Έχω μια φίλη.
Για προστασία των προσωπικών της δεδομένων
θα την ονομάσω Μαρία.
Η Μαρία κάνει μια υπέροχη δουλειά.
Είναι φωτογράφος
και είναι πράγματι ταλαντούχα,
και οι δουλειές της πάνε πολύ καλά.
Συνεχώς υπογράφει συμβόλαια
για εκθέσεις φωτογραφίας.
Πέρσι κέρδισε και μερικές
διακρίσεις υψηλού επιπέδου.
Σε αυτήν μου αρέσει ότι,
όταν τα πράγματα πάνε καλά,
ξέρει πολύ καλά πώς να πανηγυρίζει.
Η Μαρία έχει ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο.
Έχει δει μερικά από
τα πιο όμορφα μέρη της υφηλίου.
Είναι άνθρωπος που της αρέσει
να τρώει σε καλά εστιατόρια,
αλλά είναι και πολύ γενναιόδωρη.
Κάθε χρόνο για έναν μήνα
σταματάει να δουλεύει,
και πάει στη Βολιβία για να εργαστεί
εθελοντικά σε ένα ορφανοτροφείο.
Πέρυσι στη Βολιβία γνώρισε τον Ντέιβ,
που προφανώς είναι ο έρωτας της ζωής της,
και ήταν επίσης εθελοντής
εκεί στο ορφανοτροφείο.
Φαίνονται να είναι
πραγματικά χαρούμενοι μαζί.
Δεν έχω δει τη Μαρία εδώ και τρία χρόνια,
άρα πώς ξέρω τόσα πολλά γι' αυτήν;
Όπως πιθανόν να μαντέψατε,
από τις λεπτομερείς ενημερώσεις
του προφίλ της στα κοινωνικά μέσα.
Ίσως κι εσείς να έχετε
μια φίλη σαν τη Μαρία,
και αν είστε σαν κι εμένα,
μπορεί να αναρωτηθήκατε κάποιες φορές.
«Γιατί συνεχώς καυχιέται
για την εκπληκτική ζωή της;»
Όταν αναρωτιόμαστε γι αυτό,
μας έρχονται δύο συνήθεις απαντήσεις.
Η μία είναι, «Μάλλον είναι κακιά.
Θέλει να μου το τρίψει στα μούτρα,
να με κάνει να νιώσω απαίσια
για τη δική μου ζωή».
Μια άλλη πιθανότητα είναι
πως είναι κατά βάσιν ανασφαλής,
κι έτσι καυχιέται επειδή αναζητά
κοινωνική επιβεβαίωση.
Αλλά οποιονδήποτε λόγο
σκεφτούμε για τη ματαιοδοξία της,
υπάρχει ένα πράγμα κοινό σε όλους μας,
και είναι το πώς αντιδρούμε σε αυτήν.
Γενικά, φαίνεται ότι όλοι
ενοχλούμαστε από τις καυχησιές.
Οπότε το ερώτημα που μας προβληματίζει
είναι πως αφού όλους μας ενοχλεί,
γιατί είναι τόση διάχυτη η παρουσία
της καυχησιάς παντού γύρω μας;
Πώς κι έχει επικρατήσει τόσο πολύ;
Πώς και ο τοίχος μας στα κοινωνικά μέσα
να είναι γεμάτος από φωτογραφίες
από φοβερές διακοπές,
από τσεκ-ιν σε πρώτη θέση,
και πάρα πολύ εμφανίσιμα φαγητά;
Ο Τζορτζ Λόουενστιν,
ο Γιοάκιμ Βόσγκεραου κι εγώ
κάναμε μια σειρά από πειράματα
για να απαντήσουμε αυτές τις ερωτήσεις.
Σε μια μελέτη ζητήσαμε από ανθρώπους
να μας πουν τις ιστορίες τους.
Τους ζητήσαμε να πουν
για μια περίπτωση στη ζωή τους
στην οποία, είτε καυχιόντουσαν
σε κάποιον άλλον,
ή άκουγαν κάποιον άλλον να καυχιέται.
Οι μισοί συμμετέχοντες θυμήθηκαν
μια στιγμή στη ζωή τους που καυχιόντουσαν.
Αυτούς τους συμμετέχοντες
τους ονομάσαμε «αυτο-προωθητές»,
ως έναν πιο ευγενικό όρο
για το «καυχησιάρης»,
και τους ζητήσαμε να πουν πολλά
γι' αυτή την περίσταση,
πώς συνέβη, ποιο ήταν
το θέμα της συζήτησης,
και κυρίως,
τους ρωτήσαμε πώς αντέδρασε
το άτομο που τους άκουγε,
ειδικότερα, αν είχαν θετικά
ή αρνητικά συναισθήματα.
Από τους υπόλοιπους μισούς συμμετέχοντες,
που τους ονομάσαμε «δέκτες»,
ζητήσαμε να μας πουν για μια περίπτωση
όπου άκουγαν κάποιον άλλον να καυχιέται.
Επίσης τους ζητήσαμε να μας πουν
για το θέμα της συζήτησης,
και πώς αυτοί και το άλλο άτομο
αντιδρούσαν από πλευράς συναισθημάτων.
Οι συμμετέχοντες είπαν διάφορες ιστορίες.
Ήταν ενδιαφέρον
ότι όσοι θυμήθηκαν περιπτώσεις
όπου αυτοί καυχιόνταν σε κάποιον άλλον
ήταν πιο πιθανό να μας πουν ιστορίες
όπου καυχιόντουσαν
για επιτυχίες όπως μια προαγωγή,
που μπήκαν στην Ιατρική,
πήραν καλούς βαθμούς,
ενώ σε αυτούς που ζητήθηκε
να θυμηθούν περιπτώσεις
όπου άκουγαν κάποιον άλλον να καυχιέται,
ήταν πιο πιθανόν να θυμηθούν περιπτώσεις
όπου κάποιος καυχιόταν σε αυτούς
που είχαν ή κέρδιζαν πολλά χρήματα,
που είχαν εξουσία, ή κοινωνική θέση,
ή είχαν κάποια υλικά πράγματα.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα ήταν
ότι ασχέτως με το θέμα των ιστοριών,
οι αυτοπροωθητές συστηματικά υποτιμούσαν
τον βαθμό στον οποίο οι δέκτες
βίωναν αρνητικά συναισθήματα.
Υπολόγιζαν ότι περίπου
το 1/4 των δεκτών όντως ένιωθαν άσχημα
καθώς αυτοί καυχιόντουσαν,
αλλά στην πραγματικότητα, πάνω από τα 3/4
των δεκτών ανέφεραν ότι ένιωσαν άσχημα
ενώ άκουγαν τους άλλους να καυχιούνται.
Αυτό ίσχυε επίσης όταν εξετάσαμε
τα θετικά συναισθήματα.
Οι αυτοπροωθητές
συστηματικά υπερεκτιμούσαν
την έκταση που οι λήπτες
πράγματι βίωναν θετικά συναισθήματα.
Αυτά τα δύο αποτελέσματα αντανακλώνται
σε ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα,
που είναι ότι οι αυτοπροωθητές,
ενώ καυχιούνταν,
βίωναν θετικά συναισθήματα,
και μόνο ένα μικρό μέρος των δεκτών
το συνειδητοποίησαν,
όπως θα δείτε από τον πίνακα.
Έτσι οι αυτοπροωθητές
προέβαλαν τα θετικά τους συναισθήματα
πάνω στους ακροατές.
Αυτό τους έκανε να υπερεκτιμούν
το πόσο μοιράζονταν
τα δικά τους θετικά συναισθήματα,
και να υποτιμούν την έκταση
στην οποία μοιράζονταν
τα αρνητικά τους συναισθήματα.
Επαναλάβαμε αυτή τη μελέτη
προσπαθώντας να εμβαθύνουμε
στις συναισθηματικές αντιδράσεις
που οι αυτοπροωθητές και οι δέκτες
βιώνουν όταν κάποιος καυχιέται.
Βρήκαμε ότι οι αυτοπροωθητές
υπερεκτιμούν σημαντικά
το πόσο οι ακροατές τους
χαίρονται και είναι υπερήφανοι γι' αυτούς
όταν αυτοί καυχιούνται.
Και ταυτόχρονα, υποτιμούν σημαντικά
το πόσο αυτοί ενοχλούνται
από τις δικές τους θριαμβολογίες.
Θεωρήσαμε λοιπόν ότι αυτό
ήταν πολύ ενδιαφέρον εύρημα
και το αποδώσαμε
σε ένα ψυχολογικό φαινόμενο
που λέγεται χάσμα ενσυναίσθησης.
Σύμφωνα με το χάσμα ενσυναίσθησης,
όταν είμαστε χαρούμενοι,
μας είναι πολύ δύσκολο να νιώσουμε
πώς είναι να μην είσαι χαρούμενος,
και ακόμα πιο δύσκολο να φανταστούμε
πώς θα νιώθουμε όταν βιώνουμε
αρνητικά συναισθήματα.
Έτσι βασικά, και τα δύο μέρη
σε αυτές τις περιπτώσεις,
και οι αυτοπροωθητές και οι δέκτες,
δυσκολεύονταν να υπολογίσουν
πώς θα ένιωθαν
αν οι ρόλοι τους αντιστρέφονταν.
Αν οι άνθρωποι χάνουν το μέτρο τους
τόσο πολύ όταν πρέπει να υπολογίσουν
πώς αντιδρούν συναισθηματικά οι άλλοι
στη δική τους αυτοπροώθηση,
ίσως χάνουν επίσης το μέτρο τους
όταν προσπαθούν να υπολογίσουν
το πώς ο κομπασμός τους επηρεάζει
τον τρόπο που οι άλλοι τους αξιολογούν.
Έτσι κάναμε ένα άλλο πείραμα.
Αν συμμετείχατε σε αυτό το πείραμα,
θα σας ζητούσαμε να γράψετε
λίγα πράγματα για τον εαυτό σας,
για να τον παρουσιάσετε στους άλλους.
Πρέπει να γράψετε πέντε πράγματα
για να φτιάξετε ένα προσωπικό προφίλ,
όπως περίπου κάνουμε
στις ιστοσελίδες κοινωνικών μέσων
ή διαδικτυακών γνωριμιών,
και οι συμμετέχοντες
μπορούσαν να γράψουν ό,τι ήθελαν.
Μπορούσαν να γράψουν
για τη δική τους δουλειά, τη μόρφωση,
την εμφάνιση, την προσωπικότητα,
τα χόμπι, τα ενδιαφέροντα -
πραγματικά οτιδήποτε ήθελαν.
Αλλά μόνο στους μισούς συμμετέχοντες
δώσαμε μια πρόσθετη οδηγία.
Τους είπαμε να γράψουν με τέτοιον τρόπο
ώστε να μεγιστοποιήσουν το ενδιαφέρον
των άλλων να τους γνωρίσουν.
Όταν τελείωναν το γράψιμο των προφίλ τους,
επίσης ζητήσαμε από
τους συμμετέχοντες να προβλέψουν
τι εντύπωση πίστευαν
ότι θα έκαναν στους άλλους,
και πόσο θα ενδιαφέρονταν
για να τους γνωρίσουν.
Κατόπιν πήραμε τα προφίλ,
και τα δώσαμε σε ένα μεγάλο δείγμα
άλλων συμμετεχόντων,
όχι σε αυτούς που τα έγραψαν,
και ζητήσαμε από αυτούς
να μας πουν τι εντύπωση σχημάτισαν
για τους συγγραφείς των προφίλ
και πόσο ενδιαφέρονταν να τους γνωρίσουν.
Είχαμε και ένα άλλο δείγμα
που τους ζητήσαμε να δείξουν
σε ποιον βαθμό καυχιούνταν
οι συγγραφείς των προφίλ,
κατά την γνώμη τους.
Εξετάζοντας τα αποτελέσματα,
είδαμε καταρχάς,
ότι οι συμμετέχοντες δεν είχαν ιδέα
πώς θα τους αξιολογούσαν οι άλλοι.
Όταν συγκρίναμε την πρόβλεψη
του πόσο θα τους συμπαθήσουν
και την πραγματική εντύπωση
που διαμόρφωσαν όσοι διάβασαν τα προφίλ,
δεν υπήρχε καμία αντιστοιχία.
Έτσι ο συμμετέχοντες δεν είχαν ιδέα
αν το προφίλ θα αρέσει στους άλλους ή όχι,
και το ίδιο ίσχυε και
για το ενδιαφέρον να τους γνωρίσουν.
Αλλά το δεύτερο ενδιαφέρον αποτέλεσμα
ήταν ότι οι συμμετέχοντες,
που ενθαρρύναμε να γράψουν
με τέτοιο τρόπο που
θα τους έκανε πιο συμπαθείς,
καυχήθηκαν περισσότερο.
Ταυτόχρονα όμως, η προσπάθειά τους
στράφηκε εναντίον τους.
Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν
περισσότερο να τους γνωρίσουν,
και βασικά τους συμπάθησαν λιγότερο
από τους συμμετέχοντες
που δεν έκαναν αυτή την προσπάθεια.
Θεωρήσαμε ότι ήταν
ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα,
και αναρωτηθήκαμε,
«Πώς είναι αυτό δυνατόν;
Πώς δεν είναι προφανές σε όλους
ότι ο κομπασμός
φέρνει αρνητικές συνέπειες;»
Και νομίζουμε ότι πάλι η απάντηση
βρίσκεται στο χάσμα ενσυναίσθησης.
Έχουμε την τάση να προβάλλουμε
τα συναισθήματά μας στους ακροατές μας,
και όταν κάτι μας ενθουσιάζει,
μια επιτυχία, μια απρόσμενη αναβάθμιση,
ή αν βρισκόμαστε σε ένα ωραίο μέρος,
σαν τα μικρά παιδιά περιμένουμε και
οι άλλοι να μοιραστούν τον ενθουσιασμό μας
και ταυτόχρονα δεν βλέπουμε
ότι μπορεί να μην χαίρονται το ίδιο
για τα ωραία πράγματα που μας συνέβησαν.
Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα
σε μια εποχή που συνδεόμαστε
όλο και περισσότερο μεταξύ μας.
Πρώτα απ' όλα, καθώς αυξάνεται
ο αριθμός των μεταξύ μας συνδέσεων,
τείνουμε να νιώθουμε
ότι μιλάμε σε ένα ακροατήριο.
Αυτό το αποκαλούμε «μετάδοση».
Όταν μεταδίδουμε, τείνουμε να μοιραζόμαστε
πιο αυτοπροωθητικό περιεχόμενο.
Παράλληλα, αν και συνδεόμαστε
όλο και περισσότερο,
αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα
ότι μειώνεται η μεταξύ μας
ψυχολογική απόσταση.
Μπορεί κάλλιστα να αυξάνεται,
κι αυτό μπορεί να επιδεινώνει
το χάσμα ενσυναίσθησης.
Κάνει πιο δύσκολο
να καταλάβει ο αυτοπροωθητής
ποιες μπορεί να είναι
οι αντιδράσεις των ακροατών,
και ταυτόχρονα,
μειώνει την πιθανότητα
να αποκτήσουν ενδιαφέρον οι δέκτες
για να μοιραστούν τα θετικά
συναισθήματα του αυτοπροωθητή.
Κι ένα τρίτο πράγμα
που πρόσεξα σχετικά πρόσφατα
είναι ότι οι εταιρείες έχουν αρχίσει
να κάνουν κάτι πραγματικά παράξενο,
να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές
να καυχιούνται για τα προϊόντα τους.
Τις προάλλες είδα ένα γράμμα
από μια αεροπορική εταιρεία
που προσκαλούσε τους συχνούς ταξιδιώτες
να αναρτήσουν φωτογραφία
της κάρτας συχνού ταξιδιώτη
βάζοντας hashtag 'brag tag.'
Έτσι τους καλούσαν να καυχηθούν
στους άλλους για την ιδιότητά τους.
Πίστεψα ότι αυτό ήταν
μια πραγματικά ενδιαφέρουσα νέα εξέλιξη
του μάρκετινγκ στα κοινωνικά μέσα.
Τι μπορούμε να κάνουμε
για να μειώσουμε αυτά τα προβλήματα,
για να κάνουμε λίγο καλύτερη
ειδικά τη διαδικτυακή μας αλληλεπίδραση;
Νομίζω ότι κάποιες μικρές δράσεις
ίσως βοηθήσουν τη βελτίωση της κατάστασης,
και πρέπει να προσπαθήσουμε
να μειώσουμε το χάσμα ενσυναίσθησης.
Έτσι, αν νιώθετε την ανάγκη
να μοιραστείτε κάτι
με ένα ακροατήριο,
με τους διαδικτυακούς σας φίλους,
μόνο κάνοντας κάτι απλό
όπως βάζοντας τους εαυτούς μας
στη θέση του ακροατή μας
και προσπαθώντας να καταλάβουμε
ποια είναι η πιθανότητα
να χαρούν με τα καλά νέα μας,
ή αν θα προτιμήσουν
να ενοχληθούν από αυτό,
ή αν αυτό θα κάμψει
την πρόθεσή μας να μοιραστούμε,
ή θα μας κάνει να μοιραζόμαστε πράγματα
μόνο με όσους πραγματικά νοιάζονται.
Μια δεύτερη μικρή δράση θα ήταν
να εμπλέξουμε την πλευρά που ακούει.
Έτσι όταν διαβάζουμε το παρατραβηγμένο
εγκώμιο κάποιου άλλου
να προσπαθήσουμε να είμαστε πιο ανεκτικοί
και να καταλάβουμε ότι καυχιούνται
πιστεύοντας ότι ειλικρινά μοιραζόμαστε
την χαρά και τον ενθουσιασμό τους.
Είναι μικρές δράσεις,
αλλά μπορούν να καταφέρουν πολλά
στη μείωση του χάσματος ενσυναίσθησης.
Προχωρώντας προς έναν
όλο και πιο συνδεδεμένο κόσμο,
μπορεί να βελτιώσουν πολύ την ποιότητα
της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)