Στο ετήσιο θεατρικό φεστιβάλ
στην Αθήνα το 426 προ Χριστού,
ένα κωμικό θεατρικό έργο
ονομαζόμενο «Οι Βαβυλώνιοι»,
γραμμένο από έναν νεαρό ποιητή
με το όνομα Αριστοφάνης,
τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.
Όμως η απεικόνιση της συμπεριφοράς
της Αθήνας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο
ήταν τόσο αμφιλεγόμενη που στη συνέχεια,
ένας πολιτικός με το όνομα Κλέων
οδήγησε τον Αριστοφάνη στο δικαστήριο
για «δυσφήμιση των πολιτών
των Αθηνών εν παρουσία ξένων».
Ο Αριστοφάνης επανήλθε
δύο χρόνια μετά με το έργο «Ιππείς».
Σε αυτό, κορόιδευε ανοιχτά τον Κλέωνα,
λήγοντας με τον χαρακτήρα του Κλέωνα
να δουλεύει ως ταπεινός πωλητής λουκάνικων
έξω από τις πύλες της πόλης.
Αυτό το είδος σάτιρας ήταν επακόλουθο
της ελεύθερης δημοκρατίας
στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα
και τώρα αποκαλείται «Αρχαία Κωμωδία».
Τα έργα του Αριστοφάνη, τα παλαιότερα
σωζόμενα κωμικά δράματα του κόσμου,
είναι γεμάτα από παρωδίες, τραγούδια,
σεξουαλικά αστεία, σουρεαλιστική φαντασία.
Συχνά περιέχουν ασυνήθιστες καταστάσεις,
όπως ένας ήρωας που πετάει
στον παράδεισο πάνω σε έναν σκαραβαίο,
ή ένα δίχτυ που πέφτει σ' ένα σπίτι
παγιδεύοντας τον πατέρα του ιδιοκτήτη,
προκειμένου να υπονομεύσει
τις προσδοκίες του κοινού.
Έχουν διαμορφώσει το πώς η κωμωδία
γράφεται και εκτελείται από τότε.
Η λέξη «κωμωδία» προέρχεται
από τα Αρχαία Ελληνικά,
«κώμος», γλέντι, και «ωδή», τραγούδι,
και διαφέρει από τη συντροφική της μορφή
τέχνης, «τραγωδία» με πολλούς τρόπους.
Όπου οι Αθηναϊκές τραγωδίες ασχολήθηκαν
με την πτώση του υψηλού και ισχυρού,
οι κωμωδίες τους συνήθως
είχαν ευτυχές τέλος.
Όπου η τραγωδία σχεδόν πάντα
δανειζόταν ιστορίες από τους μύθους,
η κωμωδία εστίαζε στην επικαιρότητα.
Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη τιμούν απλούς
ανθρώπους κι επιτίθενται σε ισχυρούς.
Στόχοι του ήταν οι αλαζόνες πολιτικοί,
οι πολεμοχαρείς στρατηγοί,
και οι υπερόπτες διανοούμενοι,
ακριβώς οι άνθρωποι που κάθονταν
στην μπροστινή σειρά του θεάτρου,
όπου όλοι μπορούσαν να δουν
τις αντιδράσεις τους.
Ως αποτέλεσμα, αναφέρθηκαν
ως «κωμωδούμενοι»:
«εκείνοι που διακωμωδούνται».
Η κοφτερή και συχνά αισχρή
κοροϊδία του Αριστοφάνη
καθιστούσε υπόλογους αυτούς τους ηγέτες,
δοκιμάζοντας την αφοσίωσή τους στην πόλη.
Ένα συγκεκριμένο θέμα ενέπνευσε
μεγάλο μέρος του έργου του Αριστοφάνη:
ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
ανάμεσα στην Αθήνα και στην Σπάρτη.
Στην «Ειρήνη», που γράφτηκε
το 421 προ Χριστού,
ένας μεσήλικας Αθηναίος ελευθερώνει
την ενσάρκωση της ειρήνης από μια σπηλιά,
όπου την είχαν εξορίσει
οι κερδοσκόποι πολιτικοί.
Τότε, ύστερα από μια συντριπτική ναυτική
ήττα για την Αθήνα το 411 προ Χριστού,
ο Αριστοφάνης έγραψε την «Λυσιστράτη».
Στο έργο, οι γυναίκες της Αθήνας
βαρέθηκαν τον πόλεμο
και κατεβαίνουν σε σεξουαλική απεργία,
ώσπου οι άντρες τους να κάνουν ειρήνη.
Άλλα έργα έχουν παρόμοια φανταστικά
σενάρια για να θίξουν επίκαιρα θέματα,
όπως στις «Νεφέλες»,
όπου ο Αριστοφάνης κοροϊδεύει
την μοντέρνα φιλοσοφική σκέψη.
Ο ήρωας Στρεψιάδης γράφεται στην νέα
φιλοσοφική σχολή του Σωκράτη,
όπου μαθαίνει πώς να αποδεικνύει
ότι το λάθος είναι το σωστό
και ότι το χρέος δεν είναι χρέος.
Όσο παράξενα και να είναι τα έργα,
οι ήρωες πάντα επικρατούν στο τέλος.
Ο Αριστοφάνης έγινε επίσης
ο άρχων της παράβασης,
μιας κωμικής τεχνικής όπου οι ηθοποιοί
απευθύνονται απευθείας στο κοινό,
συχνά υμνώντας τον συγγραφέα
ή κάνοντας επίκαιρα σχόλια και αστεία.
Για παράδειγμα, στις «Όρνιθες»,
ο Χορός παίρνει το ρόλο διάφορων πουλιών
κι απειλεί τους Αθηναίους δικαστές ότι αν
το έργο τους δεν κερδίσει το πρώτο βραβείο
θα αφοδεύσουν πάνω τους
καθώς περπατούν στην πόλη.
Ίσως οι δικαστές δεν εκτίμησαν το αστείο,
καθώς το έργο ήρθε δεύτερο.
Εξερευνώντας καινούριες ιδέες
και ενθαρρύνοντας την αυτοκριτική
στην Αθηναϊκή κοινωνία,
ο Αριστοφάνης όχι μόνο κορόιδευε
τους συμπολίτες φίλους του,
αλλά διαμόρφωσε τη φύση
της ίδιας της κωμωδίας.
Μερικοί λόγιοι τον θεωρούσαν
πατέρα της κωμωδίας,
και τα ίχνη του είναι ορατά
πάνω σε όλες τις κωμικές τεχνικές,
στο χονδροειδές χιούμορ,
στις διπλές διανομές,
στις μιμήσεις στην πολιτική σάτιρα.
Μέσα από την ύμνηση του ελεύθερου λόγου
και τον εορτασμό των απλών ηρώων,
τα έργα του έκαναν το κοινό
να σκέφτεται, καθώς γελούσε.
Η απάντησή του στον Κλέωνα
το 425 προ Χριστού
έχει απήχηση και σήμερα:
«Είμαι κωμικός, έτσι θα μιλήσω
για δικαιοσύνη,
ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά
ακούγεται στα αυτιά σου».