Return to Video

Ο γιος ενός δύσκολου πατέρα

  • 0:01 - 0:03
    Αυτή είναι η φωτογραφία
  • 0:03 - 0:05
    ενός ανθρώπου που για πολλά χρόνια
  • 0:05 - 0:08
    σχεδίαζα να σκοτώσω.
  • 0:09 - 0:12
    Είναι ο πατέρας μου,
  • 0:12 - 0:16
    ο Κλίντον Τζωρτζ «Σακουλομάτης» Γκραντ.
  • 0:16 - 0:17
    Τον φωνάζουν Σακουλομάτη
  • 0:17 - 0:20
    γιατί έχει μόνιμα σακούλες
    κάτω από τα μάτια του.
  • 0:22 - 0:25
    Όταν ήμουν 10 χρονών,
    μαζί με τ' αδέρφια μου,
  • 0:25 - 0:30
    ονειρευόμουν να ξύσω το δηλητήριο
    από τις μυγοπαγίδες
  • 0:30 - 0:33
    και να το ρίξω στον καφέ του,
  • 0:33 - 0:35
    να αλέσω γυαλί
  • 0:35 - 0:37
    και να πασπαλίσω μ' αυτό το πρωινό του.
  • 0:38 - 0:40
    Να χαλαρώσω το χαλί στις σκάλες
  • 0:40 - 0:42
    ώστε να γλιστρήσει
    και να σπάσει τον αυχένα του.
  • 0:43 - 0:45
    Αλλά όταν έφτανε εκείνη η ώρα,
  • 0:45 - 0:47
    εκείνος πάντα πήδαγε το χαλαρό σκαλί
  • 0:47 - 0:49
    κι έφευγε από το σπίτι
  • 0:49 - 0:51
    χωρίς ούτε μια γουλιά καφέ
  • 0:51 - 0:53
    ή να φάει κάτι.
  • 0:54 - 0:55
    Κι έτσι για πολλά χρόνια
  • 0:55 - 0:57
    φοβόμουν ότι ο πατέρας μου θα πέθαινε
  • 0:57 - 0:59
    πριν βρω την ευκαιρία να τον σκοτώσω.
  • 0:59 - 1:01
    (Γέλια)
  • 1:04 - 1:07
    Μέχρι που η μητέρα μου του είπε να φύγει
  • 1:07 - 1:08
    και να μην ξαναγυρίσει,
  • 1:08 - 1:13
    ο Σακουλομάτης ήταν ένα τρομακτικό τέρας.
  • 1:13 - 1:16
    Κινείτο μόνιμα στα όρια της οργής,
  • 1:16 - 1:19
    κάπως σαν εμένα, όπως βλέπετε.
  • 1:20 - 1:23
    Δούλευε νύχτα στην αυτοκινητοβιομηχανία
    Βόξολ στο Λιούτον
  • 1:23 - 1:26
    και απαιτούσε απόλυτη ησυχία
    σε όλο το σπίτι,
  • 1:26 - 1:30
    έτσι ώστε όταν γυρίζαμε από το σχολείο
    στις 3:30 το απόγευμα
  • 1:30 - 1:32
    στριμωχνόμαστε δίπλα δίπλα στην τηλεόραση
  • 1:32 - 1:35
    και σαν διαρρήκτες χρηματοκιβωτίου,
  • 1:35 - 1:37
    γυρίζαμε το κουμπί του ήχου τόσο
  • 1:37 - 1:40
    ώστε η τηλεόραση σχεδόν να μην ακούγεται.
  • 1:40 - 1:42
    Κάποιες φορές που είμασταν έτσι,
  • 1:42 - 1:44
    ακουγόταν τόσο πολύ «Σσσστ» και «Σσσστ»
  • 1:44 - 1:46
    παντού μέσα στο σπίτι,
  • 1:46 - 1:48
    ώστε φανταζόμουν πως ήμασταν
  • 1:48 - 1:52
    σαν πλήρωμα γερμανικού υποβρυχίου
  • 1:52 - 1:54
    που έπλεε σιωπηλά στο βάθος του ωκεανού,
  • 1:54 - 1:56
    ενώ στην επιφάνεια από πάνω του,
  • 1:56 - 2:00
    περιπολούσε το πολεμικό πλοίο Σακουλομάτης
  • 2:00 - 2:02
    έτοιμο να ρίξει τις βόμβες του θανάτου
  • 2:02 - 2:05
    με τον πρώτο θόρυβο που θα ακουγόταν.
  • 2:06 - 2:09
    Έτσι λοιπόν το μάθημα που πήρα ήταν
  • 2:09 - 2:10
    «Μην τραβάς την προσοχή,
  • 2:10 - 2:12
    ούτε μέσα, ούτε έξω από το σπίτι».
  • 2:12 - 2:15
    Ίσως ήταν μάθημα των μεταναστών.
  • 2:15 - 2:18
    Έπρεπε να είμαστε αόρατοι στο ραντάρ,
  • 2:18 - 2:20
    έτσι δεν υπήρχε επικοινωνία
  • 2:20 - 2:23
    ανάμεσα στον Σακουλομάτη και σ' εμάς,
  • 2:23 - 2:26
    και τον ήχο που προσμέναμε ανυπόμονα,
  • 2:26 - 2:29
    ξέρεις, όταν είσαι παιδί
    και θέλεις να γυρίσει σπίτι ο πατέρας
  • 2:29 - 2:31
    και όλοι να είναι χαρούμενοι,
  • 2:31 - 2:32
    και περιμένεις την πόρτα ν' ανοίξει.
  • 2:32 - 2:34
    Ο ήχος λοιπόν που προσμέναμε
  • 2:34 - 2:36
    ήταν το κλικ της πόρτας που κλείνει,
  • 2:36 - 2:39
    που σήμαινε ότι έφυγε και δεν θα γύριζε.
  • 2:40 - 2:44
    Έτσι για τρεις δεκαετίες
  • 2:44 - 2:47
    ποτέ δεν κοίταξα τον πατέρα μου,
    ούτε αυτός εμένα.
  • 2:47 - 2:49
    Δεν μιλήσαμε για τρεις δεκαετίες
  • 2:49 - 2:50
    και πριν λίγα χρόνια
  • 2:50 - 2:54
    αποφάσισα να στρέψω την προσοχή σε αυτόν.
  • 2:55 - 2:57
    «Σε παρακολουθούν.
  • 2:57 - 2:58
    Ναι, εσένα.
  • 2:58 - 3:00
    Σε παρακουλουθούν».
  • 3:00 - 3:03
    Αυτό ήταν που έλεγε συνέχεια
    σ' εμάς, τα παιδιά του.
  • 3:03 - 3:05
    Ξανά και ξανά μας το επαναλάμβανε.
  • 3:05 - 3:08
    Και ήταν τη δεκαετία του '70 στο Λιούτον,
  • 3:08 - 3:10
    όπου δούλευε στη Βόξολ,
  • 3:10 - 3:11
    και ήταν Τζαμαϊκανός.
  • 3:11 - 3:12
    Εννοούσε ότι,
  • 3:12 - 3:15
    ως παιδί Τζαμαϊκανών μεταναστών
  • 3:15 - 3:16
    σε παρακολουθούν
  • 3:16 - 3:18
    να δουν προς τα που κλίνεις,
  • 3:18 - 3:22
    αν συμμορφώνεσαι με το στερεότυπο
    της χώρας υποδοχής για σένα,
  • 3:22 - 3:25
    ότι είσαι άχρηστος και φυγόπονος,
  • 3:25 - 3:27
    προοριζόμενος για μια ζωή στο έγκλημα.
  • 3:27 - 3:29
    Σε παρακολουθούν,
  • 3:29 - 3:32
    γι' αυτό θόλωσε τα νερά
    σε ό,τι προσδοκούν από σένα.
  • 3:33 - 3:38
    Με αυτό το σκοπό,
    ο Σακουλομάτης και οι φίλοι του,
  • 3:38 - 3:39
    κυρίως Τζαμαϊκανοί,
  • 3:39 - 3:43
    παρουσίαζαν προς τα έξω
    μια καλή εικόνα των Τζαμαϊκανών:
  • 3:43 - 3:46
    Δείξε την καλύτερή σου πλευρά στον κόσμο,
  • 3:46 - 3:48
    δείξε το καλύτερό σου πρόσωπό στον κόσμο.
  • 3:48 - 3:50
    Άν έχετε δει κάποιες εικόνες
  • 3:50 - 3:52
    των ανθρώπων από την Καραϊβική
    που κατέφθαναν
  • 3:52 - 3:54
    στις δεκαετίες του '40 και του '50
  • 3:54 - 3:55
    θα προσέξατε ότι πολλοί άνδρες
  • 3:55 - 3:57
    φορούσαν ρεπούμπλικες.
  • 3:57 - 4:01
    Όμως δεν ήταν παράδοση
    στη Τζαμάικα να φορούν καπέλα.
  • 4:01 - 4:03
    Επινόησαν αυτήν την παράδοση
    για την άφιξή τους εδώ.
  • 4:03 - 4:05
    Ήθελαν να προβάλλουν τους εαυτούς τους
  • 4:05 - 4:08
    όπως ήθελαν να τους βλέπουν οι άλλοι,
  • 4:08 - 4:09
    έτσι ώστε η όψη τους
  • 4:09 - 4:12
    και τα ονόματα που υιοθέτησαν
  • 4:12 - 4:14
    να τους καθορίζουν.
  • 4:14 - 4:18
    Έτσι ο Σακουλομάτης είναι φαλακρός
    και έχει σακούλες κάτω από τα μάτια του.
  • 4:19 - 4:22
    Ο Παπουτσωμένος
    δίνει μεγάλη σημασία στα παπούτσια του.
  • 4:23 - 4:26
    Ο Τσιτωμένος είναι πάντα σε εγρήγορση.
  • 4:26 - 4:29
    Ο Ρολόης
    έχει ένα χέρι μακρύτερο από το άλλο.
  • 4:29 - 4:30
    (Γέλια)
  • 4:32 - 4:36
    Ο πιο αγαπημένος μου ήταν κάποιος
    που λεγόταν Ελαφροντυμένος.
  • 4:36 - 4:37
    Όταν ο Ελαφροντυμένος ήρθε στη χώρα
  • 4:37 - 4:40
    από την Τζαμάικα στις αρχές του '60,
  • 4:40 - 4:42
    συνεχώς φορούσε
    ελαφρά καλοκαιρινά κοστούμια,
  • 4:42 - 4:44
    άσχετα με τι καιρό έκανε,
  • 4:44 - 4:45
    και ψάχνοντας το ιστορικό τους
  • 4:45 - 4:48
    ρώτησα τη μητέρα
    «Τι να γίνεται ο Ελαφροντυμένος;»
  • 4:48 - 4:52
    κι αυτή είπε «Κρυολόγησε και πέθανε»
    (Γέλια)
  • 4:53 - 4:55
    Αλλά άνθρωποι όπως ο Ελαφροντυμένος
  • 4:55 - 4:56
    μας δίδαξαν τη σημασία του στυλ.
  • 4:56 - 4:58
    Ίσως υπερέβαλαν κάπως
  • 4:58 - 5:01
    επειδή νόμιζαν ότι δεν τους θεωρούσαν
  • 5:01 - 5:03
    αρκετά πολιτισμένους
  • 5:03 - 5:06
    και μετέφεραν αυτήν τη στάση,
    την αγωνία της γενιάς τους
  • 5:06 - 5:09
    σ' εμάς, την επόμενη γενιά,
  • 5:09 - 5:11
    σε τέτοιο βαθμό ώστε καθώς μεγάλωνα,
  • 5:11 - 5:13
    αν άκουγαμε στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση
  • 5:13 - 5:15
    ένα ρεπορτάζ για κάποιον μαύρο
  • 5:15 - 5:17
    που διέπραξε ένα έγκλημα,
  • 5:17 - 5:20
    ληστεία, φόνο, διάρρηξη,
  • 5:20 - 5:24
    απογοητευόμασταν όλοι στην οικογένεια,
  • 5:24 - 5:27
    επειδή έτσι εκτίθετο
    όλη η Τζαμαϊκανή κοινότητα.
  • 5:27 - 5:28
    Δεν ζούσες μόνο για τον εαυτό σου.
  • 5:28 - 5:30
    Εκπροσωπούσες την ομάδα,
  • 5:30 - 5:34
    και ήταν τρομερά δύσκολο
    να μπορέσεις να το διαχειριστείς,
  • 5:34 - 5:38
    ότι πιθανόν να έβλεπαν κι εσένα
  • 5:38 - 5:39
    κάτω από το ίδιο πρίσμα.
  • 5:41 - 5:44
    Αυτό λοιπόν έπρεπε να το καταπολεμήσουμε.
  • 5:44 - 5:48
    Ο πατέρας μου και πολλοί κολλητοί του
  • 5:48 - 5:52
    ήταν της μετάδοσης αλλά όχι της λήψης.
  • 5:52 - 5:55
    Ήταν φτιαγμένοι για να μεταδίδουν
    όχι να λαμβάνουν.
  • 5:55 - 5:57
    Εμείς έπρεπε να σιωπούμε.
  • 5:57 - 5:59
    Όταν ο πατέρας μου τελικά μας μιλούσε,
  • 5:59 - 6:01
    μας μιλούσε «από άμβωνος».
  • 6:01 - 6:03
    Ήταν βαθιά πεπεισμένοι
  • 6:03 - 6:06
    ότι η αμφιβολία
    θα τους υπέσκαπτε την υπόληψη.
  • 6:07 - 6:11
    Όταν όμως εγώ δουλεύω στο σπίτι,
  • 6:11 - 6:15
    μετά από γράψιμο ολόκληρης μέρας,
    κατεβαίνω στο καθιστικό
  • 6:15 - 6:18
    και μιλάω συνεπαρμένος
    για τον Μάρκους Γκάρβεϊ ή τον Μπομπ Μάρλεϊ
  • 6:18 - 6:21
    και τα λόγια πεταρίζουν από το στόμα μου
    σαν πεταλούδες,
  • 6:21 - 6:24
    είμαι τόσο ενθουσιασμένος
    που τα παιδιά μου με κόβουν
  • 6:24 - 6:27
    «Πατέρα, δεν μας νοιάζει καθόλου.»
  • 6:27 - 6:28
    (Γέλια)
  • 6:31 - 6:33
    Στην πραγματικότητα νοιάζονται.
  • 6:33 - 6:34
    Διασχίζουν το χάσμα.
  • 6:34 - 6:37
    Με κάποιον τρόπο έρχονται κοντά σου.
  • 6:37 - 6:41
    Διαμορφώνουν τη ζωή τους
    ανάλογα με όσα ξέρουν για τη δική σου,
  • 6:41 - 6:45
    όπως ίσως έκανα κι εγώ
    με τον πατέρα και τη μητέρα μου,
  • 6:45 - 6:47
    και ίσως όπως ο Σακουλομάτης
    με το δικό του πατέρα.
  • 6:47 - 6:49
    Και αυτό ήταν πιο ξεκάθαρο
  • 6:49 - 6:52
    καθώς κοίταζα την ζωή του
  • 6:52 - 6:54
    και συνειδητοποιούσα ότι,
  • 6:54 - 6:56
    όπως το ρητό των ιθαγενών Αμερικάνων,
  • 6:56 - 6:58
    «Μην κατηγορείς κανέναν
  • 6:58 - 7:00
    αν δεν περπατήσεις με τα μοκασίνια του».
  • 7:00 - 7:02
    Αλλά για να εξορκίσεις τη ζωή του,
  • 7:02 - 7:05
    ήταν εύκολο και πολύ ειλικρινές
  • 7:05 - 7:09
    να απεικονίσεις τη ζωή των Τζαμαϊκανών
    στην Αγγλία του '70,
  • 7:09 - 7:14
    με μπωλ γεμάτα με πλαστικά φρούτα,
  • 7:14 - 7:17
    πλαστικά πλακίδια οροφής,
  • 7:17 - 7:20
    καναπέδες μόνιμα σκεπασμένους
  • 7:20 - 7:23
    στο διαφανές κάλυμμα
    με το οποίο παραδόθηκαν.
  • 7:23 - 7:25
    Αλλά το πιο δύσκολο να διασχίσεις
  • 7:25 - 7:26
    είναι το συναισθηματικό τοπίο
  • 7:26 - 7:28
    ανάμεσα στις γενιές
  • 7:28 - 7:33
    και η παλιά ρήση
    ότι η σοφία έρχεται με τα χρόνια
  • 7:33 - 7:35
    δεν αληθεύει.
  • 7:35 - 7:39
    Με τα χρόνια έρχεται η βιτρίνα ευπρέπειας
  • 7:39 - 7:42
    κι ένα επίχρισμα από «άβολες» αλήθειες.
  • 7:42 - 7:45
    Η αλήθεια όμως ήταν ότι οι γονείς μου,
  • 7:45 - 7:47
    η μητέρα μου,
    κι ο πατέρας συμφωνούσε μαζί της,
  • 7:47 - 7:50
    δεν εμπιστεύονταν την πολιτεία
    να με μορφώσει.
  • 7:50 - 7:52
    Δείτε λοιπόν πώς ακούγομαι.
  • 7:52 - 7:56
    Αποφάσισαν ότι θα μ' έστελναν
    σε κάποιο ιδιωτικό σχολείο,
  • 7:56 - 7:59
    αλλά ο πατέρας μου δούλευε στη Βόξολ.
  • 7:59 - 8:02
    Δεν μπορούσε να πληρώνει ιδιωτικό σχολείο
  • 8:02 - 8:05
    και να ταΐζει κι ένα λόχο παιδιά.
  • 8:05 - 8:07
    Θυμάμαι να πηγαίνω στο σχολείο
  • 8:07 - 8:09
    για τις εισαγωγικές εξετάσεις
  • 8:09 - 8:13
    κι ο πατέρας μου να λέει στον ιερέα
    -ήταν καθολικό σχολείο -
  • 8:13 - 8:17
    ότι ήθελε ο γιός του
    να μάθει «πολλά γράμματα»,
  • 8:17 - 8:20
    ο πατέρας μου, παρόλα αυτά,
  • 8:20 - 8:22
    ούτε την πόρτα του σχολείου
    δεν πέρασε ως μαθητής,
  • 8:22 - 8:25
    δεν συζητάμε καν για εισαγωγικές.
  • 8:25 - 8:27
    Αλλά για να πληρώσει για τη μόρφωσή μου,
  • 8:27 - 8:30
    χρειάστηκε να καταφύγει
    σε αμφιλεγόμενες λύσεις,
  • 8:30 - 8:33
    έτσι ο πατέρας μου
    πλήρωνε για το σχολείο μου
  • 8:33 - 8:36
    με εμπόριο παράνομων αγαθών
    που μετέφερε στο πορτ μπαγκάζ του,
  • 8:36 - 8:38
    πράγμα αρκετά παρακινδυνευμένο
  • 8:38 - 8:40
    καθώς το αυτοκίνητο δεν ήταν καν δικό του.
  • 8:40 - 8:42
    Επιθυμούσε ένα τέτοιο αυτοκίνητο,
  • 8:42 - 8:44
    αλλά είχε ένα ταλαιπωρημένο Μίνι Κούπερ,
  • 8:44 - 8:48
    και ποτέ, ως Τζαμαϊκανός μετανάστης,
  • 8:48 - 8:51
    ποτέ δεν απέκτησε άδεια οδήγησης,
  • 8:51 - 8:54
    ούτε ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας
    ή βεβαίωση από ΚΤΕΟ.
  • 8:54 - 8:56
    Το σκεπτικό του ήταν,
  • 8:56 - 8:59
    «Αφού ξέρω να οδηγώ,
    τι την θέλω την κρατική βεβαίωση;»
  • 8:59 - 9:02
    Τα πράγματα ζόριζαν
    όταν μας σταματούσε η αστυνομία,
  • 9:02 - 9:04
    και μας σταματούσε συχνά,
  • 9:04 - 9:05
    μου έκανε εντύπωση
  • 9:05 - 9:07
    ο τρόπος που τους συμπεριφερόταν.
  • 9:07 - 9:10
    Προήγαγε τον αστυνομικό άμεσα,
  • 9:10 - 9:13
    έτσι ώστε ο αστυφύλακας Μπλογκς
    γινόταν επιθεωρητής Μπλογκς
  • 9:13 - 9:15
    και κουβέντα με την κουβέντα
  • 9:15 - 9:17
    ευτυχής μας έγνεφε να φύγουμε.
  • 9:17 - 9:20
    Έτσι ο πατέρας έπαιζε
    αυτό που λέμε στην Τζαμάϊκα
  • 9:20 - 9:22
    «κάνω τον χαζό
    για να ξεγελάσω τους έξυπνους».
  • 9:23 - 9:26
    Ταυτόχρονα όμως πέρναγε την ιδέα
  • 9:26 - 9:28
    ότι ο αστυνομικός τον υποτιμούσε,
  • 9:28 - 9:30
    ότι τον μείωνε -
  • 9:30 - 9:32
    το είδα αυτό ως δεκάχρονος -
  • 9:32 - 9:35
    αλλά επίσης υπήρχε μια αμφιθυμία
    προς την εξουσία.
  • 9:35 - 9:36
    Από τη μια πλευρά
  • 9:36 - 9:38
    περιέπαιζε την εξουσία,
  • 9:38 - 9:40
    από την άλλη όμως,
  • 9:40 - 9:42
    υπήρχε κάποιος σεβασμός προς αυτήν,
  • 9:42 - 9:44
    οι άνθρωποι από την Καραϊβική
  • 9:44 - 9:48
    επεδείκνυαν μια υπέρμετρη
    υπακοή προς την εξουσία,
  • 9:48 - 9:51
    γεγονός που προκαλούσε έντονη εντύπωση,
  • 9:51 - 9:54
    επειδή οι μετανάστες
    είναι πολύ θαρραλέοι άνθρωποι.
  • 9:54 - 9:55
    Εγκαταλείπουν τα σπίτια τους.
  • 9:55 - 10:00
    Οι γονείς μου έφυγαν από την Τζαμάικα
    και ταξίδεψαν 6.500 χιλιόμετρα,
  • 10:00 - 10:04
    όμως το ταξίδι τους προκάλεσε
    μια ηλικιακή οπισθοδρόμιση.
  • 10:04 - 10:06
    Έχασαν το θάρρος τους
  • 10:06 - 10:07
    και κάπου στην πορεία
  • 10:07 - 10:09
    η φυσική τάξη αντιστράφηκε.
  • 10:09 - 10:13
    Τα παιδιά έγιναν κηδεμόνες
    στους γονείς τους.
  • 10:14 - 10:17
    Οι Τζαμαϊκανοί ήρθαν στη χώρα
    με ένα πενταετές σχέδιο:
  • 10:17 - 10:19
    δουλειά, λίγα χρήματα, μετά επιστροφή,
  • 10:19 - 10:22
    αλλά τα πέντε χρόνια έγιναν 10,
    τα 10 έγιναν 15,
  • 10:22 - 10:24
    και πριν το καταλάβεις,
    ανακαινίζεις το σπίτι σου,
  • 10:24 - 10:28
    και τότε συνειδητοποιείς
    ότι θα μείνεις για πάντα.
  • 10:28 - 10:30
    Αν και ακόμη υπάρχει
    αυτό το αίσθημα του προσωρινού
  • 10:30 - 10:33
    που οι γονείς μας είχαν
    για τη διαμονή τους εδώ,
  • 10:33 - 10:36
    εμείς τα παιδιά όμως
    ξέραμε ότι ήταν οριστικό.
  • 10:37 - 10:40
    Πιστεύω ότι υπήρχε ένα αίσθημα
  • 10:40 - 10:45
    ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ
    να εκπληρώσουν τους στόχους της ζωής
  • 10:45 - 10:47
    που είχαν οραματιστεί.
  • 10:47 - 10:49
    Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.
  • 10:49 - 10:51
    Αυτό ίσχυε επίσης στην περίπτωση
  • 10:51 - 10:53
    της προσπάθειας μόρφωσής μου.
  • 10:53 - 10:57
    Παρόλο που ο πατέρας μου την ξεκίνησε,
    δεν τη συνέχισε.
  • 10:57 - 10:59
    Η μητέρα μου ανέλαβε τη μόρφωσή μου,
  • 10:59 - 11:02
    και όπως θα έλεγε ο Τζωρτζ Λέμινγκ,
  • 11:02 - 11:05
    ήταν η μητέρα μου
    που μου στάθηκε σαν πατέρας.
  • 11:06 - 11:08
    Ακόμα και όταν έλειπε, το ρητό παρέμενε:
  • 11:08 - 11:10
    Σε παρακολουθούν.
  • 11:10 - 11:13
    Αλλά τόσο επίμονη παρακολούθηση
    μπορεί να γίνει άγχος,
  • 11:13 - 11:15
    σε τέτοιο βαθμό ώστε,
    χρόνια μετά όταν ερευνούσα
  • 11:15 - 11:17
    γιατί τόσοι νέοι μαύροι
  • 11:17 - 11:19
    διαγιγνώσκονταν με σχιζοφρένεια
  • 11:19 - 11:21
    έξι φορές πάνω από το αναμενόμενο,
  • 11:21 - 11:25
    δεν ξαφνιάστηκα
    όταν άκουσα τον ψυχίατρο να λέει,
  • 11:25 - 11:28
    «Οι μαύροι διδάσκονται την παράνοια».
  • 11:29 - 11:33
    Αναρωτιέμαι τι θα καταλάβαινε
    ο Σακουλομάτης απ' αυτό.
  • 11:33 - 11:35
    Είχα κι εγώ έναν δεκάχρονο γιο
  • 11:35 - 11:38
    και έστρεψα την προσοχή μου
    στο Σακουλομάτη
  • 11:38 - 11:40
    κι έψαξα να τον βρω.
  • 11:40 - 11:43
    Είχε γυρίσει στο Λιούτον,
    ήταν 82 χρονών πλέον,
  • 11:43 - 11:47
    και δεν τον είχα δει για σχεδόν 30 χρόνια.
  • 11:47 - 11:49
    Όταν άνοιξε την πόρτα,
  • 11:49 - 11:52
    είδα ένα μικρό ανθρωπάκι
    με φωτεινά, χαρωπά μάτια,
  • 11:52 - 11:55
    και χαμογελούσε,
    δεν τον είχα δει ποτέ να χαμογελά.
  • 11:55 - 11:58
    Ένιωσα πολύ μπερδεμένος.
  • 11:58 - 12:01
    Αλλά καθίσαμε κι ήταν εκεί
    ένας Τζαμαϊκανός φίλος του,
  • 12:01 - 12:03
    μιλήσαμε λίγο για τα παλιά,
  • 12:03 - 12:06
    κι ο πατέρας μου με κοίταζε
  • 12:06 - 12:09
    λες και θα εξαφανιζόμουν δια μαγείας
  • 12:09 - 12:11
    έτσι όπως είχα εμφανιστεί.
  • 12:11 - 12:13
    Γύρισε στον φίλο του κι είπε,
  • 12:13 - 12:16
    «Αυτό το παιδί κι εγώ
    είμαστε πολύ δεμένοι,
  • 12:16 - 12:19
    πολύ, πολύ δεμένοι».
  • 12:19 - 12:21
    Ποτέ όμως δεν ένιωσα αυτό το δέσιμο.
  • 12:21 - 12:24
    Αν υπήρχε κάποια επαφή,
    ήταν πολύ χαλαρή
  • 12:24 - 12:26
    ή σχεδόν ανεπαίσθητη.
  • 12:26 - 12:28
    Στη διάρκεια αυτής της αντάμωσης
  • 12:28 - 12:32
    ένιωσα ότι πέρναγα συνέντευξη
    για τη θέση γιου για τον πατέρα μου.
  • 12:33 - 12:35
    Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο
  • 12:35 - 12:37
    πήρε καλές κριτικές
    στις εφημερίδες της χώρας
  • 12:37 - 12:40
    αλλά στο Λιούτον, η Γκάρντιαν
    δεν είναι η δημοφιλέστερη εφημερίδα,
  • 12:40 - 12:42
    είναι τα Νέα του Λιούτον,
  • 12:42 - 12:46
    και τα Νέα του Λιούτον είχαν βάλει
    για το βιβλίο τον τίτλο,
  • 12:46 - 12:50
    «Το Βιβλίο που Μπορεί να Γεφυρώσει
    ένα Χάσμα 32 Ετών».
  • 12:51 - 12:54
    Και κατάλαβα ότι επίσης αναφερόταν
  • 12:54 - 12:56
    στο χάσμα ανάμεσα στις δυο γενιές,
  • 12:56 - 13:00
    ανάμεσα στη δική μου γενιά
    και σ' αυτήν του πατέρα μου,
  • 13:00 - 13:03
    αλλά στην Καραϊβική δεν έχουμε παράδοση
  • 13:03 - 13:05
    για απομνημονεύματα και βιογραφίες.
  • 13:05 - 13:09
    Είναι παράδοση να μην δημοσιοποιείς
    τα εν οίκω.
  • 13:09 - 13:13
    Όμως αποδέχθηκα τον τίτλο
    και είπα, εντάξει,
  • 13:13 - 13:15
    υπάρχει μια πιθανότητα
  • 13:15 - 13:20
    να γίνει αιτία συζητήσεων
    που δεν είχαμε ποτέ πριν κάνει.
  • 13:20 - 13:24
    Αυτό ίσως κλείσει το χάσμα των γενεών.
  • 13:24 - 13:26
    Θα μπορούσε να γίνει μέσο επανόρθωσης.
  • 13:26 - 13:29
    Άρχισα να νιώθω ακόμη κι ότι
    αυτό το βιβλίο
  • 13:29 - 13:32
    θα μπορούσε να εκληφθεί από τον πατέρα μου
  • 13:32 - 13:35
    ως μια πράξη αφοσίωσης από τον γιο του.
  • 13:36 - 13:38
    Έτρεφα όμως αυταπάτες.
  • 13:39 - 13:43
    Ο Σακουλομάτης προσβλήθηκε
    από αυτό που θεώρησε
  • 13:43 - 13:46
    ως δημοσιοποίηση των ελαττωμάτων του.
  • 13:46 - 13:49
    Προσβλήθηκε από την προδοσία μου,
  • 13:49 - 13:51
    και πήγε στις εφημερίδες την επόμενη μέρα
  • 13:51 - 13:53
    και απαίτησε το δικαίωμα απάντησης,
  • 13:53 - 13:55
    το οποίο του δόθηκε, με τον τίτλο:
  • 13:55 - 13:57
    «Ο Σακουλομάτης αντεπιτίθεται».
  • 13:58 - 14:01
    Και ήταν μια απαστράπτουσα αναφορά
    της προδοσίας μου.
  • 14:01 - 14:03
    Δεν ήμουν γιος του.
  • 14:04 - 14:07
    Αντιλαμβανόταν μέσα του
    ότι η υπόληψή του είχε αμαυρωθεί
  • 14:07 - 14:08
    και δεν θα το επέτρεπε.
  • 14:08 - 14:11
    Έπρεπε ν'αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά του
  • 14:11 - 14:13
    και στην αρχή,
    παρόλο που απογοητεύθηκα,
  • 14:13 - 14:15
    άρχισα να θαυμάζω τη στάση του.
  • 14:15 - 14:18
    Το αίμα ακόμα έβραζε μέσα στις φλέβες του,
  • 14:18 - 14:21
    παρόλα τα 82 χρόνια της ηλικίας του.
  • 14:22 - 14:24
    Και αν αυτό θα σήμαινε
  • 14:24 - 14:28
    ότι θα επιστρέφαμε στα 30 χρόνια σιωπής,
  • 14:28 - 14:32
    ο πατέρας μου θα έλεγε,
    «Αν είναι έτσι, ας γίνει έτσι».
  • 14:34 - 14:37
    Οι Τζαμαϊκανοί θα σου πουν
    ότι δεν υπάρχουν γεγονότα,
  • 14:37 - 14:39
    υπάρχουν μόνο εκδοχές.
  • 14:39 - 14:41
    Όλοι λέμε στους εαυτούς μας
    την εκδοχή της ιστορίας
  • 14:41 - 14:44
    με την οποία μπορούμε
    να ζήσουμε καλύτερα.
  • 14:44 - 14:47
    Κάθε γενιά χτίζει ένα οικοδόμημα
  • 14:47 - 14:49
    που αρνείται ή μερικές φορές αδυνατεί
  • 14:49 - 14:51
    να αποσυναρμολογήσει,
  • 14:51 - 14:55
    αλλά κατά το γράψιμο,
    η δική μου εκδοχή της ιστορίας
  • 14:55 - 14:57
    άρχισε ν' αλλάζει
  • 14:57 - 15:01
    κι αποκόπηκε από εμένα.
  • 15:01 - 15:04
    Έχασα το μίσος για τον πατέρα μου.
  • 15:04 - 15:08
    Δεν ήθελα πλέον να πεθάνει
    ή να τον δολοφονήσω
  • 15:08 - 15:12
    και ένιωσα απελευθερωμένος
  • 15:12 - 15:16
    πιο πολύ από ποτέ.
  • 15:17 - 15:20
    Αναρωτιέμαι άν αυτή η αίσθηση ελευθερίας
  • 15:20 - 15:22
    μπορεί να μεταδοθεί και σ' αυτόν.
  • 15:24 - 15:29
    Σ' εκείνη την πρώτη επανένωση
  • 15:29 - 15:31
    μου ήρθε στο μυαλό
  • 15:31 - 15:34
    ότι είχα ελάχιστες φωτογραφίες μου
  • 15:34 - 15:36
    ως μικρό παιδί.
  • 15:37 - 15:39
    Αυτή είναι μια φωτογραφία μου,
  • 15:39 - 15:41
    είμαι εννέα μηνών.
  • 15:41 - 15:43
    Στην αρχική φωτογραφία
  • 15:43 - 15:46
    με κρατάει στα χέρια του ο πατέρας μου,
    ο Σακουλομάτης,
  • 15:46 - 15:48
    αλλά όταν οι γονείς μου χώρισαν,
  • 15:48 - 15:51
    η μητέρα μου τον απέκοψε τελείως
    από τη ζωή μας.
  • 15:51 - 15:55
    Πήρε ένα ψαλίδι και τον έκοψε
    από όλες τις φωτογραφίες
  • 15:55 - 15:59
    και για χρόνια, έλεγα στον εαυτό μου
    ότι η αλήθεια σ' αυτή τη φωτογραφία
  • 15:59 - 16:02
    είναι ότι είσαι μόνος,
  • 16:02 - 16:05
    δεν σε στηρίζει κανείς.
  • 16:05 - 16:07
    Υπάρχει όμως και άλλος τρόπος να τη δεις.
  • 16:07 - 16:08
    Είναι μια φωτογραφία
  • 16:08 - 16:12
    που δείχνει τη δυνατότητα μιας επανένωσης,
  • 16:12 - 16:15
    μια δυνατότητα να συναντήσω τον πατέρα μου
  • 16:15 - 16:19
    και στη λαχτάρα μου
    να με κρατήσει ο πατέρας μου
  • 16:19 - 16:21
    τον κρατούσα εγώ στο φως.
  • 16:21 - 16:24
    Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση
  • 16:24 - 16:27
    υπήρχαν στιγμές αμηχανίας και έντασης
  • 16:27 - 16:28
    και για να μειωθεί η ένταση
  • 16:28 - 16:30
    αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα.
  • 16:31 - 16:33
    Καθώς περπατούσαμε
  • 16:33 - 16:35
    διαπίστωσα ότι είχα επανέλθει
    και ένιωθα σαν παιδί
  • 16:35 - 16:39
    παρότι ήμουν πολύ ψηλότερος
    από τον πατέρα μου.
  • 16:39 - 16:41
    Ήμουν σχεδόν 35 πόντους ψηλότερος.
  • 16:41 - 16:44
    Αυτός ήταν ακόμη ο μεγάλος
  • 16:44 - 16:47
    και εγώ προσπαθούσα
    να ακολουθήσω το βήμα του.
  • 16:49 - 16:50
    Και διαπίστωσα ότι περπατούσε
  • 16:50 - 16:53
    σαν να τον παρακολουθούσαν ακόμα,
  • 16:53 - 16:56
    αλλά θαύμαζα το περπάτημά του.
  • 16:56 - 16:58
    Περπατούσε σαν ένας από
    την ομάδα των χαμένων
  • 16:58 - 17:01
    στον τελικό του Βρετανικού
    Κυπέλου Ποδοσφαίρου,
  • 17:01 - 17:05
    που ανεβαίνει τα σκαλιά
    για να πάρει το μετάλλιο της παρηγοριάς.
  • 17:05 - 17:08
    Υπήρχε μια αξιοπρέπεια στην ήττα.
  • 17:09 - 17:10
    Ευχαριστώ.
  • 17:10 - 17:11
    (Χειροκρότημα)
Title:
Ο γιος ενός δύσκολου πατέρα
Speaker:
Κόλιν Γκραντ
Description:

Ο Κόλιν Γκραντ πέρασε μια ολόκληρη ζωή περιπλανώμενος στο συναισθηματικό τοπίο ανάμεσα στον κόσμο του πατέρα του και τον δικό του. Γεννημένος στην Αγγλία από Τζαμαϊκανούς γονείς, ο Γκραντ ανασύρει ιστορίες συνήθεις στην κοινότητα των μεταναστών και θυμάται πώς κατάφερε να βρει συγχώρεση για ένα πατέρα που συνεχώς τον απέρρριπτε.

more » « less
Video Language:
English
Team:
closed TED
Project:
TEDTalks
Duration:
17:25
Chryssa R. Takahashi approved Greek subtitles for How our stories cross over
Chryssa R. Takahashi edited Greek subtitles for How our stories cross over
Chryssa R. Takahashi edited Greek subtitles for How our stories cross over
Chryssa R. Takahashi edited Greek subtitles for How our stories cross over
Constantine Anetakis accepted Greek subtitles for How our stories cross over
Constantine Anetakis edited Greek subtitles for How our stories cross over
Constantine Anetakis edited Greek subtitles for How our stories cross over
Constantine Anetakis edited Greek subtitles for How our stories cross over
Show all

Greek subtitles

Revisions