Στις αρχές του 1828, η Σότζερνερ Τρουθ κατέφυγε στην Επιτροπή Ενόρκων του Κίνγκστον στη Νέα Υόρκη. Χωρίς πείρα στο νομικό σύστημα και χωρίς οικονομική επιφάνεια, φαινόταν αδύναμη στα μάτια του δικαστηρίου. Παρά την περιφρόνηση των ενόρκων, η Τρουθ διεκδικούσε την κηδεμονία του πεντάχρονου γιου της Πίτερ, που είχε πωληθεί παράνομα ως σκλάβος στην Αλαμπάμα. Όσο εξελισσόταν η δίκη τους επόμενους μήνες, η Τρουθ συγκέντρωσε κεφάλαια, συμβουλεύτηκε δικηγόρους, και κράτησε την πίστη της. Τελικά την άνοιξη του 1828, η Τρουθ κέρδισε την κηδεμονία του Πίτερ — αλλά ο αγώνας της δεν είχε τελειώσει. Αφιέρωσε τη ζωή της στην απονομή της δικαιοσύνης και στην πνευματική κατανόηση. Η Τρουθ γεννήθηκε ως σκλάβα με το όνομα Ιζαμπέλα Μπόμφρι στα τέλη του 18ου αιώνα στην Κομητεία Ούλστερ, Νέα Υόρκη. Παρόλο που η Νέα Υόρκη είχε ανακηρύξει την κατάργηση της δουλείας το 1799, η Διακήρυξη Χειραφέτησης έγινε σταδιακά. Όσοι ήταν ήδη υποδουλωμένοι έπρεπε να μείνουν υπό καθεστώς δουλείας έως ότου κλείσουν τα 25 τους χρόνια. Σε αυτήν την περίοδο, οι δουλέμποροι πούλησαν επανειλημμένα την Μπόμφρι, κι έτσι έμεινε μακριά από την οικογένειά της. Συχνά, της απαγορευόταν να συνάπτει καινούριες σχέσεις. Εντέλει, παντρεύτηκε έναν σκλάβο, τον Τόμας, με τον οποίο έκαναν τρία παιδιά. Πάσχιζε για να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη — αλλά όσο δεν εφαρμοζόταν η κατάργηση, τόσο απειλούταν η ελπίδα αυτή. Ο αφέντης της, Τζον Ντουμόν, είχε υποσχεθεί να την ελευθερώσει το 1826. Όμως δεν κράτησε την υπόσχεσή του, και η Μπόμφρι απέδρασε. Όταν έφυγε, κατάφερε να πάρει μαζί της μόνο τη μικρότερη κόρη της Σοφία, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά της παρέμειναν σκλαβωμένοι. Πέρασαν δύο χρόνια για να ανακτήσει την κηδεμονία του Πίτερ. Έπειτα, περίμενε άλλα δύο χρόνια για να δει έστω και ένα από τα παιδιά της. Σε αυτό το διάστημα, η Μπόμφρι βρήκε παρηγοριά στην πίστη και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε θρησκευτικές αναζητήσεις. Αφού εγκαταστάθηκε στο Κίνγκστον της Νέας Υόρκης, έγινε μέλος μιας μεθοδιστικής εκκλησίας που είχε ίδιες πολιτικές απόψεις. Συνέχισε να εξασκεί την προσωπική της επικοινωνία με τον Θεό, και μια νύχτα, οι προσευχές της απέκτησαν μια πιο ιερή σημασία. Η Μπόμφρι ισχυρίζεται ότι άκουσε τη φωνή του Θεού να της λέει να φύγει από το Κίνγκστον και να μοιραστεί το μήνυμά της και με άλλους. Ενώ δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει και να γράφει, η Μπόμφρι έγινε γνωστή ως μία συγκλονιστική ρήτορας, της οποίας τα κηρύγματα έκαναν αναφορές στη Βίβλο, σε πνευματικά ιδεώδη, και στην εμπειρία της ως σκλάβα. Οι ομιλίες της καταδίκαζαν την καταπίεση των Αφρικανοαμερικανών και των γυναικών, και ηγήθηκε σε εκστρατείες για τη δουλεία και τα δικαιώματα των γυναικών. Το 1843 άλλαξε το όνομά της σε «Σότζερνερ Τρουθ» και ξεκίνησε τις θρυλικές της ομιλίες ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα. Θεώρησε το ταξίδι της ως μια αποστολή από τον Θεό. Συχνά βρισκόταν σε περιοχές όπου φανατικοί την αντιμετώπιζαν εχθρικά, επειδή ήταν η μόνη Μαύρη γυναίκα στο πλήθος. Η Τρουθ ήταν σίγουρη πως θα την προστάτευε ο Θεός, αλλά πολλοί αντέδρασαν με βία στη γενναιότητά της. Σε ένα κήρυγμά της, μια συμμορία άσπρων ανδρών απείλησε να βάλει φωτιά στο μέρος που κήρυττε. Στην αυτοβιογραφία της, η Τρουθ θυμάται τη στιγμή που πήγε να τους αντιμετωπίσει: «Λέτε να μην είχα αρκετή πίστη για να συγκρατήσω αυτόν τον όχλο; Ένοιωθα ότι είχα τρεις καρδιές! Και ήταν τόσο μεγάλες, που σχεδόν βγήκαν έξω απ' το στήθος μου!» Τους καθησύχασε με ύμνους και προσευχές, μέχρι που τους πέρασε ο θυμός. Τα κηρύγματα της Τρουθ επηρέασαν χιλιάδες κοινότητες σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά ο ακτιβισμός της δεν σταμάτησε στις δημόσιες ομιλίες. Στον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με τον Στρατό της Ένωσης, όπου στρατολογούσε στρατιώτες και εφοδίαζε τα στρατεύματα των Μαύρων. Η δουλειά της εκτιμήθηκε τόσο πολύ που τη συνάντησε ο Πρόεδρος Λίνκολν. Επί τη ευκαιρία, του έθεσε το αίτημα πως η κυβέρνηση έπρεπε να παραχωρήσει γη σε όλους τους πρώην σκλάβους. Η Τρουθ συνέχισε να ταξιδεύει και να κηρύττει μέχρι τα 80 της. Μέχρι τον θάνατό της το 1883, πάλευε για το δικαιώμά της να έχει φωνή και επέκρινε με θάρρος τον εχθρικό κόσμο. Όπως είπε κάποτε η Τρουθ, «Νοιώθω ασφαλής ακόμα και ανάμεσα στους εχθρούς μου, γιατί η αλήθεια είναι ισχυρή και τελικά θα υπερισχύσει».