Θα ήθελα να ξεκινήσω, αν μου επιτρέπετε, με την ιστορία του σαλιγκαριού του Πέισλι Το απόγευμα της 26ης Αυγούστου, 1928, η Μέι Ντόναχιου πήρε ένα τραίνο από τη Γλασκώβη για την πόλη Πέισλι, έντεκα χιλιόμετρα δυτικότερα, και εκεί στο Καφέ Γουελμέντοου, πήρε ένα σκωτσέζικο παγωτό, ένα μείγμα παγωτού και τζιτζιμπίρας κερασμένο από κάποιον φίλο της. Η τζιτζιμπίρα σερβιρίστηκε σε ένα καφέ, αδιαφανές μπουκάλι με την ετικέτα «Δ. Στίβενσον, Γκλεν Λέιν, Πέισλι». ΄Ηπιε λίγο από το παγωτό αλλά την ώρα που η υπόλοιπη τζιτζιμπίρα χυνόταν στο ποτήρι της, ένα σαπισμένο σαλιγκάρι επέπλευσε στην επιφάνεια του ποτηριού της. Μετά από τρεις ημέρες, μπήκε στο νοσοκομείο Ρόγιαλ Γκλάσγκοου όπου η διάγνωση ήταν σοβαρή γαστροεντερίτιδα και σοκ. Η αγωγή της Ντόναχιου εναντίον του Στίβενσον που ακολούθησε, δημιούργησε ένα πολύ σημαντικό νομικό προηγούμενο: Ο Στίβενσον, παρασκευαστής της τζιτζιμπίρας υποχρεώθηκε σε ένα καθήκον μέριμνας έναντι της Μέι Ντόναχιου, παρόλο που δεν υπήρξε συμβόλαιο μεταξύ τους, και στην πραγματικότητα, η ίδια δεν είχε καν αγοράσει το ποτό. Ένας από τους δικαστές, ο Λόρδος ΄Ατκιν, το περιέγραψε ως εξής: «Πρέπει να φροντίσετε να αποφύγετε πράξεις ή παραλείψεις τις οποίες μπορείτε λογικά να προβλέψετε πως είναι πιθανό να βλάψουν τον γείτονά σας». Πράγματι, αναρωτιέται κανείς, χωρίς το καθήκον μέριμνας, πόσοι άνθρωποι θα υπέφεραν από γαστροεντερίτιδα μέχρι που ο Στίβενσον ενδεχομένως να κλείσει την επιχείρησή του. Παρακαλώ συγκρατήστε την ιστορία του σαλιγκαριού του Πέισλι, διότι είναι θέμα σημαντικής αρχής. Πέρσι, η Εταιρεία Χάνζαρντ, μια αμερόπληπτη φιλανθρωπική οργάνωση που στόχο έχει την ενδυνάμωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την ενθάρρυνση ευρύτερης συμμετοχής στην πολιτική, δημοσίευσε παράλληλα με τον ετήσιο απολογισμό της για πολιτική συμμετοχή, ένα επιπρόσθετo ένθετο αφιερωμένο αποκλειστικά στην πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης. Σας παρουσιάζω μερικές μάλλον δυσάρεστες επισημάνσεις αυτής της έρευνας. Ο κίτρινος τύπος δεν φαίνεται να προωθεί την ιδιότητα του πολίτη στους αναγνώστες τους, ακόμη και σε σύγκριση με εκείνους που δε διαβάζουν καθόλου εφημερίδες. Οι αναγνώστες που διαβάζουν μόνο κίτρινο τύπο έχουν διπλάσιες πιθανότητες να συμφωνήσουν με μια αρνητική προσέγγιση της πολιτικής από τους αναγνώστες που δε διαβάζουν καμία εφημερίδα. Δεν είναι απλώς λιγότερο πολιτικά εμπλεκόμενοι. Καταναλώνουν τα μέσα ενημέρωσης που ενισχύουν την αρνητική εκτίμησή τους για την πολιτική και έτσι συμβάλλουν σε μια μοιρολατρική και κυνική στάση προς τη δημοκρατία και το ρόλο τους μέσα σε αυτήν. Δεν εκπλησσόμαστε που η αναφορά καταλήγει ότι από αυτή την άποψη, ο τύπος, ιδιαίτερα ο κίτρινος τύπος, φαίνεται να μη συμβαδίζει με τη σπουδαιότητα του ρόλου του στη δημοκρατία μας. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος σε τούτη την αίθουσα που να αμφισβητεί σοβαρά αυτή την άποψη. Αν όμως οι Χάνσαρντ έχουν δίκιο, και συνήθως έχουν, τότε έχουμε στα χέρια μας ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, και θα ήθελα, τα επόμενα δέκα λεπτά, να επικεντρωθώ σε αυτό. Από την εποχή του σαλιγκαριού του Πέισλι, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία περίπου, αναπτύχθηκαν αρκετές σκέψεις σχετικά με το καθήκον μέριμνας μιας και σχετίζεται με πολλές πλευρές της κοινωνίας. Γενικά εγείρεται θέμα καθήκοντος μέριμνας όταν κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων αναλαμβάνει μια δραστηριότητα η οποία δυνητικά μπορεί να προκαλέσει ζημιά σε κάποιον άλλο σε επίπεδο σωματικό, πνευματικό ή οικονομικό. Αυτό, κατά κύριο λόγο, εστιάζεται σε δυο τομείς, όπως είναι η ενσυναισθητική ανταπόκριση στα παιδιά και στους νέους, στο προσωπικό υπηρεσίας και στους ηλικιωμένους και ανάπηρους. Σπάνια, αν ποτέ, επεκτείνεται σε εξίσου σημαντικά επιχειρήματα γύρω από την ευθραυστότητα του παρόντος συστήματος μας διακυβέρνησης, μέχρι την έννοια ότι η τιμιότητα, η ακρίβεια και η αμεροληψία είναι σημαντικές στην πορεία οικοδόμησης και ενσωμάτωσης μια πληροφορημένης συμμετοχικής δημοκρατίας. Όσο περισσότερο το σκεφτόμαστε, τόσο πιο παράξενο είναι. Πριν από δυο χρόνια, είχα την ευχαρίστηση να εγκαινιάσω ένα εντελώς νέο σχολείο στη βορειοανατολική Αγγλία. Οι μαθητές του το είχαν μετονομάσει σε Ακαδημία 360. Καθώς διέσχιζα το εντυπωσιακό, καλυμμένο με γυαλί αίθριο, μπροστά μου, γραμμένη στον τοίχο με κόκκινα γράμματα ήταν η περιβόητη εντολή του Μάρκου Αυρήλιου: «Εάν δεν είναι αληθές, μην το λες. Εάν δεν είναι σωστό, μην το κάνεις». Ο διευθυντής με είδε που το χάζευα και είπε « Ω, είναι το ρητό του σχολείου μας». Στο τραίνο της επιστροφής στο Λονδίνο, δε μου έφευγε από το μυαλό. Σκεφτόμουν, μπορεί πράγματι να χρειαστήκαμε πάνω από 2.000 χρόνια για να συνειδητοποιήσομε αυτή την απλή έννοια που είναι το ελάχιστο της προσδοκίας που έχουμε ο ένας από τον άλλο; Δεν είναι καιρός να καλλιεργήσουμε αυτή την έννοια του καθήκοντος μέριμνας και να την επεκτείνουμε ώστε να περιλαμβάνει μια φροντίδα για τις δημοκρατικές αξίες που μοιραζόμαστε και που κινδυνεύουν; Από την άλλη, η απουσία του καθήκοντος μέριμνας που υπάρχει σε πολλά επαγγέλματα μπορεί πολύ εύκολα να σημαίνει καταγγελίες παράλειψης και αν είναι έτσι, νιώθουμε άραγε άνετοι στη σκέψη ότι τελικά με το να παραμελούμε θέματα υγείας στις δικές μας κοινωνίες και τις αξίες που αναγκαστικά τις στηρίζουν; Θα μπορούσε κανείς να προτείνει, με στοιχεία, ότι τα ίδια μέσα ενημέρωσης που οι Χάνζαρντ καταδίκασαν φρόντισαν επαρκώς να αποφύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπους που θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα ήταν πιθανό να υπονομεύσουν ή ακόμη και να καταστρέψουν το εγγενώς εύθραυστο δημοκρατικό μας οικοδόμημα. Aσφαλώς θα υπάρξουν κάποιοι που θα υποστηρίξουν ότι αυτό θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να μετατραπεί σε ένα είδος λογοκρισίας, μολονότι αυτο-λογοκρισίας, αλλά δεν πείθομαι. Πρέπει να είναι δυνατό να ισορροπήσει η ελευθερία της έκφρασης με ευρύτερες ηθικές και κοινωνικές υπευθυνότητες. Θα σας εξηγήσω τους λόγους χρησιμοποιώντας το παράδειγμα από τη δική μου καριέρα ως σκηνοθέτη. Στη διάρκεια αυτής της καριέρας, ποτέ δε δέχτηκα ότι ένας σκηνοθέτης θα έπρεπε να βάζει την δική του δουλειά έξω ή πάνω από τις αξίες που έχει θέσει για τη ζωή του, την οικογένειά του, και το μέλλον της κοινωνίας στην οποία όλοι ζούμε. Θα πήγαινα ακόμη πιο πέρα. Ένας υπεύθυνος σκηνοθέτης δε θα έπρεπε ποτέ να υποτιμά την εργασία του σε σημείο που να γίνει λιγότερο από αληθινή στον κόσμο που θέλει να κατοικήσει. Για μένα, οι σκηνοθέτες, οι δημοσιογράφοι ακόμη και οι μπλόγκερ όλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές προσδοκίες που έρχονται, συνδυάζοντας την εγγενή δύναμη του μέσου τους με τις καλοακονισμένες επαγγελματικές τους δεξιότητες. Προφανώς αυτό δεν είναι ένα εντελλόμενο καθήκον, αλλά για τον ταλαντούχο σκηνοθέτη και τον υπεύθυνο δημοσιογράφο ή και τον μπλόγκερ ακόμη, μου φαίνεται εντελώς αναπόφευκτο. Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι η έννοια που δίνουμε στην ατομική ελευθερία και στη σύντροφό της, τη δημιουργική ελευθερία, είναι σχετικά νέα στην ιστορία των Δυτικών ιδεών, και γι' αυτό, συχνά υποτιμάται και μπορεί πολύ γρήγορα να υπονομευθεί. Είναι ένα βραβείο που εύκολα χάνεται, και έτσι και χαθεί, έτσι και παραδοθεί, μπορεί να αποδειχθεί, πολύ, πολύ δύσκολο να ανακτηθεί. Η πρώτη γραμμή άμυνας πρέπει να είναι τα δικά μας κριτήρια, όχι αυτά που μας επιβάλλουν η λογοκρισία ή η νομοθεσία, τα δικά μας, ατομικά κριτήρια και η δική μας ακεραιότητα. Η ακεραιότητά μας στις συναλλαγές μας με τους συνεργάτες μας και τα δικά μας κριτήρια στον τρόπο που λειτουργούμε στην κοινωνία. Αυτά λοιπόν τα δικά μας κριτήρια χρειάζεται να ταιριάζουν με μια βιώσιμη κοινωνική ατζέντα. Είναι τμήμα μιας συλλογικής υπευθυνότητας, της υπευθυνότητας του καλλιτέχνη ή του δημοσιογράφου να συνδιαλέγεται με τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, και αυτό, με τη σειρά του, να συμβαδίζει με την υπευθυνότητα αυτών που κυβερνούν την κοινωνία να αντιμετωπίζουν επίσης αυτόν τον κόσμο, και να μη μπαίνουν στον πειρασμό να καταχραστούν τα αίτια των δεινών του. Ωστόσο, όπως έχει έντονα καταδειχθεί τα τελευταία χρόνια, τέτοια υπευθυνότητα σε μεγάλο βαθμό έχει καταργηθεί σε πολλούς τομείς των μέσων. Με αποτέλεσμα, στον Δυτικό Κόσμο, οι υπερ-απλουστευμένες πολιτικές των κομμάτων διαμαρτυρίας και η απήχησή τους σε έναν πληθυσμό απογοητευμένο και γηρασμένο, παράλληλα με την απάθεια και τη μανία με το τετριμμένο που είναι χαρακτηριστικά κάποιων νέων, όλα μαζί, αυτά και άλλες παρόμοιες σύγχρονες παρεκκλίσεις απειλούν να απομυζήσουν τη ζωή της δραστήριας, πληροφορημένης δημόσιας συζήτησης και εμπλοκής και τονίζω δραστήριας. Οι πιο ένθερμοι φιλελεύθεροι μπορεί να διαφωνήσουν για το αν η υπόθεση Ντόνοκιου εναντίον Στήβενσον έπρεπε να απορριφθεί από το διακστήριο και για το ότι ο Στίβενσον θα έκλεινε τελικά την επιχείρηση εάν συνέχιζε να πουλά τζιτζιμπίρα που περιείχε σαλιγκάρια. Αλλά, νομίζω, ότι οι περισσότεροι από εμάς αποδέχονται ότι το κράτος έχει ένα μικρό ρόλο να επιβάλλει καθήκον μέριμνας, και η λέξη κλειδί εδώ είναι λογικό. Οι δικαστές πρέπει να αναρωτηθούν, έλαβαν τη λογική μέριμνα και θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει λογικά τις συνέπειες των πράξεών τους; Μακράν του να σηματοδοτήσω υπερβολική κρατική εξουσία είναι αυτό το κοινής λογικής τεστ του πόσο λογικοί είναι που θα ήθελα να εφαρμόσουμε σε αυτούς στα μέσα ενημέρωσης οι οποίοι, στο κάτω-κάτω, δίνουν τον τόνο και το περιεχόμενο σε πολλές συζητήσεις της δημοκρατίας μας. Η δημοκρατία για να λειτουργήσει, απαιτεί λογικούς άντρες και γυναίκες να κατανοούν και να διαφωνούν με την ησυχία τους πάνω σε δύσκολα και, καμιά φορά, περίπλοκα θέματα, και αυτό συμβαίνει σε μια ατμόσφαιρα που μοχθεί για το είδος της κατανόησης που οδηγεί αν όχι σε συμφωνία, σε έναν παραγωγικό και εφικτό συμβιβασμό. Πολιτική σημαίνει επιλογές, και μέσα στο πλαίσιο αυτό, πολιτική σημαίνει προτεραιότητες. Έχει να κάνει με τη συμφιλίωση αντιτιθέμενων προτιμήσεων όπου και όποτε είναι δυνατόν να βασίζεται σε γεγονότα. Αν όμως τα ίδια τα γεγονότα διαστρεβλώνονται, οι αποφάσεις είναι πιθανό να δημιουργήσουν περαιτέρω αντιπαράθεση, με όλες τις εντάσεις στην κοινωνία που αναπόφευκτα ακολουθούν. Τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να αποφασίσουν: Βλέπουν ότι ο ρόλος τους είναι να πυροδοτούν ή να πληροφορούν; Διότι τελικά πρόκειται για έναν συνδυασμό εμπιστοσύνης και ηγεσίας. Αυτή την εβδομάδα, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τότε που ο Τ.Φ. Κένεντι έβγαλε δυο λόγους που άφησαν εποχή, ο πρώτος για τον αφοπλισμό και ο δεύτερος για τα ατομικά δικαιώματα. Ο πρώτος οδήγησε σχεδόν αμέσως στη Συμφωνία Κατάργησης των Πυρηνικών Δοκιμών, και ο δεύτερος οδήγησε στο Νόμο του 1964 για τα Ατομικά Δικαιώματα και οι δυο αντιπροσωπεύουν γιγάντια βήματα προς τα μπρος. Η δημοκρατία, με καλή ηγεσία και καλή πληροφόρηση, μπορεί να επιτύχει μεγάλα πράγματα, με μια προϋπόθεση. Πρέπει να εμπιστευόμαστε ότι αυτοί που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις δρουν στα πλαίσια όχι των δικών τους συμφερόντων αλλά όλων των ανθρώπων. Χρειαζόμαστε γνώμες βασισμένες σε γεγονότα, διατυπωμένες με σαφήνεια, όχι αυτές των λίγων ισχυρών και δυνητικά επιχειρήσεις χειραγώγησης που επιδιώκουν τις δικές τους, συχνά στενές σκοπιμότητες αλλά ακριβείς, απροκατάληπτες πληροφορίες με τις οποίες να διαμορφώνουμε τις δικές μας γνώμες. Εάν επιθυμούμε να προσφέρουμε αξιοπρεπή, ικανοποιητική ζωή στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών μας, πρέπει να ασκηθούμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό σε αυτό το καθήκον φροντίδας για μια σφύζουσα, και ελπίζουμε μια διαρκούσα, δημοκρατία. Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε. (Χειροκρότημα)