Υπάρχουν πολλές ιστορίες στο παρελθόν του κόσμου μας. Οι περισσότερες είναι χαμένες, σκορπισμένες στους ανέμους του Χρόνου, πέρα από τη μνήμη του ανθρώπου. Αλλά αυτή η ιστορία, η δική μας ιστορία, δεν πρέπει να ξεχαστεί. Μπαμπά! Μάια! Τρέχα! Μάια, τρέχα! Μάια, τρέχα! Ήρθαμε από το νερό. Τρέχει μέσα από τις αρχαίες μας ημέρες, μέσω πολλών χρόνων μέχρι αυτή τη στιγμή, κυλώντας μέσα στις ζωές μας σαν τη γραμμή των Βασιλιάδων. Ένα γοργά τρεχούμενο ρεύμα μνήμης και θλίψης. Μια σταγόνα νερού, αίματος, και μετά μία ακόμα μπορούν να γίνουν ένας κυματισμός ένας ποταμός, ένας ορμητικός χείμαρρος, ασταμάτητος, που με το χρόνο καταλύει κάθε αντίσταση για να τρέξει ελεύθερος και πάλι στο ταξίδι της μοίρας του. Το απομεινάρι των Πιστών, οι Ντούνενταϊν οι ’νθρωποι της Δύσης, ήταν σκορπισμένοι και λίγοι και περιτριγυρισμένοι από πολλούς κινδύνους. Γιατί ο Σκοτεινός ’ρχοντας Σάουρον δεν είχε λησμονήσει το παρελθόν και από όλους τους λαούς της Μέσης-γης κανέναν δε μισούσε και δε φοβόταν περισσότερο από τους Ντούνενταϊν. Έστελνε τη θέλησή του ανάμεσα στους υπηρέτες του και για πολλά χρόνια γύρευε διαρκώς να ανακαλύψει αν οι Διάδοχοι του Ισίλντουρ ζούσαν ακόμα, έτσι ώστε να τους καταστρέψει και οι τελευταίοι από τους μεγαλύτερους εχθρούς του να χαθούν για πάντα. Γρήγορα! Γρήγορα! Ντιρχάελ! Ιβόργουεν, Γκιλράεν, φύγετε! Παρακαλώ! Δε θα σας χάσω όλους αυτή τη μέρα. ’ραθορν! Έχετε τις ευχαριστίες μου, κύριε. Και οποιαδήποτε υπηρεσία εγώ και η οικογένειά μου μπορούμε να προσφέρουμε σε εσάς και τους δικούς σας. Σας οφείλουμε τις ζωές μας. Όπως κι εγώ τη δική μου. Σε ευχαριστώ, κυρία. Παρακαλώ πολύ, άρχοντά μου. Δε μπορούμε να μείνουμε εδώ. Πού κατευθυνόσασταν; Δεν ξέρω, άρχοντά μου. Ορκ έκαψαν το χωριό μας και έσφαξαν τους δικούς μας. Όσοι δεν σκοτώθηκαν σκορπίστηκαν, δε γνωρίζω που. Ο Ντόρλαντ, ο γιος μου. Χτυπήθηκε καθώς μας υπερασπιζόταν. Δε θα αφήναμε το σώμα του για τη σκληρή διασκέδαση των Ορκ. Ο γιος σου θα έχει έναν ασφαλή τόπο ανάπαυσης, κυρία. Θα έρθετε μαζί μας. ’ραθορν! ’ραθορν; Τον γνωρίζεις, πατέρα; Ναι. Ή μάλλον τον γνώριζα όταν δεν ήταν παρά παιδί. Αν είναι ο ίδιος άντρας, τότε είναι ο γιος του φίλου και συγγενή μου, του αρχηγού μας, του άρχοντα ’ραντορ. Ο Διάδοχος του Ισίλντουρ. Τι είναι; Κυνηγούν λάφυρα φαίνεται. Μα αυτά είναι φτηνά στολίδια. Είναι παράξενο. Ορκ να γυρεύουν χρυσό και κοσμήματα στην Ερημιά; Και για ποιο σκοπό; Γίνεσαι περισσότερο σαν κι εκείνον μέρα με τη μέρα. Αυτό είναι που θα ήθελε; Θα θύμωνε μαζί μου που σε άφησα να πάρεις τη θέση του. "Η ερημιά δεν είναι μέρος για την κόρη μου!" Αλλά εξακολουθώ να είμαι χαρούμενος που σε εκπαίδευσα. Το ίδιο κι εγώ. ’ρχοντα ’ραθορν! Δε θα φέρουν κανένα νέο σε όποιον κι αν είναι ο αρχηγός τους. Καλή δουλειά, Χάλμπαρον. Τώρα πρέπει να μεταφέρουμε αυτούς τους τρεις σε ασφάλεια. Πηγαίνουμε στο Τάουρνταλ, το χωριό μας, άρχοντα...; Ντιρχάελ. Η σύζυγός μου, Ιβόργουεν. Και η θυγατέρα μου... Γκιλράεν. Κι εγώ είμαι ο ’ραθορν. Γιος του ’ραντορ. Πράγματι. Όχι, όχι, μην υποκλίνεστε. Όταν έρθετε στον πατέρα μου, μπορείτε να τον χαιρετίσετε έτσι. Αλλά για τώρα, πρέπει να βιαστούμε. Μια καρδία που ζηλεύει δε βρίσκει χώρο για αληθινή αγάπη, αν και στέκεται ακριβώς πίσω της. Για ποιο πράγμα πρέπει να ζηλέψω; Το είδα εκείνο το βλέμμα μεταξύ τους. Όπως το είδες κι εσύ. Τα μάτια σου σε απατούν. Εξάλλου, δεν έχει καμία σχέση με μένα. Δεν έχει; Όχι! Ούτε με σένα, Ντίρχαμπορν. Και έτσι ο ’ραθορν και οι Περιφερόμενοι Φύλακές του οδήγησαν τη θλιμμένη οικογένεια βόρεια, πέρα απ' τα μεγάλα ποτάμια και μέσα απ' τα αχανή δάση του Ρούνταουρ, έναν τόπο που ακόμη απολάμβανε την άγρυπνη φρουρά των Ντούνενταϊν, και τους έφεραν στον πατέρα του, τον άρχοντα ’ραντορ, στον κρυμμένο οικισμό του Τάουρνταλ. Έλα, παλιέ μου φίλε και συγγενή. Ας αποδώσουμε στο γιο σου την ειρήνη και την τιμή που έχει κερδίσει. Γιατί μετράω την απώλειά σου σα δική μου απώλεια, και τη θλίψη σου σα δική μου. Αλίμονο, δε θα υπάρξει μακρύς ύπνος σε αρχαία δώματα από πέτρα για έναν γιο του Οίκου του ’ραναθ! Αλλά δε θα δω τα κόκαλά σου ατιμασμένα, Ντόρλαντ, όταν οι υπηρέτες του Κακού προσπαθήσουν ξανά να οδηγήσουν τους Ντούνενταϊν μακρύτερα στην εξορία! Αντίο! Έχω έρθει να ζητήσω τη συγχώρεσή σου. Πολύ καιρό πίστευα πως τα αισθήματά σου για τον ’ραθορν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν περαστικό ενθουσιασμό και πως με το χρόνο θα απομακρυνόσουν απ' αυτά και θα κοιτούσες επιτέλους γύρω σου. Δεν καταλάβαινα. Μέχρι το προηγούμενο βράδυ. Χρόνια έχω περάσει στο πλευρό του, κι όμως υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσά μας που μόνο οι φλόγες της πυράς ενός αγνώστου μπορούσαν να αποκαλύψουν. Δε μπορώ να ανταγωνιστώ με τέτοια ομορφιά και τέτοια θλίψη. Ελ, θα ήταν τιμή για κάθε άντρα να σε αποκαλεί δική του. Δε θα του προκαλούσα παρά μόνο λύπη. Βρήκαμε αυτά μετά τη χθεσινή επίθεση. Είναι παράξενο πως τόσο μικρά πράγματα μπορούν να φέρουν τόσο τεράστια σκοτεινιά και αλλαγή στις ζωές μας. Ο άρχοντας ’ραντορ είχε πια πολλά να συλλογιστεί. Ειδήσεις πως Ορκ έκαναν επιθέσεις σε άλλα χωριά έφτασαν στα αυτιά του. Ειρηνικά αγροκτήματα, μακριά από κάθε βοήθεια, απειλούνταν παρομοίως. Το Τάουρνταλ γέμισε καθώς πολλοί από τους Ντούνενταϊν έφυγαν από τα σπίτια τους γυρεύοντας ασφάλεια στους αριθμούς. Κι έτσι ο ’ραντορ οδήγησε τους γενναίους τους Φύλακες σε μια αποστολή για να ελευθερώσουν τον τόπο από την απειλή που είχε ρημάξει το λαό του. Κι όμως ο πιο έμπιστος από τους άντρες του δε θα ήταν στο πλευρό του. Πώς πηγαίνει η συγκομιδή, αρχόντισσά μου; Πλούσια, άρχοντά μου. Περίμενα κάτι περισσότερο για τα ταξίδια μου. Φεύγεις; Ο πατέρας μου μού έχει αναθέσει να ανακαλύψω το σκοπό του εχθρού στα κρύα βουνά της Ανατολής. Μόνος; Ναι. Επικίνδυνη αποστολή, άρχοντά μου. Πράγματι. Υπήρχε μια εποχή που ένας τέτοιος κίνδυνος δε θα με είχε συγκινήσει και κάθε κομμάτι του εαυτού μου θα ταξίδευε ευχαρίστως στην άκρη του κόσμου στην υπηρεσία του λαού μας. Αλλά τώρα; Τώρα ένα κομμάτι μου παραμένει εδώ. Κι αυτό είναι η καρδιά μου. ’ρχοντά μου. Λυπάμαι, αρχόντισσά μου, δεν είχα σκοπό να σε αναστατώσω. Θα κοιτάω προς την Ανατολή και θα περιμένω την ασφαλή επιστροφή σου. Αρχόντισσά μου. Με καρδιά γεμάτη χαρά ο ’ραθορν ταξίδεψε πολύ πέρα από τις χαμένες πόλεις της ’ρνορ. Όσο ο ’ραθορν προχωρούσε στο μοναχικό του δρόμο μες στα κρύα βουνά, η Γκιλράεν περίμενε το γυρισμό του στο καλοκαίρι της Δύσης που ξεθώριαζε. Ξεστράτιζε μερικές φορές βαθιά στο δάσος, για να δει την ασφαλή επιστροφή του. Γκιλράεν! Δε θα πάω μακριά! Γιατί το κάνει αυτό; Ξέρεις για ποιον περιμένει. Είναι υπερβολικά νέα. Αλλά όχι χωρίς σοφία. Η καρδιά μου προειδοποιεί ότι ο ’ραθορν θα φορέσει το δαχτυλίδι του Μπάραχιρ συντομότερα απ' όσο θα περίμενε κανείς. Ακόμα κι έτσι δεν πιστεύω πως θα είναι ηγέτης των Ντούνενταϊν για καιρό από τη στιγμή που θα το βάλει στο χέρι του. Τότε μην μπαίνεις εμπόδιο στο δρόμο τους, Ντιρχάελ! Γιατί αν αυτοί οι δυο παντρευτούν σύντομα, μπορεί ακόμα να γεννηθεί ελπίδα για το λαό μας. Αν όμως όχι, τότε ίσως να είναι σε αυτή την αυξανόμενη σκοτεινιά που οι Ντούνενταϊν θα πέσουν τελικά για να μην ξανασηκωθούν ποτέ. ’φησέ τους να έχουν όση χαρά μπορούν! ’ργησες! Πού είναι οι άλλοι; Σφαγμένοι! Πέσαμε σε ενέδρα, υπάρχουν ’νθρωποι-φαντάσματα παντού! Δεν είναι φαντάσματα! Απλά Φύλακες, δειλέ. Είσαι το ίδιο χάλια με αυτούς τους δύο! Το πήρες; Αυτά είναι άχρηστα. Ακόμα δεν έχετε βρει το δαχτυλίδι που ψάχνει ο Σάουρον. Γυρίστε πίσω! Βρείτε το! Πώς; Δεν έχουν μείνει αρκετοί από μας. Χρειαζόμαστε χρόνο να αυξήσουμε τους αριθμούς μας. Ήταν λάθος να επιτεθούμε στους Ανθρώπους-φαντάσματα έξω απ' το σκοτάδι, Σάκναρ! Εγώ δεν κάνω λάθη! Πάω τώρα να αναφέρω την αποτυχία σας στον Σάουρον στο Ντολ Γκουλντούρ. Αυξήστε τους αριθμούς σας αν πρέπει, αλλά στείλτε τους κατασκόπους σας. Όταν γυρίσω θέλω να ξέρω πού είναι! Τι είναι; Μυρίζω ανθρώπινο κρέας. Είναι αδύνατον. Δεν το μυρίζεις; ’ραθορν! Γύρισες! Δε θα έπρεπε να έχεις έρθει τόσο μακριά μες στο δάσος μόνη σου! Το ξέρω. Εγώ... Φύλακες. Δε θα πας σ' εκείνους; Θα μας βρούνε αρκετά σύντομα. Οπότε πρέπει να βιαστώ ή θα χάσω την ευκαιρία μου. Για ποιο πράγμα; Ελπίζω να πάνε με την ησυχία τους. Τους εκπαιδεύω υπερβολικά καλά. ’ρχοντά μου; Περιπλανήθηκα πολύ μακριά απ' το χωριό. Αλλά ο καπετάνιος σας με βρήκε. Είμαι στην υπηρεσία σου, άρχοντά μου. Θα είμαι για πάντα στη δική σου. Χάλμπαρον, συνόδεψε την αρχόντισσα Γκιλράεν πίσω στο χωριό. Αμέσως, άρχοντά μου. Έλγκαρεϊν. Μια κουβέντα. Με συγχωρείς, άρχοντά μου, δε μπορούσαμε να σε βρούμε. Δεν ήξερα... Δε χρειάζεται καμία συγγνώμη, φίλη μου. Έχεις ερωτευτεί ποτέ; Όχι. Αλλάζει τον κόσμο σου, τον κατατρώει με μια καυτή φλόγα που δεν ελαττώνεται σε δύναμη. Ένα φως τόσο λαμπερό και διαπεραστικό όσο το άστρο του Εαρέντιλ. Έχεις ερωτευτεί. Έχω ακούσει να μιλάνε γι αυτό. Ώστε είσαι ερωτευμένος; Πρόκειται να παντρευτώ! Ή ελπίζω να γίνει έτσι. Και σύντομα, αν η τύχη είναι μαζί μου. Σου εύχομαι ευτυχία, άρχοντά μου. Η καρδιά σου θα έπρεπε να είναι γεμάτη χαρά, ’ραθορν. Ω, μα είναι... Κι όμως φοβάμαι πως ο άρχοντας Ντιρχάελ δε θα δώσει πρόθυμα την ευλογία του. Η Γκιλράεν είναι, όπως κι εσύ, όχι ακόμα ενήλικη. Μπορεί να μην έχω γνωρίσει τον έρωτα, αλλά γνωρίζω πως όταν η καρδιά διατάζει τη γλώσσα κανείς δε θα έπρεπε να γίνεται εμπόδιο. Αν καθυστερήσεις, μπορεί να βρεις πως ότι θα έπρεπε να έχει ειπωθεί είναι πια για πάντα κλειδωμένο στην καρδιά σου, και η θλίψη ο μόνος σου σύντροφος. Τα λόγια σου είναι σοφά. Αλλά και πάλι... Οι εποχές αλλάζουν. Ίσως να φέρει αλλαγή και στην καρδιά του. Αν αλλάζει με τις εποχές, τότε μπορεί μόνο να κρυώσει. Απλά μείνε στη θέση σου και πες αυτό που αισθάνεσαι. Σ' ευχαριστώ. Είσαι μια καλή φίλη για μένα. Θα έδινα την ίδια μου τη ζωή για σένα. Κι εγώ για σένα. Χαίρομαι που είσαι σώος, γιε μου. Κι εγώ για σένα πατέρα. Ο Χάλμπαρον μου λέει πως η εκστρατεία σας ενάντια στους Ορκ ήταν επιτυχής. Οι αριθμοί τους είναι πράγματι μικροί πλέον. Δε θα μας ενοχλήσουν για κάμποσο καιρό. Κι όμως ο νους σου είναι ανήσυχος. Τώρα πια ξέρω τι είναι αυτό που ζητούν, και πως δε δρουν μόνοι. Είναι υπηρέτες του Σάουρον, κι Εκείνος γυρεύει το δαχτυλίδι του Μπάραχιρ. Πατέρα, κυνηγούν εσένα. Είναι όπως φοβήθηκα τότε. Σε εκλιπαρώ να κρύψεις το δαχτυλίδι. Μην το φοράς! Όχι. Μα θα τους οδηγήσει κατευθείαν σε σένα! Ας στείλει ο Σάουρον όλους τους στρατούς του κόσμου εναντίον μας. Δεν πρόκειται να κρυφτώ από το ποιος είμαι όσο έχω μια ανάσα στο κορμί μου κι ένα σπαθί στο χέρι μου. Συγχώρεσέ με. Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρέσω, γιε μου. Έχεις υπηρετήσει καλά εμένα και τους Ντούνενταϊν. Είσαι ένας πραγματικός απόγονος βασιλιάδων! Έλα τώρα, μην ανησυχείς. Η μητέρα σου συνήθιζε να μου υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι κοιτούν σε εμάς για καθοδήγηση, πως πρέπει να μένουμε ακλόνητοι ό,τι κι αν συμβεί. Ίσως μια μέρα θα βρεις κι εσύ κάποια με τόση σοφία και ομορφιά για να συμβουλεύει εσένα. Έχετε την ευλογία μου, παιδιά μου. Είθε οι μέρες σας να είναι πολλές και γόνιμες, και γεμάτες ελπίδα. Πηγαίνω τώρα στο Σχιστό Λαγκάδι, όπου ο Έλροντ Μισο-ξωτικός με περιμένει. Όταν επιστρέψω με τις σοφές συμβουλές του, τότε ίσως να έχουμε ένα γάμο. Καλή τύχη με τον Ντιρχάελ. ’ρχοντα Ντιρχάελ... Καλημέρα. Στη διάρκεια του μακρύ χειμώνα τη ζεστασιά στην καρδιά του ’ραθορν την κρατούσε μακριά μόνο ο φόβος του μήπως αποτύχει στο πιο σημαντικό του καθήκον. Απλά μείνε στη θέση σου και πες αυτό που αισθάνεσαι. ’ρχοντα Ντιρχάελ. Έχω έρθει να ζητήσω το χέρι της θυγατέρας σου σε γάμο. Σου οφείλω τη ζωή μου, γιε του ’ραντορ. Αλλά δε σου οφείλω την κόρη μου. Μα την αγαπάω, άρχοντά μου. Φοβάμαι βαθύτατα τη σκιά που ρίχνεις πάνω στο σπίτι μου, Διάδοχε του Ισίλντουρ. Η προσοχή που δείχνεις στην κόρη μου δεν είναι ευπρόσδεκτη. Από εσένα, όχι από εκείνη. Ναι. Επομένως δε μπορεί να αγνοηθεί. Ελπίζω, για το καλό της Γκιλράεν, το αίμα του πατέρα σου να κυλά στις φλέβες σου. Αν απογοητεύσεις το λαό σου, θα πρέπει να λογοδοτήσεις μόνο στους Ντούνενταϊν. Αν απογοητεύσεις εκείνη, θα έχεις να λογοδοτήσεις σε μένα. Αυτό σήμαινε ναι ; Και όταν ο χειμώνας αποτράβηξε τα κρύα του δάχτυλα από τη γη και ήρθε η λαμπρή πρώτη άνοιξη, ο ’ραθορν, γιος του ’ραντορ, και η αρχόντισσα Γκιλράεν παντρεύτηκαν μέσα σε ευτυχία και ελπίδα. Αλλά ύστερα από ένα μόλις χρόνο χαράς μια μαύρη σκιά σύρθηκε πάλι στις ζωές τους. Ο ’ραντορ, γιος του Αργκόνουι, ’ρχοντας των Ντούνενταϊν, βρέθηκε σε ένα ρηχό λαγκάδι ανάμεσα στις ψυχρές, εκτυφλωτικές αναθυμιάσεις των Κόλντφελς. Τρέξτε! Τρέξτε! Πού είναι ο πατέρας μου; Είναι νοτιότερα από δω. Πήγαινε! Πατέρα! Πατέρα. ’ραθορν! ’ραθορν! Ξύπνα! Δεν είναι παρά ένα όνειρο! Ξύπνα! Όχι! Τον είδα! Ένιωσα την ανάσα του να τον εγκαταλείπει! Σσσς! Δεν είναι παρά ένα όνειρο. Ένα όνειρο! Ω, Γκιλράεν! Μακάρι να ήταν! Τι ελπίδα υπάρχει για το λαό μας; Η γραμμή των Βασιλιάδων κρέμεται από μια κλωστή, φοβάμαι πως θα βρει το πικρό της τέλος σε μένα. ’ραθορν, πού είναι η χαρά σου; Πού είναι η ελπίδα σου; Εγώ δε θα απελπιστώ! Ούτε θα ήθελα να το κάνεις εσύ. ’ραθορν, κοίταξέ με! Μη φοβάσαι το αύριο, γιατί δε μπορούμε να το γνωρίζουμε ή να το διαφεντεύουμε. Και μη φοβάσαι πως ο βασιλικός οίκος έχει φτάσει στο τέλος του. Είναι ζωντανός. Μέσα σου. Και μέσα μου. Να η Ελπίδα μου. Έτσι, ένα χρόνο από το θάνατο του πατέρα του, την πρώτη μέρα του τρίτου μήνα ο ’ραθορν και οι Ντούνενταϊν καλωσόρισαν στον κόσμο νέα ελπίδα. Έχεις γιο, άρχοντά μου. Θα τον ονομάσουμε ’ραγκορν. Βασιλική Ανδρεία... Αυτή θα την έχει, μα στο στήθος του βλέπω έναν πράσινο λίθο και απ αυτόν το πραγματικό του όνομα θα έρθει και η μεγαλύτερή του δόξα, γιατί θα είναι θεραπευτής και ανανεωτής. Ιδού ο ’ραγκορν, γιος του ’ραθορν, ’ρχοντας των Ντούνενταϊν! Απόγονος του Ελέντιλ του Νούμενορ! Ο Διάδοχος του Ισίλντουρ! Ζήτω ο ’ραγκορν! Ζήτω ο ’ραγκορν! Χάρη στη γενναιότητα του ’ρχοντα και των Περιφερόμενων Φυλάκων του οι Ντούνενταϊν είχαν για λίγο ειρήνη. Και το παιδί ’ραγκορν μεγάλωσε γοργά και χαρούμενα. Χάλμπαρον. Μοιάζει μόλις σαν χτες που ο γιος σου ο Χάλμπαραντ ήταν στην ηλικία του ’ραγκορν. Μοιάζει πράγματι, άρχοντά μου. Φαντάζομαι πως θα φαίνεται το ίδιο, Έβονιν, όταν ο γιος μας θα είναι άντρας. Όντως θα φαίνεται, αρχόντισσά μου. Πόσο γρήγορα μεγαλώνουν! Και πόσο τρώνε για να το κάνουν! Αν μείνει τίποτα! Διεκδικώ αυτό το πεδίο στο όνομα του Βασιλιά! Επτά αστέρια και μια κορώνα σε φόντο γαλάζιο Μες στον άνεμο κυμάτιζε το λάβαρο του πολέμου Γύρω του κάλεσε ο βασιλιάς τους άντρες Να πολεμήσουν στο Βορρά για την ελευθερία Το Φόρνοστ έπεσε, φώναξε ο αγγελιοφόρος Σαν Ντούνενταϊν πολέμησαν και πέθαναν Ένας άντρας από το άτι του έπεσε ευγενής και γενναίος Από οπλές ποδοπατήθηκε που σημασία δε δωσαν Ο βασιλιάς μακριά μεταφέρθηκε απ' τη μάχη Καθώς της ’νγκμαρ ο στρατός πλησίαζε Το λάβαρο μας σε μια θάλασσα παγιδευμένο θανάτου Καθώς μια τελευταία πνοή του βασιλιά έπαιρνε ο αγγελιοφόρος Ανατράπηκε το λάβαρο και έπεσε στη γη Με απαίσια ούρλιαξαν οι εχθροί χαρά Καθώς φοβισμένοι έτρεχαν οι άντρες κι έκλαιγαν Οι άρχοντες Έλανταν και Έλροχιρ του Σχιστού Λαγκαδιού έφτασαν απροειδοποίητα και επιθυμούν να μας μιλήσουν αμέσως. Καλώς ορίσατε, φίλοι! Τι σας φέρνει σε μας απόψε; Και πώς είναι ο πατέρας σας, ο άρχοντας Έλροντ, και η αρχόντισσα ’ργουεν; Ο πατέρας και η αδερφή μας είναι καλά, άρχοντά μου. Ήταν ο Έλροντ που μας έστειλε εδώ με βιασύνη. Οι Ορκ πολλαπλασιάζονται βόρεια και ανατολικά του Τάουρνταλ. Οι αριθμοί τους είναι μεγαλύτεροι από όσο έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμη και τώρα κινούνται ασταμάτητα προς τα βορειότερα χωριά των Ντούνενταϊν. Δεν θα περάσει πολύς καιρός πριν ο κίνδυνος απειλήσει ακόμα μια φορά τα σύνορά σας. Στο Σχιστό Λαγκάδι όπου αναπαύεται το αγόρι Και όπου το λάβαρο ακόμα κυματίζει ψηλά. Γι αυτό το λόγο ο πατέρας μας στέλνει σοβαρή συμβουλή. Ποια είναι αυτή η συμβουλή; Σε παροτρύνει να στείλεις τη σύζυγο και το γιο σου στο Ιμλάντρις για ασφάλεια και εσύ, ’ραθορν, να οδηγήσεις τους Ντούνενταϊν από κρυφούς δρόμους σε άλλους τόπους και να φύγετε μακριά από αυτόν τον ερχόμενο κίνδυνο. Είναι αργά, άρχοντές μου, θα μιλήσουμε περισσότερο το πρωί. Ας βρούμε ένα μέρος για να ξεκουραστείτε. Ο Έλροντ Μισο-ξωτικός είναι σοφός, και βλέπει πολλά που είναι κρυμμένα ή δεν έχουν ακόμα συμβεί. Θα λάβω υπόψη μου τα λόγια του και θα σκεφτώ για το λαό μου. Ας μην καθυστερήσει πολύ η απόφασή σου. Με κάθε ώρα που περνά, ο κίνδυνος πλησιάζει. Καταλαβαίνω. Καλή ανάπαυση, άρχοντές μου. Καλή ανάπαυση. Μην το πεις! Δε θα χωριστώ από σένα. Κι όμως είναι σοφή συμβουλή. Αν ο κίνδυνος μας πλησιάσει και πάλι, εσύ κι ο ’ραγκορν πρέπει να προστατευτείτε. Όλοι οι Αρχηγοί των Ντούνενταϊν έχουν ανατραφεί για ένα διάστημα στο σπίτι του Έλροντ. Εγώ ο ίδιος πέρασα χρόνια εκεί σαν παιδί. Δε θα σε αφήσω. Δε θα το κάνω! Ξέρουμε που είναι! Ωραία. Έλα μαζί μου. Έλγκαρεϊν! Ο Χάλμπαρον σε είδε να φεύγεις. Κάτι που έπρεπε να έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό. Χωρίς αντίο; Από το θάνατο του πατέρα σου και ύστερα το έκανα καθήκον μου να σε προσέχω. Το όφειλα σ' εκείνον για τα χρόνια υπηρεσίας του και τη φιλία του. Όταν θέλησες να πάρεις τη θέση του, εγώ μόνο σε υποστήριξα. Δέκα χρόνια είσαι στο πλευρό μου, όμως τώρα, που σε χρειάζομαι περισσότερο, θα με αφήσεις; Χρειάζεσαι μάτια και αυτιά σε μακρινούς τόπους, και το φυλάκιο στο Χίθλιν είναι άδειο. Χίθλιν; Μα είναι τόσο μακριά! Σε απαλλάσσω από το καθήκον σου. Δε θα σε επιβαρύνω άλλο. Ποτέ δεν υπήρξες βάρος. Έλγκαρεϊν, ήσουν πάντα μια φίλη. Είσαι σαν αδερφή για μένα. Έχεις οικογένεια. Μια σύζυγο κι ένα γιο που σε χρειάζονται. Προστάτευσε αυτούς. Μη μου ζητάς να μείνω! Σε παρακαλώ. Δεν θα σε κρατήσω εδώ αν επιθυμείς να φύγεις. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Και γι αυτό το λόγο, δε μπορώ να εξηγήσω. Συγχώρεσέ με. ’ρχοντα ’ραθορν! Χρειάζεται η γνώμη σου. ’ραθορν, ο Εχθρός κινείται. Καλό ταξίδι, φίλη μου. ’ρχοντά μου, οι Ορκ κινούνται. Ο άρχοντας Έλροχιρ μου ζήτησε να πω αυτό: "Η απόφαση έχει παρθεί για λογαριασμό σου." Φώναξέ τους καπετάνιους μου σε μένα. Έρχεται πόλεμος! Καλώς σε βρίσκω, φίλε μου. Είναι ώρα. Αλλά όσο ο ’ρχοντας των Ντούνενταϊν και οι γιοι του Έλροντ έκαναν τα σχέδιά τους, οι Ορκ, κρυφά και με πονηριά, είχαν πλησιάσει στο χωριό περισσότερο απ' όσο ακόμα κι ο άρχοντας Έλροντ είχε προβλέψει. Δεν ξέχασες κάτι; Τι θα μπορούσα να έχω ξεχάσει; Να μου πεις πως φεύγεις. Ο άρχοντας ’ραθορν χρειάζεται τη βοήθειά μας. Όμως είτε πάει στο Σχιστό λαγκάδι είτε οδηγήσει τους Ντούνενταϊν στην ασφάλεια κάπου αλλού εσύ δε θα μείνεις. Δε μπορώ. Το καταλαβαίνω αυτό τώρα πια. Πηγαίνω να ελευθερώσω την καρδιά μου από εκείνον, δε θα καλωσόριζες τέτοια νέα; Πράγματι θα το έκανα. Γιατί είσαι πάντα στις σκέψεις μου. Δεν το ήξερες ή δεν το μάντεψες ποτέ αυτό; Πάντα ήσουν ευγενικός μαζί μου. Ευγενικός; Όχι, Έλγκαρεϊν. Σ' αγαπώ. Εδώ και χρόνια. Ενώ ήξερες πως αγαπούσα κάποιον άλλο; Γιατί; Επειδή με τον καιρό ήξερα πως θα ήσουν αρκετά σοφή για να τον αφήσεις. Και τώρα το έχω κάνει. Μόνο για να το σκάσεις από μένα. Ελ, μην το σκάσεις. Έλα μαζί μου. Θα έρθω. Έλγκαραϊν, φύγε! Δε μπορείς να τους κρατήσεις μόνος σου! Βιάσου, προειδοποίησε το χωριό! Όχι! Πρέπει να τους προειδοποιήσεις! Για τους Ντούνενταϊν! Πήγαινε! Θα δούμε ο ένας τον άλλο ξανά! Πήγαινε! ’ρχοντές μου! ’ρχοντές μου! Δε θα περιμένουμε τους Ορκ να προχωρήσουν. Θα εκκενώσουμε τα χωριά, αλλά θα φέρουμε τον πόλεμο σ' αυτούς στην Ερημιά, όπου κι αν είναι. Ας προσέχουν λοιπόν οι υπηρέτες του Κακού! Στα όπλα! Στα όπλα! Στα όπλα! Στα όπλα! Χάλμπαρον! Ο εχθρός μας είναι εδώ! Στο δάσος... Ο Ντίρχαμπορν... Πολεμάει για να τους καθυστερήσει... Ορκ παντού! Φύλακες, μαζί μου! Έχεις τραυματιστεί; Όχι. Γκιλράεν, πού είναι ο γιος σου; Πού είναι ο ’ραγκορν; ’ραγκορν; Πηγαίνετε στη μεγάλη αίθουσα! ’ραθορν! Υποχωρήστε, υποχωρήστε! Εκεί! Αυτός είναι! Ιδού η μοίρα σου! Ο οίκος σου έχει τελειώσει! Μπαμπά... Μπαμπά, μπαμπά! Δύο σκυλιά πρέπει να πεθάνουν σήμερα! Γκιλράεν! Αρχόντισσά μου, πήγαινε μέσα! Δε θα σε αφήσω! Μπαμπά, μπαμπά! Οι Ντούνενταϊν επικράτησαν. Αλλά το αντίτιμο της νίκης τους ήταν βαρύ. Συγχώρεσέ με. Για τι; Για τη ζήλεια μου... επειδή διάλεξε εσένα. Έλγκαρεϊν! ’ραθορν, εγώ... Φύλαξε τη δύναμή σου, φίλη μου. Σε απογοήτευσα. Όχι. Όχι, δεν το έκανες. Η οικογένειά μου είναι ασφαλής χάρη σε σένα. Ο πατέρας σου θα ήταν τόσο περήφανος. Βρήκα την καρδιά μου σήμερα. Και τώρα έχει χαθεί! Έφευγε μαζί σου; Δε θα χάσω τα πάντα. Πρέπει να ζήσεις. Και ο ’ραγκορν πρέπει να ζήσει. Δε μπορούμε να χάσουμε την ελπίδα μας! Έλγκαρεϊν; Έλγκαρεϊν! Πόσοι ακόμα πρέπει να πέσουν; Πόσοι; Πάρα πολύ καιρό ρημάζουν οι υπηρέτες του Κακού το λαό μας κι αυτό το κάποτε υπερήφανο Βασίλειο της ’ρνορ. ’νθρωποι της Δύσης! Η Σκιά μεγαλώνει, και το σκληρό της χέρι απλώνεται πάντα προς εμάς. Αλλά εμείς δε γίνεται να απελπιστούμε. Θα έρθει ο καιρός που οι Ντούνενταϊν θα ανακτήσουν τη δύναμή τους και θα εξορίσουν το κακό απ' αυτούς τους τόπους για πάντα. Έως τότε έχουμε καθήκον να προστατεύουμε το λαό μας με κάθε κόστος. Γι αυτό λοιπόν σηκωθείτε, Ντούνενταϊν! Θυμηθείτε ποιοι είστε! Ας το βάλουν και πάλι στα πόδια οι εχθροί μπροστά μας! Και ας μη βγει κανείς Ορκ ζωντανός απ' αυτό το δάσος! Συγκεντρώστε τους Φύλακές σας. Εσείς άντρες, μαζί μου! Θα γυρίσω σε σένα. Το υπόσχομαι. Τότε ο ’ραθορν, ο γιος του ’ραντορ, ’ρχοντας των Ντούνενταϊν, οδήγησε τους άντρες του σε μια μεγάλη και γενναία επίθεση και οι υπηρέτες του Εχθρού δείλιασαν. ’ραθορν, περίμενε! Τώρα η γραμμή των Βασιλιάδων τελειώνει! Η γραμμή δεν έσπασε. Υπάρχει ακόμα ελπίδα! Θα γυρίσουν, Γκιλράεν. Θα γυρίσουν. Αρχόντισσα Γκιλράεν! Αρχόντισσα Γκιλράεν! Ο άρχοντας ’ραθορν είναι πληγωμένος! Έχει μιλήσει; Μόνο το όνομά σου, αρχόντισσά μου. Γκιλράεν; Είμαι εδώ. Είμαι εδώ! Να η χαρά μου. Και να η ελπίδα μας. ’ραγκορν, Αρχηγός των Ντούνενταϊν! Τότε η Αρχόντισσα των Ντούνενταϊν αποχαιρέτησε τους δικούς της και όλο το λαό της, γιατί για να προστατεύσει τα τελευταία παιδιά του Νούμενορ έδωσε εντολή στον Χάλμπαρον να διαλύσει το Τάουρνταλ και να βρουν οι Ντούνενταϊν καταφύγιο σε μικρούς, κρυφούς οικισμούς στα βάθη των δασών του Ρούνταουρ. Ο Διάδοχος του Ισίλντουρ μεταφέρθηκε στο Σχιστό Λαγκάδι για την ανατροφή και την ασφάλειά του. Κι έτσι έφτασες εδώ στο σπίτι του αφέντη Έλροντ, μικρούλη. Δε θα σε αποκαλέσω ’ραγκορν για πολλά χρόνια. Γιατί το όνομά σου πρέπει να ξεχαστεί, μην τυχόν και μάθει ο Εχθρός πως ζεις και όλα για τα οποία πολεμήσαμε χαθούν. Για τελευταία φορά λοιπόν, είσαι ο ’ραγκορν, ο γιος του ’ραθορν, Αρχηγός των Ντούνενταϊν και ο Διάδοχος του Ισίλντουρ. Αλλά για τώρα, Εστέλ, είσαι απλά η Ελπίδα μας. Ελληνικοί υπότιτλοι - Βασίλης 'Aradan' Θεοδοσόπουλος