Καλημέρα. Θα σας διηγηθώ
την ιστορία μιας μάγισσας.
Όχι της μάγισσας που γνωρίζετε
με γαμψή μύτη, σκούπα, ελιές
αλλά αυτής του Κονγκό.
Αυτή η μάγισσα, είμαι εγώ,
και η ιστορία μου είναι
μια ιστορία τόλμης και πίστης.
Γεννήθηκα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό,
σε μια καλή οικογένεια. Ναι.
Όταν ήμουν μικρή,
ο πατέρας μου εργαζόταν
ως πράκτορας σε αδαμαντορυχείο.
Ζούσαμε σε ένα μεγάλο σπίτι
στο Μπούτζι-Μάγι στην επαρχία του Κασάι.
Πήγαινα σχολείο και χαιρόμουν.
Η μητέρα μου ήταν από φτωχή οικογένεια,
αυτό έκανε την οικογένεια του
πατέρα μου να την αντιπαθεί.
Μια μέρα, ο πατέρας μου έμεινε άνεργος.
Ήμουν έξι χρονών.
Είπε στη μητέρα μου να πάει με μένα,
την αδελφή και τους τέσσερις
αδελφούς μου στην Κινσάσα.
Είπε ότι θα έρθει να μας βρει
για να ψάξει για δουλειά.
Στην πραγματικότητα,
η οικογένειά του τού ζήτησε να μας αφήσει.
Ήταν αργά όταν η μαμά μου το κατάλαβε.
ήταν εντελώς μόνη,
μακριά από τους δικούς της.
Πούλησε ό,τι είχε
για να μπορέσουμε να φάμε.
Είχε αλλάξει.
Είχε αδυνατίσει πάρα πολύ.
Έφερε και τη γιαγιά μου
ακόμα για να μας βοηθήσει.
όμως πεινούσαμε συνεχώς.
Άρχισε να μας στέλνει σε φίλους.
Περπατούσαμε χιλιόμετρα
για να βρούμε τροφή.
Κάπως έτσι ένα βράδυ
είμαι στο σπίτι μιας κυρίας,
που μου έδωσε φαγητό για την οικογένεια.
Ήταν όμως πολύ αργά για να γυρίσω.
Μου πρότεινε να κοιμηθώ σπίτι της
και να μη φύγω παρά μόνο το επόμενο πρωί.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας,
μιλούσα στον ύπνο μου.
Δε σας φαίνεται σοβαρό, έτσι δεν είναι;
Όμως αυτή η φίλη είπε στη μαμά μου
ότι μίλούσα σε δαίμονες.
Συγχρόνως, η μαμά μου και η γιαγιά μου
πήγαν να ζητήσουν
συμβουλές από τους προφήτες,
από αυτούς που εκπροσωπούν το θείο.
Εκείνες έψαχναν την αιτία,
όλου του κακού της οικογένειάς μας.
Το πρόβλημα ήταν ότι με πήγαν
σε ψευδοπροφήτη,
κι εκείνος απεφάνθη ότι εγώ ήμουν η αιτία,
και ότι ήμουν μάγισσα.
Οι τσαρλατάνοι μου μιλούσαν
πάνω από μία ώρα
για να αποδεχτώ ότι ήμουν μάγισσα.
Μου φώναζε δίχως σταματημό.
Με έβαλαν να πιω πέντε λίτρα νερό
με αηδιαστικά βότανα.
Μου είπαν να βγάλω το κρέας
αυτών που έφαγα
στον κόσμο των σκιών
Φαντάζεστε τη σκηνή;
Ένα παιδί επτά ετών
απέναντι σε αρκετούς ενήλικες
που ουρλιάζουν ασταμάτητα.
Με χτυπούσαν ακόμη και στην πλάτη
για να βγάλω το κρέας.
Κάποια στιγμή,
φοβήθηκα, και κουράστηκα τόσο,
που κατέληξα να πω ναι,
είμαι μάγισσα.
Αν έλεγα ναι, το κακό θα σταματούσε,
όμως έγινα μάγισσα παρά τη θέλησή μου.
Αφού με αποκάλεσαν μάγισσα,
ήταν δύσκολο να γυρίσω πίσω.
Η μητέρα μου αποδέχτηκε την κατάσταση,
αλλά αυτό δεν σημαίνει
ότι δεν με αγαπούσε.
και μια μέρα,
καθώς η κατάσταση δεν άλλαζε στο σπίτι,
δίχως χρήματα, δίχως τροφή
η μητέρα μου αποφάσισε να φύγει
με την αδελφή της στην Αγκόλα
για να βρει δουλειά.
Το σχέδιό τους δεν δούλεψε,
και η μητέρα μου βρέθηκε
κολλημένη στην Αγκόλα,
χωρίς χρήματα, χωρίς τροφή.
Τελικά δεν επέστρεψε,
παρά τη θέληση της,
και αναγκάστηκε
να μας εγκαταλείψει ακόμη και αυτή.
Χάσαμε κάθε επικοινωνία μαζί της.
Μείναμε με τη γιαγιά μας.
Για δύο χρόνια,
με αντιμετώπιζαν σαν μάγισσα.
Οι κατηγορίες,
οι φωνές,
η αναγκαστική νηστεία,
το τσίλι στα μάτια.
Έλεγε ότι εγώ έφταιγα
που δεν τηλεφωνούσε η μαμά μου.
Πίστευε ότι είχε πεθάνει
και ότι εγώ τη θυσίασα.
Έλεγε να μη με βοηθά κανείς.
Να μην μου μιλούν.
Να μην παίζουν μαζί μου.
Στη γειτονιά μου,
δεν άφηνε να με πλησιάζουν άλλα παιδιά.
Ήμουν ολομόναχη, φτωχή,
πεινούσα, αλλά κυρίως
ήμουν φτωχή σε αγάπη.
Τελικά, η γιαγιά με έδιωξε από το σπίτι.
Έγινα μια Shegué,
ένα παιδί του δρόμου.
Στον δρόμο
είμαστε σαν τις πεταλούδες.
Όπου μας πάρει ο ύπνος, κοιμόμαστε.
Στον δρόμο,
επιβιώνεις σαν στρατιώτης.
Ξεχνάς γραφή και ανάγνωση
για μάθεις πώς θα ζήσεις.
Στον δρόμο, πουλούσα νερό, φιστίκια,
καθάριζα σπίτια,
κάθε φορά που έβλεπα τα παιδιά
να πηγαίνουν σχολείο,
θυμόμουν τις μέρες που ήμουν ευτυχισμένη.
Έκλαιγα.
Αναρωτιόμουν αν μια μέρα
θα έφευγα από τον δρόμο.
Έπειτα μια μέρα,
η τύχη μου άλλαξε.
Συμμετείχα στο ντοκιμαντέρ
«Kinshasa Kids».
Πληρώθηκα, και αμέσως αποφάσισα
να δώσω τα χρήματα στην οικογένειά μου.
Aκόμη και στον δρόμο,
μόλις αποκτούσα κάτι,
πήγαινα να τους δω και να τους το δώσω.
Η γιαγιά μου πήρε τα χρήματα
και με έβγαλε ξανά στο δρόμο.
Αργότερα,
έμαθα για μια καναδική ταινία
που γυριζόταν στην Κινσάσα.
Ο υπεύθυνος της ακρόασης με γνώριζε
και με κάλεσε στην ακρόαση.
Βρέθηκα να κοιτούν τα πλούσια παιδιά
που ήταν στην ακρόαση,
μολονότι ήθελα να ξεφύγω
από το βλέμμα τους,
έμεινα και τα έδωσα όλα για τον ρόλο.
Για μένα, ήταν ένας τρόπος
να αλλάξω την κατάστασή μου.
Πήρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία.
Ήταν κάτι πολύ ωραίο.
H παραγωγή με έβαλε
σε ένα μεγάλο σπίτι
όπου μπορούσα να τρώω κάθε μέρα
και να έχω όλα όσα ήθελα.
Παρ’ όλα αυτά που συνέβαιναν,
ήμουν λυπημένη.
Μίλησα στον Κιμ, τον σκηνοθέτη.
Η ζωή μου ήταν ωραία,
αλλά τα αδέρφια μου ζούσαν στη μιζέρια.
Δεν ένιωθα καλά όταν έτρωγα,
γνωρίζοντας ότι τα αδέρφια μου πεινούσαν.
Ο Κιμ κι ομάδα έδωσαν λεφτά
στους δικούς μου
και όταν η ομάδα επέστρεψε πίσω
δεν με άφησαν έτσι,
βρήκαν ένα κέντρο υποδοχής,
και μπόρεσα να ξαναπάω σχολείο,
κάτι που ονειρευόμουν για πάρα πολύ καιρό.
Έτσι η ιστορία με τη μάγισσα
έγινε ιστορία με νεράιδα.
Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία,
και από τους δρόμους της Κινσάσα βρέθηκα
στο κόκκινο χαλί των φεστιβάλ.
Επίσης πήρα την Αργυρή Άρκτο
το 2012 στο Βερολίνο.
Η ταινία προτάθηκε επίσης στα Όσκαρ,
σήμερα είμαι 18, και έχω 18 βραβεία
από όλο τον κόσμο.
Τα Όσκαρ, ήταν ωραία…
αλλά για μένα,
η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου,
ήταν εκείνη που για πρώτη φορά,
μετά από χρόνια στο δρόμο,
επέστρεψα στο σχολείο.
Εάν υπάρχουν παιδιά στον δρόμο,
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου,
αυτό γίνεται διότι συχνά οι γονείς
δεν έχουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση.
Καταλάβετε καλά, το πρόβλημα είναι μεγάλο,
η φτώχεια, φέρνει
την έλλειψη της εκπαίδευσης.
Στο σπίτι μου, το σχολείο για τα παιδιά,
είναι πολυτέλεια,
αλλά χωρίς εκπαίδευση,
ρισκάρουμε να μας μεταχειριστούν
με οποιονδήποτε τρόπο θέλουν
αυτοί που μας λένε τι να κάνουμε
και τι να σκεφτόμαστε.
Η μητέρα μου δεν ήταν ανόητη,
μ' έμαθε να συγχωρώ,
να πιστεύω στον εαυτό μου,
αλλά πιάστηκε σε μια παγίδα.
Ξέρετε ότι η εκπαίδευση είναι σημαντική,
αλλά πώς γίνεται
η εκπαίδευση να μένει εδώ,
και να μην είχε φτάσει
στο χωριό της μητέρας μου
πριν τη γέννησή μου.
Δεν είναι ωραίο να μην γίνεται σήμερα
με τόση τεχνολογία και τόσες ιδέες.
Η άγνοια παράγει τις μάγισσες.
Η άγνοια μπορεί να σκοτώσει.
Οπότε, για να κυνηγήσουμε τις μάγισσες,
χτίζουμε σχολεία.
Αν έφτασα εγώ εδώ,
είναι επειδή είχα πολλή τύχη και κουράγιο.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για πολλά παιδιά
που βρίσκονται ακόμη στον δρόμο.
Περιμένουν επίσης τα όνειρά τους
να πραγματοποιηθούν.
Οπότε για αυτό δεν πρέπει να τα ξεχνάμε.
Εγώ είχα το κουράγιο να εγκαταλείψω
την Κινσάσα στα 17 μου,
και σήμερα ζω στο Κεμπέκ
σε μια ανάδοχη οικογένεια.
Συνεχίζω τα όνειρα μου, τις σπουδές μου,
και ξανακερδίζω το χρόνο που μου κλέψανε.
Σας μιλώ για ελπίδα,
για κουράγιο και για δύναμη.
Δεν θέλω να κλάψετε για μένα.
Δεν θέλω να κλάψετε για μένα.
Δεν θέλω.
Κρατήστε αυτή την πολύ απλή φράση:
«Όσο η καρδιά χτυπά,
όλα είναι πιθανά».
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)