καθόλου!
-
-Είσαι γιος του πατέρα σου.
-
Να θυμάσαι: Οι θεοί δεν
προσφέρουν στον άνθρωπο...
-
... ό,τι πρέπει να
κάνει μόνος τους.
-
Πρέπει να κάνεις
αυτό το ταξίδι.
-
Αυτός ο άνεμος
θα σε πάρει.
-
Πήγαινε.
-
Πήγαινε πριν φύγει
το καράβι χωρίς εσένα.
-
-Δεν έχω διασχίσει
ποτέ τη θάλασσα!
-
Πού να πάω;
-
-Στη Σπάρτη.
-
-Πάμε στη Σπάρτη.
Στο Μενέλαο τί θα πω;
-
-Χρησιμοποίησε το μυαλό
σου. Θα σε καθοδηγώ.
-
-Δεν σ' ακούω...
-
-Είμαι μόνη μου τώρα.
-
Για δύο χρόνια ακόμα...
-
το νησί της Καλυψώς
ήταν η φυλακή μου.
-
Ξεχασμένος από τον έξω κόσμο...
-
εγκαταλειμμένος
από την Αθηνά...
-
οι ελπίδες μου να ξαναδώ
την Πηνελόπη...
-
άρχισαν να ξεθωριάζουν.
-
-Ο Ερμής.
-
-Αυτοπροσώπως.
-
-Ω, δεν χαίρεται η ερημίτης
Καλυψώ που με βλέπει;
-
-Φύγε από 'δω.
-
-Καλυψώ, είμαι
απλά αγγελιαφόρος.
-
-Που τ' αρέσει να
φέρνει οδυνηρά νέα.
-
-Δεν κρατώ εγώ τον
άνθρωπο αιχμάλωτο!
-
-Εγώ του έδωσα σπίτι!
-
-Δεν είναι η μοίρα του Οδυσσέα
να πεθάνει στο νησί σου.
-
Πρέπει να τον ελευθερώσεις
χωρίς καθυστέρηση.
-
Είναι λόγια απ' τα
χείλη του ίδιου του Δία.
-
Ούτε ο Δίας, μα ούτε
και κανείς άλλος Θεός...
-
λυπάται τον Οδυσσέα.
-
Ο φθόνος σε στέλνει εδώ.
-
Είναι έξαλλοι που
ερωτεύτηκα ένα θνητό...
-
και τον διάλεξα για
σύζυγο μου.
-
-Καλυψώ...
-
-Εγώ τον τράβηξα
από τη θάλασσα!
-
Που φρόντισα τις
πληγές του!
-
Ζηλεύετε την
ευτυχία μου!
-
-Μην προκαλείς
την οργή του Δία.
-
Δώσε στον άνθρωπο την ελευθερία
του, αλλιώς το νησί σου...
-
θα βουλιάξει στον πάτο της
θάλασσας του Ποσειδώνα!
-
Αντίο!
-
-Σταματήστε!
-
Πήγαινε πίσω στην
Πηνελόπη σου!
-
-Γιατί;
-
-Ήρθε καράβι;
-
-Όχι.
-
-Τώρα φύγε. Κολύμπα.
Δεν με νοιάζει.
-
Δεν θα προσπαθήσουν
να σε σταματήσουν.
-
Απλά φύγε
απ' τα μάτια μου!
-
-Πριν ένα λεπτό
έφυγες από τη σπηλιά...
-
με τόση αγάπη
στα μάτια σου.
-
Τώρα θέλεις να φύγω;
-
-Δεν είσαι πια αντάξιος μου.
-Γιατί το υφαίνεις αυτό;
-
-Ήρθε κανένας και
σε βρήκε;
-
Ήταν ο Ερμής;
-
Πρέπει να με βοηθήσεις
να φτιάξω ένα καράβι.
-
Σε παρακαλώ.
-
Σε παρακαλώ.
-
-Στην άλλη πλευρά
του νησιού...
-
σε μια σπηλιά,
υπάρχει στεγνό ξύλο...
-
που ξεβράστηκε στην
παραλία όπως εσύ...
-
όπως κι εσύ!
-
-Πάρε αυτό.
-
-Τρυφερό κρέας.
-
-Τρυφερό κρέας.
-
Θα το βρω μόνος μου.
-
Δεν με φοβάσαι...
-
επειδή είσαι γυναίκα.
-
Θέλω να σου προσφέρω
λίγο κρασί.
-
Μια σταλιά.
-
Πες μου.
-
Γιατί δεν τελειώνει η
κυρά σου το υφαντό;
-
-Κι άλλο!
-
-Είναι μυστικό.
-
-Είναι μυστικό...
-
-Μελάνθη;
-Μελάνθη, που είσαι;
-
-Μελάνθη, που είσαι;
-
-Μελάνθη;
-
-Ώστε είναι αλήθεια;
-
Δεν ήθελα να σε τρομάξω.
Απλά ήθελα να δω.
-
-’φησε με!
-
Λάθος σου.
-
Η απάτη σου θα
φέρει φασαρίες...
-
Εγώ δεν θα πω ούτε λέξη...
-
αλλά η υπηρέτρια σου
μπορεί να το πει κι αλλού.
-
-Η Μελάνθη;
-Ναι.
-
Δεν έχω άλλη λύση.
-
-Δεν θα τους ξεγελάς
για πολύ.
-
Έχεις πολύ καιρό να
νιώσεις αντρικό άγγιγμα.
-
Δεκάξι χρόνια!
-Περισσότερο.
-
-Πάρε το δικό μου και λύσε
αυτή την πολιορκία απόψε.
-
-Οι άλλοι έρχονται για
την περιουσία σου...
-
εγώ για σένα.
-
-Δεν μπορώ.
Αγαπώ τον άντρα μου.
-
-Ο άντρας σου... δεν
είναι ζωντανός.
-
-Θα περιμένω την
επιστροφή του...
-
μέχρι ο γιος μου
να φέρει αποδείξεις.
-
-Λυπάμαι.
-
Εγώ είμαι αυτός που
δεν έχει άλλη επιλογή.
-
- Λυπάμαι.
-
-Μπορείς να μείνεις αν θέλεις.
-
Η γυναίκα σου θα
έχει γεράσει Οδυσσέα.
-
Δεν θα με συναγωνίζεται
σε ομορφιά.
-
Καμιά θνητή γυναίκα δεν θα
μπορούσε ποτέ να σε φτάσει.
-
Αγαπώ την Πηνελόπη...
-
ακόμα κι αν γέρασε
όπως κι εγώ.
-
Κι όταν θα φτάσω
στην Ιθάκη...
-
θα γερνάμε μαζί.
-
-Μ' εμένα δεν θα γεράσεις ποτέ.
Δεν θα πεθάνεις!
-
Μπορώ να σε κάνω Αθάνατο!
-
-Προτιμώ μια στιγμή
στην αγκαλιά...
-
της γυναίκας μου
ως θνητός...
-
παρά να ζήσω για
πάντα χωρίς αυτήν.
-
-Ποιο είναι αυτό το παιδί
που φέρνει ο γιος μου;
-
-Ο Τηλέμαχος απ' την
Ιθάκη, Μεγαλειότατε.
-
-Καλωσόρισες στη Σπάρτη,
ξένε.
-
-Ορίστε ο Βασιλιάς.
Πήγαινε τώρα.
-
-Καλέ βασιλιά Μενέλαε!
-
Ταξίδεψα από πολύ μακριά
για να σε συναντήσω.
-
-Έχεις τα ερευνητικά
μάτια του πατέρα σου.
-
Το ίδιο στοχαστικό μέτωπο.
-
Ναι, πράγματι.
-
Είσαι πράγματι
ο γιος του Οδυσσέα.
-
-Έφυγα από την Ιθάκη
για να σας βρω.
-
Μπορείτε να με βοηθήσετε;
-
-Ξέρεις...
-
σε είδα τη μέρα
που γεννήθηκες.
-
Ήταν η πιο περήφανη,
μα και πιο οδυνηρή μέρα...
-
στη ζωή του πατέρα σου.
-
Πολεμήσαμε μαζί στην
Τροία πλάι-πλάι...
-
είδαμε τ' αδέρφια μας
να πέφτουν στη μάχη...
-
Ο πατέρας σου σταμάτησε
τη σφαγή.
-
Μας απάλλαξε για να
γυρίσουμε στην Ελλάδα.
-
Αλλά... δεν θα ξαναδεί
το σπίτι του.
-
Είναι νεκρός.
-
-Πώς μπορείς να
είσαι σίγουρος;
-
-Ούτε μια μέρα,
ούτε μια ώρα...
-
δεν πέρασε ο Οδυσσέας
στην Τροία.
-
χωρίς εσένα και τη μητέρα
σου στην καρδιά του.
-
Μόνο ο θάνατος...
-
θα τον εμπόδιζε να
γυρίσει στην Ιθάκη.
-
Αλλά εσύ,
εσύ Τηλέμαχε...
-
πρέπει να γυρίσεις...
-
και να πολεμήσεις για
ό,τι είναι δικό του...
-
και δικό σου.
-
Τώρα, πήγαινε.
-
-Ποσειδώνα!
-
-Ποσειδώνα!
-
-Ποσειδώνα!
-
Τί θέλεις;
-
-Ποσειδώνα!
-
Τί θέλεις από εμένα;
-
-Θέλω να υποφέρεις...
κι άλλο!
-
-Δεν μου έχει
απομείνει τίποτα!
-
Δεν έχω τίποτα!
-
Μόνο η ζωή
μου απέμεινε.
-
-Ο σκοπός μου δεν
είναι να σε σκοτώσω.
-
Πρέπει να καταλάβεις.
-
-Τί; Τί; Τί;
Τί θέλεις από μένα;
-
Τί θέλεις να
καταλάβω;
-
Μίλα μου!
-
Μίλα μου!
-
-Πως χωρίς τους θεούς...
-
ο άνθρωπος δεν
είναι τίποτα!
-
-Γρήγορα, ελάτε
να δείτε!
-
Κοιτάξτε!
Ελάτε να δείτε!
-
Ήμουν ζωντανός.
-
Εξαντλημένος από τα
κύματα του Ποσειδώνα...
-
και ακόμα μακριά
απ' την Ιθάκη...
-
μα παρ' όλ' αυτά
ζωντανός.
-
Ήμουν στη χώρα
των Φαιάκων...
-
μια χώρα ναυτικών
και ψαράδων.
-
Χωρίς να ξέρω αν
ήμουν ευπρόσδεκτος...
-
με οδήγησαν στο παλάτι
του κυβερνήτη...
-
του ισχυρού βασιλιά
Αλκίνοου.
-
-Μοιράστηκα μαζί σου
το φαγητό μου.
-
Θα μοιραστείς τώρα μαζί
μου το όνομα σου;
-
-Δεν μπορώ. Το όνομα
μου είναι καταραμένο.
-
Αν βγει από τα χείλη μου,
θα σου προκαλέσει μόνο πόνο.
-
-Μόνο ένα χαμένο ήρωα
ξέρω που ενώ οι θεοί...
-
τον καταράστηκαν και
θα μπορούσε να επιβιώσει.
-
Τον πολυμήχανο
Οδυσσέα.
-
-Εγώ είμαι.
-
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να
δω τον ίδιο τον Οδυσσέα.
-
Είναι τιμή για όλους τους
Φαίακες που ένας ήρωας...
-
όπως ο Οδυσσέας από την Ιθάκη
κάθεται ανάμεσα μας.
-
Σου δίνω το καλύτερο πλοίο μου
φορτωμένο με δώρα και φαγητά
-
και τους καλύτερους ναύτες
απ 'όλους τους Φαίακες...
-
να σε γυρίσουν με ασφάλεια
στην πατρίδα σου.
-
Οι Φαίακες με μετέφεραν
προς την Ιθάκη...
-
αλλά ήταν ο Ποσειδώνας που μου
επέτρεπε να συνεχίσω το ταξίδι μου.
-
για να σκεφτώ τα λόγια του...
-
Κατάλαβα ότι δεν ήμουν παρά
ένας άνθρωπος στον κόσμο...
-
τίποτα περισσότερο
και τίποτα λιγότερο!
-
Τέσσερις νύχτες άυπνος...
-
το σώμα του θα τον
εγκαταλείψει στην Ιθάκη.
-
-Πάντινε, έλα εδώ.
-
-Φτιάξε ένα υπνωτικό φίλτρο.
-
-Έλα, πιες αυτό.
-
-Ποιός είναι;
-
-Το τυρί μου!
-
-Α...αφέντη!
-
-Το κρασί μου!
-
-Αφέντη, εσύ είσαι!
-
Είσαι ζωντανός!
-
-Εύμαιε!
-
-Είμαι ζωντανός.
-
-Εύμαιε!
-
-Ποιός είναι;
-
-Ο γιος σου.
-
Έφυγε πριν ένα χρόνο
για να σε βρει...
-
-Πήγαινε, πήγαινε!
-
-Τηλέμαχε! Είσαι σώος!
-Ναι.
-
-Κοίτα πως έγινες.
-
-Πώς είναι η μητέρα μου;
-Θα χαρεί που θα σε δει.
-
-Πες μου για το ταξίδι σου.
-Αργότερα. Πρέπει να τη δω.
-
-Τηλέμαχε!
-
-Ποιός είναι;
Ποιός είν' εκεί;
-
-Είναι ο πατέρας σου.
-
-Μην τολμήσεις να ξαναπείς
αυτά τα λόγια!
-
Βγες έξω από 'κει!
-
-Τί κόλπο είν' αυτό;
-
-Δεν είναι κόλπο.
-
-Δεν μπορεί να 'σαι
ο πατέρας μου!
-
Ο Οδυσσέας είναι νεκρός!
-
-Ο Οδυσσέας είναι ζωντανός...
-
και στέκεται μπροστά σου.
-
-Μην πλησιάζεις!
-
-Σε παρακαλώ,
κοίταξε με.
-
Βλέπεις τον εαυτό σου;
-
Στο πρόσωπο μου;
-
-Βλέπω μόνο ένα άντρα...
-
που δεν σέβεται τη
θλίψη ενός παιδιού.
-
-Όχι, είσαι ο γιος μου...
-
και αυτά είναι τα χέρια...
-
που σε έφεραν στον
κόσμο ακριβώς εδώ.
-
Σ' αυτό το χωράφι...
-
σε κράτησα...
-
για να δεις
όλο τον κόσμο.
-
Σου έδειξα την Ιθάκη...
το σπίτι σου για πρώτη φορά.
-
Και όταν με πήραν από
σένα και τη μητέρα σου...
-
σε τοποθέτησα
στην αγκαλιά της...
-
στο κρεβάτι που έφτιαξα
μ' αυτά τα χέρια.
-
Πρέπει να στο έχει πει αυτό.
-
-Πατέρα!
-
-Αγόρι μου!
-
-Πατέρα!
-
-Τους έχω σιχαθεί!
-
Αυτοί οι άνδρες έχουν
μαύρες καρδιές...
-
δεν νοιάζονται για τίποτα!
-
-Τώρα θα το βάλουν
στα πόδια σαν σκυλιά.
-
-Ναι!
-
-Τους αξίζει να πεθάνουν!
-
-Ναι!
-
-Και πιο πολύ
στον Αντίνοο!
-
Εύμαιε, πήγαινε τους φαγητό
για τη γιορτή τους.
-
-Δεν θα τους ξαναταΐσω ποτέ!
-Θα κάνεις ότι έκανες πάντα!
-
Εμπιστεύεσαι το
πλήρωμα σου;
-
-Όχι.
-
Μου το έδωσαν οι μνηστήρες.
-
-Πες τους ότι θα τους
βρεις αργότερα.
-
Μην πεις σε κανένα
ότι ήρθα.
-
Εντάξει;
-
Ειδικά στη μητέρα σου.
-
Έχε υπομονή.
-
Χρησιμοποίησε το
μυαλό σου.
-
-Γι' αυτό σε αγαπώ
Οδυσσέα μου.
-
’λλος άντρας μετά από
τόσα χρόνια θα' χε τρέξει ...
-
σπίτι του να αγκαλιάσει τη
γυναίκα του και τα παιδιά του...
-
και τυφλωμένος
από ανυπομονησία...
-
θα 'χε σφαγιαστεί από
τους παρείσακτους.
-
Μόνο εσύ ξέρεις τι κάνεις.
-
-Τότε πες μου πως να
διατηρήσω τη ζωή μου..
-
και να απελευθερώσω το
σπίτι μου από αυτούς;
-
-Είσαι σίγουρος πως τους μνηστήρες
είναι που φοβάσαι;
-
-Δεν φοβάμαι τίποτα πια.
-
Αν με είδες να τρέμω
ήταν από οργή.
-
-Είσαι επιδέξιος ψεύτης
Οδυσσέα.
-
Εγώ ξέρω τί ακριβώς είναι
αυτό που φοβάσαι.
-
Φοβάσαι μήπως η Πηνελόπη
σου σε πρόδωσε.
-
Πρέπει να ξέρω αν η καρδιά
της μου ανήκει.
-
-Σ' αυτό δεν μπορώ εγώ
να σε βοηθήσω, αλλά...
-
μόνο ο γιος σου
θα σε γνωρίζει έτσι.
-
Πήγαινε στο παλάτι σου.
Βρες τις απαντήσεις που ζητάς.
-
-Δεν θα αναγνωρίσεις
το σπίτι σου...
-
όταν δεις πως
το κατάντησαν.
-
Θα θέλεις να τους σκοτώσεις,
όσο θέλω κι εγώ!
-
-Δεν είναι ακόμα ώρα
να πολεμήσουμε.
-
Πρέπει να μάθεις ότι
ο θυμός είναι εύκολος...
-
αλλά να θυμώσεις με τον
κατάλληλο άνθρωπο...
-
στον κατάλληλο χρόνο...
-
και για τον κατάλληλο λόγο.
-
Αυτό είναι το δύσκολο!
-
Καταλαβαίνεις;
-Ναι.
-
-Επανέλαβε το.
-
-Ησυχία!
Ο πρίγκιπας μας...
-
επανεμφανίστηκε μ' ένα
γέρο-ζητιάνο δίπλα του.
-
-Δικός μου είναι. Θα δώσω
την καρδιά του στα σκυλιά.
-
-Ηρέμησε και σκέψου.
-
Πρέπει να επιτεθεί
πρώτος, αλλιώς...
-
θα ξεσηκωθεί όλη η
Ιθάκη εναντίον μας.
-
-Δεν πρόκειται να το κάνει πρώτος.
Τρέμει μόλις ακούει τη φωνή μου.
-
-Πρίγκιπα Τηλέμαχε!
Καλωσόρισες στην πατρίδα.
-
Οι θεοί σ' έφεραν
πίσω με ασφάλεια.
-
-Πήγε να βρει τον πατέρα του
κι έφερε ένα ψωροζητιάνο.
-
-Πες μας, γιατί παράτησες
την αναζήτηση;
-
-Πήγα στη Σπάρτη και μίλησα
με το βασιλιά Μενέλαο.
-
Πιστεύω πως πατέρας μου
βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας.
-
-Επιτέλους το κατάλαβε!
-’ρα βλέπεις ότι έχουμε...
-
κάποια δικαιώματα
στο σπίτι σου;
-
-Ναι.
-Ο μικρός πρίγκιπας γύρισε...
-
πίσω σαν έντιμος άντρας.
-Για κοίτα!
-
-Έβγαλε και γένια.
Η πρώτη γενειάδα.
-
-Αδύνατη μεν,
αλλά είναι γενειάδα.
-
Καιρός να μπεις στην παλαίστρα,
να γίνεις άντρας.
-
-Αποδέχομαι οποιαδήποτε
πρόκληση.
-
Μα τώρα πρέπει να
δω τη μητέρα μου.
-
Μέχρι τότε, αυτός ο ζητιάνος
είναι φιλοξενούμενος μου.
-
Περιποιηθείτε τον.
-
Πάρε μια γαβάθα.
Θα σε περιποιηθούν.
-
-Βλέπεις; Σου παρέδωσα
ένα αγόρι.
-
-Δεν μπορώ να τον σκοτώσω
στην παλαίστρα!
-
-Μπορείς!
-
Με την προϋπόθεση ότι
θα επιτεθεί αυτός πρώτος.
-
-Δεν τον βρήκα.
-
Μα ξέρω πως ο πατέρας
μου είναι ζωντανός.
-
Μητέρα, πρέπει
να μ' ακούσεις.
-
Βρήκα ένα σοφό
γέρο-ζητιάνο.
-
Ίσως μας βοηθήσει να
βρούμε τον πατέρα.
-
Όταν κοιμηθεί το παλάτι,
θα τον φέρω να τον δεις.
-
Τώρα πρέπει να φύγω.
Ο Αντίνοος με προκάλεσε...
-
και σαν άντρας πρέπει
να ανταποκριθώ.
-
-Ναι, είσαι
άντρας τώρα.
-
-Στη θέση σου ζητιάνε!
-
-Η πρώτη σου ουλή.
-
-Μην δεχτείς τέτοια ταπείνωση.
Πάρε αυτό.
-
Έφτασε η μέρα.
-
-Αντίνοε!
-
Είσαι νεκρός!
-
-Έλα λοιπόν.
Σκότωσε με.
-
Σκότωσε με!
-
Το ήθελες για τρία χρόνια.
Δεν είσαι αρκετά άντρας;
-
-Όχι !!!
-
Ο θυμός είναι εύκολος...
-
-’ντε λοιπόν...
σκότωσε με!
-
-Δεν ήρθε ακόμα
η κατάλληλη στιγμή.
-
-Έλα δειλέ!
Επιτέθου!
-
-Συγνώμη!
-Μην ντρέπεσαι.
-
Φρόντισε τις πληγές σου.
-
Πες στη μητέρα σου ότι
χαλιναγώγησες το θυμό σου.
-
Πήγαινε.
-
-Η κυρά μου μ' έστειλε
να σε περιποιηθώ.
-
Της είπε ο γιος της.
-
Ευχαριστώ που του
έσωσες τη ζωή.
-
-Αγαπάς το αγόρι;
-
-Ο πατέρας του το άφησε...
-
στη δική μου φροντίδα
τη μέρα που γεννήθηκε.
-
Αυτή η ουλή!
-
Γνωρίζω αυτή την ουλή!
-
Αφέντη!
-
-Μην πεις ούτε λέξη...
-
αλλιώς όλα θα χαθούν!
-
-Ευρύκλεια!
-
-Βασίλισσα,
Πηνελόπη!
-
-Ήθελα να σ' ευχαριστήσω...
-
και να ζητήσω συγνώμη που
σε κακομεταχειρίστηκαν.
-
-Δεν χρειάζεται.
-
Εγώ είμαι εδώ μόνο
για μια νύχτα.
-
-Εσύ παγιδευμένη εδώ μέσα...
θα πρέπει να μοιάζει αιωνιότητα.
-
-Ναι.
Πρέπει να δώσω τέλος...
-
σ' αυτή τη δυστυχία ενόσω είναι
ακόμα ζωντανός ο γιος μου.
-
Αύριο θα ορίσω
ένα διαγωνισμό...
-
για το ποιός θα
πάρει το χέρι μου.
-
-Έχεις δίκαιο...
-
να θέλεις καινούριο σύζυγο.
-
-Δεν το θέλω αλλά...
-
τη μέρα που έφυγε
ο Οδυσσέας...
-
με πήρε απ' το χέρι,
εδώ, ακριβώς εδώ...
-
τόσο τρυφερά...
-
και μου ζήτησε να ορκιστώ
ότι θα το έκανα.
-
Αυτή είναι η τελευταία θυσία
που μπορώ να κάνω γι' αυτόν.
-
-Λοιπόν.
Είναι ζωντανός ο Οδυσσέας...
-
-Ναι.
-
... και ξέρει τη θλίψη
και τον πόνο σου...
-
και λαχταράει ν' αγγίξει
τα χέρια σου...
-
να σ' αντικρίσει...
-
να φιλήσει τα χείλη σου...
-
Θα έρθει να σε
υπερασπιστεί.
-
Θα το δεις!
Θα έρθει.
-
-Μακάρι να ήταν αλήθεια!
Καληνύχτα.
-
-Αύριο... θα πάρω πίσω
τον κόσμο μου.
-
-Πάρε τις λόγχες.
-
-Τί είναι αυτά
τα τσεκούρια;
-
-Ο Φιλότιος...
ο γιδοβοσκός είναι μαζί μας.
-
Μπορούμε να τον
εμπιστευτούμε.
-
-Πες μας βοσκέ, ποιο είναι
το σχέδιο της κυρίας σου;
-
-Εγώ θα σας το πω.
-
Αυτό είναι το τόξο του Οδυσσέα,
του βασιλιά της Ιθάκης.
-
Ο άντρας που θα
του βάλει χορδή...
-
και ρίξει ένα βέλος διαμέσου και
των δώδεκα τσεκουριών...
-
θα τον αντικαταστήσει.
-
-Τί;
-
-Δεν είναι τρόπος
αυτός να διαλέξεις!
-
Δεν γίνεται!
-
-Ο πατέρας μου το έκανε.
-
-Περίμενε! Περίμενε,
δεν θα δεις το νικητή;
-
-Όλοι ίδιοι είστε για μένα.
-
-Δεν είναι δίκαιο!
Δεν έχω ξαναπιάσει τόξο.
-
Δεν είναι σωστό!
-
Έχω φέρει 50 πρόβατα
και 100 κατσίκες ...
-
για δώρο από το Δουλίχιον!
-
-Φέρ' το εδώ βλάκα.
-
-Είναι αδύνατο.
-
Δεν θα τα καταφέρει.
-
-Μόνο δυο προσπάθειες
Ευρύμαχε.
-
-Δεν τα καταφέρνει.
-
-Όχι, κοντεύει.
’ντε.
-
-Όχι.
-
-Αντίο Οδυσσέα.
-
Τήρησα το λόγο μου.
-
-Ο Τηλέμαχος μας έστειλε
στα δωμάτια μας.
-
Είπε να κλειδωθούμε μέσα.
-
-Κρύψε τα, γρήγορα.
-
Αθηνά μείνε μαζί μας.
-
-Αρκετά περίμενα.
Φέρ' το εδώ ψοφίμι.
-
Κοιτάτε με.
-
-Έλα Αντίνοε, να δούμε αν
θα τα καταφέρεις. ’ντε!
-
-Αν δεν μπορώ να το κάνω εγώ,
δεν μπορεί κανείς ζωντανός.
-
-Μήπως ένας άνθρωπος
που θεωρείται νεκρός;
-
-Τί πας να κάνεις;
-
Μην είσαι ανόητος!
-
-Ποιός είσαι γέρο;
-
-Με γνωρίζετε τώρα;
-
-Οδυσσέα!
-
-Οδυσσέα!
-
-Τηλέμαχε.
-
Τώρα είναι η κατάλληλη
στιγμή για το θυμό σου.
-
-Περίμενε, περίμενε.
Στάσου!
-
Ποιο είναι το έγκλημα μας;
-
Φερθήκαμε στη γυναίκα
σου σαν βασίλισσα.
-
Φάγαμε απ' το βιος σου
αλλά αυτό διορθώνεται.
-
Δεν σκοτώσαμε κανένα.
-
-Το έγκλημα είναι πως προσπαθήσατε
να κλέψετε τον κόσμο μου...
-
τον κόσμο που έχτισα με τα
χέρια μου και τον ιδρώτα μου...
-
-Όχι, κανένας...
-
...και το αίμα μου.
Τον κόσμο που μοιράστηκα...
-
με τη γυναίκα, που μου
γέννησε το γιο μου.
-
Και κανένας ποτέ δεν πρόκειται
να μου τον πάρει.
-
Τώρα θα πεθάνετε όλοι,
μέχρι και τον τελευταίο...
-
μέσα σ' ένα ποτάμι
από αίμα.
-
-Τις λόγχες, να μην πεθάνουμε
σαν τα πρόβατα.
-
-Δεν αξίζει να πεθάνετε
για τους αφέντες σας.
-
-Μελάνθη!
-
’νοιξε τις πόρτες!
-
-Μελάνθη!
-
-Μελάνθη!
’νοιξε τις πόρτες!
-
-Όχι!
-’σε με!
-
-Πατέρα!
-
-Μην αφήσεις τη μητέρα σου
να δει αυτό το δωμάτιο.
-
Όταν καθαριστεί...
-
πες της ότι γύρισα.
-
-Οδυσσέα!
-
-Ποτέ δεν θα σε ξαναφήσω.
-
-Πόσο πρέπει ν' άλλαξα!
-
-Όχι.
Είσαι πάντα η ίδια.
-
-Κι εσύ πάντα
ψεύτης Οδυσσέα.
-
Είκοσι χρόνια έχεις
να μ' αντικρίσεις.
-
-Μόνο μια μέρα ήταν.
-
-Τότε σε μια μέρα είδες
ολόκληρο τον κόσμο.
-
-Ναι. Και υπάρχουν πολλά
πράγματα ιερά και όμορφα...
-
αλλά τίποτα πιο όμορφο από
τον κόσμο ενός άντρα.
-
που να μπορεί να τον
πάρει στα χέρια του...
-
και να ξέρει ότι είναι
πάντα δικός του.
-
-Ο κόσμος μου είσαι εσύ!