Πολλά στοιχεία της παραδοσιακής ιαπωνικής κουλτούρας, όπως η κουζίνα και οι πολεμικές τέχνες, είναι γνωστές σε όλο τον κόσμο. Το Καμπούκι, μια μορφή κλασσικού θεάτρου, μπορεί να μην το καταλαβαίνουν τόσο καλά στη Δύση αλλά έχει εξελιχθεί εδώ και 400 χρόνια και εξακολουθεί να διατηρεί επιρροή και δημοτικότητα ακόμη και σήμερα. Η λέξη Καμπούκι προέρχεται από το ιαπωνικό ρήμα kabuku, που σημαίνει έξω από το συνηθισμένο ή παράξενο. Η ιστορία του ξεκινά στο Κυότο στις αρχές του 17ου αιώνα, όπου μία παρθένα του ιερού με το όνομα Ιζούμο νο Οκούνι χρησιμοποίησε ως σκηνή τον ξερό ποταμό Κάμο της πόλης για να εκτελέσει ασυνήθιστους χορούς για τους περαστικούς, που έβρισκαν τις τολμηρές παρωδίες των Βουδιστικών προσευχών της τόσο διασκεδαστικές όσο και μαγευτικές. Σύντομα άλλοι θιάσοι άρχισαν να εκτελούν στο ίδιο στυλ, και το Καμπούκι έγραψε ιστορία ως η πρώτη δραματική μορφή απόδοσης της Ιαπωνίας που απευθυνόταν στους κοινούς ανθρώπους. Στηριζόμενο στο μακιγιάζ, ή κέσου, και στις εκφράσεις του προσώπου αντί στις μάσκες και εστιάζοντας σε ιστορικά γεγονότα και στην καθημερινή ζωή παρά σε λαϊκά παραμύθια, το Καμπούκι διαχωρίστηκε από τη μορφή χοροθέατρου της ανώτερης τάξης γνωστό ως No και παρείχε ένα μοναδικό σχολιασμό στην κοινωνία κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο. Καταρχάς, ο χορός γινόταν μόνο από γυναίκες και αναφέρεται συνήθως ως Όνα-Καμπούκι. Αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε μία εκτέλεση συγκροτήματος και έγινε μια τακτική ατραξιόν σε τσαγερί, αντλώντας κοινό από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Σε αυτό το σημείο, το Όνα-Καμπούκι ήταν πολλές φορές τολμηρό καθώς οι γκέισες το εκτελούσαν όχι μόνο για να αναδείξουν τις ικανότητές τους στο χορό και το τραγούδι αλλά και για να διαφημίσουν τα σώματά τους στους πιθανούς πελάτες. Η απαγόρευση από το συντηρητικό σογκουνάτο Τοκουγκάουα το 1629 οδήγησε στην εμφάνιση του Ουακάσου-Καμπούκι με μικρά αγόρια ως εκτελεστές. Αλλά όταν και αυτό απαγορεύτηκε για παρόμοιους λόγους, υπήρχε μια μετάβαση στο Γιάρο-Καμπούκι, το οποίο εκτελείται από άνδρες, κάτι που απαιτούσε περίτεχνα κοστούμια και μακιγιάζ για όσους παίζουν γυναικείους ρόλους, ή οναγκάτα. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να ελέγξουν το Καμπούκι δεν τελείωσε με απαγορεύσεις σχετικά με το φύλο ή την ηλικία των εκτελεστών. Η στρατιωτική ομάδα Τοκαγκάουα, ή Μπακούφου, τροφοδοτήθηκε από τα ιδεώδη του Κομφούκιου και συχνά θέσπιζε κυρώσεις στα υφάσματα των κοστουμιών, στον οπλισμό της σκηνής και στο θέμα της πλοκής. Την ίδια στιγμή, το Καμπούκι συνδέθηκε στενά και επηρεάζονται από Μπουνράκου, μια περίτεχνη μορφή κουκλοθεάτρου. Λόγω αυτών των επιρροών, ο κάποτε αυθόρμητος, μονόπρακτος χορός εξελίχθηκε σε ένα δομημένο θέατρο πέντε-πράξεων συχνά βασισμένο στις αρχές της Κομφουκιανής φιλοσοφία. Πριν από το 1868, όταν έπεσε το σογκουνάτο Τοκουγκάουα και ο αυτοκράτορας Μέιτζι αποκαταστάθηκε στην εξουσία, η Ιαπωνία έζησε απομονωμένη από άλλες χώρες, ή Σακόκου. Και έτσι, η ανάπτυξη του Καμπούκι είχε διαμορφωθεί ως επί το πλείστον από εγχώριες επιρροές. Αλλά ακόμη και πριν από αυτή την περίοδο, Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, όπως ο Κλωντ Μονέ, άρχισαν να ενδιαφέρονται και να εμπνέονται από την ιαπωνική τέχνη, όπως η ξυλογραφία, καθώς και από τις ζωντανές παραστάσεις. Μετά το 1868, άλλοι όπως ο Βίνσεντ βαν Γκογκ και συνθέτης Κλωντ Ντεμπυσσύ άρχισαν να ενσωματώνουν τις επιρροές του Καμπούκι στο έργο τους, ενώ το ίδιο το Καμπούκι υποβλήθηκε σε πολλές αλλαγές και πειραματισμό για να προσαρμοστεί στη νέα, σύγχρονη εποχή. Όπως και άλλες παραδοσιακές μορφές τέχνης, το Καμπούκι έχασε την δημοτικότητα του στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά η καινοτομία από τους καλλιτέχνες όπως ο διευθυντής Τετσούτζι Τακέτσι οδηγήσε σε μια αναβίωση λίγο αργότερα. Πράγματι, το Καμπούκι θεωρήθηκε ως μια δημοφιλής μορφή διασκέδασης μεταξύ των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ιαπωνία παρά την αρχική λογοκρισία από τις Η.Π.Α. για τις Ιαπωνικές παραδόσεις. Σήμερα, το Καμπούκι ζει ακόμα ως αναπόσπαστο μέρος της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιαπωνίας, επεκτείνοντας την επιρροή του πέρα από την σκηνή στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, και στα άνιμε. Η μορφή τέχνης που πρωτοστάτησε η Οκούνι συνεχίζει να ενθουσιάζει το κοινό με το επιμελημένο μακιγιάζ των ηθοποιών, τα πολυδάπανα και περίτεχνα κεντημένα κοστούμια, και το αλάνθαστο μελόδραμα των ιστοριών που αφηγούνται στη σκηνή.