[Gowanus, Μπρούκλιν]
Μεγάλο μέρος του να είσαι καλλιτέχνης
εξαρτάται από την καθημερινότητα,
καθημερινές επαφές, πολιτικές
της καθημερινότητας.
Και μεγάλο μέρος της δουλειάς έχει
να κάνει με την αυτοπαρουσίαση.
[Μαριάμ Χουσείνι- Καθημερινή
Αφηρημένη Τέχνη]
Όταν ήμουν δεκατριών χρονών,
συνειδητοποίησα για πρώτη φορά
ότι λατρεύω να ζωφραφίζω.
Είχα μία δασκάλα στο σχολείο
και ο τρόπος που δίδασκε--
και επίσης είναι τόσο δυνατός άνθρωπος
ως γυναίκα σε έναν τόπο σαν το Ιράν
που νομίζω ότι μου κέντρισε το
ενδιαφέρον αυτό.
Θυμάμαι ξεκάθαρα την φορά που
ήμουν σε φάση:
"Θέλω μόνο να πάω στα μαθήματα
ζωγραφικής της."
"Θέλω να συνεχίσω να παράγω έργο."
Και γινόταν χαμός από τις στοίβες με
τα χαρτιά στο σπίτι των γονιών μου.
Πάντα το νιώθω ότι είμαι ζωγράφος.
Το ξεκινάω,
κάνω μία ζωγραφιά,
και μετά κάνω άλλη μία από πάνω της.
Και έτσι πάντα ταλαντέυομαι.
Λοιπόν μου ζητήθηκε να ζωγραφίσω κάτι
για ένα διάσημο ποίημα,
"Λεϊλά και Μεζνούν"
Έχει θέμα την απαγόρευμένη αγάπη.
Ξεκίνησα μία σειρά πινάκων,
λέγεται "Μυστικά μεταξύ Αυτής και
Της Σκιάς Της"
Ενδιαφερόμουν κυρίως για την γυναίκα
του ποιήματος,
επειδή απ'ότι φαίνεται
κανείς δεν της έδινε σημασία,
επειδή το ποίημα ασχολούταν
με το πώς ο Μεζνούν έχασε τα λογικά του.
Είχα τόση περιέργεια για την Λεϊλά,
για αυτή την πολύ ευάλωτη γυναίκα
που της απαγορεύθηκε να μιλάει
ακόμα και να ποθεί
αυτό που ήθελε πραγματικά.
Νομίζω μεγάλο μέρος της δουλειάς
είναι ένα μίγμα χιούμορ και φόβου.
Υπάρχουν στιγμές που γελάς εγκάρδια
ακόμα και αν φοβάσαι πολλά πράγματα.
Σε προηγούμενους μου πίνακες,
ο χώρος στον οποίο βρίσκονται οι μορφές
είναι πιό ευανάγνωστος
Τα τελευταία χρόνια,
έχω χρησιμοποιήσει πολύ αυτή την
αναγνωσιμότητα.
Επέλεξα να παρουσιάζω τα σώματα
χωρίς κεφάλι,
λόγω της πολιτικής γύρω από θέματα
ταυτότητας.
Αυτοί οι σπασμένοι χώροι,
και αυτά τα σπασμένα σώματα
αντανακλούν τις δικές μου προσωπικές
εμπειρίες και τη δική μου ζωή
ως μετανάστρια
και ως ένας άνθρωπος που δεν
έχει καν την δυνατότητα να ταξεδέψει στην χώρα της
και να γυρίσω πίσω στην δουλειά και την
ζωή μου εδώ στην Αμερική.
Δηλαδή, αυτά τα σώματα έχουν άγχος.
Αλλά από την άλλη,
είναι πολύ δυνατά.
Τους δίνω δύναμη.
Συνέχεια σκέφτομαι τις αλληλεπιδράσεις
των σωμάτων εντός του πίνακα
και την σχέση του σώματος με
τον χώρο γύρω του.
Με ενδιαφέρει το διάστημα που χωρίζει την
ζωγραφιά από τον πίνακα
το δημόσιο και το ιδιωτικό.
αυτό το ενδιάμεσο διάστημα
προσφέρει κάποια ανοικτότητα
για τα σώματα να ρέουν,
και στην ερμηνεία του θεατή.
Η παρουσία ανθρώπων σε αυτό,
σχεδόν το ολοκληρώνει--
ή κτίζει--
αυτή την παράσταση.