Το καλοκαίρι του 1976, μια μυστηριώδης επιδημία χτύπησε ξαφνικά δύο κεντρικές πόλεις της Αφρικής, σκοτώνοντας την πλειοψηφία των θυμάτων της. Οι ιατρικοί ερευνητές υποψιάστηκαν ότι ένοχος ήταν ο θανατηφόρος ιός Μάρμπουργκ. Αλλά αυτό που είδαν στο μικροσκόπιο ήταν ένα εντελώς νέο παθογόνο, που πήρε το όνομά του από τον γειτονικό ποταμό 'Εμπολα. Όπως ο κίτρινος ή δάγγειος πυρετός, η ασθένεια που προκαλεί ο ιός Έμπολα είναι σοβαρό είδος αιμορραγικού πυρετού. Στην αρχή επιτίθεται στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και αδρανοποιεί την ανταπόκρισή του, επιτρέποντας έτσι στον ιό να πολλαπλασιαστεί. Ξεκινώντας από δύο έως είκοσι μέρες μετά τη μόλυνση, τα πρώτα συμπτώματα όπως ο υψηλός πυρετός, το άλγος και ο πονόλαιμος μοιάζουν με αυτά της κοινής γρίπης, μα γρήγορα κλιμακώνονται σε εμετούς, εξανθήματα και διάρροια. Καθώς ο ιός εξαπλώνεται, εισβάλει στους λεμφαδένες και σε ζωτικά όργανα, όπως οι νεφροί και το ήπαρ, προκαλώντας την κατάρρευσή τους. Μα δεν ευθύνεται ο ίδιος ο ιός Έμπολα για τον θάνατο των θυμάτων του. Αντιθέτως, τα αυξανόμενα νεκρά κύτταρα δημιουργούν υπερφόρτωση του ανοσοποιητικου γνωστή ως υπερκυτοκιναιμία, μια έκρηξη αντιδράσεων του ανοσοποιητικού που καταστρέφει τα αιμοφόρα αγγεία, προκαλώντας τόσο εσωτερική όσο κι εξωτερική αιμορραγία. Η εκτεταμένη απώλεια υγρών και οι επιπλοκές που αυτή συνεπάγεται ίσως είναι μοιραίες μέσα σε έξι ως δεκαέξι μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων, αν και η κατάλληλη φροντίδα και η θεραπεία επανυδάτωσης μπορούν να μειώσουν σημαντικά το ποσοστό θνησιμότητας στους ασθενείς. Ευτυχώς, παρόλο που ο Έμπολα είναι εξαιρετικά λοιμώδης, αρκετοί παράγοντες περιορίζουν τη μεταδοτικότητά του. Σε αντίθεση με ιούς που εξαπλώνονται μέσα από μικρά αερομεταφερόμενα σωματίδια, ο Έμπολα ζει μόνο στα σωματικά υγρά, όπως το σάλιο, το αίμα, το φλέγμα, τον εμετό, ή τα περιττώματα. Για να εξαπλωθεί ο ιός, αυτά πρέπει να μεταδοθούν από ένα μολυσμένο άτομο στο σώμα κάποιου άλλου μέσα από διόδους όπως τα μάτια, το στόμα ή η μύτη. Eπειδή η σφοδρότητα της ασθένειας αυξάνεται άμεσα μαζί με το ιικό φορτίο, ακόμη κι ένα μολυσμένο άτομο είναι απίθανο να είναι μεταδοτικό εώς ότου αρχίσουν τα συμπτώματα. Αν και ο Έμπολα φαίνεται να επιβιώνει σε επιφάνειες για αρκετές ώρες, και η μετάδοση μέσω φταρνίσματος ή βήχα είναι θεωρητικά πιθανή, σχεδόν όλες οι γνωστές περιπτώσεις μετάδοσης έγιναν μέσω άμεσης επαφής με τους σοβαρά ασθενείς, ενώ τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν το ιατρικό προσωπικό και οι φίλοι ή συγγενείς των θυμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που, παρά τις τρομακτικές επιπτώσεις του, ο Έμπολα είναι μακράν λιγότερο θανατηφόρος από πιο κοινές μολύνσεις, όπως η ιλαρά, η ελονοσία, ή ακόμη και η γρίπη. Μόλις περιοριστεί μια έξαρση, ο ιός δεν υπάρχει τον ανθρώπινο πληθυσμό μέχρι την επόμενη έξαρση. Μα παρόλο που αυτό είναι αναμφίβολα καλό, ταυτόχρονα δυσκολεύει την μελέτη του Έμπολα. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι μεταφέρεται με φρουτοφάγα χειρόπτερα, όμως το πώς μεταδίδεται στον άνθρωπο παραμένει άγνωστο. Επίσης, πολλές από τις χώρες όπου υπάρχει έξαρση του Έμπολα υποφέρουν από κακές υποδομές και συνθήκες υγιεινής, που επιτρέπουν στην επιδημία να εξαπλωθεί. Η φτώχεια αυτών των περιοχών, σε συνδυασμό με το σχετικά χαμηλό ποσοστό των συνολικών περιπτώσεων σημαίνει μικρό οικονομικό κίνητρο για τις φαρμακευτικές εταιρείες που θα μπορούσαν να επενδύσουν στην έρευνα. Αν και κάποια πειραματικά φάρμακα είναι υποσχόμενα και οι κυβερνήσεις χρηματοδοτούν τη δημιουργία εμβολίου, από το 2014, οι μόνες διαδεδομένες κι αποτελεσματικές λύσεις κατά του Έμπολα, παραμένουν η απομόνωση, οι καλές συνθήκες υγιεινής, και η πληροφόρηση.