Ορίστε ένα ερώτημα που πρέπει να ξανασκεφτούμε μαζί: Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των χρημάτων και των αγορών στις κοινωνίες μας; Σήμερα υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που το χρήμα δεν μπορεί να αγοράσει. Εάν καταδικαστείτε σε ποινή φυλάκισης στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια, πρέπει να ξέρετε πως αν δεν σας αρέσουν τα συνηθισμένα καταλύματα, μπορείτε ν' αγοράσετε μια αναβάθμιση του κελιού. Αλήθεια. Πόσο νομίζετε ότι κοστίζει; Πόσο εκτιμάτε πως κοστίζει; Πεντακόσια δολάρια; Δεν είναι το Χίλτον. Φυλακή είναι! Ογδόντα δύο δολάρια τη βραδιά. Ογδόντα δύο δολάρια τη βραδιά. Εάν επισκεφτείτε ένα λούνα-πάρκ και δεν θέλετε να περιμένετε στις μακριές ουρές αναμονής για τα δημοφιλή παιχνίδια τώρα υπάρχει λύση. Σε πολλά θεματικά πάρκα, πληρώνοντας παραπάνω μεταπηδάτε στην αρχή της σειράς. Τις ονομάζουν σειρές Άμεσης Πρόσβασης ή εισιτήρια Βι Άι Πι. Και δεν συμβαίνει μόνο στα λούνα παρκ. Στην Ουάσιγκτον, μακριές ουρές αναμονής δημιουργούνται καμιά φορά για σημαντικές ακροάσεις του Κογκρέσου. Σε κάποιους δεν αρέσει να περιμένουν σε μεγάλες ουρές, ίσως ολονυχτίς, ακόμη και στη βροχή. Έτσι λοιπόν για τους λομπίστες και άλλους που είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν σ' αυτές τις ακροάσεις αλλά απεχθάνονται την αναμονή, υπάρχουν εταιρείες, εταιρείες αναμονής στη σειρά και μπορείτε να αποταθείτε σ' αυτές. Μπορείτε να τους πληρώσετε ένα χρηματικό ποσό, κι αυτοί προσλαμβάνουν άστεγους και άλλους που έχουν ανάγκη από δουλειά για να περιμένουν στη σειρά όσο χρειαστεί, και οι λομπίστες πηγαίνουν λίγο πριν αρχίσει η ακρόαση, παίρνουν τις θέσεις τους στην αρχή της σειράς και μια καλή θέση στην αίθουσα. Πληρωμένη αναμονή στην ουρά. H προσφυγή στους μηχανισμούς της αγοράς, στο σκεπτικό και τις λύσεις της αγοράς, συμβαίνει τώρα σε ευρύτερους χώρους. Πάρτε για παράδειγμα τον τρόπο που πολεμάμε. Γνωρίζατε ότι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, υπήρχαν περισσότερες ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες στο έδαφος από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ; Δεν αποφασίστηκε σε δημόσιο διάλογο αν θέλουμε ν' αναθέσουμε τον πόλεμο σε ιδιωτικές εταιρείες, πάντως, αυτό συνέβη. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, έχουμε ζήσει μέσα σε μια αθόρυβη επανάσταση. Έχουμε διολισθήσει, σχεδόν ασυνείδητα, από το να έχουμε μια οικονομία της αγοράς στο να γίνουμε μια κοινωνία της αγοράς. Η διαφορά είναι η εξής: Η οικονομία της αγοράς είναι ένα εργαλείο, ένα πολύτιμο και αποτελεσματικό εργαλείο, για την οργάνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, ενώ μια κοινωνία της αγοράς είναι ένα μέρος όπου σχεδόν τα πάντα είναι διαθέσιμα προς πώληση. Είναι ένας τρόπος ζωής στον οποίο το σκεπτικό της αγοράς και οι αξίες της αγοράς, αρχίζουν να κυριαρχούν σε κάθε πτυχή της ζωής: στις προσωπικές σχέσεις, την οικογένεια, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική, τους νόμους και τη ζωή των πολιτών. Τώρα, γιατί ν' ανησυχούμε; Γιατί ν' ανησυχούμε που μετατρεπόμαστε σε κοινωνία της αγοράς; Για δύο λόγους πιστεύω. Ένας απ' αυτούς έχει να κάνει με την ανισότητα. Όσο περισσότερα πράγματα αγοράζονται με χρήματα, τόσο η ευμάρεια, όσο και η έλλειψή της, έχουν σημασία. Αν το μόνο πράγμα που καθορίζουν τα χρήματα είναι η πρόσβαση σε γιοτ, σε πολυτελείς διακοπές, ή σε BMW, τότε η ανισότητα δεν θα είχε μεγάλη σημασία. Όταν όμως τα χρήματα κυριαρχούν εκθετικά στην πρόσβαση βασικών αγαθών του ευ ζην - αξιοπρεπή υγειονομική περίθαλψη, πρόσβαση στην καλύτερη εκπαίδευση, πολιτικό λόγο και επιρροή στις εκστρατείες - όταν το χρήμα κυριαρχεί σε όλους αυτούς τους τομείς, η ανισότητα έχει μεγάλη σημασία. Η εμπορευματοποίηση των πάντων ακονίζει το κεντρί της ανισότητας και τις κοινωνικές και πολιτικές της συνέπειες. Αυτός είναι ένας λόγος για ν' ανησυχούμε. Υπάρχει και δεύτερος λόγος πέρα από την ανησυχία περί της ανισότητας, και είναι ο ακόλουθος: σε κάποια κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, όταν υπεισέρχεται το σκεπτικό και οι αξίες της αγοράς, αλλοιώνουν το νόημα των υπηρεσιών αυτών κι εξωθούν νοοτροπίες και πρότυπα που αξίζει να μας απασχολούν. Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα αμφιλεγόμενης χρήσης ενός μηχανισμού της αγοράς, ένα χρηματικό κίνητρο, και να δούμε τι σκέφτεστε γι 'αυτό. Πολλά σχολεία αντιμετωπίζουν την πρόκληση της παρακίνησης των παιδιών, και ειδικά αυτών που προέρχονται από μειονεκτούντα περιβάλλοντα, να μελετήσουν σκληρά, να τα πάνε καλά στο σχολείο, να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Κάποιοι οικονομολόγοι έχουν προτείνει μια λύση της αγοράς: Να προσφέρουμε χρηματικά κίνητρα στα παιδιά για να πάρουν καλούς βαθμούς ή για να γράψουν καλά στα τεστ ή για να διαβάσουν βιβλία. Το δοκίμασαν μάλιστα. Έκαναν κάποια πειράματα σε κάποιες μεγάλες Αμερικανικές πόλεις. Στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στην Ουάσιγκτον, το δοκίμασαν και πρόσφεραν 50 δολάρια για τα Α, 35 δολάρια για τα Β. Στο Ντάλας του Τέξας έχουν ένα πρόγραμμα που προσφέρει σε οκτάχρονα, δύο δολάρια για κάθε βιβλίο που διαβάζουν. Ας δούμε λοιπόν - Κάποιοι είναι υπέρ, κάποιοι είναι εναντίον αυτού του χρηματικού κινήτρου για ενθάρρυνση επιτευγμάτων. Ας δούμε τι πιστεύει το κοινό εδώ. Φανταστείτε ότι είστε ο επικεφαλής ενός μεγάλου σχολικού συστήματος, και κάποιος έρχεται σ' εσάς με αυτήν την πρόταση. Ας πούμε πως πρόκειται για κάποιο ίδρυμα. Θα χορηγήσουν τα κονδύλια. Δεν χρειάζεται να τα βγάλετε από τον προϋπολογισμό σας. Πόσοι θα ήταν υπέρ και πόσοι θα ήταν ενάντια σε μια δοκιμή; Ας δούμε με ανάταση των χεριών. Πρώτα, πόσοι πιστεύουν ότι θα άξιζε τουλάχιστον να γίνει μια δοκιμή για να δούμε αν δουλεύει; Σηκώστε τα χέρια. Και πόσοι είναι αντίθετοι; Πόσοι θα... - Άρα η πλειοψηφία εδώ είναι κατά, αλλά μια σημαντική μειοψηφία είναι υπέρ. Ας το κουβεντιάσουμε. Ας ξεκινήσουμε με εσάς που αντιτίθεστε, που θα το απορρίπτατε πριν το δοκιμάσετε. Ποιο είναι το επιχείρημά σας; Ποιος θα ξεκινήσει τη συζήτησή μας; Ναι; Χάικε Μόζες: Γεια σας, είμαι η Χάικε, και νομίζω πως σκοτώνει το εγγενές κίνητρο, έτσι αν τα παιδιά, αν ήθελαν να διαβάσουν, τους στερείς αυτό το κίνητρο με το να τα πληρώνεις, κι αλλάζει η συμπεριφορά. Μάικλ Σάντελ: Στερεί το εγγενές κίνητρο. Ποιο είναι, ή ποιο θα έπρεπε να είναι το εγγενές κίνητρο; ΧΜ: Λοιπόν, το εγγενές κίνητρο θα έπρεπε να είναι η μάθηση. ΜΣ: Η μάθηση. ΧΜ: Η γνωριμία με τον κόσμο. Κι έπειτα, αν σταματήσεις να τα πληρώνεις, τότε τι γίνεται; Σταματούν να διαβάζουν; ΜΣ: Ας δούμε τώρα αν κάποιος είναι υπέρ, αν πιστεύει πως αξίζει να το δοκιμάσουμε. Ελίζαμπεθ Λόφτους: Είμαι η Ελίζαμπεθ Λόφτους, και είπατε αν αξίζει να το δοκιμάσουμε, γιατί όχι, και να κάνουμε το πείραμα και να μετρήσουμε την κατάσταση; ΜΣ: Να μετρήσουμε. Τι θα μετρούσατε; Θα μετρούσατε πόσα - ΕΛ: Πόσα βιβλία διάβασαν και πόσα βιβλία θα συνεχίσουν να διαβάζουν όταν θα σταματήσεις να τα πληρώνεις. ΜΣ: Α, όταν θα σταματήσεις να τα πληρώνεις. Ωραία, τι λέτε γι' αυτό; ΧΜ: Για να είμαι ειλικρινής, αυτός, χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, είναι πολύ Αμερικάνικος τρόπος σκέψης. (Γέλια) (Χειροκρότημα) ΜΣ: Εντάξει. Αυτό που προκύπτει απ' τη συζήτηση αυτή, είναι η ακόλουθη ερώτηση: Το χρηματικό κίνητρο, θα αναστείλει ή θα διαφθείρει ή θα παραγκωνίσει το υψηλότερο κίνητρο, το εγγενές μάθημα που ελπίζουμε να μεταφέρει, το οποίο είναι να μάθουν ν' αγαπούν τη μάθηση και το διάβασμα για το καλό τους; Οι άνθρωποι διαφωνούν για το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα, αλλά η ερώτηση φαίνεται να είναι αυτή, πως με κάποιο τρόπο, ο μηχανισμός της αγοράς ή το χρηματικό κίνητρο, διδάσκουν το λάθος μάθημα, κι αν αυτό συμβαίνει, τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά αργότερα; Πρέπει να σας πω τα αποτελέσματα αυτών των πειραμάτων. Τα χρήματα για καλούς βαθμούς είχαν πολύ συγκεχυμένα αποτελέσματα και ως επί το πλείστον, δεν οδήγησαν σε υψηλότερους βαθμούς. Τα δύο δολάρια για κάθε βιβλίο οδήγησε πράγματι τα παιδιά να διαβάσουν περισσότερα βιβλία. Τα οδήγησε επίσης να διαβάσουν μικρότερα βιβλία. (Γέλια) Το αληθινό ερώτημα όμως είναι τι θα γίνει με αυτά τα παιδιά αργότερα; Θα έχουν μάθει ότι η ανάγνωση είναι μια αγγαρεία, μια δουλειά με το κομμάτι που γίνεται για χρήματα, αυτός είναι ο φόβος, ή θα τα οδηγήσει να διαβάζουν, ίσως αρχικά για λάθος λόγους, αλλά στη συνέχεια να τα οδηγήσει ν' αγαπήσουν το διάβασμα γι' αυτό που είναι; Αυτό, που ακόμα κι αυτή η σύντομη συζήτηση αναδεικνύει, είναι κάτι που πολλοί οικονομολόγοι παραβλέπουν. Οι οικονομολόγοι συχνά υποθέτουν πως οι αγορές είναι αδρανείς, πως δεν αγγίζουν και δεν μολύνουν τα αγαθά που εμπορεύονται. Υποθέτουν πως η εμπορική συναλλαγή, δεν αλλοιώνει το νόημα ή την αξία των αγαθών που ανταλλάσσονται. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια όταν μιλάμε για υλικά αγαθά. Αν μου πουλήσετε μια τηλεόραση με επίπεδη οθόνη ή μου δώσετε μια για δώρο, θα είναι εξίσου καλές. Θα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Δεν ισχύει όμως αυτό αν μιλάμε για μη υλικά αγαθά και κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η διδασκαλία και η μάθηση ή για την εμπλοκή τους στη ζωή των πολιτών. Σε αυτούς τους τομείς, οι μηχανισμοί των αγορών και τα χρηματικά κίνητρα, μπορεί να υπονομεύσουν ή να παραγκωνίσουν μη εμπορικές αξίες και συμπεριφορές για τις οποίες αξίζει να ενδιαφερθούμε. Αν δούμε ότι οι αγορές και το εμπόριο, όταν εκτείνονται πέρα από τα υλικά αγαθά, μπορεί ν' αλλάξουν το χαρακτήρα των ίδιων των αγαθών, μπορεί ν' αλλάξουν το νόημα των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως στο παράδειγμα της διδασκαλίας και της μάθησης, πρέπει ν' αναρωτηθούμε πού ανήκουν οι αγορές και πού δεν ανήκουν, πού μπορεί να υπονομεύσουν αξίες και συμπεριφορές που αξίζουν το ενδιαφέρον μας. Αλλά για να κάνουμε αυτή τη συζήτηση, πρέπει να κάνουμε κάτι στο οποίο δεν είμαστε πολύ καλοί, κι αυτό είναι να μιλάμε μαζί δημόσια για την αξία και το νόημα των κοινωνικών υπηρεσιών που θεωρούμε σημαντικές από τα σώματά μας, ως την οικογενειακή ζωή, τις σχέσεις, την υγεία, τη διδασκαλία, τη μάθηση και τη ζωή των πολιτών. Αυτά τώρα είναι αμφιλεγόμενα ζητήματα, κι έχουμε την τάση να υποχωρούμε μπροστά τους. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, όταν η συλλογιστική και το σκεπτικό των αγορών συγκέντρωσαν δύναμη και απέκτησαν κύρος, ο δημόσιος διάλογος την ίδια περίοδο έγινε κούφιος και κενός μεγαλύτερου ηθικού νοήματος. Με το φόβο της διαφωνίας υποχωρούμε απ' αυτές τις ερωτήσεις. Όταν όμως βλέπουμε πως οι αγορές αλλάζουν το χαρακτήρα των αγαθών, πρέπει να συζητάμε μεταξύ μας αυτά τα μεγάλα ερωτήματα για την αξιολόγηση των αγαθών. Μία από τις πιο διαβρωτικές επιδράσεις της τιμολόγησης των πάντων είναι συνήθως η αίσθηση πως συμμετέχουμε όλοι σ' αυτό. Στο πλαίσιο της αύξησης της ανισότητας, η εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ζωής οδηγεί σε μια κατάσταση όπου όσοι είναι εύποροι και εκείνοι που έχουν περιορισμένα εισοδήματα ζουν χωριστά, όλο και περισσότερο. Ζούμε και εργαζόμαστε και ψωνίζουμε και παίζουμε σε διαφορετικά μέρη. Τα παιδιά μας πηγαίνουν σε διαφορετικά σχολεία. Αυτό δεν είναι καλό για τη Δημοκρατία, ούτε είναι ικανοποιητικός τρόπος διαβίωσης, ακόμη και για εκείνους από εμάς που μπορούν ν' αντέξουν οικονομικά το κόστος της πληρωμένης αναμονής στη σειρά. Και να γιατί. Για τη Δημοκρατία, δεν απαιτείται απόλυτη ισότητα, αλλά αυτό που απαιτείται είναι οι πολίτες να μοιράζονται κοινή ζωή. Αυτό που έχει σημασία, είναι οι άνθρωποι από διαφορετική κοινωνική προέλευση και διαφορετικά κοινωνικά στρώματα να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, να συναντούν ο ένας τον άλλο, στην καθημερινότητα, επειδή αυτό μας διδάσκει πώς να διαπραγματευόμαστε και ν' αποδεχόμαστε τις διαφορές μας. Έτσι φτάνουμε να ενδιαφερόμαστε για το κοινό καλό. Τελικά, το ερώτημα για τις αγορές δεν είναι κατά βάση ένα οικονομικό ερώτημα. Αφορά κυρίως τον τρόπο που θέλουμε να συνυπάρχουμε. Θέλουμε μια κοινωνία όπου τα πάντα είναι προς πώληση, ή μήπως υπάρχουν συγκεκριμένα ηθικά και κοινωνικά αγαθά που οι αγορές δεν τιμούν και τα χρήματα δεν μπορούν ν' αγοράσουν; Σας ευχαριστώ πολύ. (Χειροκρότημα)