Ένας φίλος μου που είναι πολιτικός επιστήμονας,
μου περιέγραψε πριν από αρκετούς μήνες
ακριβώς πως θα ήταν αυτός ο μήνας.
Ξέρεις, μου είπε, πλησιάζει ο δημοσιονομικός γκρεμός
θα φτάσουμε εκεί στις αρχές του 2013.
Φυσικά και τα δύο κόμματα πρέπει απαραιτήτως να το λύσουν,
αλλά κανένα από τα δύο δεν θέλει να θεωρηθεί ότι ξεκίνησε πρώτο.
Κανένα από τα δύο κόμματα δεν έχει κίνητρα για να το λύσει λίγο πριν φτάσουμε εκεί,
έτσι είπε ότι το Δεκέμβριο θα δούμε πολλές
οργισμένες διαπραγματεύσεις, διαπραγματεύσεις που θα χαλάσουν,
αναφορές για τηλεφωνήματα που δεν πήγαν καλά,
ανθρώπους να ισχυρίζονται ότι δεν συμβαίνει τίποτα,
και κάποια στιγμή γύρω στα Χριστούγεννα ή το Νέο Έτος,
θα ακούσουμε: «Εντάξει, το πρόβλημα λύθηκε».
Αυτό μου το είπε πριν από μερικούς μήνες. Ήταν 98 τοις εκατό σίγουρος ότι θα το έλυναν,
και σήμερα μου έστειλε ένα email που έλεγε, εντάξει,
βασικά μπήκαμε σε τροχιά αλλά τώρα είμαι 80 τοις εκατό σίγουρος
ότι θα το λύσουν.
Αυτό με έβαλε σε σκέψη. Μου αρέσει να μελετώ
αυτές τις στιγμές της αμερικανικής ιστορίας
όταν υπάρχει αυτή η τρέλα της φανατισμένης οργής,
ότι η οικονομία ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής.
Η πιο γνωστή διαμάχη, από τις πρώτες, ήταν του
Αλεξάντερ Χάμιλτον
και του Τόμας Τζέφερσον σχετικά με το
τι θα ήταν το δολάριο
και πώς θα υποστηρίζονταν,
με τον Αλεξάντερ Χάμιλτον
να ισχυρίζεται: «Χρειαζόμαστε μια κεντρική τράπεζα, την Πρώτη Τράπεζα των Ην.Πολιτειών,
αλλιώς το δολάριο δεν θα έχει αξία.
Αυτού του είδους η οικονομία δεν θα λειτουργήσει»
και ο Τόμας Τζέφερσον να λέει:
«Ο κόσμος δεν τα εμπιστεύεται αυτά.
Μόλις βγήκαν από μάχη εναντίον της μοναρχίας. Δεν πρόκειται να δεχτούν κάποια κεντρική εξουσία».
Αυτή η αντιπαλότητα προσδιόρισε τα πρώτα 150 χρόνια της οικονομίας των Ην.Πολιτειών,
με διαφορετικούς θιασώτες να λένε κάθε φορά:
«Ω Θεέ μου, η οικονομία θα καταρρεύσει»
και όλοι εμείς απλά θα ξοδεύουμε τα δολάριά μας
σε ό,τι νομίζουμε ότι θέλουμε να αγοράσουμε.
Θα κάνω μια σύντομη εισαγωγή
για το που είμαστε,
μια γρήγορη υπενθύμιση για το που βρισκόμαστε.
Μου είπαν λοιπόν ότι ο δημοσιονομικός γκρεμός
είναι πολύ φανατισμένος όρος για να χρησιμοποιείται,
αν και δεν θυμάμαι ποιο κόμμα υποστηρίζει ή αντιτίθεται.
Καλύτερα να το λέμε δημοσιονομική απόκλιση
ή κρίση λιτότητας,
αλλά κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως, όχι, αυτό είναι ακόμη πιο φανατικό.
Γι' αυτό λοιπόν την αποκαλώ αυτοεπιβληθείσα, αυτοκαταστροφική
αυθαίρετη ημερομηνία λήξης για την επίλυση ενός αναπόφευκτου προβλήματος.
Να λοιπόν η εικόνα αυτού του αναπόφευκτου προβλήματος.
Αυτό εδώ είναι μια προβολή του χρέους των Ην. Πολιτειών ως ποσοστού
της συνολικής μας οικονομίας, του ΑΕΠ.
Αυτή η σιέλ γραμμή με τις βούλες
αντιπροσωπεύει τις καλύτερες προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου
για το τι θα συμβεί αν το Κογκρέσο δεν κάνει τίποτα,
και όπως βλέπετε, κάπου κοντά στο 2027,
φτάνουμε στα επίπεδα χρέους της Ελλάδας,
κάπου κοντά στο 13 τοις εκατό το Α Ε Π
πράγμα που δείχνει ότι κάποια στιγμή
στα επόμενα 20 χρόνια,
αν το Κογκρέσο δεν κάνει τίποτα απολύτως,
θα φτάσουμε στο σημείο όπου
οι παγκόσμιοι επενδυτές,
οι παγκόσμιοι αγοραστές ομολόγων, θα πουν:
«Δεν εμπιστευόμαστε πλέον την Αμερική. Δεν πρόκειται να τους δανείσουμε χρήματα,
παρά μόνο με υψηλά επιτόκια».
Τότε η οικονομία μας θα καταρρεύσει.
Μην ξεχνάτε, η Ελλάδα είναι σ΄αυτό το σημείο σήμερα.
Εμείς θα είμαστε εκεί σε 30 χρόνια.
Έχουμε άπλετο χρόνο
για να αποφύγουμε εκείνη την κρίση,
και ο δημοσιονομικός γκρεμός ήταν μια ακόμη προσπάθεια
να αναγκάσει τις δύο πλευρές να βρουν λύση στην κρίση.
Ορίστε και ένας άλλος τρόπος για να δούμε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα.
Η σκούρα μπλε γραμμή δείχνει
τα ποσά εξόδων της Κυβέρνησης.
Η σιέλ γραμμή δείχνει τα ποσά εσόδων.
Όπως διαπιστώνετε, τις περισσότερες φορές στην πρόσφατη ιστορία μας,
με εξαίρεση μικρά διαστήματα, συστηματικά ξοδεύουμε
περισσότερα από όσα εισπράττουμε. Έτσι δημιουργείται το εθνικό χρέος.
Διαπιστώνετε ακόμη, αν κοιτάξουμε μπροστά,
ότι το χάσμα διευρύνεται λίγο και μεγαλώνει
και αυτό το γράφημα αφορά στη χρήση του 2021.
Γίνεται πολύ, πολύ άσχημο κοντά στο 2030.
Τούτο εδώ το γράφημα ανακεφαλαιώνει
ποιο είναι το πρόβλημα.
Οι Δημοκρατικοί, λένε, ε καλά δεν είναι μεγάλο θέμα.
Μπορούμε να αυξήσουμε λίγο τους φόρους και να κλείσουμε το χάσμα,
ειδικά αν αυξήσουμε τους φόρους των πλουσίων.
Οι Ρεπουμπλικάνοι λένε, όχι, έχουμε μια καλύτερη ιδέα.
Γιατί δεν κατεβάζουμε και τις δύο γραμμές;
Γιατί δεν μειώνουμε τα έξοδα και τους φόρους της κυβέρνησης;
και τότε θα βρεθούμε σε ακόμη πιο ευνοϊκή
μακροπρόθεσμη τροχιά χρέους;
Πίσω λοιπόν από αυτή την ισχυρή διαφωνία ανάμεσα
στο πώς να γεφυρωθεί το χάσμα,
βρίσκεται η πολιτική του χειρότερου είδους κυνικών κομμάτων,
του χειρότερου είδους των παικτών με εσωτερική πληροφόρηση, του λόμπι και όλα τα σχετικά
όπως επίσης και αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
σεβαστή διαφωνία ανάμεσα
σε δύο στη βάση τους διαφορετικές οικονομικές φιλοσοφίες.
Μου αρέσει να σκέφτομαι, όταν φαντάζομαι πώς οι Ρεπουμπλικάνοι
βλέπουν την οικονομία, αυτό που φαντάζομαι είναι
μια εκπληκτικά καλοστημένη μηχανή, μια τέλεια μηχανή.
Δυστυχώς, τη φαντάζομαι να έχει κατασκευαστεί στη Γερμανία ή την Ιαπωνία,
αλλά αυτή η εκπληκτική μηχανή που συνεχώς τρέχει
κάθε πλευρά της ανθρώπινης προσπάθειας και μετακινεί
χρήματα, εργασία, κεφάλαιο, μηχανές,
από τα λιγότερο παραγωγικά κομμάτια προς τα περισσότερο παραγωγικά,
και ενώ αυτό μπορεί να προκαλέσει προσωρινή μετατόπιση,
αυτό που κάνει είναι ότι οικοδομεί τις πιο παραγωγικές περιοχές
και αφήνει τις λιγότερο παραγωγικές να σβήνουν
και να χάνονται,
και ως αποτέλεσμα όλο το σύστημα είναι αποτελεσματικότερο,
και πλουσιότερο για όλους.
Αυτή η αντίληψη πιστεύει γενικά ότι υπάρχει ένας ρόλος στην κυβέρνηση,
ένας μικρός ρόλος, να θέτει τους κανόνες
έτσι ώστε ο κόσμος να μην ψεύδεται,
να μην εξαπατά και κυνηγά ο ένας τον άλλο,
μπορεί, βέβαια, να υπάρχει μια αστυνομική δύναμη και μια πυροσβεστική
και ένας στρατός, αλλά να έχουν περιορισμένη πρόσβαση
στους μηχανισμούς αυτής της μηχανής.
Φαντάζομαι μετά, τους Δημοκρατικούς και πώς
οι Δημοκρατικοί οικονομολόγοι φαντάζονται αυτή την οικονομία,
ξέρετε, οι περισσότεροι Δημοκρατικοί οικονομολόγοι είναι καπιταλιστές,
πιστεύουν, ναι, ότι αυτό είναι ένα καλό σύστημα διαχρονικά.
Είναι καλό να επιτρέπεις στις αγορές να μετακινούν τις πηγές σε περισσότερο παραγωγική χρήση.
Το σύστημα όμως αυτό έχει πάμπολλα προβλήματα.
Ο πλούτος συγκεντρώνεται σε λάθος μέρη.
Ο πλούτος αποσπάται από ανθρώπους που δεν θα έπρεπε να ονομάζονται μη παραγωγικοί.
Αυτό δεν πρόκειται να δημιουργήσει μια ισότιμη, δίκαιη κοινωνία.
Αυτή η μηχανή δεν νοιάζεται για το περιβάλλον,
για το ρατσισμό, για όλα αυτά τα θέματα,
που χειροτερεύουν τη ζωή πολλών από εμάς,
και έτσι η κυβέρνηση έχει ένα ρόλο να πάρει τις πηγές
από πιο παραγωγικές χρήσεις ή από πλουσιότερες πηγές,
και να τις αποδώσει σε άλλες πηγές.
Όταν λοιπόν βλέπουμε την οικονομία μέσα από αυτούς τους δύο διαφορετικούς φακούς,
καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο δύσκολο
να λυθεί η κρίση,
διότι όσο περισσότερο χειροτερεύει, τόσο τα συμφέροντα ανεβαίνουν
όσο περισσότερο κάθε πλευρά νομίζει ότι ξέρει την απάντηση
τόσο η άλλη πλευρά θα τα καταστρέψει όλα.
Εγώ απογοητεύομαι. Για μεγάλο χρονικό διάστημα
με έθλιβαν αυτά τα πράγματα,
μέχρι φέτος, που έμαθα κάτι που με ενθουσίασε.
Νιώθω ότι τα νέα είναι καλά
και είναι τόσο σοκαριστικά που δεν θέλω να μιλάω για αυτά
γιατί νομίζω ότι ο κόσμος δεν θα με πιστέψει.
Να λοιπόν τι έμαθα.
Οι Αμερικανοί, στο σύνολο,
όταν πρόκειται για τέτοια θέματα, για δημοσιονομικά θέματα,
είναι μετριοπαθείς, πραγματιστές, κεντρώοι.
Μπορεί να είναι εύκολο να το πιστέψει κανείς, ότι οι Αμερικανοί
είναι μετριοπαθείς, πραγματιστές, κεντρώοι.
Θα σας εξηγήσω τι εννοώ.
Όταν βλέπει κανείς πώς ξοδεύει χρήματα η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση
εδώ φαίνεται η διαμάχη,
55 τοις εκατό, περισσότερα από τα μισά, στην Κοινωνική Ασφάλιση,
την Ιατρική και Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σε μερικά άλλα προγράμματα υγείας,
20 τοις εκατό στην άμυνα, 19 τοις εκατό διαθέσιμες δαπάνες,
και 6 τοις εκατό τόκους.
Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην περικοπή των κυβερνητικών δαπανών
για αυτή την πίτα μιλάμε,
και οι Αμερικανοί συντριπτικά, και δεν έχει σημασία
σε ποιο κόμμα ανήκουν, συντριπτικά τους αρέσει
αυτό το κομμάτι του 55 τοις εκατό.
Τους αρέσει η Κοινωνική Ασφάλιση. Τους αρέσει η Ιατρική φροντίδα.
Ακόμη και η Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αν και πάει στους φτωχούς και
που μπορεί να θεωρείτε ότι υποστηρίζονται λιγότερο.
Δεν επιθυμούν να αλλαχθεί στη βάση του,
αν και οι Αμερικανοί είναι αρκετά άνετοι
τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι,
με μικρές διαφοροποιήσεις για να κάνουν το σύστημα πιο σταθερό.
Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι εύκολο να ρυθμιστεί.
Οι φήμες για το θάνατό της είναι πάντα υπερβολικές.
Σταδιακά λοιπόν αυξήστε την ηλικία της Κοινωνικής Ασφάλισης,
πιθανόν μόνο σε εκείνους που δεν γεννήθηκαν ακόμη.
Οι Αμερικάνοι είναι 50/50,
είτε είναι Δημοκρατικοί είτε Ρεπουμπλικάνοι.
Μειώστε την Ιατρική περίθαλψη μόνο για τους πλούσιους της τρίτης ηλικίας,
αυτούς που βγάζουν πολλά. Μην την απαλείψετε. Απλώς μειώστε την.
Ο κόσμος είναι άνετος, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι.
Αυξήστε τη συμμετοχή στην ιατρική περίθαλψη;
Όλοι το απεχθάνονται το ίδιο, αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι
και οι Δημοκρατικοί το μισούν από κοινού.
Αυτό λοιπόν που καταλαβαίνω, όταν βλέπω
τη συζήτηση για το πώς θα λυθούν τα δημοσιονομικά μας προβλήματα,
δεν είμαστε ένα έθνος που είναι ισχυρά διηρημένο στο κυρίαρχο, κυρίαρχο θέμα.
Είμαστε άνετοι στην αντιμετώπισή του με μερικές αποκλίσεις, αλλά θέλουμε να το διατηρήσουμε.
Δεν είμαστε ανοιχτοί σε συζήτηση για την εξάλειψή του.
Υπάρχει ένα θέμα που είναι σούπερ φανατικό
και όπου υπάρχει ένα κόμμα που λέει απλώς, ξοδέψτε, ξοδέψτε, ξοδέψτε,
δεν μας νοιάζει, ξοδέψτε κι άλλα,
και αυτό ασφαλώς είναι οι Ρεπουμπλικάνοι
όταν πρόκειται για δαπάνες της στρατιωτικής άμυνας.
Ξεπερνούν του Δημοκρατικούς.
Η μεγάλη πλειοψηφία θέλει να προστατεύσει τις στρατιωτικές δαπάνες.
Πρόκειται για το 20 τοις εκατό του προϋπολογισμού,
και αποτελεί ένα δυσκολότερο θέμα.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι [διαθέσιμες] δαπάνες,
που αποτελούν το 19 τοις εκατό του προϋπολογισμού,
δηλαδή θέματα και για τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους,
έχουμε λοιπόν πρόνοια, κουπόνια σίτισης, άλλα προγράμματα
που τείνουν να είναι δημοφιλή στις τάξεις των Δημοκρατικών,
έχουμε όμως και τον αγροτικό νόμο και όλα τα κίνητρα από το Υπουργείο των Εσωτερικών,
για εξόρυξη πετρελαίου και άλλα,
που τείνουν να είναι δημοφιλή στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων.
Τώρα, όσον αφορά στους φόρους, υπάρχει μεγαλύτερη διαφωνία.
Αυτή είναι η πιο φανατισμένη περιοχή.
Έχουμε τους Δημοκρατικούς να υποστηρίζουν συντριπτικά
την αύξηση του φόρου εισοδήματος σε ανθρώπους που βγάζουν πάνω από 250.000 δολάρια το χρόνο.
Οι Ρεπουμπλικάνοι κατά κάποιο τρόπο αντιτίθενται σε αυτό, παρότι αν το πας με το εισόδημα,
οι Ρεπουμπλικάνοι που βγάζουν λιγότερα από 75.000 δολάρια το χρόνο αγαπούν την ιδέα.
Βασικά λοιπόν, οι Ρεπουμπλικάνοι που βγάζουν περισσότερα από 250.000 δολάρια το χρόνο δεν θέλουν να φορολογηθούν.
Η αύξηση των φόρων στη βάση των εισοδημάτων από επενδύσεις, βλέπουμε επίσης
ότι τα δύο τρίτα των Δημοκρατικών αλλά μόνο το ένα τρίτο των Ρεπουμπλικάνων
είναι άνετοι με την ιδέα.
Από εδώ προκύπτει κάτι σημαντικό, που είναι
ότι σε αυτή τη χώρα τείνουμε να μιλάμε για τους Δημοκρατικούς
και τους Ρεπουμπλικάνους και υπάρχει και αυτή η μικρή ομάδα
των ανεξάρτητων που είναι, δυο τοις εκατό;
Αν προσθέσετε τους Δημοκρατικούς, προσθέσετε και τους Ρεπουμπλικάνους,
έχετε τον αμερικανικό λαό.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.
Ούτε ήταν στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας μας.
Κατά προσέγγιση το ένα τρίτο των Αμερικανών λένε ότι είναι Δημοκρατικοί.
Περίπου το ένα τέταρτο λένε ότι είναι Ρεπουμπλικάνοι.
Ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτοαποκαλούνται φιλελεύθεροι ή σοσιαλιστές,
ή κάποιο άλλο μικρό κόμμα,
και το μεγαλύτερο κομμάτι, 40 τοις εκατό, λένε ότι είναι ανεξάρτητοι.
Οι περισσότεροι Αμερικανοί λοιπόν δεν είναι φανατισμένοι,
και οι περισσότεροι του ανεξάρτητου στρατόπεδου
πέφτουν κάπου ανάμεσα, έτσι αν και έχουμε
τεράστιες επικαλύψεις ανάμεσα στις απόψεις για τα δημοσιονομικά θέματα
των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων,
έχουμε περισσότερες επικαλύψεις όταν προσθέσουμε και τους ανεξάρτητους.
Έχουμε βέβαια να παλεύουμε και για διάφορα άλλα θέματα.
Φτάνουμε να μισούμε ο ένας τον άλλον για τον έλεγχο των όπλων
και τις εκτρώσεις και το περιβάλλον,
αλλά για τα δημοσιονομικά θέματα, αυτά τα σημαντικά δημοσιονομικά θέματα
δεν είμαστε και τόσο διχασμένοι όσο νομίζουν.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει αυτή η άλλη ομάδα ανθρώπων
που δεν είναι τόσο διχασμένοι όσο θεωρείται,
και αυτή είναι η ομάδα των οικονομολόγων.
Συζητώ με πολλούς οικονομολόγους και αν πάμε πίσω στις δεκαετίες του '70
και του '80, θεωρείτο άσχημο πράγμα να είναι κανείς οικονομολόγος.
Ανήκες σε αυτό που αποκαλούνταν το στρατόπεδο του αλμυρού νερού,
δηλαδή Χάρβαρντ, Πρίνστον, ΜΙΤ, Στάνφορντ, Μπέρκλεϊ,
ή ανήκες στο στρατόπεδο του γλυκού νερού,
Πανεπιστήμιο του Σικάγο, Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ.
Ήσουν καπιταλιστής οικονομολόγος της ελεύθερης αγοράς
ή ήσουν Κεϊνσιανός φιλελεύθερος οικονομολόγος,
και αυτοί οι άνθρωποι δεν πήγαιναν ο ένας στον γάμο του άλλου,
υποτιμούσουν αλλήλους στα συνέδρια.
Και στις μέρες μας ακόμη θεωρείται άσχημο, αλλά απ' όσο γνωρίζω,
είναι πολύ, πολύ δύσκολο να βρείτε οικονομολόγο κάτω των 40
που να εξακολουθεί να έχει τέτοια άποψη για τον κόσμο.
Η μεγάλη πλειοψηφία των οικονομολόγων-- είναι τόσο
παρωχημένο να αποκαλείς τον εαυτό σου ιδεολόγο του ενός ή του άλλου στρατοπέδου.
Η φράση που θέλεις, αν είσαι φοιτητής
ή μεταδιδακτορικός ή αν είσαι καθηγητής,
ένας 38χρονος καθηγητής, είναι «Είμαι εμπειριστής.
Βαδίζω με τα δεδομένα».
Τα δε δεδομένα είναι σαφή.
Καμία από αυτές τις θεωρίες δεν ήταν πλήρως επιτυχημένη.
Ο 20ος αιώνας, τα τελευταία εκατό χρόνια,
ταλαιπωρήθηκε με καταστροφικά παραδείγματα
σε εποχές που η μια ή η άλλη σχολή προσπαθούσε να εξηγήσει
το παρελθόν ή να προβλέψει το μέλλον
και έκανε απλώς μια φρικτή, φρικτή δουλειά,
έτσι το επάγγελμα του οικονομολόγου απόκτησε μετριοφροσύνη σε κάποιο βαθμό.
Εξακολουθούν να είναι μια ομάδα τρομερά αλαζόνων ανθρώπων, σας διαβεβαιώνω,
τώρα όμως είναι αλαζόνες για την αμεροληψία τους,
και βλέπουν και αυτοί μια τρομακτική ποικιλία πιθανών αποτελεσμάτων.
Αυτός ο μη φανατισμός είναι κάτι υπαρκτό,
και υπήρχε σε μυστικό επίπεδο
στην Αμερική για πάρα πολλά χρόνια.
Πέρασα μεγάλο μέρος του φθινοπώρου συνομιλώντας με τις τρεις μεγαλύτερες
οργανώσεις δημοσκοπήσεων των αμερικανικών πολιτικών στάσεων,
η Πιού Ρίσερτς,
το Κέντρο Έρευνας Εθνικής Γνώμης του Πανεπιστημίου του Σικάγο,
και η σπουδαιότερη αλλά λιγότερο γνωστή
είναι η ομάδα Μελετών των Εθνικών Αμερικανικών Εκλογών
που είναι η μακροβιότερη και η πιο αξιοσέβαστη εταιρεία δημοσκοπήσεων στον κόσμο.
Ασχολούνται με αυτά από το 1948
και αυτά που δείχνουν σταθερά από τότε
είναι ότι είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς Αμερικανούς
που να έχουν σταθερή ιδεολογία,
που να υποστηρίζουν με συνέπεια: «Όχι, δεν πρέπει να φορολογούμε,
και πρέπει να περιορίσουμε το μέγεθος της κυβέρνησης»
ή «Όχι, πρέπει να ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση να παίξει έναν μεγαλύτερο ρόλο
στην αναδιανομή και να διορθώσει τα στραβά του καπιταλισμού».
Εκείνες οι ομάδες ήταν πολύ, πολύ μικρές.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, διαλέγουν και παίρνουν,
βλέπουν, συμβιβάζονται και αλλάζουν με τον καιρό
όταν ακούν ένα καλύτερο επιχείρημα ή ένα χειρότερο επιχείρημα.
Αυτό το κομμάτι δεν έχει αλλάξει.
Αυτό που άλλαξε είναι η αντίδραση του κόσμου σε ασαφή ερωτήματα.
Αν υποβάλετε ασαφή ερωτήματα στον κόσμο όπως:
«Πιστεύετε ότι πρέπει να περιορίσουμε ή όχι την κυβέρνηση;»
«Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε» --ιδιαίτερα αν χρησιμοποιείτε φορτισμένη γλώσσα--
«Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να παρέχει επιδόματα;»
Η «Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αναδιανείμει;»
Τότε διαπιστώνετε ριζικά φανατισμένες αλλαγές.
Όταν όμως γίνεστε συγκεκριμένοι, όταν ρωτάτε στην πραγματικότητα
για την πραγματική φορολογία και τις δαπάνες που είναι στα σκαριά
ο κόσμος είναι σημαντικά προς το κέντρο
είναι πολύ ανοιχτοί στον συμβιβασμό.
Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, όταν σκεφτόμαστε το δημοσιονομικό γκρεμό,
μην τον σκέφτεστε όπως ότι οι Αμερικανοί βασικά
δεν αντέχουν αλλήλους σε τέτοια θέματα
και ότι θα πρέπει να διαχωριστούμε
σε δύο μαχόμενα έθνη.
Φανταστείτε ότι ένας απειροελάχιστος αριθμός παλαιών οικονομολόγων
και διαστρεβλωτών ιδεολόγων έχουν πιάσει τη διαδικασία.
Έχουν πιάσει τη διαδικασία διαμέσου οικείων τρόπων,
διαμέσου ενός πρωταρχικού συστήματος που ενθαρρύνει
τις φωνές της μικρής εκείνης ομάδας,
γιατί εκείνη η μικρή ομάδα,
οι άνθρωποι που απαντούν όλα τα ναι και όλα τα όχι
σε εκείνες τις ιδεολογικές ερωτήσεις,
μπορεί να είναι μικρή ομάδα αλλά καθένας τους έχει ένα μπλογκ,
καθένας τους έχει εμφανιστεί στο Fox ή το MSNBC την περασμένη εβδομάδα.
Καθένας τους αποκτά όλο και δυνατότερη φωνή,
αλλά δεν μας αντιπροσωπεύουν.
Δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις μας.
Αυτό με φέρνει πίσω στο δολάριο
και με φέρνει πίσω για να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι
γνωρίζουμε την εμπειρία.
Ξέρουμε πώς είναι
να έχεις αυτούς τους ανθρώπους στην τηλεόραση, στο Κογκρέσο,
να ωρύονται για το πώς έρχεται το τέλος του κόσμου
αν δεν υιοθετήσουμε εντελώς την άποψή τους,
διότι συνέβη με το δολάριο
από τότε που υπάρχει.
Είχαμε τη μάχη ανάμεσα στον Τζέφερσον και τον Χάμιλτον.
Το 1913 είχαμε αυτή την άσχημη μάχη για το Ομοσπονδιακό Απόθεμα,
όταν δημιουργήθηκε, με εσφαλμένα, οργισμένα επιχειρήματα
για τον τρόπο θεσμοθέτησής του
και μια γενική συμφωνία ότι ο τρόπος που θεσμοθετήθηκε
ήταν ο καλύτερος δυνατός συμβιβασμός,
ένας συμβιβασμός που εγγυάται την καταστροφή αυτού του πολύτιμου πράγματος
αυτού του δολαρίου, αλλά έπειτα όλοι να συμφωνούν, εντάξει,
στο βαθμό που έχουμε τη χρυσή τομή, είναι εντάξει.
Η Fed δεν μπορεί να τα κάνει τόσο χάλια.
Μετά όμως ξεφύγαμε από τη χρυσή τομή για τα άτομα
στη διάρκεια της Ύφεσης και ξεφύγαμε από τη χρυσή τομή
ως πηγής διεθνούς νομισματικού συντονισμού
στη διάρκεια της προεδρίας του Νίξον.
Σε κάθε μια από εκείνες τς εποχές είμαστε στο χείλος πλήρους καταστροφής.
Τίποτα δεν συνέβη.
Στη διάρκεια όλων αυτών, το δολάριο
ήταν από τα μακροβιότερα
σταθερότερα, μετριοπαθή νομίσματα,
και το χρησιμοποιούμε κάθε μέρα.
ανεξάρτητα από αυτά που μας λένε όσοι φωνασκούν,
ανεξάρτητα από το πόσο φοβισμένοι θα έπρεπε να είμαστε.
Αυτή λοιπόν η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική εικόνα μέσα στην οποία βρισκόμαστε τώρα,
νομίζω αυτό που μας τρελαίνει για αυτήν είναι
ότι αν το Κογκρέσο ήταν απλώς ικανό
να δείξει όχι ότι συμφωνούν μεταξύ τους,
όχι ότι είναι ικανοί να καταλήξουν στον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό,
αλλά ότι είναι ικανοί απλώς να ξεκινήσουν τη διαδικασία
προς το συμβιβασμό, όλοι μας αμέσως είμαστε καλύτερα.
Ο φόβος είναι ότι ο κόσμος παρακολουθεί.
Ο φόβος είναι ότι όσο περισσότερο καθυστερούμε μια λύση,
τόσο περισσότερο ο κόσμος στρέφει το βλέμμα στις Η.Π.Α.
όχι ως το θεμέλιο της σταθερότητας στην παγκόσμια οικονομία,
αλλά ως ένα μέρος που δεν μπορεί να ρυθμίσει τις δικές του αντιπαλότητες,
και όσο περισσότερο το αναβάλλουμε τόσο περισσότερο ο κόσμος γίνεται νευρικός,
τόσο υψηλότερα θα ανεβαίνουν τα επιτόκια,
τόσο συντομότερα θα βρεθούμε να
αντιμετωπίσουμε την ημέρα της τρομερής καταστροφής.
Έτσι λοιπόν και μόνο η πράξη του συμβιβασμού αυτή καθαυτή
μιλάμε για ανεκτό, πραγματικό συμβιβασμό,
θα μας έδινε περισσότερο χρόνο,
θα επέτρεπε και στις δύο πλευρές να κλιμακώσουν τον πόνο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα,
και να φτάσουν σε μεγαλύτερο συμβιβασμό στο τέλος.
Είμαι στα μίντια. Νιώθω ότι είναι δουλειά μου να βοηθήσω να πραγματοποιηθεί,
είναι να ενθαρρύνω τα πράγματα που φαίνεται να οδηγούν σε συμβιβασμό,
να μην μιλάω για αυτά με εκείνους τους ασαφείς και τρομακτικούς όρους
που σίγουρα μας πολώνουν,
αλλά απλώς να αναφέρομαι σ' αυτό όπως πραγματικά είναι,
όχι μια υπαρξιακή κρίση,
όχι μια μάχη ανάμεσα σε δύο από τη βάση τους διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις,
αλλά ένα πρόβλημα μαθηματικών, ένα πραγματικό επιλύσιμο πρόβλημα μαθηματικών,
ένα πρόβλημα όπου δεν πρόκειται όλοι να πάρουμε αυτό που θέλουμε
και ένα, που ξέρετε, θα υπάρξει λίγος πόνος για να διασκορπιστεί.
Όσο περισσότερο το αντιμετωπίζουμε ως μια πρακτική ανησυχία,
τόσο συντομότερα θα το λύσουμε,
και τόσο περισσότερο χρόνο, παραδόξως, θα έχουμε να το λύσουμε
Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)