Εκείνη τη μέρα, ήμασταν έξω περπατώντας,
ως συνήθως,
και τότε, έτσι ξαφνικά,
κάποιος σταμάτησε τη βροχή
και βγήκε ο ήλιος.
Ενέδρα!
Καλυφθείτε!
Πέστε κάτω!
Κουνηθείτε!
Φέρτε εδώ πάνω το άρμα, γαμώτο σας!
Φόρεστ, είσαι καλά;
Στρόνγκαρμ! Στρόνγκαρμ!
Ενημέρωση, Στρόνγκαρμ!
Γιατρέ, έχουμε τραυματία!
Στρόνγκαρμ, εδώ Λεγκ Λίμα 6, όβερ!
Ελήφθη, Στρόνγκαρμ,
δεχόμαστε πυρά από τα δένδρα
στα σημεία μπλε συν δύο.
Πυροβόλα και ρουκέτες ...
Αστοχία! Αστοχία!
Γαμώτο! Μακ!
Πάρ' το από δω ...
Γαμώτο, πήγαινέ το στα δένδρα!
Χριστέ μου!
Η μονάδα μου έχει βαριές απώλειες.
Έξι οπισθοχωρούν στη Μπλε Γραμμή,
Λεγκ Λίμα 6 τέλος.
Οπισθοχώρηση! Οπισθοχώρηση!
Τρέξε! Τρέξε, Φόρεστ!
-Οπισθοχώρηση!
-Φόρεστ, Φόρεστ!
Τρέχα, διάολε! Τρέχα!
Πίσω! Τρέχα!
Τρέχα, πανάθεμά σε, τρέχα!
Γιατρό! Υπάρχει γιατρός;
Όλο έτρεχα, όπως ακριβώς μου είπε η Τζένη.
Έτρεχα τόσο μακριά και τόσο γρήγορα
που πολύ γρήγορα βρέθηκα ολομόναχος,
κι ήταν πολύ κακό.
Μπάμπα!
Ο Μπάμπα ήταν ο καλύτερος καλός μου φίλος.
Έπρεπε να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά.
Τίποτα δικοί μας εκεί;
Ναι, έχω τρεις εδώ.
Πού στο διάολο είσαι;
Μπάμπα;
Καθώς γύρισα να βρω τον Μπάμπα,
βρήκα εκείνο το αγόρι ξαπλωμένο κάτω.
Τεξ!
Εντάξει.
Δεν μπορούσα να τον αφήσω εκεί ολομόναχο,
τόσο τρομαγμένος που ήταν,
έτσι τον άρπαξα και τρέχοντας
τον έβγαλα από κει πέρα.
Κάθε φορά που γύριζα πίσω
ψάχνοντας τον Μπάμπα,
κάποιος άλλος έλεγε,
«Βοήθησέ με, Φόρεστ. Βοήθησέ με.»
Δεν ακούω ... Δεν ακούω ...
Εύκολο, φίλε. Απλά ξάπλωσε.
Θα γίνεις καλά. Θα γίνεις καλά.
Άρχισα να φοβάμαι ότι ποτέ
δεν θα έβρισκα τον Μπάμπα.
... όβερ.
Λαμβάνω, Στρόνγκαρμ, ξέρω πως είμαι κοντά
στον κίνδυνο.
Έχουμε παντού γύρω Κίτρινους.
Χρειάζομαι τους γρήγορους
εδώ πάνω τώρα. Όβερ.
-Έξι, Στρόνγκαρμ, θέλουμε ...
-Λοχαγέ Νταν, ο Κόλμαν είναι νεκρός!
Το ξέρω!
Ολόκληρη η γαμημένη διμοιρία μου
εξολοθρεύτηκε!
-Λεγκ Λίμα 6, Λεγκ Λίμα 6.
-Γαμώτο!
-Ελήφθη! Όβερ.
-Τι κάνεις;
Άσε με εδώ! Φύγε.
Άσε με εδώ! Δρόμο!
Λεγκ Λίμα 6, Στρόνγκαρμ.
Λαμβάνεις; Όβερ.
Θεέ μου, είπα άσε με εδώ, γαμώτο σου!
Λεγκ Λίμα 6, Λεγκ Λίμα 6,
εδώ Στρόνγκαρμ, ενημέρωση
οι γρήγοροι άντρες σας
έχουν εγκλωβιστεί, όβερ.
Τότε, ένιωσα σαν κάτι να πετάχτηκε
και με δάγκωσε.
Κάτι με δάγκωσε!
Μαλακισμένο!
Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τη διμοιρία.
Σου είπα να με αφήσει εκεί, Γκαμπ.
Άσε με. Φύγε να γλιτώσεις.
Ακούς τι σου λέω;
Πανάθεμά σε, άσε με κάτω!
Τσακίσου φύγε από εδώ!
Δε σου ζήτησα να με φέρεις εδώ, γαμώτο!
Πού διάολο νομίζεις ότι πας;
Να φέρω τον Μπάμπα.
Γίνεται αεροπορική επιδρομή.
Θα τα ισοπεδώσουν όλα.
Γκαμπ, μείνε εδώ, διάολε! Σε διατάζω!
Πρέπει να βρω τον Μπάμπα!
Φόρεστ.
-Μπάμπα.
-Είμαι καλά, Φόρεστ.
Είμαι καλά.
Μπάμπα, όχι ...
Μια χαρά είμαι.
Έλα. Έλα. Έλα.
Είμαι καλά, Φόρεστ.
Είμαι καλά, μεγάλε. Είμαι καλά.
Ο Χέιλο είναι εδώ.
Πολύς καπνός, απομάκρυνέ το!
Άμα ήξερα πως αυτή θα ήταν για μένα και
τον Μπάμπα η τελευταία κουβέντα,
θα είχα σκεφτεί να πω κάτι καλύτερο.
Έι, Μπάμπα.
Έι, Φόρεστ.
Φόρεστ, γιατί έγινε αυτό;
Έφαγες σφαίρα.
Τότε ο Μπάμπα είπε κάτι που
δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Θέλω να πάω σπίτι.
Ο Μπάμπα ήταν ο καλύτερός μου φίλος.
Ακόμα κι εγώ ξέρω ότι οι φίλοι
δεν βρίσκονται εύκολα.
Ο Μπάμπα ήθελε να έχει βάρκα για γαρίδες,
αλλά αντί γι' αυτό πέθανε εκεί
σ' εκείνο το ποτάμι του Βιετνάμ.