Μια φλύαρη γιαγιά και ένας ληστής αναμετρούνται σε έναν χωματόδρομο. Έμπορος αντιτύπων της Βίβλου παρασύρει μια φιλόσοφο με ένα πόδι σε έναν αχυρώνα. Ένας περιοδεύων τεχνίτης διδάσκει σε μια κωφάλαλη την πρώτη της λέξη σε μια φυτεία. Από τη φάρμα της στην αγροτική Τζόρτζια, περιτριγυρισμένη από οικόσιτα πτηνά, η Φλάνερι Ο' Κόνορ έγραφε ιστορίες με ανθρώπους του περιθωρίου, εισβολείς και παρείσακτους, με φόντο τον κόσμο που γνώριζε καλύτερα: τον Αμερικάνικο Νότο. Εξέδωσε δύο μυθιστορήματα, άλλα είναι μάλλον πιο γνωστή για τα διηγήματά της, τα οποία εξερευνούσαν τη ζωή στην επαρχία με αιχμηρή γλώσσα, ανορθόδοξο χιούμορ και απολαυστικά άβολα σενάρια. Στον ελεύθερο χρόνο της η Ο' Κόνορ ζωγράφιζε καρτούν, και τα έργα της είναι γεμάτα καρικατούρες. Στα έργα της το πρόσωπο μιας μητέρας είναι «τόσο ευρύ και αθώο σαν μαρούλι», ένας άντρας έχει τόση αποφασιστικότητα όσο «μια σφουγγαρίστρα», και το σώμα μιας γυναίκας έχει το σχήμα «τεφροδόχου». Τα ονόματα των χαρακτήρων της είναι εξίσου ευφυή. Για παράδειγμα, στο «Η Ζωή Που Σώζεις Μπορεί Να Είναι Η Δική Σου» ο μονόχειρας περιπλανώμενος Τομ Σίφτλετ («Αναξιόπιστος») μπαίνει στη ζωή μιας ηλικιωμένης Λούσινελ Κρέιτερ («Κρατήρας») και της κωφάλαλης κόρης της. Παρόλο που η κυρία Κρέιτερ έχει αυτοπεποίθηση, το απόμερο σπίτι της είναι υπό διάλυση. Αρχικά, μπορεί να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στον Σίφτλετ, όταν προσφέρεται να βοηθήσει στο σπίτι, αλλά σύντομα η Ο' Κόνορ αποκαλύπτει ότι η ηλικιωμένη είναι τόσο δολοπλόκος όσο και ο απρόσμενος επισκέπτης της κι ανατρέπει τις προσδοκίες του αναγνώστη για το ποιος έχει το πάνω χέρι. Για την Ο' Κόνορ κανένα θέμα δεν ήταν ταμπού. Παρόλο που ήταν ένθερμη Καθολική, δεν φοβόταν να εξερευνήσει την πιθανότητα να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο ευλαβικές σκέψεις και ασεβής συμπεριφορά. Στο βιβλίο της «Οι Βίαιοι την Αρπάζουν», ο βασικός χαρακτήρας παλεύει να γίνει άνθρωπος του Θεού, όμως ταυτόχρονα πυρπολεί και διαπράττει φόνο. Το βιβλίο ξεκινάει με τον διστακτικό προφήτη σε ταπεινωτική θέση. «Ο θείος του Φράνσις Μάριον Ταργουότερ ήταν νεκρός μόλις για μισή μέρα, όταν το αγόρι μέθυσε τόσο, ώστε δεν τελείωσε το σκάψιμο του τάφου». Έτσι μένει να βρεθεί ένας περαστικός «να σύρει το σώμα του θείου από το τραπέζι όπου κείται το πτώμα και να το θάψει κάπου με αρκετό χώμα ώστε να μην το ξεθάψουν τα σκυλιά». Παρόλο που οι απόψεις της είναι αμφιλεγόμενες, η μυθοπλασία της Ο' Κόνορ μπορεί να είναι προσαρμοσμένη στον ρατσισμό του Νότου. Στο «Ό,τι ξεσηκώνεται πρέπει να συμμορφώνεται», απεικονίζει έναν γιο εξοργισμένο με τον φανατισμό της μητέρας του. Αλλά η ιστορία φανερώνει ότι κι αυτός έχει τα ψεγάδια του και μας λέει ότι η αναγνώριση του κακού δεν εξαιρεί τον χαρακτήρα από την κριτική. Παρόλο που η Ο' Κόνορ εξερευνά τις πιο σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου, αφήνει μισάνοιχτη την πόρτα της εξιλέωσης. Στο «Ένας Καλός Άνθρωπος Είναι Δυσεύρετος», μια ανυπόφορη γιαγιά εξιλεώνεται συγχωρώντας έναν υπότροπο εγκληματία, ακόμη και όταν αυτός απειλεί την οικογένειά της. Παρόλο που μπορεί να αντιδράσουμε για το τίμημα που πληρώνει η γυναίκα, αναγκαζόμαστε να αναγνωρίσουμε λεπτές διαφορές σε στιγμές που σε άλλη περίπτωση θα θεωρούσαμε ξεκάθαρα βίαιες. Η αριστοτεχνική χρήση του γκροτέσκο και ο τρόπος που διερευνά την εσωστρέφεια και τη δεισιδαιμονία στο Νότο κατέταξαν την Ο'Κόννορ ως συγγραφέα της λογοτεχνίας του Αμερικανικού Νότου. Αλλά τα έργα της ξεπέρασαν τα στοιχεία του παραλόγου και του τρομακτικού που ήταν συνδεδεμένα με το είδος, και δείχνουν την περίπλοκη ανομοιομορφία του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η Ο'Κόνορ ήξερε ότι αυτό ίσως προκαλούσε αμηχανία και ότι τα έργα της ίσως δεν ήταν ευχάριστα από την πρώτη ανάγνωση, όμως λάτρευε να προβληματίζει τους αναγνώστες της. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών από τη ρευματική πάθηση «Λύκος», αφού η αρρώστια την είχε καθηλώσει στη φάρμα της στην Τζόρτζια για 12 χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια, συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ευφάνταστου έργου της. Η ικανότητά της να ελίσσεται ανάμεσα στην απέχθεια και στην αποκάλυψη συνεχίζει να προσελκύει αναγνώστες στους γεμάτους εκπλήξεις κόσμους των έργων της. Όπως λέει και ο χαρακτήρας της, Τομ Σίφτλετ: το σώμα είναι «σαν ένα σπίτι: δεν πάει πουθενά, αλλά η ψυχή, κυρία μου, είναι σαν όχημα: συνεχώς κινείται».