Σπαταλήσαμε πολύ χρόνο στο σχολείο μαθαίνοντας ορθογραφία. Τα παιδιά εξακολουθούν να σπαταλούν πολύ χρόνο στο σχολείο μαθαίνοντας ορθογραφία. Για αυτό, θέλω να μοιραστώ μαζί σας μια ερώτηση: «Είνε απαραίτητη μια κενούργια ορθογραφία;» Εγώ πιστεύω πως ναι, είναι απαραίτητη. Ή καλύτερα: πιστεύω πως είναι απαραίτητο να απλοποιήσουμε αυτή που ήδη έχουμε. Ούτε η ερώτηση ούτε η απάντηση είναι καινούργιες για τη γλώσσα μας. Κάνουν την εμφάνισή τους δια μέσου των αιώνων, από το 1492 όταν, στην πρώτη γραμματική της Ισπανικής γλώσσας, ο Αντόνιο ντε Νεμπρίχα έθεσε έναν απλό και σαφή κανόνα για την ορθογραφία μας: «Πρέπει να γράφουμε, όπως προφέρουμε και να προφέρουμε όπως γράφουμε». Σε κάθε ήχο έπρεπε να αντιστοιχεί ένα γράμμα, κάθε γράμμα έπρεπε να αντιπροσωπεύει έναν μόνο ήχο, και όσα γράμματα δεν αντιπροσώπευαν κανένα ήχο θα έπρεπε να καταργηθούν. Αυτό το κριτήριο, το φωνητικό κριτήριο, που λέει ότι πρέπει να γράφουμε όπως προφέρουμε, είναι και δεν είναι η βάση της ορθογραφίας όπως τη χρησιμοποιούμε σήμερα. Είναι, διότι η ισπανική, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες όπως η αγγλική και η γαλλική, πάντα αντιστεκόταν σθεναρά στη μεγάλη διαφορά μεταξύ γραφής και προφοράς. Αλλά και δεν είναι, διότι όταν τον 18ο αιώνα αποφασίστηκε πώς θα ενοποιήσουμε τη γραφή μας, υπήρξε και άλλο κριτήριο που καθοδήγησε σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις. Αυτό το κριτήριο ήταν το ετυμολογικό, αυτό που λέει ότι πρέπει να γράφουμε σύμφωνα με τη γραφή των λέξεων στην πρωτότυπη γλώσσα τους, στη λατινική, στην ελληνική. Και έτσι έχουμε το βουβό «h», το οποίο γράφουμε αλλά δεν προφέρουμε, και το μακρύ «b» και κοφτό «v», τα οποία, σε αντίθεση με το τι πιστεύουν πολλοί, στην ισπανική τους προφορά ποτέ δεν είχαν διαφορά μεταξύ τους. Έτσι έχουμε το τραχύ «g», όπως στη λέξη «gente», και το μαλακό, όπως στην λέξη «gato». Έτσι έχουμε «c», «s» και «z», τρία γράμματα που σε κάποιες περιοχές αντιστοιχούν σε έναν ήχο και σε άλλες περιοχές σε δύο, αλλά σε καμία σε τρεις. Δεν ήρθα εδώ για να σας πω κάτι που δεν γνωρίζετε από την προσωπική σας εμπειρία. Όλοι μας πήγαμε στο σχολείο, όλοι μας επενδύσαμε πολύ χρόνο στη μάθηση, μεγάλο ποσοστό αυτού του χρόνου του εύπλαστου παιδικού μυαλού, σε υπαγορεύσεις και στην απομνημόνευση ορθογραφικών κανόνων με πολλές εξαιρέσεις. Μας μετέδωσαν με πολλούς τρόπους, έμμεσους και άμεσους, την ιδέα ότι η ορθογραφία ήταν κάτι πολύ βασικό για τη μόρφωσή μας. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι οι δάσκαλοι δεν αναρωτήθηκαν ποτέ γιατί ήταν τόσο σημαντικό. Ακόμη, δεν έκαναν μια πρότερη ερώτηση, «Ποιος είναι ο σκοπός της ορθογραφίας;» «Σε τι χρησιμεύει η ορθογραφία;» Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος κάνει αυτή την ερώτηση, η απάντηση είναι αρκετά απλή και λιγότερο σύνθετη από αυτό που συνήθως πιστεύουμε. Ο ρόλος της ορθογραφίας είναι να ενοποιεί τη γραφή, έτσι ώστε όλοι να γράφουμε με τον ίδιο τρόπο, και να κατανοούμαστε πιο εύκολα μέσω του γραπτού λόγου. Σε αντιπαραβολή όμως με άλλες πτυχές της γλώσσας, όπως η στίξη για παράδειγμα, η ορθογραφία δεν προνοεί καμία δυνατότητα προσωπικής έκφρασης. Στη στίξη, υπάρχει. Με τη στίξη μπορώ να επιλέξω να αλλάξω το νόημα σε μια φράση. Με τη στίξη μπορώ να αποτυπώσω έναν ιδιαίτερο ρυθμό σε αυτό που γράφω, ενώ με την ορθογραφία, δεν μπορώ. Στην ορθογραφία, αυτό που γράφω είτε είναι σωστό, είτε όχι, σύμφωνα με το τι συμφωνεί και τι όχι με τους ισχύοντες κανόνες. Επομένως, δεν θα ήταν πιο συνετό να απλοποιήσουμε τους ισχύοντες κανόνες, προκειμένου να είναι πιο εύκολο να διδάσκουμε, να μαθαίνουμε και να χρησιμοποιούμε σωστά την ορθογραφία; Δεν θα ήταν πιο συνετό να απλοποιήσουμε τους ισχύοντες κανόνες, προκειμένου όλο αυτό τον χρόνο που αφιερώνουμε σήμερα στη διδασκαλία της ορθογραφίας να μπορούμε να τον αφιερώσουμε σε άλλα γλωσσικά ζητήματα των οποίων η πολυπλοκότητα αξίζει χρόνο και προσπάθεια; Αυτό που προτείνω δεν είναι να καταργήσουμε την ορθογραφία και να γράφει ο καθένας όπως θέλει. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο κοινής χρήσης, και για αυτό θεωρώ βασικό το να τη χρησιμοποιούμε ακολουθώντας κοινά κριτήρια. Αλλά επίσης μου φαίνεται βασικό να κάνουμε αυτά τα κοινά κριτήρια όσο γίνεται πιο απλά, κυρίως γιατί αν απλοποιήσουμε την ορθογραφία μας δεν ισοπεδώνουμε τη γλώσσα μας, απλοποιώντας την ορθογραφία δεν εξασθενούμε καθόλου την ποιότητα της γλώσσας. Εγώ δουλεύω κάθε μέρα με τη λογοτεχνία του Χρυσού Αιώνα, διαβάζω από Γκαρσιλάσο μέχρι Θερβάντες, Γκόνγκορα, Κιέβεδο, και μερικές φορές γράφουν τη λέξη «hombre» χωρίς το «h», μερικές φορές γράφουν «escribir» με κοφτό «v», και μου φαίνεται εντελώς σαφές ότι η διαφορά μεταξύ αυτών των κειμένων και των δικών μας αφορά την σύμβαση, ή καλύτερα την απουσία σύμβασης στην εποχή τους. Δεν αφορά την ποιότητα. Αλλά επιτρέψτε μου να επιστρέψω στους δασκάλους γιατί είναι πρόσωπα-κλειδιά σε αυτή την ιστορία. Ανέφερα προ ολίγου την κάπως παράλογη επιμονή με την οποία οι δάσκαλοι μας πίεζαν και μας πιέζουν στο θέμα της ορθογραφίας. Όμως το βέβαιο είναι ότι αυτό έχει κάποια βάση στην εποχή μας. Στην κοινωνία μας, η ορθογραφία λειτουργεί σαν πήχης που ξεχωρίζει τον καλλιεργημένο από τον μη καλλιεργημένο, τον μορφωμένο από τον αμόρφωτο, ανεξαρτήτως του περιεχόμενου του κειμένου. Κάποιος μπορεί να προσληφθεί ή όχι σε μια θέση, γιατί έβαλε ή παρέλειψε ένα «h». Κάποιος άλλος μπορεί να γίνει αντικείμενο δημόσιου χλευασμού για ένα «b» σε θέση που δεν έπρεπε να είναι. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά, είναι φανερό ότι έχει νόημα να αφιερώνουμε όλο αυτόν τον χρόνο στην ορθογραφία. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια της ιστορίας της γλώσσας μας υπήρχαν πάντοτε δάσκαλοι, ή άνθρωποι που ασχολούνταν με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που προώθησαν ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, και που συνειδητοποίησαν ότι στην ορθογραφία μας μερικές φορές υπήρχε ένα εμπόδιο για τη μετάδοση της γνώσης. Στην δική μας περίπτωση, για παράδειγμα, ο Σαρμιέντο και ο Αντρές Μπέγιο, πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη ορθογραφική μεταρρύθμιση που είχε πραγματοποιηθεί ποτέ στην ισπανική γλώσσα, ήταν εκείνη που έγινε στη Χιλή στα μέσα του 19ου αιώνα. Γιατί, λοιπόν, δεν παίρνουμε τη σκυτάλη από αυτούς τους δασκάλους για να αρχίσουμε να εξελίσσουμε την ορθογραφία μας; Σε αυτή τη μικρή ομάδα των 10.000, θα ήθελα να προτείνω κάποιες τροποποιήσεις που πιστεύω ότι είναι λογικές, για να γίνει η αρχή. Καταργούμε το άφωνο «h». Εκεί που γράφουμε ένα «h» και δεν προφέρουμε τίποτα, ας μη γράφουμε τίποτα. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αυτό το συναισθηματικό δέσιμο που μας αναγκάζει να ανεχόμαστε την δυσκολία που προκαλεί το άφωνο «h». Το μακρύ «b» και το κοφτό «v» που λέγαμε πριν, ποτέ δεν διέφεραν στην Ισπανική γλώσσα, (Χειροκρότημα) ας διαλέξουμε ένα από τα δύο, ας το συζητήσουμε, ο καθένας θα έχει τις προτιμήσεις του, ο καθένας θα πει τα επιχειρήματά του. Κρατάμε το ένα, καταργούμε το άλλο. «G» ή «j», ξεχωρίζουμε τις ιδιότητές τους, στο «g» μένει ο ήπιος ήχος, «gato», «mago», «águila», και το «j» διατηρεί τον τραχύ ήχο, «jarabe», «jirafa», «gente», «argentino». Τα «c», «s» και «z» είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, γιατί ενώ το φωνητικό κριτήριο πρέπει να είναι οδηγός, δεν μπορεί να είναι απόλυτος κανόνας. Σε μερικές περιπτώσεις οι διαφορές στην προφορά πρέπει να διατηρούνται. Όπως έλεγα προηγουμένως, «c», «s» και «z» σε κάποιες περιπτώσεις αντιστοιχούν σε έναν ήχο, αλλού σε δύο, αν από τρία γράμματα κατεβούμε σε δύο, θα είμαστε όλοι καλύτερα. Κάποιοι ίσως θεωρήσουν αυτές τις αλλαγές κάπως δραστικές. Δεν είναι όμως και τόσο δραστικές. Η Βασιλική Ισπανική Ακαδημία και όλες οι ακαδημίες της γλώσσας, επίσης πιστεύουν ότι η ορθογραφία πρέπει να τροποποιηθεί. Ότι ναι μεν η γλώσσα είναι συνδεδεμένη με την ιστορία, την παράδοση και τα έθιμα, αλλά είναι επίσης ένα πρακτικό εργαλείο καθημερινής χρήσης και ότι μερικές φορές οι δεσμοί με την ιστορία, την παράδοση και τα έθιμα μεταμορφώνονται σε εμπόδιο στη χρήση της σήμερα. Αυτό εξηγεί το γιατί η γλώσσα μας, πολύ περισσότερο από άλλες, που μιλιούνται γεωγραφικά κοντά μας, τροποποιήθηκε ιστορικά, για παράδειγμα, πήγαμε από «orthographia» σε «ortografía», πήγαμε από «theatro» σε «teatro», πήγαμε από «quantidad» σε «cantidad», πήγαμε από «symbolo» σε «símbolo», και μόλις άρχισαν να αποσύρονται μερικά άφωνα «h», στο λεξικό της Βασιλικής Ακαδημίας «arpa», «armonia» μπορούν να γραφούν με «h» ή δίχως «h» και είμαστε όλοι μια χαρά. Πιστεύω επίσης ότι τώρα είναι η ιδιαίτερα κατάλληλη στιγμή για να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Πάντα μας λένε ότι η γλώσσα αλλάζει αυθόρμητα, από κάτω προς τα πάνω, ότι οι χρήστες είναι αυτοί που φτιάχνουν νέες λέξεις, αυτοί που εισάγουν γραμματικές τροποποιήσεις, και ότι η Αρχή, σε κάποιες χώρες η Ακαδημία, σε άλλες ένα λεξικό, σε άλλες ένα υπουργείο, μετά από πολύ καιρό τις δέχεται και τις ενσωματώνει. Αυτό αληθεύει μόνο σε κάποια επίπεδα της γλώσσας, αληθεύει σε επίπεδο λεξιλογίου, σε επίπεδο λέξεων, αλλά αληθεύει λιγότερο σε επίπεδο γραμματικής, και σχεδόν καθόλου, θα έλεγα, σε επίπεδο ορθογραφίας, που ιστορικά άλλαζε από πάνω προς τα κάτω. Ήταν πάντα οι Αρχές αυτές που καθόριζαν τους κανόνες και πρότειναν τροποποιήσεις. Γιατί είπα ότι αυτή η στιγμή είναι ιδιαιτέρως κατάλληλη; Μέχρι σήμερα, η γραφή είχε μια χρήση πιο περιορισμένη και ιδιαίτερη, από τον προφορικό λόγο. Αλλά στην εποχή μας, στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αυτό άλλαξε ριζικά. Ποτέ ξανά δεν είχαμε γράψει τόσο, όσο γράφουμε τώρα, ποτέ ξανά δεν είχαν γράψει τόσοι άνθρωποι και να διαβάστηκαν από τόσους. Μέσα σε αυτά τα μέσα δικτύωσης, για πρώτη φορά βλέπουμε, σε μεγάλο βαθμό, καινούργιες χρήσεις της ορθογραφίας. Ακόμα και άτομα μορφωμένα, που ξέρουν τέλεια ορθογραφία, όταν γράφουν στα μέσα δικτύωσης συμπεριφέρονται αρκετά παρόμοια με την πλειοψηφία των χρηστών. Δηλαδή δεν δίνουν τόση σημασία στη σωστή ορθογραφία, όση στην αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της επικοινωνίας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρόποι γραφής χωρίς κανόνες, με προσωπικό στυλ, και πιστεύω ότι αξίζει να τους δώσουμε σημασία, γιατί πιθανώς μας δείχνουν ότι αφού η εποχή μας βάζει την γραφή σε καινούργιο πλαίσιο, πρέπει να της δώσει και νέα κριτήρια. Πιστεύω ότι θα ήταν λάθος να απορρίψουμε αυτούς τους νέους τρόπους, θεωρώντας τους σημάδια της πολιτιστικής παρακμής της εποχής μας. Αντιθέτως, πιστεύω ότι πρέπει να τους παρατηρήσουμε, να τους οργανώσουμε και να τους αιτιολογήσουμε μέσα από κανόνες πιο συναφείς με τις ανάγκες της εποχής μας. Περιμένω κάποιες αντιρρήσεις. Υπάρχουν αυτοί που θα πούν ότι αν απλοποιήσουμε την ορθογραφία, θα χάσουμε την ετυμολογία. Στην πραγματικότητα, αν θέλαμε να διατηρήσουμε την ετυμολογία δεν θα το κάναμε αυτό μέσω της ορθογραφίας, και επίσης θα έπρεπε να μάθουμε λατινικά, ελληνικά, αραβικά. Όταν απλοποιήσουμε την ορθογραφία, θα βρίσκουμε την ετυμολογία στο ίδιο μέρος όπου τη βρίσκουμε και τώρα, στα ετυμολογικά λεξικά. Μια δεύτερη αντίρρηση θα ήταν: «Αν απλοποιήσουμε την ορθογραφία δεν θα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις λέξεις που σήμερα διαφέρουν σε ένα μόνο γράμμα». Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν αποτελεί πρόβλημα. Η γλώσσα μας έχει ομώνυμα, λέξεις με πάνω από μια έννοια και δεν μπερδευόμαστε: banco, παγκάκι όπου καθόμαστε, banco, η τράπεζα όπου καταθέτουμε λεφτά, traje, το κοστούμι που φοράμε, trajimos, τα πράγματα που κουβαλάμε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα συμφραζόμενα λύνουν κάθε αμφιβολία. Αλλά υπάρχει μια τρίτη αντίρρηση, πιστεύω η πιο κατανοητή και η πιο συγκινητική, και είναι: «Εγώ δεν θέλω να αλλάξω. Έτσι διδάχτηκα και έτσι συνήθισα, όταν διαβάζω μια λέξη γραμμένη με ορθογραφία απλοποιημένη με πονάνε τα μάτια μου». (Γέλια) Αυτή η αντίρρηση, κατά βάθος εκφράζει τον καθένα από μας. Τι πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε; Ό,τι κάναμε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αλλαγές γίνονται κοιτώντας μπροστά, διδάσκουμε στα παιδιά τους καινούργιους κανόνες: όσοι δεν συμφωνούμε, μας αφήνουν να γράφουμε όπως έχουμε συνηθίσει, και περιμένουμε τον χρόνο να θεμελιώσει τους νέους κανόνες. Η επιτυχία στην πραγματοποίηση των ορθογραφικών μεταρρυθμίσεων, που αγγίζουν βαθειά ριζωμένες συνήθειες, βρίσκεται στη σύνεση, τη συγκατάθεση, τη σταδιακή αλλαγή και την ανεκτικότητα. Δεν μπορούμε να αφήσουμε βαθιά ριζωμένες παλιές συνήθειες να μας εμποδίσουν να προχωρήσουμε μπροστά. Ο καλύτερος φόρος τιμής που μπορούμε να αποδώσουμε στο παρελθόν είναι να βελτιώσουμε αυτό που μας δόθηκε. Για αυτό πιστεύω ότι πρέπει να συμφωνήσουμε, ότι οι ακαδημίες μας πρέπει να συμφωνήσουν, να καθαρίσουν την ορθογραφία μας, από όλες τις συνήθειες που υιοθετήσαμε χωρίς να μας εξυπηρετούν. Είμαι πεπεισμένη ότι αν το κάνουμε αυτό, σε έναν ταπεινό αλλά πολύ σημαντικό τομέα, τη γλώσσα, θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές ένα καλύτερο μέλλον. (Χειροκρότημα)