Πριν απο μερικά καλοκαίρια, έφτιαχνα αυτόν τον πίνακα που λέγεται «Παράδεισος». Ήταν ένας ελέυθερα-ζωγραφισμένος, μη-αντικειμενικός, πινακας χειρονομίας. Πιστεύω ότι είναι η μεταμοντέρνα εκδοχή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Και διαβάζω τη βιογραφία του ντε Κούνινγκ, για το πώς ο φτωχός ντε Κούνινγκ καθόταν σε μια καρέκλα για χρόνια, προσπαθώντας να τελειοποιήσει έναν πίνακα. Και ζωγραφίζω τον ψεύτικο αφηρημένο μου εξπρεσιονιστικό πίνακα, κάνοντας ακριβώς το ίδιο πράγμα: Να το κοιτάζω, να φευγω, να το πασπατέυω λιγάκι. Να κάθομαι κάτω, Και σκέφτομαι: «Βρες κάποιο ενδιαφέρον, ντε Κούνινγκ!» Και μετά σκέφτομαι: «Θεέ μου, είναι όντως δύκσολο!» Και τότε σταμάτησα. (Γέλιο) Όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω, η ζωγραφική μου έβγαινε απο την γλυπτική, και χρησιμοποιούσα ακρυλικά λες και ήταν υλικά γλυπτικής. Ζωγράφιζα μονάχα κάθετα και μετά μονάχα οριζόντια, γεμίζοντας τις πινελιές, χωρίς να τις λειαίνω, απλώς προσπαθούσα να μη γίνει καθόλου εξπρεσιονιστικό. Τότε, κάποια στιγμή χρησιμοποίησα την χαρτοταινία μου και ζωγράφισα σε όλη την επιφάνεια, έτσι δημιούργησα σκληρές γωνίες και μία αίσθηση χειρονομίας, τα οποία συνυπήρχαν ταυτόχρονα. Αυτό ήταν μια τεράστια καινοτομία. Τα έχεις και τα δύο μαζί, δηλαδή ο Άλμπερς και ο Ντε Κούνινγκ είναι στον ίδιο πίνακα.