Ο Διάβολος έχει έρθει στην πόλη.
Αλλά μην ανησυχείτε -- το μόνο που θέλει
είναι να ανεβάσει μια παράσταση μαγείας.
Αυτή η παράλογη αρχή
αποτελεί τη βασική πλοκή
του αριστουργήματος του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ
με το όνομα «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα».
Γραμμένο στη Μόσχα τη δεκαετία του 1930,
αυτό το σουρεαλιστικό μείγμα
πολιτικής σάτιρας,
ιστορικού μυθιστορήματος
και σκοτεινού μυστικισμού
κέρδισε την υστεροφημία ως ένα από τα πιο
σπουδαία μυθιστορήματα του 20ου αιώνα --
και ένα από τα πιο παράξενα.
Η ιστορία ξεκινάει όταν μια συνάντηση
δύο μελών της λογοτεχνικής ελίτ της Μόσχας
διακόπτεται από έναν περίεργο
άντρα ονόματι Βόλαντ,
που παρουσιάζεται ως ένας ξένος λόγιος,
προσκεκλημένος να κάνει
μια επίδειξη μαύρης μαγείας.
Καθώς ο ξένος αρχίζει μια φιλοσοφική
συζήτηση με τους δύο φίλους
και κάνει ζοφερές προβλέψεις
για τη μοίρα τους,
ο αναγνώστης μεταφέρεται
στην Ιερουσαλήμ του πρώτου αιώνα.
Εκεί, ο προβληματισμένος Πόντιος Πιλάτος
διστακτικά καταδικάζει
τον Ιησού της Ναζαρέτ σε θάνατο.
Ενώ η αφήγηση εναλλάσσεται
ανάμεσα στις δύο τοποθεσίες,
ο Βόλαντ και η συνοδεία του --
ο Αζαζέλο, ο Κορόφιεφ, η Χέλα
και μια τεράστια γάτα ονόματι Μπέχεμοθ --
φαίνεται ότι κατέχουν
παράξενες μαγικές δυνάμεις,
τις οποίες χρησιμοποιούν
για να στήσουν την παράστασή τους
αφήνοντας πίσω τους χάος και σύγχυση.
Αρκετό από το μαύρο χιούμορ δεν προέρχεται
μόνο από αυτό τον δαιμονικό μπελά,
αλλά και από το υπόβαθρο
στο οποίο αυτά συμβαίνουν.
Η ιστορία του Μπουλγκάκοφ διαδραματίζεται
στο ίδιο περιβάλλον όπου γράφτηκε:
στη Σοβιετική Ένωση
στο απόγειο της Σταλινικής περιόδου.
Εκεί, οι καλλιτέχνες εργάζονταν
υπό αυστηρή λογοκρισία,
και μπορούσαν να καταδικαστούν
σε φυλάκιση, εξορία ή εκτέλεση
αν έδιναν την εντύπωση
ότι περιφρονούσαν την επίσημη ιδεολογία.
Ακόμα και όταν τα έργα τους εγκρίνονταν --
όπως και η στέγαση, τα ταξίδια τους
και οτιδήποτε άλλο --
συνοδευόταν από περίπλοκες
γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Στο βιβλίο, ο Βόλαντ χειραγωγεί αυτό
το σύστημα όπως και την πραγματικότητα
με κωμικά αποτελέσματα.
Καθώς κεφάλια διαμελίζονται
από τα σώματά τους
και αρχίζουν να πέφτουν
χρήματα από τον ουρανό,
οι πολίτες της Μόσχας
αντιδρούν με ιδιοτέλεια,
απεικονίζοντας πώς
η Σοβιετική κοινωνία έτρεφε
απληστία και κυνισμό παρά τα ιδανικά της.
Ο αντικειμενικός τρόπος
αφήγησης σκόπιμα συγχέει
την αλλόκοτη φύση
των παραφυσικών γεγονότων
με τον παραλογισμό της καθημερινής
ζωής στη Σοβιετική Ένωση.
Πώς λοιπόν μπόρεσε ο Μπουλγκάκοφ
να εκδώσει ένα τόσο ανατρεπτικό βιβλίο
κάτω από ένα καταπιεστικό καθεστώς;
Λοιπόν... δεν μπόρεσε.
Έγραφε το «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα»
πάνω από δέκα χρόνια.
Παρόλο που η εύνοια του Στάλιν
γλίτωσε τον Μπουλγκάκοφ από αυστηρή δίωξη
πολλά από τα θεατρικά
και τα βιβλία του δεν εκδόθηκαν,
κρατώντας τον ασφαλή αλλά σωπαίνοντάς τον.
Μέχρι τον θάνατο του συγγραφέα το 1940,
τα χειρόγραφο έμειναν ανέκδοτα.
Μια λογοκριμένη εκδοχή
εκδόθηκε τελικά τη δεκαετία του 1960,
ενώ αντίγραφα του χειρόγραφου
συνέχιζαν να κυκλοφορούν
ανάμεσα σε μυστικούς
λογοτεχνικούς κύκλους.
Το πρωτότυπο κείμενο εκδόθηκε το 1973,
πάνω από τριάντα χρόνια αφότου γράφτηκε.
Οι εμπειρίες του Μπουλγκάκοφ
με τη λογοκρισία
και την καλλιτεχνική απογοήτευσή του
δίνουν μια αυτοβιογραφική χροιά
στο δεύτερο μέρος του βιβλίου,
οπού και συναντούμε
τους χαρακτήρες του τίτλου.
Ο «Μαιτρ» είναι ένας ανώνυμος συγγραφέας
που έγραφε για χρόνια ένα βιβλίο
του οποίου το χειρόγραφο έκαψε
αφού απορρίφθηκε από τους εκδότες του --
ακριβώς όπως είχε κάνει
ο Μπουλγκάκοφ με το δικό του βιβλίο.
Αλλά η πραγματική πρωταγωνίστρια
είναι η ερωμένη του Μαιτρ, η Μαργαρίτα.
Η αφοσίωσή της στο όνειρο του εραστή της
έχει περίεργες ομοιότητες
με τις περιπέτειες
της διαβολικής συντροφιάς --
και οδηγεί την ιστορία
στη σουρεαλιστική κορύφωσή της.
Παρά το μαύρο χιούμορ
και τη σύνθετη δομή του,
«ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» είναι ένας βαθύς
στοχασμός για την τέχνη, τον έρωτα
και τη λύτρωση χωρίς ποτέ
να αποβάλλει τον κυνισμό του.
Η υστερόχρονη έκδοση και η φήμη του έργου
παρά τις δύσκολες συνθήκες της έκδοσής του
αποτελούν μαρτυρία αυτού
που λέει ο Βόλαντ στον Μαιτρ:
«Τα χειρόγραφα δεν καίγονται».