Πώς ταίζεις μια πόλη; Είναι μία από τις μεγάλες ερωτήσεις του καιρού μας Κι όμως δεν τη θέτουμε συχνά. Το θεωρούμε δεδομένο ότι αν πάμε σε ένα κατάστημα ή εστιατόριο, ή ακόμα και στο φουαγιέ αυτού του θεάτρου σε περίπου μία ώρα, θα υπάρχει φαγητό που θα μας περιμένει έχοντας έρθει από κάπου ως δια μαγείας. Αλλά όταν σκεφτούμε ότι κάθε μέρα για μία πόλη στο μέγεθος του Λονδίνου, αρκετό φαγητό πρέπει να παραχθεί, να μεταφερθεί, να αγορασθεί και να πουληθεί, να μαγειρευτεί, να φαγωθεί, να πεταχτεί, και πως κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβεί κάθε μέρα για κάθε πόλη της γης, είναι απίστευτο ότι οι πόλεις τροφοδοτούνται. Ζούμε σε μέρη σαν κι αυτό λες και είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ξεχνώντας ότι επειδή είμαστε ζώα, και χρειάζεται να τρώμε, είμαστε στην πραγματικότητα τόσο εξαρτημένοι από τη φύση όσο και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Και καθώς όλο και περισσότεροι από εμάς μετακομίζουμε σε πόλεις, ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του φυσικού κόσμου μεταμορφώνεται σε ασυνήθιστα τοπία όπως αυτό πίσω μου, είναι τα χωράφια σόγιας στο Μάτα Γκρόσο στη Βραζιλία, με σκοπό να μας ταίσουν. Πρόκειται για ασυνήθιστα τοπία. Αλλά λίγοι από εμάς τα βλέπουν. Και όλο και περισσότερο αυτά τα τοπία δεν ταΐζουν μόνο εμάς. Καθώς όλο και περισσότεροι μετακομίζουμε στις πόλεις, περισσότεροι τρώμε κρέας, έτσι ώστε το ένα τρίτο της καλλιέργειας σιτηρών παγκοσμίως τώρα είναι τροφή για τα ζώα αντί για εμάς, τα ανθρώπινα ζώα. Δεδομένου ότι χρειάζεται τρεις φορές η ποσότητα σιτηρών -- μάλλον δέκα φορές η ποσότητα σιτηρών -- για να ταίσεις έναν άνθρωπο εφόσον έχει ταϊστεί πρώτα το ζώο δεν πρόκειται για πολύ αποδοτικό τρόπο να τρώμε. Και το πρόβλημα επιδεινώνεται. Μέχρι το 2050 υπολογίζεται ότι διπλάσιος αριθμός από εμάς θα ζούμε σε πόλεις. Και επίσης υπολογίζεται ότι θα καταναλώνουμε διπλάσια ποσότητα κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων. Άρα το κρέας και η αστυφιλία αναπτύσσονται παράλληλα. Και αυτό θα δημιουργήσει ένα τεράστιο πρόβλημα. Να ταΐσουμε έξι δισεκατομμύρια πεινασμένους κρεατοφάγους, μέχρι το 2050. Πρόκειται για μεγάλο πρόβλημα. Και μάλιστα, αν συνεχίσουμε όπως τώρα είναι ένα πρόβλημα που μάλλον δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε. 19 εκατομμύρια εκτάρια τροπικού δάσους καταστρέφονται κάθε χρόνο για να δημιουργηθεί νέα καλλιεργήσιμη γη. Παρόλο που ταυτόχρονα χάνουμε περίπου την ίδια έκταση υπάρχουσας καλλιεργήσιμης γης λόγω υφαλμύρωσης και διάβρωσης. Έχουμε μεγάλη ανάγκη και από ορυκτά καύσιμα. Χρειάζονται περίπου 10 θερμίδες για να παράγουμε κάθε θερμίδα φαγητού που καταναλώνουμε στη Δύση. Και παρόλο που υπάρχει φαγητό που παράγουμε με μεγάλο κόστος δεν το εκτιμούμε πραγματικά. Το μισό φαγητό που παράγεται στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή το πετάμε. Και για να τελειώσω με όλα αυτά, στο τέλος αυτής της μακράς διαδικασίας, δεν τα καταφέρνουμε ούτε να ταίσουμε κανονικά τον πλανήτη. Ένα δισεκατομμύριο είμαστε παχύσαρκοι, ενώ ένα άλλο δισεκατομμύριο πεθαίνει από την πείνα. Όλα αυτά δεν βγάζουν και πολύ νόημα. Και όταν σκεφτούμε ότι το 80 τoις εκατό του παγκόσμιου εμπορίου φαγητού ελέγχεται μόνο από πέντε πολυεθνικές εταιρείες, πρόκειται για μία ζοφερή εικόνα. Καθώς μετακινούμαστε στις πόλεις, η υφήλιος επιλέγει τη Δυτική διατροφή. Και αν κοιτάξουμε στο μέλλον πρόκειται για μία διατροφή που δεν είναι βιώσιμη. Όμως, πώς φτάσαμε εδώ; Και κυρίως, τί θα κάνουμε για αυτό; Απαντώντας την λίγο πιο εύκολη ερώτηση πρώτα, περίπου πριν από 10,000 χρόνια, θα έλεγα, είναι η αρχή της διαδικασίας. Στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, γνωστή και ως Γόνιμη Ημισέληνος. Επειδή όπως βλέπετε είχε σχήμα ημισελήνου. Και ήταν επίσης γόνιμη. Και ήταν εδώ, πριν από περίπου 10,000 χρόνια που δύο εξαιρετικές εφευρέσεις, η γεωργία και η αστυφιλία, ξεκίνησαν περίπου στο ίδιο μέρος και την ίδια περίοδο. Δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός. Επειδή η γεωργία και οι πόλεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Χρειάζονται η μία την άλλη. Γιατί ήταν η ανακάλυψη των σιτηρών, από τους αρχαίους προγόνους μας, για πρώτη φορά, που παρήγαγε μία πηγή τροφής αρκετά μεγάλη και αρκετά αξιόπιστη ώστε να στηρίξει μόνιμους οικισμούς. Και αν δούμε πώς ήταν αυτοί οι οικισμοί, θα δούμε ότι ήταν πυκνοδομημένοι. Ήταν περικυκλωμένοι από παραγωγική αγροτική γη και κυριαρχούνταν από μεγάλα συγκροτήματα ναών όπως αυτό στην πόλη Ουρ, που ήταν, ουσιαστικά, πνευματικά, συγκεντρωτικά κέντρα διανομής φαγητού διότι οι ναοί οργάνωναν τη συγκομιδή, μάζευαν τα σιτηρά, τα προσέφεραν στους θεούς, και μετά προσέφεραν τα σιτηρά που οι θεοί δεν έτρωγαν πίσω στους ανθρώπους. Έτσι, αν θέλετε, όλη η πνευματική και σωματική ζωή σε αυτές τις πόλεις κυριαρχείτο από τα σιτηρά και τη συγκομιδή που τις συντηρούσε. Και στην πραγματικότητα το ίδιο ισχύει για κάθε αρχαία πόλη. Βέβαια, δεν ήταν όλες τόσο μικρές. Η Ρώμη είχε περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους ήδη τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Πώς λοιπόν τροφοδοτείτο μια τέτοια πόλη; Η απάντηση είναι αυτό που ονομάζω "αρχαία μίλια φαγητού". Βασικά, η Ρώμη είχε πρόσβαση στη θάλασσα, μέσω της οποίας ήταν δυνατή η εισαγωγή φαγητού από πολύ πολύ μακριά. Αυτός ήταν και ο μόνος εφικτός τρόπος εισαγωγής στον αρχαίο κόσμο, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί το φαγητό από τους δρόμους, που ήταν δυσκολοδιάβατοι. Και το φαγητό προφανώς χαλούσε πολύ γρήγορα. Έτσι η Ρώμη ουσιαστικά κήρυξε πόλεμο σε μέρη όπως η Καρχηδόνα και η Αίγυπτος μόνο και μόνο για να βάλει χέρι στα αποθέματα σιτηρών. Και, στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξάπλωση της Αυτοκρατορίας ήταν ένα είδος μεγάλης και μακροχρόνιας στρατιωτικής βόλτας στα μαγαζιά, εδώ που τα λέμε. (Γέλια) Μάλιστα -- λατρεύω αυτή τη λεπτομέρεια, πρέπει να αναφέρω και το εξής: Η Ρώμη στην πραγματικότητα εισήγαγε στρείδια από τη Βρετανία, σε κάποια φάση. Νομίζω πως αυτό είναι εκπληκτικό. Έτσι η Ρώμη διαμόρφωσε την ενδοχώρα της μέσω της όρεξής της. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι και το άλλο επίσης συνέβη στον προ-βιομηχανικό κόσμο. Αν κοιτάξουμε έναν χάρτη του Λονδίνου του 17ου αιώνα, θα δούμε ότι τα σιτηρά, που έρχονται μέσω του Τάμεση, στο κάτω μέρος του χάρτη. Άρα οι αγορές σιτηρών ήταν στα νότια της πόλης. Και οι δρόμοι που ξεκινούν από εκεί και οδηγούν στο Τσιπσάιντ, που ήταν η κυρίως αγορά, ήταν επίσης αγορές σιτηρών. Και αν κοιτάξουμε το όνομα ενός από αυτούς τους δρόμους, Μπρεντ (Ψωμί) Στριτ, μπορούμε να μαντέψουμε τί γινόταν εκεί πριν από 300 χρόνια. Και το ίδιο φυσικά ισχύει για τα ψάρια. Τα ψάρια έρχονταν φυσικά από το ποτάμι. Το ίδιο πράγμα. Και φυσικά το Μπίλινσγκέητ ήταν, ως γνωστόν, η ψαραγορά του Λονδίνου, που λειτουργούσε αδιάκοπα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Πράγμα αξιοσημείωτο, όταν το καλοσκεφτεί κανείς. Όλοι οι άλλοι περπατούσαν με κινητά τηλέφωνα που έμοιαζαν με τούβλα, και, κατά κάποιο τρόπο, το λιμάνι ανέδυε μία ψαρίλα. Αυτό είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό σχετικά με τα τρόφιμα στις πόλεις: Μόλις ριζώσουν στην πόλη, σπάνια μετακινούνται. Το κρέας είναι μία διαφορετική ιστορία γιατί, φυσικά, τα ζώα μπορούσαν να έρθουν περπατώντας. Μεγάλες ποσότητες κρέατος για το Λονδίνο ερχόταν από τα βορειοδυτικά, τη Σκωτία και την Ουαλία. Ερχόταν λοιπόν, και έφτανε στην πόλη από τα βορειοδυτικά, που εξηγεί γιατί το Σμίθφιλντ, η διάσημη κρεαταγορά του Λονδίνου, βρισκόταν εκεί. Τα κοτόπουλα έρχονταν από την Ηστ Άνγκλια και ουτώ καθ'εξής, στα βορειοανατολικά. Αισθάνομαι σαν μετεωρολόγος κάνοντας αυτό. Τέλος πάντων. Τα πουλιά λοιπόν έρχονταν με τα πόδια τους προστατευμένα με μικρά πάνινα παπούτσια. Και όταν έφταναν στην ανατολική άκρη του Τσίπσαηντ, εκεί πωλούνταν. Και για αυτό το λόγο λέγεται Πούλτρι (Πουλερικό). Αν κοιτάξετε στο χάρτη οποιασδήποτε πόλης που χτίστηκε πριν τη βιομηχανική εποχή, μπορείτε να ανιχνεύσετε την εισαγωγή τροφίμων. Μπορείτε να δείτε πως διαμορφώθηκε φυσιογνωμικά από το φαΐ, διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων, που παρέχουν πολλά στοιχεία. Σε μία προηγούμενη ζωή, η οδός Φράηνταη (Παρασκευή) ήταν το μέρος όπου πήγαινες για να αγοράσεις ψάρι την Παρασκευή. Πρέπει όμως και να τη φανταστείτε γεμάτη τρόφιμα. Διότι οι δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι ήταν τα μόνα μέρη στα οποία αγοράζονταν και πωλούνταν τρόφιμα. Και αν κοιτάξουμε μία εικόνα του Σμίθφιλντ το 1830 μπορείτε να δείτε πως θα ήταν πολύ δύσκολο να ζείτε σε μία τέτοια πόλη και να μη γνωρίζετε από που ερχόταν το φαΐ σας. Εάν τρώγατε μεσημεριανό την Κυριακή ήταν πολύ πιθανό πως το φαΐ μουγκάνιζε ή βέλαζε έξω από το παράθυρό σας περίπου τρεις μέρες νωρίτερα. Προφανώς λοιπόν αυτή ήταν μία οργανική πόλη, τμήμα ενός οργανικού κύκλου. Και ξαφνικά, δέκα χρόνια αργότερα, όλα άλλαξαν. Αυτή είναι μία εικόνα του σιδηροδρόμου Γκρέητ Ουέστερν το 1840. Και όπως μπορείτε να δείτε, κάποιοι από τους πρώτους επιβάτες των τραίνων ήταν γουρούνια και πρόβατα. Ξαφνικά λοιπόν αυτά τα ζώα δεν περπατούν στην αγορά. Θανατώνονται κάπου μακριά, κάπου στην εξοχή. Και έρχονται στην πόλη με το σιδηρόδρομο. Και αυτό αλλάζει τα πάντα. Πρώτα απ' όλα, καθιστά δυνατή για πρώτη φορά, την ανάπτυξη πόλεων, οποιουδήποτε μεγέθους και σχήματος, σε οποιαδήποτε τοποθεσία. Οι πόλεις συνήθως περιορίζονταν από τη γεωγραφία τους: έπρεπε να συγκεντρώσουν το φαγητό τους με δύσκολα μέσα. Ξαφνικά απελευθερώνονται από τη γεωγραφία. Και όπως μπορείτε να δείτε από αυτούς τους χάρτες του Λονδίνου, στα ενενήντα χρόνια μετά την άφιξη του σιδηροδρόμου, αλλάζει από μία μικρή βούλα που μπορούσε να τραφεί σχετικά εύκολα, με ζώα που έρχονταν περπατώντας, και ούτω καθ'εξής, σε μία μεγάλη μουτζούρα, που θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τραφεί με ο,τιδήποτε που περπατά, είτε ζώα, είτε ανθρώπους. Και ασφαλώς αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά τα τραίνα ήρθαν τα αυτοκίνητα. Και αυτό σηματοδοτεί το τέλος αυτής της διαδικασίας. Είναι η τελική απελευθέρωση της πόλης από οποιαδήποτε προφανή σχέση με τη φύση. Και αυτή είναι η πόλη που στερείται μυρωδιάς, που στερείται ακαταστασίας, που σίγουρα είναι άδεια από ανθρώπους. Διότι κανείς δεν θα ονειρευόταν να περπατήσει σε ένα τέτοιο τοπίο. Αντίθετα, για να βρουν φαΐ μπήκαν στα αυτοκίνητά τους, οδήγησαν σε κάποιο "κουτί" στα περίχωρα, επέστρεψαν με ψώνια για μια εβδομάδα, και αναρωτήθηκαν τι στο καλό να τα κάνουν. Και αυτή έιναι η στιγμή που η σχέση μας, τόσο με το φαΐ όσο και με τις πόλεις, αλλάζει εντελώς. Εδώ βρίσκουμε φαΐ -- που συνήθιζε να βρίσκεται στο κέντρο, στο κέντρο της κοινωνικής ζωής της πόλης -- στην περιφέρεια. Ήταν ένα κοινωνικό γεγονός, το να αγοράζεις και να πουλάς τρόφιμα. Τώρα είναι ανώνυμο. Συνηθίζαμε να μαγειρεύουμε...τώρα απλώς προσθέτουμε νερό, ή λίγα αυγά εάν κάνετε ένα κέηκ ή κάτι τέτοιο. Δεν μυρίζουμε το φαΐ για να δούμε αν είναι κατάλληλο να φαγωθεί. Απλά διαβάζουμε τις οδηγίες σε ένα πακέτο. Και δεν εκτιμούμε το φαγητό. Δεν το εμπιστευόμαστε. Αντί να το εμπιστευόμαστε, το φοβόμαστε. Και αντί να το εκτιμούμε, το πετάμε. Μία από τις μεγάλες ειρωνείες του σύγχρονου συστήματος διατροφής είναι πως έκαναν πολύ πιο δύσκολο αυτό που υποσχέθηκαν να κάνουν πιο εύκολο. Καθιστώντας δυνατή την ανέγερση πόλεων οπουδήποτε μας απομάκρυναν από την πιο σημαντική σχέση, αυτή που έχουμε με τη φύση. Και μας δημιούργησαν μία εξάρτηση με συστήματα που μόνο αυτοί μπορούν να προσφέρουν, που, όπως είδαμε, δεν μπορούν να διατηρηθούν. Τι θα κάνουμε λοιπόν για αυτό; Η ερώτηση δεν είναι καινούργια. Ο Τόμας Μορ την έθεσε στον εαυτό του πριν από πεντακόσια χρόνια. Είναι η προμετωπίδα στο βιβλίο του "Η Ουτοπία". Και ήταν μία σειρά από ημι-ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, αν αυτό σας ακούγεται λιγάκι γνωστό, σε απόσταση μιας ημέρας η μία από την άλλη όπου όλοι ασχολούνταν με πάθος με τη γεωργία και καλλιεργούσαν λαχανικά στους κήπους τους, και έτρωγαν κοινά γεύματα, κτλ. Και νομίζω πως μπορούμε να υποστηρίξουμε πως τα τρόφιμα είναι μία βασική οργανωτική αρχή της Ουτοπίας. Έστω και αν ο Μορ δεν το έθεσε ποτέ με αυτό τον τρόπο. Ιδού ακόμα μία πολύ γνωστή "ουτοπική" ιδέα, η "Πόλη-Κήπος" του Εμπενίζερ Χάουαρντ. Η ίδια ιδέα. Σειρές από ημι-αυτόνομες πόλεις-κράτη. Μικρές μητροπολιτικές σταγόνες περικυκλωμένες από καλλιεργήσιμη γη, ενωμένες με το σιδηρόδρομο. Και πάλι, θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα τρόφιμα είναι η οργανωτική αρχή του οράματός του. Χτίστηκε μάλιστα, αν και όχι σύμφωνα με το όραμα του Χάουαρντ. Και αυτό είναι το πρόβλημα με αυτές τις ουτοπικές ιδέες, είναι ουτοπικές. Η Ουτοπία είναι μία λέξη που ο Τόμας Μορ χρησιμοποίησε εσκεμμένα. Ήταν ένα αστείο. Διότι έχει διπλό νόημα στα ελληνικά. Μπορεί να σημαίνει ένα καλό μέρος ή ένα μέρος που δεν υπάρχει. Είναι ένα ιδανικό. ένα δημιούργημα της φαντασίας. Δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε. Και νομίζω πως σαν νοητικό εργαλείο για να σκεφτούμε σχετικά με το σοβαρό πρόβλημα της ανθρώπινης εγκατάστασης, δεν είναι πολύ χρήσιμο. Επινόησα λοιπόν μία εναλλακτική λύση που ονόμασα Σιτοπία, από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις "σίτος" για τροφή, και "τόπος". Πιστεύω πως ζούμε ήδη στη Σιτοπία. Ζούμε σε ένα κόσμο που διαμορφώνεται από το φαγητό, και αν το συνειδητοποιήσουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το φαΐ ως ένα πανίσχυρο εργαλείο -- ένα νοητικό εργαλείο, σχεδιαστικό εργαλείο, για να δώσουμε μία διαφορετική μορφή στον κόσμο. Αν κάναμε κάτι τέτοιο, πως θα ήταν η Σιτοπία; Νομίζω πως θα έμοιαζε κάπως έτσι. Πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτή την εικόνα. Είναι απλά η έκφραση στο πρόσωπο του σκύλου. Αλλά, αυτό είναι -- (Γέλια) είναι το φαγητό στο κέντρο της ζωής, στο κέντρο της οικογενειακής ζωής, που τιμάται, που απολαμβάνεται, οι άνθρωποι αφιερώνουν χρόνο σε αυτό. Αυτή τη θέση θα έπρεπε να έχει το φαγητό στην κοινωνία μας. Δεν μπορείτε όμως να έχετε τέτοιες σκηνές εκτός και αν έχετε ανθρώπους σαν αυτήν. Παρεπιμπτόντως θα μπορούσε να είναι και ένας άνδρας. Είναι άνθρωποι που σκέφτονται σχετικά με το φαΐ, που προβλέπουν, που σχεδιάζουν, που κοιτάζουν ένα σωρό από λαχανικά και τα αναγνωρίζουν. Χρειαζόμαστε αυτούς τους ανθρώπους. Είμαστε κομμάτι ενός δικτύου. Γιατί χωρίς ανθρώπους αυτού του είδους, δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια μέρη. Επέλεξα αυτό επίτηδες γιατί δείχνει έναν άνδρα να αγοράζει ένα λαχανικό. Αλλά δίκτυα, αγορές όπου τα τρόφιμα παράγονται τοπικά. Είναι κοινά. Είναι φρέσκα. Είναι κομμάτι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Διότι χωρίς αυτό δεν μπορείς να έχεις τέτοια μέρη, τρόφιμα που παράγονται τοπικά, και είναι κομμάτι του τοπίου, και δεν είναι ένα προιόν μηδενικού αθροίσματος, σε κάποια αόρατη κόλαση. Αγελάδες με θέα. Αχνιστό χούμους. Αυτό ουσιαστικά αποτελεί το συνδετικό κρίκο. Και αυτό είναι ένα κοινωνικό πρόγραμμα που επισκεύτηκα πρόσφατα στο Τορόντο. Είναι ένα θερμοκήπιο όπου τα παιδιά μαθαίνουν για τα τρόφιμα και πως να μεγαλώνουν το δικό τους φαΐ. Αυτό είναι ένα φυτό που λέγεται Κέβιν, ή ίσως είναι ένα φυτό που ανήκει σε κάποιο παιδί που ονομάζεται Κέβιν. Δεν ξέρω. Όπως και να έχει, προγράμματα αυτού του είδους που προσπαθούν να μας επανασυνδέσουν με τη φύση είναι πολύ σημαντικά. Για μένα λοιπόν η Σιτοπία είναι ένας τρόπος για να βλέπουμε. Αναγνωρίζουμε ουσιαστικά πως η Σιτοπία υπάρχει ήδη σε μικρές ομάδες. Η λύση είναι να τις ενώσουμε, να χρησιμοποιήσουμε το φαγητό ως ένα τρόπο να βλέπουμε. Και αν τα καταφέρουμε, θα πάψουμε να θεωρούμε τις πόλεις μεγάλες μητροπολιτικές μουτζούρες, όπως αυτή. Θα τις δούμε περισσότερο έτσι, ως τμήματα του παραγωγικού οργανικού σκελετού του οποίου είναι αναπόσπαστο τμήμα, συμβιωτικά συνδεδεμένες. Φυσικά ούτε αυτή είναι εξαιρετική εικόνα. Διότι πρέπει να πάψουμε να παράγουμε τρόφιμα με αυτό τον τρόπο. Πρέπει να σκεφτόμαστε περισσότερο τη μόνιμη καλλιέργεια. Γι'αυτό νομίζω πως αυτή η εικόνα απλά αντιπροσωπεύει τον τρόπο σκέψης που χρειαζόμαστε. Είναι μία καινούργια αντίληψη του τρόπου με τον οποίο το φαΐ διαμορφώνει τις ζωές μας. Η καλύτερη εικόνα που γνωρίζω σχετικά με αυτό δημιουργήθηκε πριν από 650 χρόνια. Είναι η "Αλληγορία της Καλής Διακυβέρνησης" του Αμπρότζιο Λορεντσέτι. Αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή. Και νομίζω πως το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Αν η πόλη φροντίζει την εξοχή, η εξοχή θα φροντίσει την πόλη. Και θέλω να μας ρωτήσω τι θα απεικόνιζε ο Αμπρότζιο Λορεντσέτι αν ζωγράφιζε αυτό τον πίνακα σήμερα. Πως θα ήταν μια αλληγορία καλής διακυβέρνησης σήμερα; Διότι νομίζω πως είναι μία επείγουσα ερώτηση. Που πρέπει να θέσουμε, και πρέπει να αρχίσουμε να απαντούμε. Ξέρουμε πως ήμαστε ό,τι τρώμε. Πρέπει να κατανοήσουμε πως και ο κόσμος είναι ό,τι τρώμε. Αν υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το φαγητό ως ένα αληθινά ισχυρό εργαλείο για να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Σας ευχαριστώ πολύ. (Χειροκρότημα)