Όταν ήμουν μικρή,
ήξερα ότι είχα υπερδυνάμεις.
Σωστά ακούσατε.
(Γέλια)
Πίστευα ότι ήμουνα καταπληκτική
γιατί κατανοούσα και ταυτιζόμουν
με τους μελαμψούς άνθρωπους
όπως ο παππούς μου,
ένας συντηρητικός μουσουλμάνος.
Επίσης καταλάβαινα την Αφγανή μητέρα μου,
τον Πακιστανό πατέρα μου
που δεν ήταν τόσο θρήσκος,
αλλά ήταν πράος και φιλελεύθερος.
Και φυσικά καταλάβαινα
και ταυτιζόμουν
με τα αισθήματα των λευκών,
των λευκών Νορβηγών της χώρας μου.
Λευκοί, μελαμψοί, ό,τι και να ήταν,
τους αγαπούσα όλους.
Τους καταλάβαινα όλους,
έστω κι αν δεν καταλαβαινόντουσαν
πάντα μεταξύ τους,
ήταν όλοι δικοί μου άνθρωποι.
Ωστόσο ο πατέρας μου ανησυχούσε πάντα.
Συνήθιζε να λέει ότι ακόμα
και με την καλύτερη μόρφωση
δε θα αποκτούσα όσα μου άξιζαν.
Θα αντιμετώπιζα ρατσισμό, αυτό πίστευε.
Και ότι η μόνη περίπτωση
να με δεκτούν οι λευκοί
θα ήταν να γινόμουν διάσημη.
Και προσέξτε,
είχε αυτή τη συνομιλία μαζί μου
όταν ήμουνα επτά χρονών.
Οπότε στην ηλικία των επτά χρόνων,
μου είπε: «Κοίτα, πρέπει να διαλέξεις
τον αθλητισμό ή τη μουσική».
Δεν ήξερε τίποτα για τα αθλητικά
ο καημενούλης, άρα θα ήταν η μουσική.
Οπότε στα επτά μου χρόνια, μάζεψε
όλα τα παιχνίδια μου, τις κούκλες μου,
και τα πέταξε.
Για αντάλλαγμα μου έδωσε ενα
απαίσιο ηλεκτρικό πιάνο Casio...
(Γέλια)
μάλιστα, και μαθήματα φωνητικής.
Και μετά με ανάγκασε να εξασκούμαι
για πολλές ώρες κάθε μέρα.
Πολύ σύντομα άρχισε να με βάζει
να τραγουδάω σε όλο και μεγαλύτερο κοινό,
και το περίεργο ήταν
που έγινα κάτι σαν υπόδειγμα
για την πολυπολιτισμικότητα στη Νορβηγία.
Και φυσικά ένοιωθα πολύ περήφανη.
Γιατί ακόμα και οι εφημερίδες
άρχισαν να γράφουν καλά σχόλια
για τους μελαμψούς ανθρώπους,
οπότε ένοιωθα ότι
οι υπερδυνάμεις μου αυξάνονταν.
Όταν ήμουνα 12 χρονών
γύρναγα από το σχολείο
και έκανα μια παράκαμψη
για να αγοράσω τις αγαπημένες μου
καραμέλες, τα «αλμυρά πόδια».
Ξέρω ότι ακούγονται αηδιαστικές,
(Γέλια)
αλλά τις λατρεύω.
Είναι από αλμυρή γλυκόριζα
στο σχήμα ποδιών.
Και τώρα που το λέω δυνατά
καταλαβαίνω πόσο απαίσιες ακούγονται,
αλλά όπως και να 'χει τις λάτρευα.
Όταν πήγα να μπω στο κατάστημα,
υπήρχε ένας λευκός άντρας
στην πόρτα που με εμπόδιζε να μπω.
Προσπάθησα να πάω γύρω του,
αλλά εκείνος με σταμάτησε,
και με κοίταγε επίμονα,
μετά έφτυσε στο πρόσωπό μου και είπε:
«Φύγε από μπροστά μου,
μικρή μαύρη σκύλα,
μικρή παλιοπακιστανή σκύλα,
γύρνα από κει που ήρθες».
Αναστατώθηκα.
Τον κοίταγα.
Ήμουν τόσο τρομοκρατημένη
που δε σκούπισα καν το σάλιο,
που έσμιγε με τα δάκρυά μου.
Θυμάμαι κοίταξα γύρω μου,
ελπίζοντας ότι κάποιος ενήλικας
θα ερχόταν να σταματήσει αυτόν τον τύπο.
Ωστόσο οι άνθρωποι πέρναγαν από δίπλα μου
βιαστικά, κάνοντας ότι δε με έβλεπαν.
Μπερδεύτηκα, γιατί σκεφτόμουν:
«Λευκοί μου, πού είστε; Τι συμβαίνει;
Γιατί δεν έρχεστε να με σώσετε;»
Και φυσικά εννοείται
ότι δεν αγόρασα τις καραμέλες.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα
μπορούσα στο σπίτι μου.
Όλα είναι καλά, σκέφτηκα.
Όσο πέρναγε ο καιρός γινόμουνα
όλο και πιο πετυχημένη,
και με τον καιρό άρχισαν να με ενοχλούν
και οι μελαμψοί άνθρωποι.
Κάποιοι άντρες
στην κοινότητα των γονιών μου
πίστευαν ότι ήταν απαράδεκτο και ατιμωτικό
να ασχολείται μια γυναίκα με τη μουσική
και να εμφανίζεται τόσο συχνά
στα μέσα ενημέρωσης.
Σύντομα λοιπόν άρχισαν
να μου επιτίθενται στις συναυλίες μου.
Θυμάμαι σε μία από αυτές ήμουνα στη σκηνή
και έσκυψα προς το ακροατήριο,
και το τελευταίο που είδα ήταν
ένα νεαρό μελαμψό πρόσωπο,
και τότε κατάλαβα ότι μου είχαν ρίξει
κάποια χημική ουσία στα μάτια
και θυμάμαι ότι δεν έβλεπα
και τα μάτια μου δάκρυζαν,
αλλά συνέχισα να τραγουδάω.
Με έφτυσαν στον δρόμο, στο Όσλο,
αυτή τη φορά μελαμψοί άντρες.
Κάποια στιγμή επιχείρησαν
και να με απαγάγουν.
Πήρα άπειρες απειλές θανάτου.
Θυμάμαι μια φορά ένας ηλικιωμένος
με γενειάδα με σταμάτησε στον δρόμο
και μου είπε: «Ο λόγος
που σε μισώ τόσο πολύ
είναι γιατί κάνεις τις κόρες μας
να νομίζουν ότι μπορούν
να κάνουν ό,τι θέλουν».
Κάποιος νεαρός
με προειδοποίησε να προσέχω,
είπε ότι η μουσική είναι αντι-ισλαμική
και δουλειά για πόρνες,
αν συνέχιζα θα με βίαζαν
και θα με ξεκοίλιαζαν,
για να μη γεννηθεί
και άλλη πόρνη όπως εγώ.
Και πάλι ένοιωσα μπερδεμένη.
Δεν καταλάβαινα το τι γινόταν.
Οι μελαμψοί μου είχαν αρχίσει
να μου φέρονται έτσι - γιατί;
Αντί να κτίζω γέφυρες ανάμεσα
στους δύο κόσμους μου
ένοιωθα ότι βυθιζόμουν ανάμεσά τους.
Μάλλον για μένα το σάλιο
ήταν ο κρυπτονίτης μου.
Όταν λοιπόν έφτασα στην ηλικία των 17,
οι απειλές θανάτου ήταν άπειρες,
και οι ενοχλήσεις συνεχείς.
Όταν φτάσαμε στο απροχώρητο,
η μητέρα μου μού είπε:
«Κοίτα, δε μπορούμε πια
να σε προστατέψουμε,
πρέπει να φύγεις».
Αγόρασα ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή
για το Λονδίνο, πακέταρα και έφυγα.
Η μεγαλύτερή μου απογοήτευση
ήταν που κανείς δεν αντέδρασε.
Η αναχώρησή μου από τη Νορβηγία
ήταν πολύ δημόσιο γεγονός.
Κανείς δε μίλησε, ούτε οι μελαμψοί μου,
ούτε οι λευκοί μου.
Κανείς δεν είπε: «Για περιμένετε,
αυτό που γίνεται είναι λάθος.
Αυτό το κορίτσι είναι δικό μας,
ας το υποστηρίξουμε, ας το προστατέψουμε».
Κανείς δεν το είπε αυτό.
Ένοιωσα... ξέρετε, όπως στο αεροδρόμιο,
στον ιμάντα των αποσκευών
όπου υπάρχουν διάφορες βαλίτσες
που γυρνάνε γύρω-γύρω,
και πάντα υπάρχει μια βαλίτσα
που περισσεύει,
που κανείς δε θέλει, που κανείς
δεν έρχεται να την πάρει.
Έτσι ένοιωθα.
Ποτέ δεν είχα νοιώσει τόσο μόνη,
ποτέ δεν είχα νοιώσει τόσο χαμένη.
Όταν λοιπόν ήρθα στο Λονδίνο,
συνέχισα τη μουσική μου καρριέρα.
Διαφορετικό μέρος,
αλλά δυστυχώς η ίδια ιστορία.
Θυμάμαι ένα μήνυμα που έλαβα,
έλεγε ότι θα με σκότωναν
και ποτάμια από αίμα θα έρρεαν
και ότι θα με βίαζαν
πολλές φορές πριν πεθάνω.
Σε αυτό το σημείο, ομολογώ
ότι είχα συνηθίσει σε τέτοια μηνύματα,
αλλά αυτή τη φορά είχαν αρχίσει
να απειλούν και την οικογένειά μου.
Οπότε ξαναπακέταρα, παράτησα τη μουσική,
και μετακόμισα στις ΗΠΑ.
Δεν άντεχα άλλο.
Δεν ήθελα να το συνεχίσω πια αυτό.
Και φυσικά δεν ήθελα
να με σκοτώσουν για κάτι
που δεν ήταν καν δικό μου όνειρο,
αλλά μια επιλογή του πατέρα μου.
Έχασα τον δρόμο μου.
Κατέρρευσα.
Αλλά αποφάσισα ότι αυτό που ήθελα να κάνω
ήταν να περάσω τα υπόλοιπα
χρόνια της ζωής μου
στηρίζοντας νεαρά άτομα
και να τα στηρίζω,
με κάποιο ασήμαντο έστω τρόπο,
να τους προσφέρω ό,τι μπορούσα.
Άρχισα τον εθελοντισμό
σε διάφορους οργανισμούς
που στήριζαν νεαρούς
μουσουλμάνους στην Ευρώπη.
Και προς έκπληξή μου αυτό που κατάλαβα
ήταν ότι πολλά από αυτά τα παιδιά
υπέφεραν και ταλαιπωρούνταν.
Είχαν τόσα προβλήματα
με τις οικογένειες και τις κοινότητές τους
που νοιαζόντουσαν περισσότερο
για την τιμή τους και την υπόληψή τους
παρά για την ευτυχία και τη ζωή
των ίδιων των παιδιών τους.
Άρχισα να νοιώθω
ότι ίσως και να μην ήμουν τόσο μόνη,
ίσως και να μην ήμουν τόσο παράξενη.
Ίσως να υπάρχουν
κι άλλοι σαν εμένα στον κόσμο.
Αυτό που οι περισσότεροι
δεν καταλαβαίνουν
είναι το ότι είμαστε πάρα πολλοί
και μεγαλώνουμε στην Ευρώπη,
αλλά δεν είμαστε ελεύθεροι
να είμαστε ο εαυτός μας.
Δε μας επιτρέπουν να είμαστε
αυτοί που είμαστε.
Δεν είμαστε ελεύθεροι να παντρευτούμε
ή να κάνουμε μια σχέση
με τα άτομα που θα επιλέγαμε.
Δε μπορούμε ούτε να επιλέξουμε καριέρα.
Αυτό συμβαίνει σε όλες τις περιοχές
της Ευρώπης όπου ζουν μουσουλμάνοι.
Ακόμα και στις πιο ελεύθερες κοινωνίες
στον κόσμο, εμείς δεν είμαστε ελεύθεροι.
Οι ζωές μας, τα όνειρά μας,
το μέλλον μας, δε μας ανήκουν,
ανήκουν στους γονείς μας
και στις κοινότητές τους.
Άκουσα πολλές ιστορίες νεαρών ατόμων
που ζουν στην αφάνεια,
που δε μας απασχολούν,
αλλά που υποφέρουν, και υποφέρουν μόνα.
Τα εξαναγκάζουν να παντρευτούν,
τα βασανίζουν και τα κακοποιούν
στο όνομα της τιμής της οικογένειας.
Τελικά, κατάλαβα, αφού δούλεψα
για πολλά χρόνια με αυτά τα παιδιά,
ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω να τρέχω.
Δεν μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη
ζωή μου τρομαγμένη και κρυμένη
και ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι.
Κατάλαβα επίσης ότι
η σιωπή μου, η σιωπή μας,
επιτρέπει σε αυτή την κακοποίηση
να συνεχίζεται.
Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω
τις υπερδυνάμεις των παιδικών μου χρόνων
για να κάνω τα εμπλεκόμενα μέρη
να καταλάβουν
πώς είναι η ζωή αυτών των παιδιών
που είναι παγιδευμένα μεταξύ
της οικογένειας και της χώρας τους.
Άρχισα λοιπόν να κάνω ταινίες
και να λέω αυτές τις ιστορίες.
Ήθελα επίσης να καταλάβει ο κόσμος
πόσο καταστροφικές θα είναι οι συνέπειες
αν δεν πάρουμε σοβαρά αυτά τα προβλήματα.
Η πρώτη ταινία μίλαγε για την Μπανάζ.
Ήταν μια 17χρονη Κούρδη στο Λονδίνο.
Ήταν υπάκουη,
έκανε ό,τι της έλεγαν οι γονείς της.
Προσπαθούσε να τα κάνει όλα σωστά.
Παντρεύτηκε το παιδί
που διάλεξαν οι γονείς της,
παρόλο που τη χτύπαγε
και τη βίαζε συνεχώς.
Όταν ζήτησε τη βοήθεια
της οικογένειάς της, της είπαν:
«Γύρνα πίσω και προσπάθησε
να είσαι καλύτερη σύζυγος».
Επειδή δεν ήθελαν να έχουν
χωρισμένη κόρη στο ιστορικό τους
για να μην ατιμαστεί η οικογένεια.
Τη χτύπαγε τόσο βίαια
που τα αυτιά της αιμορραγούσαν.
Και όταν επιτέλους έφυγε,
και βρήκε κάποιον που αυτή επέλεξε
και αυτή ερωτεύτηκε,
η κοινότητα και η οικογένεια το έμαθαν
και η κοπέλα εξαφανίστηκε.
Τη βρήκαν τρεις μήνες αργότερα.
Την είχαν βάλει σε μια βαλίτσα
και την είχαν θάψει κάτω από το σπίτι.
Την είχαν στραγγαλίσει,
την είχαν κακοποιήσει μέχρι να πεθάνει.
Το έκαναν τρεις άντρες, τρία ξαδέρφια της,
με εντολή του πατέρα και του θείου της.
Η επιπρόσθετη τραγωδία
στην ιστορία της Μπανάζ
ήταν ότι είχε πάει στην αστυνομία,
στην Αγγλία, πέντε φορές ζητώντας βοήθεια,
και τους είχε πει ότι
η οικογένειά της θα τη σκότωνε.
Η αστυνομία δεν την πίστεψε
και δεν έκαναν τίποτα.
Και το πρόβλημα με αυτό
δεν είναι μόνο ότι πολλά από τα παιδιά μας
αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα
μέσα στην οικογένεια και στην κοινότητα,
αλλά συναντούν και έλλειψη κατανόησης,
και αδιαφορία στις χώρες όπου μεγάλωσαν.
Όταν τους προδίδουν οι οικογένειές τους,
στρέφονται σε όλους εμάς,
και όταν κι εμείς δεν καταλαβαίνουμε,
τα χάνουμε αυτά τα παιδιά.
Όσο έκανα αυτή την ταινία,
πολύς κόσμος μου έλεγε:
«Ντία, αυτή είναι απλώς η κουλτούρα τους.
Αυτά κάνουν αυτοί οι άνθρωποι
στα παιδιά τους
και δε μπορούμε να επέμβουμε».
Σας διαβεβαιώ ότι η δολοφονία
δεν είναι στην κουλτούρα μου.
Και άτομα με εμφάνιση σαν τη δική μου,
νεαρές γυναίκες με ρίζες σαν τις δικές μου
θα έπρεπε να έχουν τα ίδια δικαιώματα,
την ίδια προστασία
όπως όλοι οι άλλοι στη χώρα μας,
γιατί να είναι αλλιώς;
Στην επόμενη μου ταινία ήθελα
να προσπαθήσω να καταλάβω
γιατί μερικοί νεαροί μουσουλμάνοι
στην Ευρώπη
γίνονται βίαιοι και εξτρεμιστές.
Αυτό το θέμα
θα με ανάγκαζε να έρθω αντιμέτωπη
με τον χειρότερό μου φόβο.
Τους μελαμψούς άνδρες με γενειάδα.
Τους ίδιους, ή πολύ παρόμοιους
με εκείνους που με κυνηγούσαν
σε όλη σχεδόν τη ζωή μου.
Άνδρες που φοβόμουνα
σε όλη σχεδόν τη ζωή μου.
Άνδρες που αντιπαθούσα πολύ βαθιά,
για πάρα πολλά χρόνια.
Τα επόμενα δύο χρόνια πήρα συνεντεύξεις
από καταδικασμένους τρομοκράτες,
τζιχαντιστές και πρώην εξτρεμιστές.
Αυτό που ήξερα ήδη, το προφανές,
ήταν ότι η θρησκεία, η πολιτική,
τα κατάλοιπα της Ευρωπαϊκής
αποικιοκρατίας,
επίσης οι πρόσφατες αποτυχίες
της δυτικής εξωτερικής πολιτικής,
όλα αυτά έπαιζαν κάποιο ρόλο.
Αυτό που ήθελα να μάθω πιο πολύ
ήταν οι ανθρώπινοι και προσωπικοί λόγοι
που κάνουν κάποια από τα παιδιά
πιο τρωτά σε αυτή τη στρατολόγηση.
Αυτό που με εξέπληξε ήταν που συνάντησα
πληγωμένους ανθρώπους.
Αντί για τα τέρατα που έψαχνα,
που ήλπιζα να βρώ,
και που θα με ικανοποιούσε,
συνάντησα πληγωμένα άτομα.
Όπως η Μπανάζ,
έτσι και αυτοί οι νεαροί άντρες
ήταν μοιρασμένοι στα δύο,
προσπαθώντας να γεφυρώσουν το χάσμα
μεταξύ της οικογένειάς τους
και της χώρας που είχαν γεννηθεί.
Έμαθα ακόμα ότι οι ομάδες
εξτρεμιστών, οι ομάδες τρομοκρατών,
εκμεταλλεύονται αυτή
την ψυχολογική κατάσταση των νέων
και την κατευθύνουν,
με κυνικό τρόπο, προς τη βία.
«Ελάτε σε μας», τους λένε.
«Απορρίψτε και τις δύο πλευρές,
την οικογένεια και τη χώρα σας
γιατί και αυτές σας απορρίπτουν.
Για την οικογένειά σας,
η τιμή αξίζει περισσότερο από σας
όσο για τη χώρα σας,
ένας πραγματικός Νορβηγός, Άγγλος ή Γάλλος
είναι πάντα λευκός, και εσείς ποτέ».
Υπόσχονται στους νέους μας
αυτά που αποζητούν:
να νοιώσουν σημαντικοί, γενναίοι,
να ανήκουν κάπου και να έχουν σκοπό,
σε μια κοινότητα που τους αγαπάει
και τους αποδέχεται.
Κάνουν τους αδύναμους να νοιώσουν δυνατοί.
Όσα ήταν αόρατα και βουβά
επιτέλους τους φανερώνονται.
Αυτό κάνουν στους νέους μας.
Γιατί εκείνοι το κάνουν κι εμείς όχι;
Βασικά, δεν αποδέχομαι
και δε δικαιολογώ τη χρήση βίας.
Αυτό που θέλω να πώ είναι
ότι πρέπει να καταλάβουμε
γιατί αυτό τραβάει τα νέα παιδιά.
Θέλω να σας δείξω...
αυτές είναι παιδικές φωτογραφίες
κάποιων από τους άντρες στην ταινία.
Αυτό που με εντυπωσίασε είναι
που τόσοι πολλοί από αυτούς,
και αυτό δεν το περίμενα,
αλλά για πολλούς ο πατέρας
ήταν απών ή βάναυσος.
Και πολλοί από αυτούς τους νεαρούς άνδρες
βρήκαν φροντίδα και συμπόνοια
σε πατρικά πρότυπα
που συνάντησαν μέσα
στις εξτρεμιστικές οργανώσεις.
Συνάντησα επίσης άνδρες που είχαν
πέσει θύματα ρατσιστικής βίας,
και βρήκαν τον τρόπο
να μη νοιώθουν πια σαν θύματα:
έγιναν οι ίδιοι βίαιοι.
Επιπλέον, συνάντησα κάτι απροσδόκητο
που αναγνώρισα με φρίκη.
Συνάντησα αισθήματα ίδια με τα δικά μου
όταν έφευγα από τη Νορβηγία στα 17 μου.
Η ίδια σύγχυση, η ίδια λύπη,
το ίδιο αίσθημα ότι με είχαν προδώσει
και ότι δεν ανήκα σε κανέναν.
Το ίδιο αίσθημα ότι είχα χαθεί,
είχα μοιραστεί ανάμεσα σε δύο κουλτούρες.
Παρ' όλα αυτά, δεν επέλεξα την καταστροφή,
επέλεξα να πάρω μια κάμερα
και όχι ένα όπλο.
Και ο λόγος που το έκανα αυτό
ήταν γιατί με τις υπερδυνάμεις μου
είχα καταλάβει ότι η λύση
ήταν η κατανόηση και όχι η βία.
Να βλέπουμε τους ανθρώπους
με τις αρετές και τα ελαττώματά τους
αντί να διαιωνίζουμε στερεότυπα:
εμείς και οι άλλοι,
οι κακοί και τα θύματα.
Συμφιλιώθηκα επίσης με το γεγονός
ότι οι δύο κουλτούρες μου δεν ήταν
κατ' ανάγκη σε πορεία σύγκρουσης
αλλά έγιναν ο χώρος
όπου βρήκα τη δική μου φωνή.
Σταμάτησα να νοιώθω ότι έπρεπε
να διαλέξω μια πλευρά,
και μου πήρε πολλά πολλά χρόνια
για να το καταλάβω.
Πολλά από τα νεαρά παιδιά μας σήμερα
βασανίζονται για τους ίδιους λόγους,
και ταλαιπωρούνται μόνα.
Και αυτό τα αφήνει τρωτά
και ευάλωτα σαν ανοικτή πληγή.
Για μερικούς η κοσμοθεωρία
του ριζοσπαστικού ισλάμ
γίνεται η μόλυνση
που φουντώνει την πληγή.
Ένα Αφρικανικό γνωμικό λέει:
«Αν οι νέοι δε μυηθούν στο χωριό,
θα του βάλουν φωτιά
για να νοιώσουν τη ζεστασιά του».
Θα ήθελα να ζητήσω
από τους μουσουλμάνους γονείς
και τις κοινότητές τους,
μπορείτε να αγαπάτε και να νοιάζεστε
για τα παιδιά σας
χωρίς να τα αναγκάζετε
να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες σας;
Μπορείτε να επιλέξετε τα παιδιά σας,
αντί την τιμή σας;
Μπορείτε να καταλάβετε
γιατί είναι θυμωμένα και αποξενωμένα
όταν εσείς βάζετε την τιμή σας
πάνω από την ευτυχία τους;
Μπορείτε να γίνετε φίλοι με το παιδί σας
ώστε να σας έχει εμπιστοσύνη,
να θέλει να μοιράζεται μαζί σας
τις εμπειρίες του,
αντί να ψάχνει να το βρει αλλού;
Και για τα παιδιά που επηρεάζονται
από τον εξτρεμισμό:
Μπορείτε να δεχτείτε ότι ο θυμός σας
προέρχεται από τον πόνο σας;
Θα βρείτε τη δύναμη να αντισταθείτε
στους κυνικούς γέρους
που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το αίμα σας
για το δικό τους κέρδος;
Μπορείτε να βρείτε
έναν δικό σας τρόπο να ζείτε;
Αναγνωρίζετε ότι η καλύτερη εκδίκηση
είναι να ζήσετε μια ευτυχισμένη,
γεμάτη και ελεύθερη ζωή;
Μια ζωή που θα ελέγχετε εσείς
και κανείς άλλος;
Γιατί να θέλετε να γίνετε άλλος ένας
νεκρός νεαρός μουσουλμάνος;
Και για τους υπόλοιπους από μας, πότε
θα αρχίσουμε ν' ακούμε τους νέους μας;
Πώς θα τους καθοδηγήσουμε
να διοχετεύσουν τον πόνο τους
σε κάτι πιο εποικοδομητικό;
Πιστεύουν ότι δε μας αρέσουν.
Πιστεύουν ότι δε μας ενδιαφέρει
η μοίρα τους.
Πιστεύουν ότι δεν τους δεχόμαστε.
Μπορούμε να βρούμε κάποιο τρόπο
να τους αλλάξουμε γνώμη;
Πώς θα καταφέρουμε να τους δούμε
και να τους προσέξουμε
πριν γίνουν είτε δράστες είτε θύματα βίας;
Μπορούμε να νοιαζόμαστε
και να τους θεωρούμε δικούς μας;
Να μην περιοριστούμε στο να εξοργιζόμαστε
όταν τα θύματα βίας μας μοιάζουν;
Μπορούμε να απορρίψουμε το μίσος
και να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ μας;
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρατήσουμε
ούτε ο ένας τον άλλον ούτε τα παιδιά μας,
ακόμα και αν αυτά μας έχουν παρατήσει.
Είμαστε ενωμένοι σε αυτό.
Και στο μέλλον, η εκδίκηση και η βία
δε θα μετρήσουν υπέρ των εξτρεμιστών.
Οι τρομοκράτες μας θέλουν κρυμμένους
στα σπίτια μας από φόβο,
κλείνοντας τις πόρτες και τις καρδιές μας.
Θέλουν να ανοίξουμε
κι άλλες πληγές στις κοινωνίες μας
για να τις χρησιμοποιήσουν
για να εξαπλώσουν τη μόλυνσή τους.
Θέλουν να τους μοιάσουμε:
με αδιαλλαξία, μίσος και σκληρότητα.
Την επόμενη των επιθέσεων στο Παρίσι,
μια φίλη μου έστειλε
αυτή τη φωτογραφία της κόρης της.
Ένα κοριτσάκι λευκών και ένα Αράβων.
Είναι κολλητές.
Αυτή η εικόνα είναι
ο κρυπτονίτης των εξτρεμιστών.
Αυτά τα δύο κοριτσάκια
με τις υπερδυνάμεις τους
ανοίγουν τον δρόμο για το μέλλον,
για μια κοινωνία που πρέπει
να κτίσουμε μαζί,
μια κοινωνία που αγκαλιάζει και στηρίζει,
δεν απορρίπτει τα παιδιά μας.
Ευχαριστώ που με ακούσατε.
(Χειροκρότημα)