[μπομπίνα με φιλμ]
[ήχος από κρουστά και χάλκινα όργανα]
Με συγχωρείτε.
[ήχοι της πόλης]
Έχει πλάκα να είσαι στον δρόμο,
να σπρώχνεις κάτι,
και να πρέπει ο κόσμος να κάνει στην άκρη.
[γέλιο]
Αυτό είναι η ζωή στην πόλη,
το να σπρώχνεις πράγματα σε καρότσια.
Στη Νέα Υόρκη δεν έχουμε
την κουλτούρα του αμαξιού.
Ο κόσμος το αντιλαμβάνεται
σαν κάτι φυσικό,
δουλεύει, είναι καλλιτέχνης.
Τι κάνετε;
Κάνετε ντοκιμαντέρ για την τέχνη;
Καλή τύχη.
[κροτάλισμα]
Εντάξει.
"Ιστορίες του Χάρλεμ
της Άμπιγκεϊλ Ντε Βιλ"
Μ' ενδιαφέρει να λέω
αόρατες ιστορίες
για ομάδες ανθρώπων που καταλάμβαναν
έναν χώρο, ο οποίος δεν υπάρχει πια.
Όπως η ιστορία 400 χρόνων του Χάρλεμ
όπου οι ιθαγενείς εκτοπίζονται
μέχρι και σήμερα.
Αυτοί συνέβαλλαν στη διαμόρφωση
του αστικού περιβάλλοντος που βλέπουμε.
[ήχοι της πόλης]
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ότι
στον 123ο δρόμο δυτικά και στην 131η οδό
υπήρχε ένα ορφανοτροφείο, στο οποίο
γεννήθηκε και μεγάλωσε ο παππούς μου.
Και τώρα είναι το πιο άσχημο κτίριο
στο τετράγωνο.
Έχει ένα χρώμα σομόν,
και ένα διαμέρισμα το πουλούσαν
για 500,000 δολάρια.
Έλεος.
Δεν είμαι 100% σίγουρη
για την ιστορία του παππού μου
και δεν ξέρω πόσο καθαρά
θυμόταν τη ζωή του.
Ξέρω ότι τον μεγάλωσε
ένα ηλικιωμένο ζευγάρι,
ονόματι Μόντι και Κάουντ Ντε Βιλ,
άντε να το βρεις αυτό στο Ancestry.com.
Γι'αυτό τοποθέτησα αυτά τα κεφάλια
στον δρόμο,
για να διεκδικήσω με κάποιο τρόπο
τον χώρο, την περιοχή.
[κροτάλισμα]
[ήχοι της πολης]
Η γιαγιά μου ζούσε απέναντι.
Έτσι γνώρισε τον παππού μου,
και έκαναν τον πατέρα μου.
Επέλεξα ένα σημείο,
που ενδεχομένως
να ανήκε στο κτίριο όπου ζούσε εκείνη.
Η οικογένεια της γιαγιάς μου ήρθε
από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια
τη δεκαετία του '30 και '40,
στο κύμα της Μεγάλης Μετανάστευσης.
Όπως το κύμα μετανάστευσης
των 6 εκατομμυρίων Αφροαμερικανών
που ήρθαν απ'τον Νότο
στις βόρειες και δυτικές πόλεις,
αναζητώντας νέες ευκαιρίες.
Και να που βρισκόμαστε εδώ,
100 χρόνια μετά,
στο Χάρλεμ,
όπου έχουν ανοίξει παντού τρύπες,
διότι χτίζουν παντού νέα κτίρια.