Ο μεγάλος φυσιοδίφης του 19ου αιώνα Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, είπε κάποτε, «Δεν υπάρχει κοσμοθεωρία πιο επικίνδυνη από την κοσμοθεωρία αυτών που δεν έχουν δει τον κόσμο». Πιστεύω ότι το ταξίδι είναι ηθική υποχρέωση για όσους μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, που την οφείλουμε στον κόσμο. Όλοι χρειάζεται, σε κάποιο βαθμό, να εκτεθούν στον ευρύτερο κόσμο, και πιστεύω πως αν όλοι περνούσαν δύο εβδομάδες σε μια ξένη χώρα πριν από την ηλικία των τριάντα, ανεξάρτητα από το πού πήγαν και τι έκαναν εκεί, τα μισά από τα παγκόσμια διπλωματικά προβλήματα, θα είχαν επιλυθεί. Πιστεύω πως αν η κυβέρνηση καταλάβαινε την κοινωνική λειτουργία του ταξιδιού, θα υπήρχαν κρατικά προγράμματα που θα χρηματοδοτούσαν τα ταξίδια όπως έχουμε προγράμματα που χρηματοδοτούν την υγεία και την εκπαίδευση. Το ταξίδι είναι ταυτόχρονα παράθυρο και καθρέφτης. Είναι παράθυρο, αφού σας επιτρέπει να δείτε μια άλλη κοινωνία και τον πολιτισμό που επισκέπτεστε. Αλλά είναι και καθρέφτης αφού όταν πηγαίνετε στο εξωτερικό απογυμνώνεστε στον ουσιαστικό εαυτό, και βλέπετε ποιος είναι ο ουσιαστικός εαυτός με μια καθαρότητα που δεν επιτυγχάνεται με άλλο τρόπο. Όλοι χρειαζόμαστε τους συμπατριώτες μας. Αν δεν έχουμε έναν τόπο που να τον αποκαλούμε δικό μας, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε. Χωρίς ανόμοιους ανθρώπους όμως, γίνεσαι καρικατούρα του εαυτού σου. Κανένα μοντέλο δεν χρειάζεται να υπερισχύσει. Κανένα δεν υπονομεύει το άλλο. Έχω διπλή υπηκοότητα από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πέρυσι, ψήφισα ενάντια στο Brexit κι ενάντια στον Τραμπ, κι έχασα και τις δύο φορές. (Γέλια) Τα αποτελέσματα αυτών των ψηφοφοριών, όπως ο διορισμός εθνικιστικών κυβερνήσεων στην Πολωνία, την Ουγγαρία την Τουρκία και τη Ρωσία αντιπροσωπεύει την απόρριψη της ανθρώπινης ποικιλομορφίας και των ανοιχτών συνόρων που έχουν χαρακτηρίσει την παγκόσμια τάξη. Στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος τον Οκτώβριο, η Τερέζα Μέι είπε, «Δεν υπάρχει πολίτης του κόσμου. Αν πιστεύεις ότι είσαι πολίτης του κόσμου, τότε είσαι πολίτης του πουθενά. Δεν καταλαβαίνεις καν την έννοια της ιδιότητας του πολίτη». Η Τερέζα Μέι κάνει λάθος. Ο πατριωτισμός δεν είναι εθνικισμός, και μπορείς ν' αγαπάς τη χώρα σου και ν' αγαπάς και τις άλλες χώρες. Δεν είναι δυαδικό. Αν οι πολιτικές ταυτότητας των τελευταίων 20 ετών, δεν μας έδωσαν τίποτε άλλο, μας έδωσαν τουλάχιστον το λεξιλόγιο της διαθεματικότητας, την κατανόηση ότι όλοι έχουμε πολλαπλές ταυτότητες συνεχώς, και μπορείς να είσαι ηλικιωμένος και Συντηρητικός και Βρετανός και γκέι, ή νέος και κωφός και προοδευτικός και Γάλλος, ή Άγγλο-αμερικανός και Ευρωπαίος και πολίτης του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό της πολυπλοκότητας να ανέχεται και να γιορτάζει ταυτότητες που συμπίπτουν, και η απουσία αυτής της ικανότητας είναι δείγμα αποξένωσης και αντίθεσης. Σφάλουμε όμως αν υποθέτουμε πως επειδή έχουμε κοινά προβλήματα, χρειαζόμαστε και τις ίδιες λύσεις. Όταν εργαζόμουν στην Καμπότζη, γνώρισα μια γυναίκα ονόματι Φάλι Νιόν, που είχε ζήσει απίστευτο τρόμο κατά τη γενοκτονία εκεί. Υποχρεώθηκε να παρακολουθεί καθώς βίασαν κι αργότερα σκότωσαν την κόρη της, μπροστά της. Το μωρό της πέθανε επειδή ήταν πολύ υποσιτισμένη για να παράξει μητρικό γάλα. Το τέλος του πολέμου, τη βρήκε σε στρατόπεδο στα σύνορα της Ταϊλάνδης, και παρατήρησε πως στο στρατόπεδο, υπήρχαν πολλές γυναίκες, κυρίως, που είχαν με κάποιο τρόπο γλυτώσει τις τρομακτικές προσβολές και αγριότητες, αλλά που κάθονταν τώρα μπροστά στις σκηνές τους στο στρατόπεδο, κοιτάζοντας το κενό, παραμελώντας τα παιδιά τους, αδρανείς. Πήγε σε αυτούς που διεύθυναν τα στρατόπεδα. «Είμαστε απασχολημένοι με τις μολυσματικές ασθένειες» είπαν εκείνοι. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι' αυτό». Έτσι αποφάσισε ότι έπρεπε εκείνη να κάνει κάτι. Και σκέφτηκε αυτό που ανέφερε όταν μίλησε σε μένα ως το «πρόγραμμα τριών σημείων». «Θα πήγαινα πρώτα σ' αυτές τις γυναίκες», είπε και θα τις δίδασκα να ξεχάσουν - όχι πως θα ξεχάσουν ποτέ τα φριχτά πράγματα που τους συνέβησαν, αλλά θα τους έδινα άλλα πράγματα να σκεφτούν θα γέμιζα το μυαλό τους με κάτι άλλο, κι αυτή θα ήταν η αρχή ενός είδους λησμονιάς. Έπειτα θα τις δίδασκα να εργάζονται. Κάποιες δεν θα μπορούσαν παρά να καθαρίζουν σπίτια κάποιες έχουν ικανότητα στη χειροτεχνία κάποιες μπορούν να κάνουν πιο προχωρημένα πράγματα, όλες όμως χρειάζονται κάτι που να ξέρουν ότι είναι αυτό που μπορούν να κάνουν». «Αφού τις μάθαινα να ξεχνούν και να δουλεύουν», είπε, θα τις δίδασκα πώς να κάνουν μανικιούρ και πεντικιούρ». Κι εγώ είπα: «Ορίστε;» (Γέλια) «Αυτό που οι άνθρωποι έχουν χάσει αυτή την περίοδο των Ερυθρών Χμερ είναι η ικανότητα να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο. Αυτές οι γυναίκες έχουν περάσει χρόνια χωρίς μια ευκαιρία να αισθανθούν όμορφες. Τις καλούσα στην καλύβα μου, και τη γέμιζα με ατμό, και μέσα σε λίγα λεπτά, έτειναν τα χέρια και τα πόδια τους σε αγνώστους με αιχμηρά εργαλεία». (Γέλια) «Μέσα σε λίγα λεπτά, άρχισαν να διηγούνται η μια στην άλλη τις ιστορίες τους. «Τότε προσπάθησα», είπε, «να τις διδάξω ότι δεν είναι τρεις χωριστές δεξιότητες, αλλά μέρος ενός τρόπου ύπαρξης. Κι όταν το κατανόησαν αυτό, ήταν έτοιμες να επιστρέψουν στον κόσμο». Μια δημοκρατική κυβέρνηση πρέπει να είναι προσηλωμένη στην προοπτική του μέλλοντος, κι αυτό προϋποθέτει λησμονιά. Πρέπει όμως να αγωνιστούμε και για την εργασία και την εμπιστοσύνη. Για την ώρα, ξεχνάμε πολύ καλά, κι εργαζόμαστε κι εμπιστευόμαστε κάκιστα. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Ντόναλντ Τραμπ είπε, «Δεν έχω χρόνο για ταξίδια. Η Αμερική χρειάζεται τώρα την προσοχή μου». Μπορείς να δεις την Αμερική αν δεν την κοιτάζεις κάποιες φορές από απόσταση; Υπάρχει η εντύπωση σε όλα τα εθνικιστικά κινήματα ότι η διαφορά είναι απειλητική παρά όμορφη. Μέρος της κοινής λειτουργίας τους είναι να απορρίψουμε την ανθρωπιά μας. Γι' αυτό και δε μας κάνει εντύπωση που τους μήνες μετά την ψήφο για το Brexit Ο αρχηγός της Λονδρέζικης Αστυνομίας μίλησε για μια φρικτή άνοδο των εγκλημάτων μίσους, ενώ το Κέντρο Νομικής Βοήθειας Απόρων στις ΗΠΑ κατέγραψε περισσότερα από 1.000 περιστατικά μίσους τις τρεις εβδομάδες μετά τις εκλογές. Όταν δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, είναι ευκολότερο να αλληλοσκοτωθούμε. Περίπου στα έξι μου χρόνια, ήμουν στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου. Οδηγούσαμε στην ύπαιθρο. Άρχισε να μου λέει μια ιστορία που περιείχε μια νύξη για το Ολοκαύτωμα. Νόμιζε πως ήξερα γι' αυτό αλλά έκανε λάθος. Ζήτησα να μου εξηγήσει και το έκανε, και δεν έβγαζα νόημα και ζήτησα να το εξηγήσει ξανά. Το εξήγησε ξανά, και όταν ρώτησα για τρίτη φορά, απάντησε «Ήταν το απόλυτο κακό». Το είπε με τέτοιο τρόπο που υπονοούσε το τέλος της συζήτησης. Αλλά είχα άλλη μια ερώτηση. «Γιατί εκείνοι οι Εβραίοι δεν έφυγαν όταν όλα έγιναν τόσο άσχημα;» είπα. Κι ο πατέρας μου απάντησε: «Δεν είχαν πού να πάνε». Θυμάμαι να σκέφτηκα ακόμα και τότε, ακόμα και στα έξι μου χρόνια, πως δεν γινόμουν ποτέ ένας από αυτούς τους ανθρώπους, πως θα είχα πάντα κάπου να πάω, πως θα είχα ανθρώπους να με καλωσορίσουν με ανοιχτές αγκάλες, σε κάθε κατοικημένη ήπειρο. Αυτό έγινε καθοριστικό κομμάτι της ζωής μου. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή απομόνωσης που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ότι το πλέγμα της ασφάλειας είναι να έχεις πολλά μέρη να πας. Ήμουν στη Μόσχα, πριν ένα χρόνο όταν ο Πούτιν πέρασε μερικά από τα αυταρχικά του μέτρα. Ήμουν με τον Αντρέ Ρόιτερ, κάποιον που γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια, είχε λάβει μέρος στο πραξικόπημα, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, και πολέμησε ιδεαλιστικά για ελευθερία και δικαιοσύνη. «Το μετανιώνεις;» τον ρώτησα. «Μετανιώνεις που επένδυσες τόση ενέργεια σ' αυτές τις ελπίδες που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν;» Με κοίταξε και είπε: «Αν μετανιώνω; Όχι δεν μετανιώνω. Είναι η κινητήριος δύναμη για οτιδήποτε έκανα από τότε». «Αυτή η στιγμή του ιδεαλισμού», είπε, «ήταν σαν μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία». Ήταν αυτό πάνω στο οποίο μπορείς να χτίσεις ώστε να αντιμετωπίσεις ό,τι πρόκειται να έρθει στην πορεία. Συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή πως μια συντετριμμένη ελπίδα είναι διαποτισμένη με ευγένεια που η απελπισία δεν μπορεί ν' αγγίξει, και πως η στιγμή που τα πράγματα αλλάζουν μπορεί να είναι πολύτιμη στο παρόν, ανεξάρτητα από το πού οδηγεί η ίδια η αλλαγή, και αυτή συμβαίνει μόνο μετά από πολλές εκκινήσεις της ελπίδας. Τον Φεβρουάριο του 2002, αμέσως μετά την εισβολή, πήγα στο Αφγανιστάν. Πήγα ως ένα βαθμό επειδή σκέφτηκα πως δεν μπορεί να είναι μια χώρα που αποτελείται από πολεμοχαρείς αγρότες και διεφθαρμένους γραφειοκράτες, που ήταν η εικόνα που είχε στον Τύπο της Δύσης, τότε. Είχα κάποιον εκεί που ήταν ο διερμηνέας και διορθωτής μου, και παραμένει ένας εξαίρετος φίλος: Ο Φαρούκ. Του είπα πως ήθελα να πάρω ένα από εκείνα τα γούνινα καπέλα όπως αυτά που φορά ο Καρζάι. «Αν το θέλεις αυτό», είπε ο Φαρούκ, «πρέπει να πάμε στο δρόμο με τους καπελάδες για να το προμηθευτούμε. Πήγαμε και παραγγείλαμε ένα καπέλο, και την επόμενη μέρα, πήγαμε να το πάρουμε. Και ο Φαρούκ είπε «Το επόμενο ραντεβού μας είναι μόλις πέντε λεπτά από εδώ». «Μπορούμε να περπατήσουμε μέσα από την αγορά». Εγώ συμφώνησα, κι εκείνη την εποχή οι περισσότεροι άνθρωποι της Δύσης που ήταν στο Αφγανιστάν ήταν είτε του ΟΗΕ, είτε στρατιωτικοί, και απαγορευόταν να περπατούν σε πολυσύχναστες αγορές. Καθώς περπατάμε, μου λέει ο Φαρούκ: «Φόρεσε το καπέλο σου». «Φαρούκ, οι ξένοι που παριστάνουν τους ντόπιους δείχνουν γελοίοι», είπα. (Γέλια) «Δεν θα φορέσω το καπέλο». «Ω, έλα τώρα!» είπε εκείνος. «Αλήθεια, Φαρούκ, καλύτερα όχι», απάντησα. «Σε παρακαλώ, βάλε το καπέλο σου» είπε. Κι εγώ: «Εντάξει, θα το φορέσω». Φόρεσα λοιπόν το καπέλο μου και έξαφνα, όλοι γύρω μας άρχισαν να χειροκροτούν. (Γέλια) Κι ένας γέρος άνδρας ήρθε κοντά και με αγκάλιασε. «Ήσουν ξένος, αλλά ήρθες στη χώρα μας, και είσαι μαζί μας στην αγορά, φοράς ένα αληθινό αφγανικό καπέλο με τον αφγανικό τρόπο, και θέλουμε να ξέρεις πως είσαι ευπρόσδεκτος εδώ». Μια εβδομάδα αργότερα, έπαιρνα συνέντευξη από τρεις ακτιβίστριες, κι ήρθαν να με συναντήσουν φορώντας μπούρκα, την οποία και έβγαλαν αμέσως, ώστε να κάτσουμε να μιλήσουμε. Όμως εγώ τους είπα: «Δεν κάνουν πια κουμάντο οι Ταλιμπάν. Δεν χρειάζεται να φοράτε αυτά τα πράγματα. Γιατί τα φοράτε ακόμα;» Η πρώτη γυναίκα είπε «Μα αν βγω χωρίς μπούρκα και με βιάσουν, όλοι θα πουν ότι το λάθος είναι δικό μου». Η δεύτερη είπε «Αν βγω χωρίς μπούρκα, και οι Ταλιμπάν ανακτήσουν την εξουσία, μπορεί να τιμωρήσουν όσες γνωρίζουν πως κυκλοφορούσαν χωρίς μπούρκα». Η τρίτη όμως μου είπε: «Ορκίστηκα όταν οι Ταλιμπάν απέτυχαν, ότι θα έκαιγα αυτό το ρούχο και δεν θα έβλεπα όμοιό του ξανά. Μετά από πέντε χρόνια όμως, συνηθίζεις να είσαι αόρατος, και η προοπτική να είσαι πάλι ορατός είναι πολύ αγχωτική». Κατάλαβα πως η αορασία έδωσε σ' εκείνη τη γυναίκα, ένα είδος ελευθερίας. Ταυτόχρονα όμως αναγνώρισα πως αυτή η ελευθερία είναι από μόνη της φυλακή, και πως συχνά αυτοί που είναι λιγότερο ελεύθεροι, καταλαβαίνουν βαθύτερα την ελευθερία. Όπως είπε ο Τόνι Μόρισον, «Αφού ελευθερωθείς πρέπει να διεκδικήσεις έναν απελευθερωμένο εαυτό». Σε μια ελεύθερη κοινωνία, έχεις την ευκαιρία να επιτύχεις τις φιλοδοξίες σου. Σε μια κοινωνία ανελεύθερη, δεν έχεις αυτή την επιλογή, πράγμα που συχνά οδηγεί σε πιο οραματιστικές φιλοδοξίες. Άτομα που είναι περιορισμένα χρησιμοποιούν πιο δυναμικά τα λόγια τους, αλλά η λέξη «ελευθερία» είναι ρήμα. Χρειάζεται να τη ζεις και να την επιτυγχάνεις καθημερινά. Δεν παραμένει στατική. Δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να θεωρηθεί συνεχόμενη. Απαιτεί τόσο πολύ χρόνο και τόση πολλή δέσμευση η απόκτηση της ελευθερίας. Αλλά και οι ελευθερίες που αποκτήθηκαν με κόπο, μπορεί να εξαλειφθούν ταχύτατα. Ο Ναζισμός, το απαρτχάιντ, το εξτρεμιστικό κόμμα των Χούτου, η Μεγάλη Σερβία - κάθε ένα από αυτά έφτασε και σάρωσε τη δικαιοσύνη που είχε προηγηθεί. Όταν ήμουν στην Κίνα πέρασα ένα διάστημα με τον Ζανγκ Μπειλί, έναν καλλιτέχνη που ήταν ανάμεσα στους φοιτητές της εξέγερσης στην πλατεία Τιενανμέν το 1989. Ήταν εκεί, έφυγε από το γεγονός κι έκανε έναν πίνακα με όσα είδε και τον κρέμασε από μια γέφυρα στη Χανγκζού, κι έπειτα έπρεπε να κρυφτεί γιατί τον καταζητούσαν. Μου είπε «Ήταν μάλλον σωστό αυτό που έγινε διότι αν δεν είχε συμβεί, θα είχαμε επαναστατήσει και θα είχαμε εκατοντάδες χιλιάδες πιθανούς νεκρούς» «Πώς μπορείς να το λες αυτό Πέϊλι;» τον ρώτησα. «Παραλίγο να χάσεις τη ζωή σου, γι' αυτό. Κρυβόσουν γι' αυτό. Πίστευες σθεναρά σ' αυτή τη φοιτητική διαμαρτυρία». «Είμαι καλλιτέχνης, και ο ιδεαλισμός είναι το δικαίωμά μου ως καλλιτέχνης. Αλλά ο ιδεαλισμός στα χέρια ενός ηγέτη είναι τρομερό πράγμα». Εγώ και ο σύζυγός μου, η οικογένειά μας, φιλοξενήσαμε πρόσφατα έναν Λίβυο πρόσφυγα, τον Χασάν. Το κάναμε εν μέρει επειδή οι ζωές που ζούμε ως ομοφυλόφιλοι Αμερικανοί είναι άπιαστο προνόμιο για τους γκέι στη δική του πλευρά του κόσμου, και για πολλούς ομοφυλόφιλους ανά τον κόσμο, και εν μέρει με την αίσθηση ότι όλοι έχουμε μια ηθική υποχρέωση να βοηθήσουμε σ' αυτόν τον καιρό των προσφύγων, κι εν μέρει επειδή θέλαμε να στείλουμε ένα μήνυμα, στα παιδιά μας, στους φίλους μας, ακόμη και στους εαυτούς μας, ότι αυτός ο πολύ κακοποιημένος «άλλος» μπορεί να είναι κάποιος ο οποίος δεν είναι μόνο γνώριμος, αλλά και αγαπητός. Είναι πολιτική πράξη για εμάς να έχουμε τον Χασάν, ως μέλος του σπιτιού μας, παρόλο που προπονεί τον γιο μας στο ποδόσφαιρο, εργάζεται σε νοσοκομείο, και ψήνει φανταστικά κέικ, και μας κάνει να γελάμε. Ήλπιζα ότι ο χρόνος θα αφαιρούσε από την παρουσία του την πολιτική, αλλά αυτό το ενδεχόμενο απομακρύνθηκε τη βραδιά των Αμερικανικών εκλογών. Ο Ιταλός πολιτικός στοχαστής Αντόνιο Γκράμσι είπε κάποτε ότι η επανάσταση απαιτεί απαισιοδοξία λόγω πνεύματος κι αισιοδοξία λόγω θέλησης. Νομίζω πως κάθε κοινωνική αλλαγή απαιτεί απαισιοδοξία λόγω πνεύματος κι αισιοδοξία λόγω θέλησης. Την εποχή που τελείωσε το απαρτχάιντ πήγα να κάνω ρεπορτάζ στη Νότιο Αφρική. Ένιωσα ότι ερχόμουν από μια κοινωνία στην οποία λειτουργεί η δημοκρατία σε μια που αυτή ήταν μόνο μια μακρινή ελπίδα στον ορίζοντα. Αυτά τα πράγματα όμως, μπορούν ν' ανατραπούν. Αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης, Γουίλιαμ Κέντριτζ, με τον οποίο πέρασα πολύ χρόνο, ήρθε στην Νέα Υόρκη, και συζητήσαμε γι' αυτά που συνέβησαν. «Το συνταρακτικό», είπε, «δεν είναι το πόσο σοκαρισμένος είσαι τώρα, αλλά πόσο ανακουφισμένος θα είσαι σε έξι μήνες». Το εξέλαβα ως πρόκληση να παραμείνω σοκαρισμένος. (Γέλια) (Χειροκρότημα) Ευχαριστώ. Το να παραμείνεις σοκαρισμένος είναι μεγάλη υπόθεση. Απαιτεί να αντισταθούμε σ' αυτά που η επανάληψη μας απ-ευαισθητοποιεί, και ν' αναγνωρίσουμε ότι ως κοινωνία, κινδυνεύουμε τώρα να γίνουμε κτηνώδης και πρέπει ν' αντισταθούμε σ' αυτήν την τάση. Το ταξίδι είναι το αντίθετο του σοβινισμού. Ο σοβινισμός είναι η στροφή προς τα μέσα. Το ταξίδι είναι το άνοιγμα προς τα έξω. Η εμπειρία ενός παγκόσμιου κόσμου είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους δημιουργίας ενός παγκόσμιου κόσμου. Ο Αμερικανός ποιητής Ρόμπερτ Φρόστ έγραψε, «Πριν χτίσω έναν τοίχο θα ήθελα να ξέρω τι θα κλείσω μέσα και τι έξω, και ποιον θα μπορούσα να προσβάλλω. Υπάρχει κάτι που δεν αγαπά τον τοίχο και θέλει να τον γκρεμίσει». Σε αυτό ο γείτονας του ποιήματος μπορεί μονάχα ν' απαντήσει, «Οι καλοί φράχτες, κάνουν τους καλούς γείτονες». Όμως η ιστορία μας δείχνει πως οι καλοί φράχτες δημιουργούν κυρίως αληθινούς εχθρούς. Ο Ντόναλντ Τραμπ, μιλά γι' αυτό το μεγάλο έργο που θα χτίσει τείχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό. Η Μεγάλη Βρετανία χτίζει το μεγάλο τείχος του Καλαί, το οποίο υποτίθεται ότι θα αποτρέψει τη λαθρομετανάστευση από την ήπειρο. Τα ειρηνικά τείχη στη Βόρεια Ιρλανδία πρόκειται να διατηρηθούν σε μερικά σημεία. Η Ουγγαρία έχει υποσχεθεί να κατασκευάσει έναν τεράστιο συνοριακό φράχτη γύρω από όλη τη χώρα. Και το Ισραήλ ετοιμάζεται να γίνει ένα περιφραγμένο έθνος. Τα τείχη είναι αδιάσειστα σύμβολα αποκλεισμού, και ο αποκλεισμός συχνά πληγώνει αυτούς που αποκλείει όσο κι εκείνους που απομονώνει. Αυτή η διαδικασία, παραβλέπει πώς η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη ωφελεί όλα τα έθνη, και περιφρονεί τη διάδοση του πολέμου, για πυρηνική εξάπλωση. Θα έκανε την Αμερική αδύναμη ξανά και το ίδιο και τη Μεγάλη Βρετανία. Είναι η υποτίμηση μιας εύθραυστης ειρήνης σφυρηλατημένης έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους, που δεν είναι ποτέ δεδομένη. Επειδή τα τείχη είναι η μπούρκα μας, είναι σύμβολα ασφάλειας που μας καταπιέζουν φοβερά και υποφέρουμε πίσω τους. Όσοι υποστηρίζουμε τον διεθνισμό πρέπει να παραδεχτούμε ότι μπορεί να προκαλεί σύγχυση και είναι δύσκολο να διαπραγματευτεί. Η φθηνή εργασία καταργεί θέσεις εργασίας στη Δύση την ίδια ώρα που η διαχείριση της Δύσης εκμεταλλεύεται τους διάσπαρτους φτωχούς του κόσμου. Πρέπει να θυμόμαστε ότι τα κενά της γλώσσας οδηγούν σε παρεξηγήσεις, και οι αξίες συχνά αμφισβητούνται. Αλλά όσο ο κόσμος υποφέρει από πόλεμο, πείνα και φτώχεια, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα αγωνίζονται να ξεφύγουν από τα ταραγμένα κι εξαθλιωμένα μέρη προς εμφανώς λιγότερο ταραγμένα και πιο επιτυχημένα μέρη. Δεν φεύγουν επειδή η μετανάστευση έχει γούστο. Δεν πηγαίνουν να εκμεταλλευτούν τα άλλα μέρη. Δεν φεύγουν χωρίς τύψεις. Βρίσκονται σε κατάσταση σοκ, είτε το θέλουν, είτε όχι. Κάνοντας ρεπορτάζ από την Τρίπολη στο τέλος του καθεστώτος Καντάφι, Μίλησα με όλους τους υπουργούς της κυβέρνησής του. Μου έκανε εντύπωση ότι όσοι γνώρισα που ήθελαν αποκατάσταση σχέσεων με τη Δύση είχαν ζήσει ή σπουδάσει στις ΗΠΑ τη Μεγάλη Βρετανία, ή τη Δυτική Ευρώπη. Και όσοι ήθελαν η Λιβύη να παραμείνει ένα αδίστακτο τρομοκρατικό κράτος, δεν το είχαν κάνει. Αποκλείοντας τη διαφορετικότητα, κλειδώνοντας ανθρώπους απ' έξω καλλιεργείται μέσα μας η άγνοια που δημιουργεί το μίσος. Είναι το άνοιγμα προς τα έξω που μας κάνει ασφαλείς. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, οι πόλεις με τον μεγαλύτερο πληθυσμό μεταναστών, φοβούνται λιγότερο τη μετανάστευση από τους ανθρώπους σε κλειστές περιοχές. Αυτοί που φοβούνται περισσότερο τους μετανάστες δεν έχουν συναντήσει κανέναν. Τα τείχη δεν λύνουν το πρόβλημά τους. Είναι μια αδυναμία που μεταμφιέζεται ως οχύρωση. Η εμπλοκή είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός. Η Τερέζα Μέι το πήρε ανάποδα. Πρέπει ν' αναλάβουμε δράση ως πολίτες των χωρών μας, αγκαλιάζοντας το ευρύτερο όλον. Πιστεύοντας ότι δεν μπορούμε να είμαστε πολίτες του κόσμου, θα χάσουμε τον κόσμο του οποίου θα μπορούσαμε να είμαστε πολίτες. Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα) Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα) Ευχαριστώ, ευχαριστώ.