Πόσοι από εμάς έχουμε δει κάτι, σκεφτήκαμε πως έπρεπε να το αναφέρουμε, αλλά δεν το κάναμε; Όχι ότι θέλω να δω χέρια, αλλά είμαι βέβαιη ότι αυτό συνέβη εδώ σε κάποιον στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα, όταν ρωτήθηκε μια ομάδα υπαλλήλων, το 46 τοις εκατό αυτών απάντησαν λέγοντας ότι έχουν δει κάτι και αποφάσισαν να μην το αναφέρουν. Γι' αυτό αν σηκώσατε χέρι ή το σηκώσατε σιγανά, μη νιώθετε άσχημα, δεν είσαστε μόνοι. To μήνυμα αυτό «αν δείτε κάτι μιλήστε», βρίσκεται παντού γύρω μας. Ακόμα και όταν οδηγείτε στην εθνική οδό βλέπετε τέτοιες πινακίδες, ενθαρρύνοντάς μας να αναφέρουμε το έγκλημα χωρίς να αποκαλυφθούμε. Ακόμα όμως αισθάνομαι ότι πολλοί από εμάς είναι ανήσυχοι να φανερωθούν στο όνομα της αλήθειας. Είμαι καθηγήτρια λογιστικής και κάνω έρευνα στις απάτες. Και στην τάξη μου ενθαρρύνω τους φοιτητές μου να αποκαλύπτουν πληροφορίες αν τις δουν. Ή με άλλα λόγια, ενθαρρύνω τους φοιτητές μου να γίνουν πληροφοριοδότες. Αλλά αν είμαι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό μου, αμφιταλαντεύομαι με αυτό το μήνυμα που στέλνω στους μαθητές μου. Και να γιατί. Οι πληροφοριοδότες δέχονται επίθεση. Το ένα πρωτοσέλιδο μετά το άλλο μας δείχνει αυτό. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να μην γίνουν πληροφοριοδότες λόγω του φόβου των αντεκδικήσεων. Από τους υποβιβασμούς, τις θανατικές απειλές, έως την απώλεια εργασίας, συνεχή απώλεια εργασίας. Η επιλογή να γίνεις πληροφοριοδότης είναι μια επίμοχθη μάχη. Η αφοσίωσή τους τίθεται σε αμφισβήτηση. Τα κίνητρά τους, η αξιοπιστία τους. Πώς μπορώ εγώ, ως καθηγήτρια όπου νοιάζεται για τους φοιτητές της να τους ενθαρρύνω να γίνουν πληροφοριοδότες, όταν ξέρω πώς νιώθει ο κόσμος πραγματικά για αυτούς; Μια μέρα ετοιμαζόμουν για την ετήσια διάλεξη των πληροφοριοδοτών με τους φοιτητές μου, και δούλευα σε ένα άρθρο του «Forbes» με τίτλο: «Η Wells Fargo και η καταγγελία της χιλιετίας. Τι τους λέμε;» Και καθώς δούλευα σε αυτό το άρθρο και διάβαζα την υπόθεση, έγινα εξώ φρενών. Και αυτό που με εξόργισε ήταν όταν εξέτασα το γεγονός και κατάλαβα ότι οι υπάλληλοι που προσπάθησαν να καταγγείλουν στην πραγματικότητα απολύθηκαν. Και σκέφτηκα πραγματικά το μήνυμα που μοιραζόμουν με τους φοιτητές μου. Και με έκανε να σκεφτώ: Τι θα γινόταν αν οι φοιτητές μου ήταν υπάλληλοι της Wells Fargo; Από τη μια πλευρά, αν έκαναν αποκαλύψεις θα είχαν απολυθεί. Αλλά από την άλλη, αν δεν ανέφεραν τις απάτες που ήξεραν, ο τρόπος που είναι γραμμένος ο ισχύων κανονισμός, οι υπάλληλοι θεωρούνται υπεύθυνοι αν γνώριζαν κάτι και δεν το ανέφεραν. Γι' αυτό η ποινική δίωξη είναι μια πραγματική επιλογή. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος με αυτές τις πιθανότητες; Εγώ από όλους τους ανθρώπους ξέρω τις πολύτιμες συνεισφορές που κάνουν οι πληροφοριοδότες. Στην ουσία, οι περισσότερες απάτες ανακαλύπτονται από αυτούς. Το 42% των απατών ανακαλύπτονται από έναν πληροφοριοδότη συγκριτικά με άλλες μεθόδους, όπως την επανεξέταση μέτρησης και τον εξωτερικό έλεγχο. Και όταν σκέφτεσαι κάποιες από τις πιο κλασικές ή ιστορικές περιπτώσεις απάτης, πάντα είναι κοντά ένας πληροφοριοδότης. Σκεφτείτε το Γουότεργκεϊτ -- πληροφοριοδότης το ανακάλυψε. Την Enron -- πληροφοριοδότης το ανακάλυψε. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Μπερνάρντ Μέιντοφ, που ανακαλύφθηκε από πληροφοριοδότη; Χρειάζεται απίστευτο κουράγιο να φανερωθείς στο όνομα της αλήθειας. Αλλά όποτε σκεφτόμαστε τον όρο πληροφοριοδότης, σκεφτόμαστε συχνά κάποιες περιγραφικές λέξεις: σπιούνος, φίδι, προδότης, καρφί, νυφίτσα. Και αυτές είναι οι καλές λέξεις, εκείνες που μπορώ να πω στη σκηνή. Και όταν δεν είμαι στην τάξη, γυρνάω τη χώρα και συνεντευξιάζω υπάλληλους κακούργους, πληροφοριοδότες και θύματα απάτης, επειδή προσπαθώ να καταλάβω τι τους ωθεί και να φέρνω αυτές τις εμπειρίες πίσω στην τάξη. Αλλά είναι οι συνεντεύξεις με τους πληροφοριοδότες που μου μένουν. Και μένουν μαζί μου, επειδή με κάνουν να αμφισβητώ το δικό μου κουράγιο. Όταν μου δίνεται η ευκαιρία, θα μιλήσω πραγματικά; Κι έτσι, αυτές τις ιστορίες είναι που θέλω να σας μοιραστώ. Αυτή είναι η Μέρι. Η Μέρι Γουίλινχαμ είναι πληροφοριοδότης από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα στο Τσάπελ Χιλ, ακαδημαϊκή περίπτωση απάτης. Και η Μέρι ήταν εξειδικευμένη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, και εργαζόταν με φοιτητές, κυρίως φοιτητές αθλητές. Kαι αυτό που παρατήρησε όταν εργαζόταν με τους φοιτητές, είναι ότι οι εργασίες εξαμήνου που παρέδιδαν φαίνονταν να υπερβαίνουν πολύ το επίπεδο της ανάγνωσής τους. Άρχισε να κάνει μερικές ερωτήσεις και έμαθε πως υπήρχε μια βάση δεδομένων όπου οι φοιτητές αθλητές ανακτούσαν εργασίες και τις παρέδιδαν. Και τότε ανακάλυψε πως ορισμένοι συνάδελφοί της περνούσαν φοιτητές σε ψεύτικες τάξεις απλώς για να είναι κατάλληλοι να παίξουν. Όταν το έμαθε η Μέρι αυτό, εξοργίστηκε. Aυτό που πήγε να κάνει ήταν να πάει στον προϊστάμενό της. Δεν έκαναν όμως τίποτα. Και τότε η Μέρι πήγε σε κάποιους διοικητικούς υπαλλήλους του πανεπιστημίου. Kαι αυτοί δεν έκαναν τίποτα. Οπότε, τι γίνεται όταν κανείς δεν ακούει; Μπλογκάρεις. Έτσι, η Μέρι δημιούργησε ένα ιστολόγιο. Το ιστολόγιό της διαδόθηκε ευρέως μέσα σε 24 ώρες, και ένας δημοσιογράφος ήρθε σε επαφή μαζί της. Όταν ο δημοσιογράφος ήρθε σε επαφή μαζί της, η ταυτότητά της γνωστοποιήθηκε. Είχε εκτεθεί. Και όταν είχε εκτεθεί, δέχτηκε υποβιβασμό, θανατικές απειλές για κολεγιακά αθλήματα. Η Μέρι δεν έκανε κανένα λάθος. Δεν συμμετείχε στην απάτη. Πίστευε πραγματικά ότι έδινε φωνή σε φοιτητές που ήταν άφωνοι. Aλλά η πίστη της αμφισβητήθηκε. Η αξιοπιστία της και τα κίνητρά της. Τώρα, η καταγγελία δεν χρειάζεται πάντα να καταλήγει με υποβιβασμούς ή θανατικές απειλές. Στην ουσία, το 2002 αυτό ήταν το εξώφυλλο του περιοδικού «Time», όπου τιμάμε πραγματικά τρεις γενναίες πληροφοριοδότριες για την απόφασή τους να παρουσιαστούν στο όνομα της αλήθειας. Και όταν βλέπεις την έρευνα, το 22 τοις εκατό των πληροφοριοδοτών αναφέρουν αντεκδίκηση. Συνεπώς, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού δίνει αναφορά και δεν δέχεται εκδίκηση και αυτό μου δίνει ελπίδα. Αυτή είναι η Κάθι. H Kάθι Σουάνσον είναι συνταξιούχος δημοτική υπάλληλος του Ντίξον. Και μια μέρα η Κάθι έκανε τη δουλειά της όπως πάντα, και έπεσε πάνω σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα υπόθεση. H Κάθι ήταν στο τέλος του μήνα, κι έκανε την έκθεση απολογισμού της πόλης, και το αφεντικό της, η Ρίτα Κράντγουελ, της έδωσε μια λίστα λογαριασμών και είπε, «Κάθι, κάλεσε την τράπεζα και πάρε αυτούς τους λογαριασμούς». Και η Κάθι έκανε τη δουλειά της. Αλλά εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, η Ρίτα ήταν εκτός πόλης, και η Κάθι είχε δουλειά. Παίρνει τηλέφωνο την τράπεζα και λέει, «Στείλτε με φαξ όλους τους λογαριασμούς». Και όταν λαμβάνει το φαξ, βλέπει ότι υπάρχει ένας λογαριασμός όπου έχει κάποιες αναλήψεις και καταθέσεις που δεν γνώριζε. Ήταν ένας λογαριασμός που ελεγχόταν μόνο από τη Ρίτα. Η Κάθι κοίταξε την πληροφορία, την ανέφερε στον προϊστάμενό της, ο οποίος ήταν ο δήμαρχος Μπερκ τότε, κι αυτό οδήγησε σε μια τεράστια έρευνα, μια έρευνα έξι μηνών. Τελικά προέκυψε ότι το αφεντικό της Κάθι, η Ρίτα Κρόμγουελ, καταχραζόταν χρήματα. Η Ρίτα έκανε υπεξαίρεση 53 εκατομμυρίων δολαρίων για μια περίοδο 20 ετών, και η Κάθι απλώς έτυχε να το βρει τυχαία. Η Κάθι είναι μια ηρωίδα. Kαι όντως είχα την ευκαιρία να της πάρω συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ, «Όλα τα άλογα της βασίλισσας». Η Κάθι δεν έψαχνε τη φήμη. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να μου μιλήσει για πάρα πολύ καιρό, αλλά μέσω μιας στρατηγικής παρενόχλησης, έδωσε τη συνέντευξη. (Γέλια) Αλλά έψαχνε δικαιοσύνη, όχι φήμη. Και αν δεν ήταν η Κάθι, ποιος λέει ότι αυτή η απάτη θα είχε ανακαλυφθεί; Θυμάστε εκείνο το άρθρο του «Forbes» που έλεγα, στο οποίο εργαζόμουν πριν την ομιλία μου; Tο ανήρτησα και συνέβη κάτι απίστευτο. Άρχισα να λαμβάνω e-mail από πληροφοριοδότες παγκοσμίως. Και καθώς λάμβανα αυτά τα email και τους απαντούσα, υπήρχε ένα κοινό θέμα στο μήνυμα που λάμβανα, και αυτό ήταν: όλοι έλεγαν αυτό, «Έκανα την αποκάλυψη, οι άνθρωποι με μισούν πολύ τώρα. Απολύθηκα, αλλά μαντέψτε τι; Θα το έκανα και πάλι αν μπορούσα». Κι έτσι καθώς διάβαζα αυτό το μήνυμα, όλα αυτά τα μηνύματα, σκεφτόμουν, τι μπορώ να μοιραστώ με τους φοιτητές μου; Έτσι, τα ένωσα όλα μαζί και αυτό είναι που έμαθα. Είναι σημαντικό να καλλιεργούμε την ελπίδα. Οι πληροφοριοδότες είναι αισιόδοξοι. Παρά την κοινή αντίληψη, δεν είναι όλοι δυσαρεστημένοι υπάλληλοι που έχουν πρόβλημα με την εταιρεία. Η αισιοδοξία τους βασικά είναι αυτή που τους κινεί να βγουν μπροστά. Πρέπει να καλλιεργήσουμε την αφοσίωση. Οι πληροφοριοδότες είναι αφοσιωμένοι. Και είναι το πάθος για τον οργανισμό τους που τους κάνει να θέλουν να φανερωθούν. Οι πληροφοριοδότες είναι ταπεινοί. Ξανά, δεν αναζητούν τη φήμη, αλλά τη δικαιοσύνη. Κι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να καλλιεργούμε τη γενναιότητα. Οι πληροφοριοδότες είναι γενναίοι. Συχνά, υποτιμούσαν το αντίκτυπο που άφησε η καταγγελία στην οικογένειά τους, αλλά αυτό που σχολιάζουν συνεχώς είναι η δυσκολία να αποκρύπτουν την αλήθεια. Με αυτό, θέλω να σας αφήσω με άλλο ένα επιπλέον όνομα: Πίτερ Μπάξταν. Ο Πίτερ Μπάξταν ήταν ένας 27χρονος υπάλληλος του Αμερικανικού Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Και προσλήφθηκε για να πάρει συνέντευξη σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, και κατά τη διάρκεια της δουλειάς του, παρατήρησε μια κλινική μελέτη η οποία γινόταν μέσα στον οργανισμό. Και ήταν μια μελέτη η οποία εξέταζε την εξέλιξη της αθεράπευτης σύφιλης. Κι έτσι, υπήρχαν 600 Αφροαμερικανοί που ήταν σε αυτή τη μελέτη. Τους είχαν προσελκύσει σε αυτή τη μελέτη με το να υποβάλουν δωρεάν ιατρικές εξετάσεις, ασφάλισης ταφής. Κι έτσι, αυτό που έγινε μέσα στην πορεία αυτής της μελέτης, είναι ότι ανακαλύφθηκε η πενικιλίνη για να βοηθήσει στη θεραπεία της σύφιλης. Και αυτό που παρατήρησε ο Πίτερ ήταν, ότι δεν χορηγήθηκε πενικιλίνη στους συμμετέχοντες αυτής της έρευνας για να θεραπευτεί η σύφιλή τους. Και οι συμμετέχοντες δεν το ήξεραν. Όπως και με τη Μέρι, ο Πίτερ προσπάθησε να το αναφέρει στους εσωτερικούς επόπτες, αλλά κανείς δεν άκουσε. Κι έτσι ο Πίτερ σκέφτηκε ότι αυτό ήταν εντελώς άδικο και προσπάθησε να το ξαναναφέρει, και τελικά μίλησε σε έναν δημοσιογράφο, όπως ακριβώς και η Μέρι. Και το 1972, αυτό ήταν το πρωτοσέλιδο των «New York Times»: «Θύματα σύφιλης σε αμερικανική μελέτη δεν θεραπεύτηκαν για 40 χρόνια». Αυτό είναι γνωστό σε εμάς σήμερα ως το πείραμα της σύφιλης Τασκίγκι. Και ο Πίτερ ήταν ο πληροφοριοδότης. Τι απέγιναν οι 600 άντρες, θα αναρωτιέστε, οι 600 αρχικοί άντρες; Εικοσιοχτώ άντρες πέθαναν από τη σύφιλη. Εκατό πέθαναν από επιπλοκές της σύφιλης, σαράντα γυναίκες μολύνθηκαν και δέκα παιδιά γεννήθηκαν με σύμφυτη σύφιλη. Ποιος λέει πού θα ήταν αυτοί οι αριθμοί αν δεν ήταν η γενναία, θαρραλέα πράξη του Πίτερ; Όλοι μας είμαστε συνδεδεμένοι με τον Πίτερ. Αν γνωρίζετε κανέναν που είναι σε κλινική δοκιμή, ο λόγος που έχουμε συναίνεση μετά από ενημέρωση σήμερα οφείλεται στη θαρραλέα πράξη του Πίτερ. Να σας κάνω μια ερώτηση. Την αρχική ερώτηση, μια παραλλαγή της αρχικής ερώτησης. Πόσοι από εμάς έχουμε χρησιμοποιήσει τον όρο καρφί, σπιούνος, χαφιές, φίδι, νυφίτσα, καταδότης; Κάποιος; Πριν νιώσετε την ανάγκη να το ξανακάνετε, θέλω να το σκεφτείτε λιγάκι. Μπορεί να είναι η Μέρι, ο Πίτερ, όλες οι Κάθι του κόσμου. Ίσως να είσαι εσύ το άτομο που μπορεί να αλλάξει την ιστορία ή μπορεί αυτοί να αλλάξουν τη δική σου. Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)