Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά πλήθος βιβλίων έχουν εκδοθεί πρόσφατα με στοχασμούς και εικασίες σχετικά με τη νόηση και τη συναισθηματική ζωή των σκύλων. Σκέφτονται; Νιώθουν; Και αν ναι, πώς; Έτσι απόψε, στον περιορισμένο χρόνο μου, θα 'θελα να εξαλείψω τις εικασίες από πολλά από αυτά συστήνοντάς σας σε δύο σκυλιά, που και τα δύο παίρνουν την εντολή «μίλα» μάλλον κυριολεκτικά. Το πρώτο σκυλί είναι και το πρώτο που θα ξεκινήσει και αναλογίζεται μια άποψη της σχέσης του με τον ιδιοκτήτη του, και ο τίτλος είναι «Ένας σκύλος για το αφεντικό του». «Όσο νέος κι αν μοιάζω, γερνάω γρηγορότερα απ' αυτόν. Επτά προς ένα είναι η αναλογία, συνηθίζουν να λένε. Όσο και να 'ναι, θα τον περάσω μια μέρα και θα μπω μπροστά, όπως κάνω στις βόλτες μας στο δάσος, κι αν αυτό ποτέ περάσει από το νου του, θα είναι η πιο γλυκιά σκιά μου που έχει ποτέ πέσει σε χιόνι ή σε χορτάρι». (Χειροκρότημα) Ευχαριστώ. Ο επόμενος σκύλος μας μιλάει ως αυτό που λέγεται «επιστρέφοντας», που σημαίνει ένα πνεύμα που επιστρέφει για να σε επισκεφτεί. «Είμαι ο σκύλος που τον κοίμισες, όπως σου αρέσει να λες τη βελόνα της λήθης, επέστρεψα να σου πω αυτό το απλό πράγμα: Ποτέ δεν σε συμπάθησα». (Γέλια) «Όταν σου 'γλειφα το πρόσωπο, σκεφτόμουν να σου δαγκώσω τη μύτη. Όταν σ' έβλεπα να στεγνώνεις με την πετσέτα ήθελα να ορμίσω και να σε ευνουχίσω με μιας. Μισούσα την κίνησή σου, την έλλειψη της ζωώδους χάρης, τον τρόπο που καθόσουν σε μια καρέκλα για να φας, με μια χαρτοπετσέτα μπροστά σου, στο χέρι σου μαχαίρι, θα 'φευγα τρέχοντας αλλά ήμουν πολύ αδύναμος, ένα κόλπο που μου έμαθες καθώς μάθαινα να κάθομαι και να περπατάω δίπλα σου και τη μεγαλύτερη των προσβολών τη χειραψία χωρίς να έχω χέρι. Παραδέχομαι ότι όταν έβλεπα το λουρί χαιρόμουν, αλλά μόνο γιατί σήμαινε ότι θα μύριζα πράγματα που εσύ δεν είχες αγγίξει ποτέ. Δεν θες να το πιστέψεις, αλλά δεν έχω λόγο να πω ψέμματα: Μισούσα το αυτοκίνητο, μισούσα τα λαστιχένια παιχνίδια, απεχθανόμουν τους φίλους σου, ακόμα περισσότερο, τους συγγενείς σου. Με τρέλαινε το κουδούνισμα της ταυτότητας στο περιλαίμιο. Πάντα με έξυνες σε λάθος μέρος», (Γέλια) «Το μόνο που ήθελα από σένα ήταν φαγητό και νερό στα μπολ. Ενώ κοιμόσουν, σ' έβλεπα να αναπνέεις καθώς το φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό. Χρειαζόμουν όλη μου τη δύναμη για να μην σηκώσω το κεφάλι να ουρλιάξω. Τώρα είμαι ελεύθερος από περιλαίμιο, από το κίτρινο αδιάβροχο, το πουλόβερ με το μονόγραμμα, την παράνοια του κήπου σου με το γκαζόν, και μόνο αυτά χρειάζεται να ξέρεις γι' αυτό το μέρος, εκτός από όσα ήδη υπέθετες και χάρηκες που δεν συνέβη νωρίτερα, ότι όλοι εδώ μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν, τα σκυλιά σε έμμετρο, οι γάτες και όλοι οι άλλοι σε πεζό λόγο». Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)