Βλέπετε μια γυναίκα
που σιωπηλή δημοσίως για μία δεκαετία.
Προφανώς αυτό άλλαξε,
αλλά μόνο πρόσφατα.
Έχουν περάσει μερικοί μήνες μόνο
από τότε που έδωσα
την πρώτη μου μεγάλη ομιλία
στην σύνοδο κορυφής Φορμπς 30 κάτω των 30:
1.500 λαμπροί άνθρωποι,
όλοι ηλικίας κάτω των 30 ετών.
Αυτό σημαίνει πως το 1998,
οι μεγαλύτεροι της ομάδας
ήταν μόνο 14 ετών
και οι νεότεροι, μόνο 4.
Αστειεύτηκα, λέγοντας τους
πως κάποιοι από αυτούς
μπορεί να με ξέρουν
μόνο από τραγούδια ραπ.
Ναι, είμαι σε τραγούδια ραπ.
Σχεδόν σε 40 τραγούδια ραπ.
(Γέλια)
Όμως το βράδυ της ομιλίας μου,
συνέβη κάτι απροσδόκητο.
Στην ηλικία των 41 ετών,
με φλέρταρε ένας 27χρονος.
Περίεργο, ε;
Ήταν γοητευτικός και με κολάκευσε,
αλλά αρνήθηκα.
Ξέρετε ποια ήταν η αποτυχημένη ατάκα
για να με προσεγγίσει;
Θα με έκανε να νοιώσω 22 ετών ξανά.
(Γέλια)
(Χειροκροτήματα)
Συνειδητοποίησα αργότερα το ίδιο βράδυ,
πως μάλλον είμαι ο μοναδικός άνθρωπος
πάνω από 40 που δεν θέλει να ξαναγίνει 22.
(Γέλια)
(Χειροκρότημα)
Στα 22 μου ερωτεύτηκα το αφεντικό μου
και στα 24
έμαθα τις καταστροφικές συνέπειες.
Μπορείτε να σηκώσετε χέρι όσοι εδώ μέσα
δεν έκαναν κανένα λάθος
ή κάτι που μετά μετάνιωσαν, όταν ήταν 22;
Ναι. Αυτό φαντάστηκα και εγώ.
Όπως και εγώ λοιπόν στα 22,
κάποιοι μπορεί να παραστρατήσατε
και να ερωτευτήκατε τον λάθος άνθρωπο,
ίσως ακόμα και το αφεντικό σας.
Όμως, σε αντίθεση με εμένα,
το αφεντικό σας
μάλλον δεν ήταν ο Πρόεδρος
των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Φυσικά η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.
Δεν περνάει ούτε μια μέρα
που δεν μου υπενθυμίζεται το λάθος μου
και μετανιώνω πολύ γι' αυτό το λάθος.
Το 1998, αφού είχα παρασυρθεί
σε ένα απίθανο ειδύλλιο,
σύρθηκα στο επίκεντρο μιας πολιτικής,
νομικής και επικοινωνιακής θύελλας,
όμοια της οποίας δεν είχαμε ξαναδεί.
Θυμηθείτε πως,
μόλις πριν από λίγα χρόνια,
τα νέα έρχονταν μόνο από τρεις πηγές:
από εφημερίδες ή περιοδικά,
από το ραδιόφωνο,
ή απ' την τηλεόραση.
Αυτά ήταν όλο.
Αλλά δεν ήταν η δική μου μοίρα αυτή.
Αντιθέτως, αυτό το σκάνδαλο έφτασε σε εσάς
από την ψηφιακή επανάσταση.
Αυτό σημαίνει πως είχαμε πρόσβαση
σε όποια πληροφορία θέλαμε,
όταν την θέλαμε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε,
και όταν αυτή η είδηση κυκλοφόρησε
τον Γενάρη του 1998,
κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο.
Ήταν η πρώτη φορά
που το διαδίκτυο σφετερίστηκε
την παραδοσιακή ειδησεογραφία
για να βγάλει μια σημαντική είδηση,
ένα κλικ που αντήχησε
σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτό σήμαινε για μένα προσωπικά
πως σε μία νύχτα,
από ένας άνθρωπος εντελώς άσημος,
έγινα δημόσιος περίγελος
σε παγκόσμιο επίπεδο
Ήμουν ο ασθενής μηδέν, η πρώτη που
έχασε την προσωπική της υπόληψη
σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν στιγμιαία.
Η βιασύνη για κριτική,
που η τεχνολογία επιτρέπει
οδήγησε σε έναν όχλο
ψηφιακών λιθοβολητών.
Ήταν, βέβαια, πριν από την εποχή
των κοινωνικών μέσων δικτύωσης,
όμως οι άνθρωποι μπορούσαν και τότε
να σχολιάσουν στο διαδίκτυο,
να στείλουν ηλεκτρονικά μηνύματα
με ειδήσεις και φυσικά με σκληρά αστεία.
Οι πηγές ειδήσεων
γέμιζαν με φωτογραφίες μου
για να πουλήσουν εφημερίδες,
διαφημιστικά μηνύματα στο διαδίκτυο,
και να κρατήσουν τους θεατές
μπροστά στους δέκτες τους.
Μπορείτε να θυμηθείτε
καμια συγκεκριμένη εικόνα μου,
ας πούμε μια με μπερέ;
Το παραδέχομαι πως έκανα λάθη,
όπως που φόρεσα εκείνον τον μπερέ.
Όμως η προσοχή και η κριτική
που έλαβα εγώ, όχι η είδηση,
αυτά που έλαβα εγώ προσωπικά
δεν είχαν προηγούμενο.
Με στάμπαραν σαν αλήτισσα,
ξέκωλο, τσούλα, πόρνη, χαζογκόμενα,
και φυσικά, σαν "αυτή η γυναίκα".
Με έβλεπαν πολλοί
αλλά με γνώριζαν
πραγματικά λίγοι.
Και το καταλαβαίνω
πως ήταν εύκολο να ξεχνούν
ότι "αυτή η γυναίκα" είχε υπόσταση,
είχε ψυχή, και πως ήταν κάποτε
εντάξει.
Όταν μου συνέβη αυτό πριν από 17 χρόνια,
δεν υπήρχε επίσημος όρος.
Τώρα το λέμε διαδικτυακό εκφοβισμό
και διαδικτυακή παρενόχληση.
Σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας
μέρος της εμπειρίας μου,
το πώς με βοήθησε να ερμηνεύσω
τις πολιτιστικές μου παρατηρήσεις,
και με ποιον τρόπο ελπίζω τα όσα πέρασα
θα φέρουν μια αλλαγή
που θα οδηγήσει
στο να υποφέρουν άλλοι λιγότερο.
Το 1998 έχασα τη φήμη
και την αξιοπρέπειά μου.
Έχασα σχεδόν τα πάντα,
και έχασα σχεδόν τη ζωή μου.
Επιτρέψτε μου να σας
περιγράψω μια εικόνα.
Είναι Σεπτέμβρης του 1998.
Κάθομαι σε ένα δωμάτιο γραφείου
χωρίς παράθυρα
μέσα στο γραφείο
του Ανεξάρτητου Συμβουλίου
κάτω από φώτα φθορισμού
που βουΐζουν.
Ακούω τον ήχο της φωνής μου,
την φωνή μου σε
τηλεφωνικές συνομιλίες,
παράνομα καταγραμμένες
από έναν υποτιθέμενο φίλο έναν χρόνο πριν.
Είμαι εκεί γιατί υποχρεούμαι νομικά
να επιβεβαιώσω προσωπικά
την αυθεντικότητα και των 20 ωρών
ηχογραφημένων συνομιλιών.
Τους τελευταίους 8 μήνες, το μυστηριώδες
περιεχόμενο αυτών των κασετών
είναι κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι μου,
σαν τη Δαμόκλειο Σπάθη.
Ποιος, δηλαδή, θυμάται τι είπε
πριν από έναν χρόνο;
Τρομαγμένη και ταπεινωμένη, ακούω,
με ακούω να φλυαρώ
για τα μικροσυμβάντα της ημέρας·
με ακούω να ομολογώ
την αγάπη μου για τον πρόεδρο,
και φυσικά,
ακούω την ερωτική μου απογοήτευση·
ακούω τον ενίοτε ναζιάρικο,
ενίοτε αγενή, ενίοτε ανόητο εαυτό μου,
να είναι σκληρός, αδυσώπητος και απότομος·
ακούω, βαθιά-βαθιά ντροπιασμένη,
την χειρότερη εκδοχή του εαυτού μου,
έναν εαυτό που ούτε εγώ αναγνωρίζω.
Λίγες μέρες μετά, η Αναφορά Σταρ
κατατίθεται στο Κονγκρέσο
οι ηχογραφήσεις και τα πρακτικά, οι
κλεμμένες αυτές λέξεις, είναι μέρος της.
Το ότι ο κόσμος μπορούσε να διαβάσει
όλα αυτά είναι αρκετά τρομακτικό,
όμως λίγες εβδομάδες μετά,
οι ηχογραφήσεις μεταδόθηκαν
στην τηλεόραση,
και σημαντικά τμήματά τους
έγιναν διαθέσιμα στο διαδίκτυο.
Ο δημόσιος διασυρμός ήταν αβάσταχτος.
Η ζωή ήταν σχεδόν αφόρητη.
Αυτό δεν συνέβαινε τακτικά
τότε, το 1998,
και με "αυτό" εννοώ την υποκλοπή ιδιωτικών
λέξεων και πράξεων μεταξύ ανθρώπων,
συζητήσεων ή φωτογραφιών,
και τη δημοσιοποίησή τους --
μια δημοσιοποίηση χωρίς συγκατάθεση,
χωρίς συμφραζόμενα και ευρύτερο πλαίσιο,
και χωρίς συμπόνια.
12 χρόνια μετά,
φτάνουμε στο 2010,
όπου πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
έχουν γεννηθεί.
Το τοπίο δυστυχώς περιλαμβάνει
πολλές περιπτώσεις όπως η δική μου,
ανεξάρτητα από αν κάποιος
έκανε όντως λάθος ή όχι,
και πλέον αφορά και διάσημους
και άσημους ανθρώπους.
Οι συνέπειες για κάποιους από αυτούς
ήταν ολέθριες, πολύ ολέθριες.
Μιλούσα στο τηλέφωνο
με την μητέρα μου
τον Σεπτέμβρη του 2010,
και μιλούσαμε για μια είδηση
για έναν πρωτοετή νεαρό
στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς,
ονόματι Τάιλερ Κλεμέντι.
Ο γλυκός, ευαίσθητος,
δημιουργικός Τάιλερ
βιντεοσκοπήθηκε κρυφά
από τον συγκάτοικό του
να μοιράζεται προσωπικές στιγμές
με έναν άλλον άντρα.
Όταν έγινε γνωστό στο διαδίκτυο
αυτό το περιστατικό,
ο περίγελος και ο διαδικτυακός
εκφοβισμός φούντωσαν.
Λίγες μέρες μετά,
ο Τάιλερ πήδηξε
από την γέφυρα Τζορτζ Ουάσινγκτον
και πέθανε.
Ήταν 18.
Η μαμά μου ήταν έξω φρενών με
όσα έπαθε ο Τάιλερ και η οικογένειά του,
ο πόνος μέσα της ήταν τόσο μεγάλος
που δεν μπορούσα
να τον καταλάβω καλά,
όμως σιγά-σιγά συνειδητοποίησα
πως εκείνη ξαναζούσε το 1998,
ξαναζούσε μια περίοδο όπου καθόταν
δίπλα στο κρεβάτι μου κάθε βράδυ,
ξαναζούσε την περίοδο που με ανάγκαζε
να κάνω μπάνιο με την πόρτα ανοικτή,
και ξαναζούσε μια περίοδο
που και οι δύο μου γονείς φοβούνταν
πως ο εξευτελισμός θα με σκότωνε,
κυριολεκτικά.
Σήμερα, πάρα πολλοί γονείς
δεν είχαν την ευκαιρία
να παρέμβουν για να σώσουν
τους αγαπημένους τους.
Πάρα πολλοί έμαθαν πως τα παιδιά τους
υπέφεραν και ταπεινώθηκαν
όταν ήταν ήδη πολύ αργά.
Ο τραγικός, παράλογος θάνατος του Τάιλερ
ήταν κομβικό σημείο για μένα.
Με έκανε να επανεξετάσω τις εμπειρίες μου
από διαφορετική προοπτική.
Άρχισα να βλέπω γύρω μου τον κόσμο
της ταπείνωσης και του εκφοβισμού
με διαφορετικό μάτι,
και βρήκα κάτι καινούργιο.
Το 1998 δεν μπορούσαμε να ξέρουμε
πού θα μας οδηγούσε
αυτή η θαρραλέα νέα τεχνολογία
που λέγεται ίντερνετ.
Από τότε έχει συνδέσει ανθρώπους
με ασύλληπτους τρόπους,
φέρνοντας σε επαφή χαμένα αδέλφια,
σώζοντας ζωές, ξεκινώντας επαναστάσεις,
όμως ο σκοταδισμός, ο διαδικτυακός
εκφοβισμός και η διαπόμπευση που βίωσα
έκτοτε πολλαπλασιάζεται και ξεφυτρώνει
παντού, σαν μανιτάρι.
Κάθε μέρα στο διαδίκτυο, άνθρωποι,
ειδικά νέοι άνθρωποι
που δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά
ώστε να μπορούν να το διαχειριστούν,
κακοποιούνται και ταπεινώνονται τόσο,
που δεν μπορούν να φανταστούν
ζωή τους να συνεχίζεται,
και δυστυχώς κάποιοι
όντως δεν ζουν την επόμενη μέρα,
και δεν υπάρχει τίποτα το εικονικό
σε αυτό.
Το Childline,
μια βρετανική μη κερδοσκοπική οργάνωση
που αποτελεί
γραμμή υποστήριξης για νέους
δημοσίευσε πέρσι
μια συγκλονιστική στατιστική έρευνα:
Από το 2012 έως το 2013,
υπήρξε αύξηση 87%
σε κλήσεις και email σχετικά με
τον διαδικτυακό εκφοβισμό.
Μια μετά-ανάλυση στην Ολλανδία,
απέδειξε για πρώτη φορά
πως ο διαδικτυακός εκφοβισμός
οδηγεί σε τάση αυτοκτονίας
πολύ πιο συχνά
από τον εκφοβισμό εκτός του διαδικτύου
Και ξέρετε τι με σόκαρε
αν και δεν θα έπρεπε;
Μια περσινή έρευνα που κατέληξε
πως η αίσθηση της ταπείνωσης
βιώνεται ως συναίσθημα
πιο έντονα
από την χαρά και
ακόμα και τον θυμό.
Η σκληρότητα προς τους άλλους
δεν είναι κάτι καινούριο,
όμως ο τεχνολογικά ενισχυμένος
διαδικτυακός εξευτελισμός
είναι ενισχυμένος, ανεξέλεγκτος και
προσβάσιμος σαν πληροφορία για πάντα.
Η ηχώ της ντροπής κάποτε επεκτεινόταν
στα όρια της οικογένειας, του χωριού,
του σχολείου ή της κοινότητας,
τώρα όμως υπάρχει
και η διαδικτυακή κοινότητα.
Εκατομμύρια άνθρωποι, συχνά ανώνυμα,
μπορούν να σου επιτεθούν με τα λόγια τους
και αυτό είναι πολύ οδυνηρό,
και δεν υπάρχει περιορισμός
στο πόσοι άνθρωποι
μπορούν να σε παρατηρούν δημόσια
και να σε καταδικάζουν δημοσίως.
Υπάρχει ένα τίμημα πολύ προσωπικό
στον δημόσιο εξευτελισμό,
και η επέκταση του ίντερνετ
έχει αυξήσει αυτό το τίμημα.
Σχεδόν για δύο δεκαετίες τώρα,
φυτεύουμε σιγά-σιγά τους σπόρους
της ντροπής και του δημόσιου εξευτελισμού
στο χώμα του πολιτισμού μας
εντός και εκτός διαδικτύου.
Ιστοσελίδες κουτσομπολιού, παπαράτσι,
προγράμματα ριάλιτι, πολιτική ζωή,
πηγές ειδήσεων, και μερικοί χάκερ,
όλοι διακινούν τον εξευτελισμό.
Αυτό οδήγησε σε απευαισθητοποίηση
και σε ένα διαδικτυακό περιβάλλον που
επιτρέπει και ανέχεται το τρόλινγκ, την
παραβίαση της ιδιωτικότητας
και τον εκφοβισμό.
Η αλλαγή αυτή δημιούργησε αυτό
που ο καθηγητής Νίκολας Μιλς αποκαλεί
«κουλτούρα του εξευτελισμού».
Σκεφτείτε μερικά τραγικά παραδείγματα
μόνο από τους τελευταίους έξι μήνες.
Το σναπτσατ, μια υπηρεσία
που χρησιμοποιεί κυρίως η νεότερη γενιά
και ισχυρίζεται πως τα μηνύματά του
έχουν διάρκεια ζωής
μόνο λίγων δευτερολέπτων.
Φαντάζεστε το εύρος του περιεχομένου
που κυκλοφορεί σε αυτό το δίκτυο.
Μια εξωτερική εφαρμογή
που χρησιμοποιούν οι χρήστες
για να αυξήσουν τη διάρκεια ζωής
των μηνυμάτων παραβιάστηκε,
και 100.000 προσωπικές συνομιλίες,
φωτογραφίες και βίντεο διέρευσαν
στο ίντερνετ, χωρίς πλέον περιορισμένη
διάρκεια ζωής, για πάντα.
Οι λογαριασμοί iCloud της Τζένιφερ Λόρενς
και πολλών άλλων ηθοποιών παραβιάστηκαν
και ιδιωτικές, προσωπικές, γυμνές
φωτογραφίες τους κατέκλυσαν το διαδίκτυο
χωρίς τη δική τους συγκατάθεση.
Μια κουτσομπολίστικη ιστοσελίδα
είχε πάνω από πέντε εκατομμύρια επισκέψεις
για αυτήν την είδηση μόνο.
Και όταν παραβιάστηκε η
κινηματογραφική εταιρεία Sony Pictures;
Τα κείμενα που έλαβαν μεγαλύτερη προσοχή
και είχαν μεγαλύτερη ισχύ δημόσιου
εξευτελισμού ήταν προσωπικά e-mail.
Όμως, σε μια τέτοια
κουλτούρα του εξευτελισμού
υπάρχει άλλο ένα είδος τιμολόγησης
του δημόσιου εξευτελισμού.
Η τιμή δεν μετράει το κόστος στο θύμα,
που έχουν πληρώσει
ο Τάιλερ και πάρα πολλοί άλλοι,
κυρίως γυναίκες, μειοψηφίες,
και άτομα με διαφορετικές
ερωτικές προτιμήσεις,
η τιμή καθορίζεται από το κέρδος
όσων λυμαίνονται τα περιστατικά αυτά.
Αυτή η εισβολή στη ζωή των άλλων
είναι πρώτη ύλη,
που εξορύσσεται αποδοτικά και αδίστακτα,
συσκευάζεται και πωλείται για κέρδος.
Έχει δημιουργηθεί μια αγορά
όπου ο δημόσιος εξευτελισμός είναι αγαθό
και η ντροπή είναι βιομηχανία.
Πως βγαίνουν τα λεφτά;
Από τα κλικ.
Όσο πιο ντροπιαστική η είδηση,
τόσο περισσότερα τα κλικ.
Περισσότερα κλικ,
περισσότερα τα λεφτά για τις διαφημίσεις.
Βρισκόμαστε σε έναν επικίνδυνο κύκλο.
Όσο περισσότερο κάνουμε κλικ
σε τέτοιου είδους κουτσομπολιά,
τόσο αναισθητοποιούμαστε
στις ανθρώπινες ζωές που είναι από πίσω,
και όσο πιο αναίσθητοι γινόμαστε,
τόσο περισσότερο κλικάρουμε.
Όπως και να έχει, κάποιος βγάζει χρήματα
από τον πόνο κάποιου άλλου.
Με κάθε κλικ κάνουμε μια επιλογή.
Όσο περισσότερο εμποτίζουμε
τον πολιτισμό μας με δημόσιο εξευτελισμό,
τόσο πιο αποδεκτός γίνεται,
τόσο περισσότερο θα έχουμε συμπεριφορές
όπως ο διαδικτυακός εκφοβισμός,
το τρόλινγκ, κάποιες μορφές χάκινγκ
και διαδικτυακής παρενόχλησης.
Γιατί; Επειδή όλα αυτά έχουν
στον πυρήνα τους τον εξευτελισμό.
Αυτή η συμπεριφορά είναι σύμπτωμα
της κουλτούρας που δημιουργήσαμε.
Απλά σκεφτείτε το.
Η αλλαγή της συμπεριφοράς ξεκινά
με την διαμόρφωση των πεποιθήσεων.
Το έχουμε δει να συμβαίνει
με τον ρατσισμό, την ομοφυλοφιλία,
και πολλές άλλες προκαταλήψεις,
τώρα και στο παρελθόν.
Αφού αλλάξαμε πεποιθήσεις
απέναντι στον ομόφυλο γάμο,
περισσότεροι άνθρωποι
απολαμβάνουν ισότιμες ελευθερίες.
Όταν αρχίσαμε να εκτιμούμε την αειφορία
περισσότεροι άνθρωποι
άρχισαν να κάνουν ανακύκλωση.
Άρα όσον αφορά
τον πολιτισμό του εξευτελισμού,
αυτό που χρειάζεται
είναι μια πολιτισμική επανάσταση.
Το αιμοχαρές άθλημα του δημόσιου διασυρμού
πρέπει να σταματήσει,
και είναι ώρα για μια παρέμβαση
στο διαδίκτυο και στον πολιτισμό μας.
Η αλλαγή ξεκινά με κάτι απλό,
αλλά δύσκολο.
Χρειάζεται να επιστρέψουμε
στην μακροχρόνια αξία της συμπόνιας,
συμπόνιας και ενσυναίσθησης.
Στο διαδίκτυο υπάρχει έλλειψη συμπόνιας
και κρίση ενσυναίσθησης.
Η ερευνήτρια Μπρενέ Μπράουν είπε,
«Η ντροπή δεν αντέχει την ενσυναίσθηση»
Η ντροπή δεν αντέχει την ενσυναίσθηση.
Έχω περάσει πολύ
δύσκολες μέρες στη ζωή μου,
και ήταν η συμπόνια και η ενσυναίσθηση
της οικογένειας, των φίλων, των ειδικών,
κάποιες φορές ακόμα και αγνώστων,
που με έσωσαν.
Και μόνο η ενσυναίσθηση από έναν άνθρωπο
μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Η θεωρία της μειονοτικής επιρροής,
που προτάθηκε από τον κοινωνικό ψυχολόγο
Σέρτζ Μσοσκοβίτσι,
λέει πως ακόμα και όταν
τα άτομα είναι λίγα,
όταν είναι συνεπή σε βάθος χρόνου,
μπορούν να φέρουν την αλλαγή.
Στον διαδικτυακό κόσμο μπορούμε
να καλλιεργήσουμε μειονοτική επιρροή
με το να αντισταθούμε.
Το να αντιστεκόμαστε σημαίνει πως,
αντί να μένουμε απαθείς,
μπορούμε να αναρτήσουμε ένα θετικό σχόλιο
ή να κάνουμε αναφορά περίπτωσης εκφοβισμού.
Πιστέψτε με, τα συμπονετικά σχόλια
βοηθούν να καταλαγιάσει η αρνητικότητα.
Μπορούμε επίσης να αντιδράσουμε
στηρίζοντας οργανισμούς
που ασχολούνται με τέτοια θέματα,
όπως το Ίδρυμα Τάιλερ Κλεμέντι στις ΗΠΑ,
στην Μεγάλη Βρετανία,
το Anti-Bullying Pro,
και στην Αυστραλία,
το Project Rockit.
Μιλάμε πολύ για το δικαίωμα
ελευθερίας της έκφρασης,
όμως χρειάζεται να μιλήσουμε περισσότερο
για την ευθύνη μας
απέναντι στην ελευθερία της έκφρασης.
Όλοι θέλουμε να ακουστεί η φωνή μας,
όμως ας αναγνωρίσουμε
πως υπάρχει διαφορά -
άλλο να λες τη γνώμη σου για να τη
μοιραστείς, άλλο για να σε προσέξουν.
Το ίντερνετ είναι
δρόμος ταχείας κυκλοφορίας
όμως στο διαδίκτυο,
η ενσυναίσθηση μας οφελεί όλους
και βοηθά στη δημιουργία
ενός ασφαλέστερου και καλύτερου κόσμου.
Χρειάζεται να επικοινωνούμε
διαδικτυακά με συμπόνια,
να προσλαμβάνουμε τις ειδήσεις
με συμπόνια,
και να κάνουμε κλικ με συμπόνια.
Απλά φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση
εκείνου που βρέθηκε στο πρωτοσέλιδο.
Θα ήθελα να κλείσω
με μια προσωπική παρατήρηση.
Τους τελευταίους εννέα μήνες,
η συχνότερη ερώτηση που ακούω
είναι «γιατί».
Γιατί τώρα; Γιατί να εκτεθώ;
Καταλαβαίνετε τα υποννοούμενα
σε αυτές τις ερωτήσεις,
και η απάντηση δεν έχει να κάνει
με την πολιτική.
Η πιο συχνή απάντηση που δίνω είναι:
επειδή έφτασε η ώρα.
Είναι ώρα να σταματήσω
να αποφεύγω το παρελθόν μου
ώρα να σταματήσω να ζω μια ζωή
γεμάτη ντροπή·
και ώρα να πάρω
την ιστορία μου στα χέρια μου.
Δεν είναι μόνο για να σώσω τον εαυτό μου.
Οποιοσδήποτε υποφέρει από ντροπή
και δημόσιο εξευτελισμό
χρειάζεται να ξέρει ένα πράγμα:
Μπορείτε να επιζήσετε.
Ξέρω πως δεν είναι εύκολο.
Μπορεί να είναι οδυνηρό, αργό ή δύσκολο,
αλλά μπορείτε να επιμείνετε σε ένα
διαφορετικό τέλος για την ιστορία σας.
Να έχετε συμπόνια για τον εαυτό σας.
Όλοι αξίζουμε συμπόνια,
όλοι αξίζουμε
έναν κόσμο πιο συμπονετικό,
εντός και εκτός διαδικτύου.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
(Χειροκρότημα)