Είμαι διασώστης τα τελευταία επτά χρόνια
στην Κομητεία Σάφολκ της Νέας Υόρκης.
Έχω ανταποκριθεί πρώτος
σε πολλά περιστατικά,
από αυτοκινητιστικά ατυχήματα
μέχρι τον τυφώνα Σάντι.
Αν είστε σαν τους περισσότερους,
ο θάνατος είναι ίσως
από τους μεγαλύτερους φόβους σας.
Μερικοί θα τον δούμε να έρχεται.
Άλλοι, όχι.
Υπάρχει ένας άγνωστος ιατρικός όρος
που ονομάζεται επικείμενη καταστροφή.
Είναι σχεδόν σύμπτωμα.
Είμαι εκπαιδευμένος ν' ανταποκρίνομαι
σ΄ αυτό το σύμπτωμα όπως και στα άλλα,
έτσι όταν ένας ασθενής με κοιτάζει
και λέει: «Θα πεθάνω σήμερα»,
είμαστε εκπαιδευμένοι να επανεκτιμήσουμε
την κατάσταση του ασθενή.
Σ' όλη μου την καριέρα έχω ανταποκριθεί
σε μια σειρά περιστατικών
που οι ασθενείς είχαν λίγα λεπτά ζωής
και δεν μπορούσα
να κάνω τίποτα γι' αυτούς.
Σ' αυτό ερχόμουν αντιμέτωπος
με ένα δίλημμα:
Τους λέω πως πρόκειται να πεθάνουν
ή τους λέω ψέμματα
για να τους παρηγορήσω;
Στην αρχή της καριέρας μου
αντιμετώπιζα αυτό το δίλημμα
απλά λέγοντας ψέμματα.
Φοβόμουν.
Φοβόμουν πως αν τους έλεγα την αλήθεια
θα πέθαιναν με τρόμο, με φόβο,
προσπαθώντας ν' αρπάξουν
τις τελευταίες στιγμές της ζωής.
Όλα αυτά άλλαξαν με ένα περιστατικό.
Πριν πέντε χρόνια, απάντησα
σ' ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα.
Ο οδηγός είχε υποστεί
πολύ σοβαρούς τραυματισμούς.
Καθώς τον αξιολογούσα,
συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε κάτι
που μπορούσε να γίνει γι' αυτόν
και όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις,
με κοίταξε στα μάτια
και με ρώτησε: «Θα πεθάνω;»
Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα
να κάνω κάτι διαφορετικό.
Αποφάσισα να του πω την αλήθεια.
Αποφάσισα να του πω πως θα πεθάνει
και πως δεν μπορούσα
να κάνω τίποτα γι' αυτόν.
Η αντίδρασή του
με συγκλονίζει μέχρι και σήμερα.
Απλά ξάπλωσε πίσω
και είχε ένα βλέμμα αποδοχής
στο πρόσωπό του.
Δεν είχε τρόμο ή φόβο, όπως νόμιζα.
Απλά ξάπλωσε εκεί
και καθώς τον κοιτούσα στα μάτια,
είδα εσωτερική γαλήνη και αποδοχή.
Από εκείνη τη στιγμή αποφάσισα
πως δεν θα παρηγορούσα
τους ετοιμοθάνατους με ψέμματα.
Έχοντας απαντήσει
σε πολλές κλήσεις από τότε
όπου οι ασθενείς βρίσκονταν
στις τελευταίες τους στιγμές
και δεν μπορούσα να κάνω
τίποτα γι' αυτούς,
σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις
όλοι είχαν την ίδια αντίδραση
στην αλήθεια,
αυτή της εσωτερικής γαλήνης
και της αποδοχής.
Για την ακρίβεια,
υπάρχουν τρεις περιπτώσεις
που παρατήρησα σε όλα
αυτά τα περιστατικά.
Η πρώτη πάντα με σόκαρε κάπως.
Ανεξάρτητα από την πίστη
ή την πολιτισμική καταγωγή,
υπάρχει ανάγκη για συγχώρεση.
Είτε το αποκαλούν αμαρτία,
ή απλά λένε πως έχουν μετανιώσει για κάτι,
η ενοχή είναι γενική.
Κάποτε φρόντιζα έναν ηλικιωμένο κύριο
που έπαθε σοβαρή καρδιακή προσβολή.
Καθώς προετοίμαζα τον εαυτό μου
και τον εξοπλισμό μου
για την επικείμενη καρδιακή ανακοπή,
άρχισα να μιλάω στον ασθενή
για τον επικείμενο θάνατό του.
Το είχε ήδη καταλάβει
από τον τόνο της φωνής μου
και τη γλώσσα του σώματός μου.
Καθώς τοποθέτησα τον απινιδωτή
κι ετοιμαζόμουν
γι' αυτό που θα συνέβαινε,
με κοίταξε στα μάτια και είπε:
«Εύχομαι να είχα περάσει περισσότερο
χρόνο με τα παιδιά και τα εγγόνια μου
αντί να είμαι εγωιστής με το χρόνο μου».
Αντιμέτωπος με τον επικείμενο θάνατο,
το μόνο που ήθελε ήταν συγχώρεση.
Το δεύτερο που παρατηρώ
είναι την ανάγκη τους να τους θυμούνται.
Είτε να τους θυμάμαι εγώ,
είτε οι αγαπημένοι τους,
είχαν την ανάγκη να αισθάνονται
πως θα συνεχίσουν να ζουν.
Υπάρχει μια ανάγκη αθανασίας στην καρδιά
και στις σκέψεις
των αγαπημένων τους προσώπων,
στις δικές μου, των διασωστών
ή οποιουδήποτε εκεί γύρω.
Αμέτρητες φορές με κοίταξε
κάποιος ασθενής και μου είπε:
«Θα με θυμάσαι;»
Το τελευταίο μοτίβο που παρατηρώ,
πάντα με άγγιζε βαθιά στην ψυχή μου.
Οι ετοιμοθάνατοι έχουν την ανάγκη
να ξέρουν πως η ζωή τους είχε νόημα.
Έχουν την ανάγκη να ξέρουν
πως δεν ξόδεψαν τη ζωή τους
σε ανούσια πράγματα.
Αυτό το διαπίστωσα
πολύ νωρίς στην καριέρα μου.
Έπρεπε ν' ανταποκριθώ σε μια κλήση.
Ήταν μια γυναίκα σχεδόν εξήντα ετών,
σοβαρά εγκλωβισμένη σ' ένα όχημα.
Την είχαν χτυπήσει πλάγια
με μεγάλη ταχύτητα
και ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
Καθώς η πυροσβεστική προσπαθούσε
να την απεγκλωβίσει,
σκαρφάλωσα μέσα
για να της δώσω τις πρώτες βοήθειες.
Καθώς μιλούσαμε μου είπε:
«Ήθελα να κάνω πολλά περισσότερα
στη ζωή μου».
Αισθανόταν πως δεν είχε αφήσει
το σημάδι της στη Γη.
Καθώς συνεχίσαμε να μιλάμε,
αποδείχτηκε πως ήταν μητέρα
δύο υιοθετημένων παιδιών
που προετοιμάζονταν
για την ιατρική σχολή.
Χάρη σ' αυτή, δύο παιδιά
είχαν μια ευκαιρία
που δεν θα είχαν αλλιώς
και θα συνέχιζαν να σώζουν
ζωές αργότερα ως γιατροί.
Χρειάστηκαν 45 λεπτά
για ν' απεγκλωβιστεί από το όχημα.
Παρ΄ όλα αυτά, απεβίωσε
πριν την απελευθερώσουμε.
Πίστευα αυτό που βλέπεις στις ταινίες.
Ότι οι τελευταίες σου στιγμές
είναι με απόλυτο τρόμο, φόβο.
Συνειδητοποίησα
πως ανεξάρτητα από τις συνθήκες,
συνήθως αυτές οι στιγμές
αντιμετωπίζονται με γαλήνη και αποδοχή,
πως είναι τα πιο μικρά πράγματα,
οι πιο μικρές στιγμές,
τα πιο μικρά πράγματα
που έφερες στον κόσμο
που σου δίνουν γαλήνη
αυτές τις τελευταίες στιγμές.
Σας ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)