Έτσι ξεκινάει ο πόλεμος.
Μια μέρα και ενώ ζεις μια απλή καθημερινή ζωή,
σχεδιάζεις να πας σε ένα πάρτι,
πηγαίνεις τα παιδιά στο σχολείο και
κλείνεις ραντεβού με τον οδοντίατρο.
Και έπειτα, δεν έχεις τηλέφωνο,
δεν έχεις τηλεόραση, υπάρχουν ένστολοι άνδρες και
μπλόκα στους δρόμους.
Η ζωή σου όπως την ήξερες είναι σαν να μπαίνει σε καταστολή.
Σταματάει.
Θα δανειστώ μια ιστορία από μια φίλη μου,
μια φίλη μου από τη Βοσνία, σχετικά με το τι της συνέβη,
επειδή πιστεύω ότι έτσι θα δείτε ακριβώς πώς είναι.
Μια μέρα, τον Απρίλιο του 1992 πήγαινε στη δουλειά της
φορώντας μίνι φούστα και τακούνια. Εργαζόταν σε τράπεζα.
Ήταν μια νέα μητέρα. Της άρεσε να διασκεδάζει.
Υπέροχο πλάσμα.
Ξαφνικά, βλέπει μπροστά της ένα τανκ
να περιφέρεται στον κεντρικό δρόμο του Σαράγεβο
κατεδαφίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του.
Νομίζει ότι ονειρεύεται, αλλά δεν ονειρεύεται.
Τρέχει, όπως ακριβώς θα έκανε ο καθένας μας,
για να προστατευτεί και κρύβεται πίσω από έναν κάδο απορριμμάτων,
φορώντας τα τακούνια και τη μίνι φούστα της.
Καθώς κρύβεται εκεί, νιώθει γελοία,
αλλά βλέπει το τανκ να περνάει με στρατιώτες, καθώς
και ανθρώπους παντού και τριγύρω χάος
και σκέφτεται: «Νιώθω σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
που πέφτει στην τρύπα του λαγού
και κατεβαίνει, κατεβαίνει, κατεβαίνει προς το χάος
και η ζωή μου ποτέ δεν θα ξαναείναι η ίδια».
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η φίλη μου βρισκόταν ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων
που την έσπρωχναν, καθώς κρατούσε τον γιο της βρέφος,
για να τον δώσει σε έναν άγνωστο σε κάποιο λεωφορείο,
το οποίο ήταν το τελευταίο λεωφορείο που θα έφευγε από το Σαράγεβο
μεταφέροντας παιδιά εκτός πόλης έτσι ώστε να είναι ασφαλή.
Θυμάται να παλεύει με μια μητέρα μπροστά,
με πολύ, πολύ κόσμο, λέγοντας: «Πάρε το παιδί μου! Πάρε το παιδί μου!»
και να δίνει τον γιο της σε κάποιον μέσα από ένα παράθυρο.
Δεν τον είδε για χρόνια.
Η πολιορκία συνεχίστηκε για τριάμισι χρόνια,
μια πολιορκία χωρίς νερό,
χωρίς ρεύμα, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς θέρμανση, χωρίς φαγητό,
στη μέση της Ευρώπης, στα μέσα του 20ου αιώνα.
Είχα την τιμή να είμαι ανάμεσα σε εκείνους τους ρεπόρτερ
που έζησαν την πολιορκία
και λέω ότι είχα την τιμή και το προνόμιο να βρίσκομαι εκεί
γιατί μου έμαθε τα πάντα,
όχι μόνο να είμαι ρεπόρτερ, αλλά και να είμαι άνθρωπος.
Έμαθα τη συμπόνια.
Έμαθα για καθημερινούς ανθρώπους που μπορούσαν να γίνουν ήρωες.
Έμαθα να μοιράζομαι. Έμαθα τη συντροφικότητα.
Πιο πολύ απ' όλα, έμαθα να αγαπώ.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας απίστευτης καταστροφής, θανάτου και χάους,
έμαθα πώς καθημερινοί άνθρωποι μπορούσαν να βοηθήσουν τους γείτονές τους,
να μοιραστούν το φαγητό, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
να απομακρύνουν κάποιον που είχε πυροβοληθεί από τη μέση του δρόμου,
ακόμη κι αν κινδύνευε η ίδια τους η ζωή,
να βοηθούν τραυματισμένους ανθρώπους να μπουν σε ταξί,
προσπαθώντας να τους πάνε στο νοσοκομείο.
Έμαθα πολλά για τον εαυτό μου.
Η Μάρθα Γκέλχορν, μία από τις ηρωίδες μου, είπε κάποτε:
«Μπορείς να αγαπήσεις μόνο έναν πόλεμο. Τα υπόλοιπα είναι ευθύνη».
Πήγα για να καλύψω πάμπολλους πολέμους μετά από αυτόν,
τόσο πολλούς που έχασα το μέτρημα,
αλλά κανείς δεν ήταν όπως του Σαράγεβο.
Τον περασμένο Απρίλιο, πήγα σε μια πολύ παράξενη συγκέντρωση
-- κάτι σαν μια παράλογη σχολική συγκέντρωση αποφοίτων.
Ήταν η 20η επέτειος από την πολιορκία,
από το ξεκίνημα της πολιορκίας του Σαράγεβο
και δεν μου αρέσει η λέξη «επέτειος» γιατί ακούγεται σαν γιορτή
και αυτή δεν ήταν γιορτή.
Ήταν μια μελαγχολική συγκέντρωση ρεπόρτερ
που εργάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, ατόμων που εργάστηκαν στην ανθρωπιστική βοήθεια
και φυσικά των γενναίων και θαρραλέων ανθρώπων του Σαράγεβο.
Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση,
που μου ράγισε την καρδιά,
ήταν που περπατούσα στον κεντρικό δρόμο του Σαράγεβο,
εκεί όπου η φίλη μου, η Αΐντα, είδε το τανκ να έρχεται, πριν από 20 χρόνια
και εκεί σ' αυτόν το δρόμο υπήρχαν περισσότερες από 12.000 κόκκινες καρέκλες,
άδειες
και καθεμιά από αυτές συμβόλιζε
έναν άνθρωπο που πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας,
μόνο στο Σαράγεβο, όχι σε όλη τη Βοσνία
και απλώνονταν σε όλη την πόλη
σε μεγάλη έκταση
και το πιο δυσάρεστο για μένα ήταν οι μικρές καρέκλες
για τα παιδιά.
Τώρα, καλύπτω τη Συρία
και ξεκίνησα γιατί πίστευα ότι
έπρεπε να το κάνω.
Θεωρώ ότι έχει πολλά να μας πει.
Για μια ακόμη φορά, βλέπω το σκηνικό του πολέμου στη Βοσνία.
Όταν πρωτοέφτασα στη Δαμασκό,
συνάντησα αυτή την περίεργη κατάσταση στην οποία ο κόσμος
δεν φαινόταν να πιστεύει ότι ο πόλεμος θα ξεκινούσε
και ήταν ακριβώς το ίδιο με τη Βοσνία
καθώς και με οποιαδήποτε άλλη χώρα που έχω δει όταν πλησιάζει ο πόλεμος.
Ο κόσμος δεν θέλει να πιστέψει ότι έρχεται,
έτσι δεν απομακρύνονται, δεν φεύγουν όσο μπορούν.
Δεν αποσύρουν τα χρήματά τους.
Μένουν επειδή όλοι θέλουν να μείνουν στο σπίτι τους.
Και τότε, καταφθάνει ο πόλεμος και το χάος.
Η Ρουάντα είναι ένα μέρος που με κατατρέχει αρκετά.
Το 1994, έφυγα για λίγο από το Σαράγεβο για να καλύψω τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 1994,
ένα εκατομμύριο άνθρωποι σφαγιάστηκαν.
Εάν εκείνες οι 12.000 καρέκλες με είχαν φρικάρει
εξαιτίας του αριθμού τους,
θα ήθελα να σκεφτείτε για λίγο το ένα εκατομμύριο ανθρώπους.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα, θυμάμαι
να στέκομαι και να κοιτάζω πέρα σε έναν δρόμο για όσο έφτανε το μάτι,
τουλάχιστον για 1,5 χλμ., όπου υπήρχαν σωριασμένες σοροί σε ύψος
διπλάσιο του δικού μου.
Κι αυτό ήταν μονάχα ένα μικρό ποσοστό των νεκρών.
Υπήρχαν μητέρες που κρατούσαν τα παιδιά τους
που άφηναν την τελευταία τους πνοή.
Έτσι μαθαίνουμε πολλά από τον πόλεμο
και αναφέρω τη Ρουάντα
επειδή είναι ένα μέρος, όπως η Νότια Αφρική,
όπου επί σχεδόν 20 χρόνια, οι πληγές κλείνουν.
Το 56% των βουλευτών είναι γυναίκες,
το οποίο είναι εκπληκτικό,
ενώ προβλέπεται από το εθνικό σύνταγμα,
να μην επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός Χούτου ή Τούτσι.
Δεν επιτρέπεται ο προσδιορισμός βάσει εθνότητας,
ο οποίος φυσικά ήταν η αιτία που ξεκίνησε τη σφαγή.
Κάποιος φίλος μου της ανθρωπιστικής βοήθειας, μου είπε την πιο όμορφη ιστορία.
Ή τουλάχιστον εγώ τη βρήκα όμορφη.
Ήταν μια ομάδα παιδιών, Χούτου και Τούτσι μαζί
και μια ομάδα γυναικών που θα τα υιοθετούσε.
Είχαν σταθεί σε σειρά και κάθε παιδί δινόταν σε μια γυναίκα.
Δεν ήταν θέμα επανόρθωσης, κάποιοι ήταν Τούτσι,
κάποιοι Χούτου, θα μπορούσες να έχεις σκοτώσει τη μητέρα μου,
θα μπορούσες να έχεις σκοτώσει τον πατέρα μου.
Βρίσκονταν μαζί, συμφιλιωμένοι κατά μια έννοια
γεγονός που βρίσκω εκπληκτικό.
Έτσι όποτε με ρωτούν πώς συνεχίζω να καλύπτω πολέμους
και γιατί συνεχίζω να το κάνω,
αυτή είναι η απάντηση.
Όταν θα επιστρέψω στη Συρία, την επόμενη εβδομάδα
αυτό που θα δω θα είναι ηρωικοί άνθρωποι,
που αγωνίζονται για τη δημοκρατία,
για πράγματα που θεωρούμε δεδομένα κάθε μέρα.
Αυτός είναι ο λόγος που το κάνω.
Το 2004 είχα ένα μικρό αγοράκι,
που το ονομάζω παιδί-θαύμα
επειδή αφότου είχα δει τόσο πολύ θάνατο,
καταστροφή, χάος και σκοτάδι στη ζωή μου,
γεννήθηκε μια ελπίδα.
Τον ονόμασα Λούκα, που σημαίνει «Ο φέρων φως»
γιατί στ' αλήθεια φέρνει φως στη ζωή μου.
Μιλάω γι' αυτόν επειδή όταν ήταν τεσσάρων μηνών
ο αρχισυντάκτης μου με ανάγκασε να επιστρέψω στη Βαγδάτη
όπου έκανα ρεπορτάζ καθ' όλη την περίοδο του καθεστώτος του Σαντάμ
και κατά τη διάρκεια της πτώσης της Βαγδάτης και μετέπειτα
και θυμάμαι ότι ανέβηκα στο αεροπλάνο με δάκρυα,
έκλαιγα που αποχωριζόμουν το γιό μου,
και ενώ ήμουν εκεί,
ένας αρκετά διάσημος ιρακινός πολιτικός, φίλος μου,
μου είπε: «Τι κάνεις εδώ;
Γιατί δεν είσαι σπίτι σου με τον Λούκα»;
Απάντησα ότι: «Μα πρέπει να δω τι γίνεται». Ήταν το 2004,
τότε που ξεκίνησε αυτή η απίστευτα αιματηρή περίοδος στο Ιράκ,
«Πρέπει να δω, πρέπει να δω τι γίνεται εδώ.
Πρέπει να το καλύψω».
Και εκείνος είπε:«Πήγαινε σπίτι σου,
επειδή αν χάσεις το πρώτο δοντάκι,
αν χάσεις τα πρώτα του βήματα, δεν θα συγχωρήσεις ποτέ τον εαυτό σου.
Πόλεμοι θα υπάρξουν κι άλλοι».
Δυστυχώς, πάντοτε θα υπάρχουν πόλεμοι.
Εξαπατώ τον εαυτό μου εάν πιστεύω ως δημοσιογράφος,
ως ρεπόρτερ, ως συγγραφέας,
ότι θα μπορέσω να τους σταματήσω. Δεν μπορώ.
Δεν είμαι ο Κόφι Ανάν. Ούτε αυτός δεν μπορεί να σταματήσει έναν πόλεμο.
Προσπάθησε να διαπραγματευτεί στη Συρία και δεν τα κατάφερε.
Δεν είμαι υπεύθυνη επίλυσης συγκρούσεων του ΟΗΕ.
Δεν είμαι καν γιατρός που προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια
και δεν μπορώ να σας πω πόσες φορές ένιωσα άχρηστη
βλέποντας ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά μου χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για να τους σώσω.
Απλά, είμαι μάρτυρας.
Ο ρόλος μου είναι να δίνω φωνή σε ανθρώπους που δεν έχουν φωνή.
Ένας συνάδελφός μου περιέγραψε τη δουλειά μας σαν μια ακτίνα
που ρίχνει φως στις πιο σκοτεινές γωνιές του κόσμου.
Και αυτό προσπαθώ να κάνω.
Δεν πετυχαίνω πάντα
και μερικές φορές είναι απίστευτα αγχωτικό
γιατί νιώθεις ότι μιλάς στο κενό
ή νιώθεις ότι δεν νοιάζεται κανείς.
Ποιος νοιάζεται για τη Συρία; Ποιος νοιάζεται για τη Βοσνία;
Ποιος νοιάζεται για το Κονγκό,
την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Λιβερία, τη Σιέρα Λεόνε
και όλα αυτά τα μέρη τα οποία
θα θυμάμαι για το υπόλοιπο της ζωής μου;
Αλλά η δουλειά μου είναι να είμαι μάρτυρας
και αυτή είναι η καρδιά και η ουσία
για όσους ρεπόρτερ ασχολούνται με το θέμα.
Το μόνο που μπορώ κάνω είναι να ελπίζω
όχι στους υπεύθυνους ή στους πολιτικούς
γιατί ακόμη κι αν ήθελα να πιστέψω
ότι διαβάζουν τα άρθρα μου και θα κάνουν κάτι,
δεν έχω αυταπάτες.
Αλλά ελπίζω ότι εάν θυμηθείτε κάτι που είπα
ή κάτι που έγραψα αύριο το πρωί την ώρα που παίρνετε το πρωινό σας,
εάν μπορέσετε να θυμηθείτε την ιστορία του Σαράγεβο
ή την ιστορία της Ρουάντα,
τότε θα έχω κάνει τη δουλειά μου.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
(Χειροκρότημα)