Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα,
ήμουν εγώ και το σώμα μου.
Το «εγώ» αποτελούνταν από ιστορίες
από διακαείς πόθους, από αγώνες,
από ελπίδες για το μέλλον.
Το «εγώ» προσπαθούσε
να μην είναι αποτέλεσμα
του βίαιου παρελθόντος μου,
αλλά α αποστασιοποίηση που είχε ήδη συμβεί
ανάμεσα στο «εγώ» και το σώμα μου
είχε ένα αρκετά σημαντικό αποτέλεσμα.
Το «εγώ» προσπαθούσε συνέχεια
να γίνει κάτι, κάποιος.
Το «εγώ» ζούσε μέσα στην προσπάθεια.
Το σώμα μου έμπαινε συχνά στη μέση.
Το «εγώ» ήταν μια επιπλέουσα κεφαλή.
Για χρόνια, φορούσα μόνο καπέλα.
Ήταν ένας τρόπος να κρατήσω
το κεφάλι μου κολλημένο.
Ήταν ένας τρόπος
να εντοπίζω τον εαυτό μου.
Ανησυχούσα ότι αν έβγαζα το καπέλο μου
θα έφευγε.
Μάλιστα είχα έναν ψυχοθεραπευτή
που μου είπε μια φορά,
«Ιβ, έρχεσαι εδώ δύο χρόνια τώρα
και, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε
μου πέρασε από το μυαλό ότι έχεις σώμα».
Όλο αυτό το διάστημα ζούσα στη πόλη,
γιατί, για να είμαι ειλικρινής,
φοβόμουν τα δέντρα.
Ποτέ δεν έκανα παιδιά
γιατί τα κεφάλια δεν μπορούν να γεννήσουν.
Τα μωρά, βασικά, δεν βγαίνουν
μέσα από το στόμα σου.
Αφού δεν είχα σημείο αναφοράς
για το σώμα μου,
άρχισα να ρωτάω άλλες γυναίκες
για τα σώματά τους.
συγκεκριμένα, τα αιδοία τους,
γιατί θεωρούσα ότι τα αιδοία
ήταν κάπως σημαντικά.
Αυτό με οδήγησε να γράψω
το έργο «Αιδοίων Μονόλογοι»
το οποίο με οδήγησε
με εμμονή και χωρίς σταματημό
να μιλάω για αιδοία οπουδήποτε μπορούσα.
Το έκανα αυτό μπροστά σε πολλούς ξένους.
Ένα βράδυ στη σκηνή
πραγματικά εισήλθα μέσα στο αιδοίο μου.
Ήταν μια εκστατική εμπειρία.
Με τρόμαξε, μου έδωσε ενέργεια
και τότε έγινα ένα αλλόφρων άτομο,
ένα αλλόφρων αιδοίο.
Ξεκίνησα να βλέπω
το σώμα μου σαν ένα πράγμα,
ένα πράγμα που μπορούσε
να κινηθεί γρήγορα,
ένα πράγμα που μπορούσε
να κατορθώσει άλλα πράγματα,
πολλά πράγματα, ταυτόχρονα.
Ξεκίνησα να βλέπω το σώμα μου
σαν ένα iPad ή ένα αυτοκίνητο.
Θα το οδηγούσα και θα απαιτούσα
πράγματα από αυτό.
Δεν είχε όρια. Ήταν ανίκητο.
Έπρεπε να κατακτηθεί
και να κυριευθεί σαν την ίδια τη Γη.
Δεν το πρόσεξα·
όχι, το οργάνωσα και το κατεύθυνα.
Δεν είχα υπομονή για το σώμα μου.
Μπήκα σε φόρμα.
Ήμουν άπληστη.
Πήρα πιο πολλά από όσα
μπορούσε να προσφέρει το σώμα μου.
Αν ήμουν κουρασμένη,
έπινα περισσότερους καφέδες.
Αν ήμουν φοβισμένη,
πήγαινα σε περισσότερο επικίνδυνα μέρη.
Ναι, σίγουρα, είχα στιγμές
που εκτιμούσα το σώμα μου,
με τον τρόπο που ένας γονιός
που κακοποιεί τα παιδιά του,
μπορεί να έχει μερικές στιγμές καλοσύνης.
Ο πατέρας μου ήταν
πραγματικά καλός μαζί μου
στα δέκατα έκτα γενέθλιά μου,
για παράδειγμα.
Άκουγα ανθρώπους
να μουρμουρίζουν κατά καιρούς
ότι θα έπρεπε να αγαπώ το σώμα μου,
έτσι έμαθα να το κάνω.
Ήμουν χορτοφάγος,
δεν έπινα, δεν κάπνιζα.
Αλλά όλα αυτά ήταν
ένας πιο εκλεπτυσμένος τρόπος
να χειρίζομαι το σώμα μου-
μια περεταίρω αποστασιοποίηση,
σαν να φυτεύει κανείς έναν αγρό
πάνω στον αυτοκινητόδρομο.
Το ότι μίλαγα συνέχεια
για το αιδοίο μου είχε ως αποτέλεσμα
πολλές γυναίκες να ξεκινήσουν
να μου λένε για τα δικά τους-
τις δικές τους ιστορίες
για τα δικά τους σώματα.
Βασικά, αυτές οι ιστορίες
με συγκλόνισαν σε όλο τον κόσμο
και έχω πάει σε περισσότερες από 60 χώρες.
Άκουσα χιλιάδες ιστορίες.
Και πρέπει να σας πω,
υπάρχει πάντα αυτή η στιγμή
που οι γυναίκες μοιράζονταν μαζί μου
αυτή ακριβώς η στιγμή
που αποστασιοποιείται από το σώμα της-
όταν η συνείδηση της έφευγε.
Άκουσα για γυναίκες
που κακοποιήθηκαν στα κρεβάτια τους
δαρμένες μέσα στις μπούρκες τους,
που τις άφησαν μισοπεθαμένες
σε χώρους πάρκινγκ
καμένες με οξύ στις κουζίνες τους.
Τα ίχνη μερικών γυναικών
χάθηκαν και εξαφανίστηκαν.
Άλλες γυναίκες έγιναν τρελές,
αλλόφρονες μηχανές σαν κι εμένα
Στο μέσο των ταξιδιών μου,
έγινα 40 και άρχισα να μισώ το σώμα μου,
το οποίο ήταν βασικά πρόοδος,
γιατί τουλάχιστον το σώμα μου
υπήρχε αρκετά για να το μισήσω.
Λοιπόν, το στομάχι μου-
το στομάχι μου ήταν που μισούσα.
Ήταν η απόδειξη ότι δεν τα είχα καταφέρει,
ότι ήμουν γριά
και όχι υπέροχη και όχι τέλεια
ή ικανή να μπω στο προκαθορισμένο καλούπι.
Το στομάχι μου ήταν απόδειξη
ότι είχα αποτύχει,
ότι με είχε απογοητεύσει,
ότι είχε χαλάσει.
Η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από το
να το ξεφορτωθώ και μου είχε γίνει εμμονή.
Μάλιστα, έγινε τόσο έντονο
ώστε έγραψα ένα έργο γι' αυτό.
Αλλά όσο πιο πολύ μιλούσα γι' αυτό,
τόσο πιο πολύ έβλεπα το σώμα μου
ως αντικείμενο και σε επιμέρους κομμάτια.
Έγινε διασκέδαση,
έγινε ένα νέο είδος αγαθού,
κάτι που το πουλούσα.
Τότε πήγα κάπου αλλού
πήγα έξω
από αυτά που ήξερα.
Πήγα στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Και άκουσα ιστορίες
που έκαναν κομμάτια
όλες τις άλλες ιστορίες.
Άκουσα ιστορίες
που έφτασαν μέχρι το μεδούλι μου.
Άκουσα για ένα μικρό κορίτσι
που δεν μπορούσε
να σταματήσει να κατουριέται
γιατί πάρα πολλοί στρατιώτες
είχαν μπει μέσα της.
Άκουσα για μια 80χρονη γυναίκα
της οποίας έσπασαν τα πόδια
και τα έβγαλαν από τη θέση τους
και τα στερέωσαν πάνω στο κεφάλι της
και οι στρατιώτες τη βίασαν έτσι.
Υπάρχουν χιλιάδες τέτοιες ιστορίες.
Και πολλές από τις γυναίκες
είχαν τρύπες στο σώμα τους.
τρύπες, συρίγγια
αυτά ήταν οι παραβιάσεις του πολέμου
τρύπες στο ύφασμα των ψυχών τους.
Αυτές οι ιστορίες είχαν κορέσει
τα κύτταρα και τα νεύρα μου.
Και για να είμαι ειλικρινής,
σταμάτησα να κοιμάμαι για τρία χρόνια.
Όλες οι ιστορίες άρχισαν να ενώνονται.
Ο βιασμός της Γης,
οι λεηλασίες των μετάλλων,
η καταστροφή των αιδοίων
κανένα από αυτά δεν ήταν πλέον ξεχωριστά
το ένα από το άλλο.
Παραστρατιωτικοί βίαζαν μωρά εξι μηνών
ώστε μακρινές χώρες
να έχουν πρόσβαση σε χρυσό και κολτάν
για τα iPhones και τους υπολογιστές τους.
Το σώμα μου όχι μόνο είχε γίνει
μια αλλόφρων μηχανή
αλλά ήταν υπεύθυνο τώρα
για την καταστροφή
των σωμάτων άλλων γυναικών
στη μανιασμένη προσπάθειά του
να φτιάξει περισσότερες μηχανές
για να υποστηρίξει την ταχύτητα και
την αποδοτικότητα της δικής μου μηχανής.
Μετά έπαθα καρκίνο-
ή ανακάλυψα ότι έχω καρκίνο.
Έφτασε σαν ένα πουλί που πετά γρήγορα
και τσακίζεται πάνω σε ένα παράθυρο.
Ξαφνικά, είχα σώμα.
ένα σώμα που τρυπήθηκε
και σπρώχθηκε και παρακεντήθηκε,
ένα σώμα που ανοίχτηκε από το νυστέρι,
ένα σώμα του οποίου τα όργανα αφαιρέθηκαν
και μεταφέρθηκαν και ανατάχθηκαν
και ανασυγκροτήθηκαν,
ένα σώμα που σκαναρίστηκε
και σωλήνες χώθηκαν μέσα του,
ένα σώμα που καιγόταν από τα χημικά.
Ο καρκίνος ανατίναξε
τον τοίχο του διαχωρισμού μου.
Ξαφνικά κατάλαβα ότι η κρίση στο σώμα μου
ήταν η κρίση στον κόσμο,
και δε θα συνέβαινε αργότερα,
συνέβαινε τώρα.
Ξαφνικά, ο καρκίνος μου ήταν
ένας καρκίνος που ήταν παντού,
ο καρκίνος της σκληρότητας,
ο καρκίνος της απληστίας,
ο καρκίνος που μπαίνει
μέσα στους ανθρώπους
που ζουν στους δρόμους γύρω από τα χημικά
εργοστάσια- και είναι συνήθως φτωχοί-
ο καρκίνος μέσα
στα πνευμόνια των ανθρακωρύχων,
ο καρκίνος από το άγχος
ότι δεν πετύχαμε αρκετά,
ο καρκίνος στο θαμμένο τραύμα,
ο καρκίνος στα κοτόπουλα στα κλουβιά
και τα μολυσμένα ψάρια,
ο καρκίνος στις μήτρες
των γυναικών που είχαν βιαστεί,
ο καρκίνος που είναι παντού
από την απροσεξία μας.
Στο νέο και πρωτοποριακό του βιβλίο,
«Νέος Εαυτός, Νέος Κόσμος»,
ο συγγραφέας Φίλιπ Σέπερντ λέει:
«Αν χωριστείς από το σώμα σου,
είσαι επίσης χωρισμένος
από το σώμα του κόσμου,
που φαίνεται ότι είναι άλλο από εσένα
ή ξεχωριστό από εσένα
παρά το ζωντανό συνεχές
στο οποίο ανήκεις».
Πριν από τον καρκίνο,
ο κόσμος ήταν κάτι άλλο.
Ήταν σαν να ζούσα σε μια στάσιμη πισίνα
και ο καρκίνος ανατίναξε τον ογκόλιθο
που με χώριζε από την ανοικτή θάλασσα.
Τώρα κολυμπάω μέσα της.
Τώρα ξαπλώνω στο γρασίδι
και τρίβομαι πάνω του,
και λατρεύω τη λάσπη
στα πόδια και τις πατούσες μου.
Τώρα κάνω ένα καθημερινό προσκύνημα
να επισκέπτομαι μία συγκεκριμένη κλαίουσα
ιτιά δίπλα στις όχθες του Σηκουάνα
και λαχταρώ τα πράσινα λιβάδια
στον θάμνο έξω από το Μπουκάβου.
Και όταν βρέχει δυνατά
φωνάζω και τρέχω κυκλικά.
Ξέρω ότι όλα συνδέονται,
και η ουλή που διατρέχει
κατά μήκος τον κορμό μου
είναι οι ρωγμές του σεισμού.
Και βρίσκομαι εκεί με τα τρία εκατομμύρια
κόσμους στους δρόμους του Πορτ-ο-Πρενς.
Και η φωτιά που καίει μέσα μου
την τρίτη μέρα από τις έξι μέρες
της χημειοθεραπείας
είναι η φωτιά που καίει
στα δάση του κόσμου.
Ξέρω ότι το απόστημα
που αναπτύχθηκε γύρω
από την πληγή μου μετά το χειρουργείο,
τα 500 γραμμάρια πύον,
είναι ο μολυσμένος κόλπος του Μεξικού,
και ότι υπήρχαν μέσα μου πελεκάνοι
βουτηγμένοι στο πετρέλαιο
και νεκρά επιπλέοντα ψάρια.
Και οι καθετήρες που έχωναν
μέσα μου χωρίς αναισθητικό
με έκαναν να ουρλιάζω
όπως η Γη κραυγάζει από τις εξορύξεις.
Στη δεύτερη χημειοθεραπεία μου,
η μητέρα μου αρρώστησε βαριά
και πήγα να τη δω.
Και στο όνομα της ένωσης,
το μόνο που ζήτησε πριν πεθάνει
ήταν να τη φέρουν σπίτι
κοντά στον πολυαγαπημένο της
κόλπο του Μεξικού.
Έτσι τη φέραμε σπίτι
και προσευχήθηκα να μην ξεβραστεί
η πετρελαιοκηλίδα στην παραλία της
πριν πεθάνει.
Και ευτυχώς, έτσι έγινε.
Και πέθανε ήσυχα στο αγαπημένο της μέρος.
Και μερικές εβδομάδες μετά,
ήμουν στη Νέα Ορλεάνη,
και μια όμορφη, πνευματική φίλη
μου είπε ότι ήθελε να με θεραπεύσει.
Και ήταν τιμή για μένα.
Και πήγα στο σπίτι της, και ήταν πρωί,
και ο πρωινός ήλιος της Νέας Ορλεάνης
περνούσε μέσα από τις κουρτίνες.
Και η φίλη μου ετοίμαζε
κάτι σε ένα μεγάλο μπωλ,
και είπα, «Τι είναι;»
Και είπε, «Είναι για σένα.
Τα λουλούδια το κάνουν όμορφο
και το μέλι το κάνει γλυκό».
Και είπα, «Αλλά τι είναι το υγρό;»
Και στο όνομα της ένωσης
είπε, «Είναι ο κόλπος του Μεξικού».
Και είπα, «Φυσικά και είναι».
Και οι άλλες γυναίκες
έφτασαν και κάθισαν σε κύκλο,
και η Μικαέλα έπλυνε το κεφάλι μου
με το αγιασμένο νερό.
Και τραγούδησε- εννοώ
ολόκληρο το σώμα της τραγούδησε.
Οι άλλες γυναίκες τραγούδησαν
και προσευχήθηκαν για μένα
και για τη μητέρα μου.
Και καθώς το ζεστό νερό του κόλπου
έλουζε το γυμνό μου κεφάλι
συνειδητοποίησα ότι περιείχε
τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό μας.
Ήταν η απληστία και η απερισκεψία
που οδήγησε στην έκρηξη της εξόρυξης.
Ήταν όλα τα ψέματα που ειπώθηκαν
πριν και μετά.
Η ζάχαρη κάνει το νερό γλυκό,
το πετρέλαιο το κάνει ανθυγιεινό.
Τώρα το κεφάλι μου ήταν καραφλό
και άνετο χωρίς καπέλο.
Ήταν ολόκληρος ο εαυτός μου
που έλιωνε στην αγκαλιά της Μικαέλα.
Τα δάκρυα που έπεφταν
πάνω στο μάγουλό μου,
ήταν αδιαχώριστα
από τον κόλπο του Μεξικού.
Τελικά ήμουν μέσα στο σώμα μου.
Ήταν η λύπη
που χρειάστηκε τόσος πολύς καιρός.
Βρήκα τη θέση μου
και την τεράστια υποχρέωση
που έρχεται με την ένωση.
Ήταν ο συνεχόμενος καταστροφικός
πόλεμος στο Κονγκό
και η αδιαφορία του κόσμου.
Ήταν οι γυναίκες του Κονγκό
που τώρα εξεγείρονται.
Ήταν η μητέρα μου που έφευγε,
ακριβώς τη στιγμή
που εγώ γεννιόμουν.
Ήταν η συνειδητοποίηση
ότι είχα φτάσει πολύ κοντά στο θάνατο-
με τον ίδιο τρόπο που η Γη, η μητέρα μας,
με το ζόρι κρατιέται,
με τον ίδιο τρόπο που το 75% του πλανήτη
με το ζόρι τα βγάζει πέρα,
με τον ίδιο τρόπο
που υπάρχει μια συνταγή για την επιβίωση.
Αυτό που έμαθα
είναι ότι εχει σχέση
με την προσοχή και τους πόρους
που δικαιούται ο καθένας.
Ήταν οι φίλοι που με συμβούλευαν
και η αφοσιωμένη αδερφή.
Ήταν οι σοφοί γιατροί
και η προηγμένη ιατρική
και οι χειρουργοί που ήξεραν
τι να κάνουν με τα χέρια τους.
Ήταν οι κακοπληρωμένες
και πραγματικά στοργικές νοσοκόμες.
Ήταν οι μαγικοί θεραπευτές
και τα αρωματικά έλαια.
Ήταν οι άνθρωποι που ήρθαν
με μάγια και τελετουργικά.
Ήταν το να έχω ένα όραμα για το μέλλον
και κάτι για το οποίο να παλέψω,
γιατί ξέρω ότι αυτός
ο αγώνας δεν είναι δικός μου.
Ήταν ένα εκατομμύριο προσευχές.
Ήταν χίλια «αλληλούια»
και ένα εκατομμύριο «ομ».
Ήταν πολύς θυμός,
παράλογο χιούμορ,
πολύ προσοχή, οργή.
Ήταν ενέργεια, αγάπη και χαρά.
Ήταν όλα αυτά τα πράγματα.
Ήταν όλα αυτά τα πράγματα.
Ήταν όλα αυτά τα πράγματα.
στο νερό, στον κόσμο, στο σώμα μου.
(Χειροκρότημα)